Τιμή στον Mikhail Zhlobitskiy

Ο πόλεμος δεν είναι μονάχα στρατοί παραταγμένοι, στρατιωτικά σαλπίσματα, και παραγγέλματα, πλήθη που αλλαλάζουν καθώς θερίζονται μαζικά από τα πολυβόλα , μαζικοί θάνατοι που προκαλούν άψυχα κουμπιά που πατιουνται απο ψυχρούς χειριστές, παρελασεις τεθωρακισμένων αρμάτων και υπερπτήσεις βομβαρδιστικών. Πόλεμος είναι και το πάθος, η λαχτάρα, η οργή και το μίσος του ατόμου που υψώνει την απόφαση του να χτυπήσει το τέρας αυτού του δολοφονικού κόσμου εδώ, εκεί παρά πέρα. Αυτή η άγρια δίψα για επίθεση στις αξίες του πολιτισμένου γαλαξία της απέραντης σαπίλας που κυριαρχεί παντού γύρω μας. Πόλεμος είναι και οι απελπισμένες κραυγές των μοναχικών ενάντια στην Κυριαρχία. Πόλεμος είναι και η ατομική επιλογή στο σκοτάδι που οπλίζεται με πυροκροτητες και μπαρούτι ενάντια στη βαρβαρότητα και τη μαζική συνενοχή. Που οπλιζεται με μια απόφαση βαθιά χαραγμένη στην καρδιά, μια απόφαση που λυσσασμένα σφίγγει τα δόντια μέχρι να ματώσουν τα ούλα , μια αποφάση που βροντοφωνάζει με την δύναμη χίλιων εκρήξεων: “Μάχομαι μέχρι το τέλος” .

Τιμή για πάντα στον 17χρονο αναρχικό Mikhail Zhlobitskiy που έπεσε νεκρός πυροδοτώντας μια βόμβα στα γραφεία των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας (FSB).

Η αθλιότητα της υπακοής- Το πείραμα Μίλγκραμ

Τον Ιούλιο του 1961, ο Αμερικανός ψυχολόγος Στάνλεϊ Μίλγκραμ (Stanley Milgram), πραγματοποίησε ένα πείραμα στο Πανεπιστήμιο του Γιέιλ των Ηνωμένων Πολιτειών, με σκοπό την μελέτη της αντίδρασης των ανθρώπων, όταν αυτοί καλούνται να εκτελέσουν εντολές κάποιας εξουσίας ή αυθεντίας, που έρχονται σε σύγκρουση όμως με την συνείδησή τους.

Η αφορμή του πειράματος, ήταν η δίκη στην Ιερουσαλήμ, μόλις λίγους μήνες πριν, του Γερμανού εγκληματία πολέμου, Άντολφ Άιχμαν. Ο Μίλγκραμ επινόησε αυτή την ψυχολογική μελέτη για να απαντήσει στο ερώτημα: Είχαν ο Άιχμαν και οι συνεργοί του στο «Ολοκαύτωμα», αμοιβαία πρόθεση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους στόχους του «Ολοκαυτώματος»; Με άλλα λόγια, υπήρχε αμοιβαία αίσθηση της ηθικής μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν σ’ αυτό; Το πείραμα του Μίλγκραμ έτεινε να αποδείξει πως οι συνεργοί απλά εκτελούσαν τις εντολές, παρ’ ότι παραβίαζαν βαθύτατα τις ηθικές αρχές τους. Πως η υπακοή είναι ο ψυχολογικός μηχανισμός που συνδέει επιμέρους ενέργειες για πολιτικό ή άλλον σκοπό.
Ο Μίλγκραμ συγκέντρωσε μερικούς εθελοντές, μετά από αγγελία που δημοσίευσε, με πρόφαση την μελέτη της ανθρώπινης μνήμης. Οι εθελοντές πληρώθηκαν από 4 δολάρια για την συμμετοχή τους και ήταν ηλικίας μεταξύ 20 και 50 ετών, διαφόρων επαγγελμάτων και διάφορου μορφωτικού επιπέδου.

Ο κάθε εθελοντής, όταν προσέρχονταν στον χώρο του πειράματος, συναντούσε έναν άλλον εθελοντή, που υποτίθεται πως βρίσκονταν εκεί για το ίδιο πείραμα, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν συνεργάτης του Μίλγκραμ. Οι ρόλοι που τους ανατίθονταν ήταν αυτοί του «εξεταστή» και του «εξεταζόμενου». Ο ρόλος που ήταν το ουσιαστικό αντικείμενο του πειράματος, ήταν αυτός του «εξεταστή» και θα έπρεπε να τον πάρει οπωσδήποτε ο ανυποψίαστος εθελοντής, με έναν τρόπο όμως που να φαίνεται τυχαίος και δίκαιος, έτσι ώστε να μην κινήσει καμμία υποψία του, ως προς την γνησιότητα του πειράματος. Έτσι γίνονταν μια στημένη κλήρωση με δυο διπλωμένα χαρτάκια, όπου υποτίθεται πως το ένα έγραφε «εξεταστής» και το άλλο «εξεταζόμενος». Έτσι ο καθένας θα έπαιρνε τον ρόλο που θα έγραφε το χαρτάκι που θα τραβούσε. Στην πραγματικότητα όμως, και τα δυο χαρτάκια έγραφαν «εξεταστής» κι έτσι ο εθελοντής έπαιρνε πάντα αυτόν τον ρόλο, ενώ ο συνεργάτης του Μίλγκραμ έλεγε ψευδώς (φυσικά) ότι το χαρτάκι του έγραφε «εξεταζόμενος.

Στην συνέχεια, τους χώριζαν και τους έβαζαν σε δυο διαφορετικά δωμάτια. Μπορούσαν να επικοινωνήσουν, αλλά δεν μπορούσαν να βλέπουν ο έναν τον άλλον. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως σε μια από τις εκδοχές τους πειράματος, ο «εξεταζόμενος» (δηλαδή ο συνεργάτης) ανάφερε στον «εξεταστή» (δηλαδή στον πραγματικό εθελοντή) σε ανύποπτο χρόνο και πριν γίνει η «κλήρωση», πως αντιμετώπιζε (δήθεν) καρδιακό πρόβλημα. Στο ίδιο δωμάτιο με τον «εξεταστή» καθόταν σ’ ένα γραφείο και ο υπεύθυνος του πειράματος.

Στον «εξεταστή» δόθηκε μια μικρή ηλεκτρογεννήτρια, η οποία υποτίθεται πως ήταν συνδεδεμένη με το χέρι του «εξεταζόμενου». Ακολούθως, ο πειραματιστής, έδωσε στον «εξεταστή» έναν κατάλογο με ζευγάρια λέξεων, η καθεμία από τις οποίες, είχες τέσσερις δυνατές απαντήσεις-συνδυασμούς. Ο «εξεταζόμενος», σε περίπτωση που απαντούσε λάθος, θα δεχόταν μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση από τον «εξεταστή» (με τάση προσαύξησης 15 Volt για κάθε λανθασμένη απάντηση), αν όχι, θα προχωρούσαν στην επόμενη λέξη. Για να γίνει πιστευτό αυτό, ο «εξεταζόμενος» προσποιήθηκε δυσφορία όταν πληροφορήθηκε πως θα «τιμωρείται» με ένα μικρό «ηλεκτροσόκ», σε κάθε λανθασμένη απάντησή του, ενώ στον «εξεταστή» έγινε δοκιμαστικά μια πραγματική ηλεκτρική εκκένωση, μικρής ισχύος, αλλά ικανή να τον «ταρακουνήσει», για να έχει υπόψιν του το πως θα νιώθει ο «εξεταζόμενος», όταν θα «τιμωρούνταν».

 

 

Όταν ξεκίνησε η διαδικασία Όταν ξεκίνησε η διαδικασία του πειράματος, η ηλεκτρογεννήτρια αποσυνδέθηκε από το χέρι του «εξεταζόμενου» και συνδέθηκε σ’ ένα μαγνητόφωνο, το οποίο αναπαρήγαγε προηχογραφημένους ήχους με κραυγές πόνου, αναλόγως με την ένταση του ρεύματος που υποτίθεται πως διαπερνούσε τον «εξεταζόμενο», κάθε φορά που πατούσε το πλήκτρο του «ηλεκτροσόκ» ο «εξεταστής». Μετά από μερικές «λανθασμένες» απαντήσεις κι ανάλογες ηλεκτρικές εκκενώσεις, αυξανόμενης εντάσεως, ο «εξεταζόμενος» άρχισε να διαμαρτύρεται, να κλαίει και να παραπονιέται για τα καρδιακά του προβλήματα, να χτυπά τον τοίχο που τον χώριζε από τον «εξεταστή» και στην συνέχεια σταματούσε ν’ απαντά, δίνοντας την εντύπωση πως δεν έχει τις αισθήσεις του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως σύμφωνα με τους κανόνες του πειράματος, η μη απάντηση από μέρους του «εξεταζόμενου» σε κάποια ερώτηση, θεωρούνταν ως λάθος απάντηση και επομένως τιμωρούνταν με ηλεκτρική εκκένωση από τον «εξεταστή».

Σ’ αυτό το σημείο, πολλοί εθελοντές εξέφρασαν την επιθυμία τους να σταματήσουν το πείραμα και τον έλεγχο του «εξεταζόμενου». Κάποιοι άλλοι σταμάτησαν όταν η ένταση της ηλεκτρικής εκκένωσης είχε φτάσει στα 135 Volt και άρχισαν να ρωτούν για τον σκοπό του πειράματος. Μερικά άτομα, άρχισαν να γελούν νευρικά ή να εμφανίζουν άλλα συμπτώματα ακραίας πίεσης την στιγμή που άκουγαν τις κραυγές πόνου που προέρχονταν από τον «εξεταζόμενο». Οι περισσότεροι όμως συνέχισαν, αγνοώντας τις ικεσίες -ή και την σιωπή- του «εξεταζόμενου», έχοντας ήδη την διαβεβαίωση από τον πειραματιστή, πως δεν θα φέρουν καμμία ευθύνη για ό,τι κι αν συμβεί κατά την διάρκεια του πειράματος. Κάθε φορά που κάποιος «εξεταστής», εξέφραζε την επιθυμία να σταματήσει, ο πειραματιστής τού έδινε τέσσερις παραινέσεις, με την εξής σειρά:
1. Παρακαλώ συνεχίστε.
2. Το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε.
3. Είναι απολύτως σημαντικό να συνεχίσετε.
4. Δεν έχετε άλλη επιλογή· πρέπει να συνεχίσετε.

Αν ο εθελοντής επέμενε στην αποχώρησή του, μετά κι απ’ τις τέσσερις αυτές παραινέσεις, τότε το πείραμα διακόπτονταν. Διαφορετικά, συνεχίζονταν, μέχρι η ένταση της υποτιθέμενης ηλεκτρικής εκκένωσης να φτάσει το μέγιστο όριο των 450 Volt, για τρεις συνεχόμενες φορές.

Πριν την διεξαγωγή του πειράματος, ζητήθηκε η άποψη δεκατεσσάρων ψυχολόγων του πανεπιστημίου, για το ποιο θα ήταν κατά την γνώμη τους, το ποσοστό των εθελοντών που θα έφταναν μέχρι το τελικό και ανώτατο όριο ηλεκτρικής εκκένωσης των 450 Volt. Κατά μέσον όρο, εκτιμήθηκε ένα ποσοστό γύρω στα 3%. Τα αποτελέσματα όμως, τους διέψευσαν με εντυπωσιακό τρόπο. Σχεδόν το 65% των εθελοντών (26 από τους 40), συνέχισε μέχρι το τέλος, έστω και κάτω από καθεστώς έντονης ψυχολογικής πίεσης.

Ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ, συνόψισε το συμπέρασμα της μελέτης του στο άρθρο «Οι κίνδυνοι της υπακοής» (The Perils of Obedience, 1974), ως εξής:
«Οι νομικές και φιλοσοφικές πτυχές της υπακοής έχουν τεράστια σημασία, αλλά λένε πολύ λίγα για το πως οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριφέρονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Έστησα ένα απλό πείραμα στο Πανεπιστήμιο Γιέιλ, για να διαπιστώσω πόσον πόνο θα μπορούσε να προκαλέσει ένας απλός πολίτης, σε ένα άλλο πρόσωπο, μόνο και μόνο, επειδή έτσι διατάχθηκε από έναν πειραματιστή επιστήμονα… Η εξαιρετική προθυμία των ενηλίκων ν’ ακολουθήσουν σχεδόν σε οποιοδήποτε μήκος τις εντολές της εξουσίας, αποτελεί το κύριο εύρημα της μελέτης και το γεγονός απαιτεί επειγόντως εξηγήσεις. Οι απλοί άνθρωποι, που κάνουν απλά τη εργασία τους, και χωρίς καμία ιδιαίτερη εχθρότητα από την πλευρά τους, μπορούν να μετατραπούν σε ενεργούς παράγοντες σε μια τρομερή καταστρεπτική διαδικασία. Επιπλέον, ακόμη και όταν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της εργασίας τους γίνονται απολύτως σαφή, και τους ζητείται να προβούν σε ενέργειες ασυμβίβαστες με θεμελιώδεις κανόνες της ηθικής, σχετικά λίγοι άνθρωποι έχουν τους πόρους που απαιτούνται για να αντισταθούν στην εξουσία».
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως πειράματα, ανάλογα μ’ αυτά του Μίλγκραμ, πραγματοποιήθηκαν κι αργότερα, από άλλους επιστήμονες, με παρόμοια αποτελέσματα και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, με ακόμη υψηλότερα ποσοστά ολοκλήρωσης του πειράματος από πλευρά των εθελοντών ενώ σε άλλες ήταν χαμηλότερα ανάλογα συγκεκριμένες παραμέτρους. Πχ οταν βρισκόταν ο πειραματιστής αρκετά κοντά στον «εξεταστή» το 30% ολοκλήρωνε το πείραμα ενώ αν η απόσταση μεταξύ τους ήταν πιο μεγάλη , το ποσοστό μειονόταν. Στο Πείραμα 2 όπου οι «εξεταστές» δέχονταν οδηγίες μέσω τηλεφώνου το ποσοστό μειώθηκε στο 21% .
Επίσης διαπιστώθηκε ότι το κύρος του ιδρύματος στο οποίο γινόταν το πείραμα έπαιζε ρόλο στα ποσοστά υπακουής που έδειχναν οι «εξεταστές». Στο Πείραμα 10 που διεξήχθη σε εξωπανεπιστημιακό χώρο τα ποσοστά υπακοής έπεσαν στο 47,5% .
Μελετήθηκε ακόμα και κατά πόσον παίζει ρόλο ο παράγοντας του κοινωνικού κονφορμισμού στην υπακοή ή την απείθια αντίστοιχα. Στο Πείραμα 17 μαζί με κάθε «εξεταστή» υπήρχαν άλλοι δύο υποτίθεται, ηθοποιοί κι αυτοί οι οποίοι αντιδρούσαν στη συνέχιση του πειράματος και μόνο 4 στους 40 συνέχισαν ως το τέλος. Στο Πείραμα 18 οι «εξεταστές» είχαν επιβοηθητικό και όχι κύριο ρόλο στη διεξαγωγή του πειράματος , βοηθούσαν για παράδειγμα έναν άλλο «εξεταστή» στο πείραμα υποβάλοντας του τις ερωτήσεις μέσω μικροφώνου προς το υποκείμενο που δεχόταν το ηλεκτροσοκ και τις απαντήσεις ή μη. Σε αυτήν την περίπτωση οι 37 στους 40 συνέχισαν το πείραμα ως το τέλος.

Συμπέρασμα: Όσο κι αν τα παραπάνω πειράματα μπορεί να αμφισβητηθούν ως προς την καθολικότητα την οποία μπορεί να έχουν , εν τούτοις δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι είναι ενδεικτικά μιας κάποιας μηχανιστικής λειτουργίας των μαζών που έχει σχέση με την υποταγή στις εντολές της εξουσίας. Αν αναλογιστούμε πόσα υποκείμενα διεκπαιρεώνουν καθημερινά εντολές εις βάρος άλλων ανθρώπων χωρίς να είναι απαραίτητα τέρατα ή κτήνη θα καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Από τους συμβαιολογράφους που υπογράφουν πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών μέχρι τους μπάτσους που ξυλοκοπούν ,δολοφονούν , συλλαμβάνουν , από τους εργάτες της ΔΕΗ που κατεβάζουν τους διακόπτες σε οικογένειες που δε μπορούν να αποπληρώσουν λογαριασμούς μεχρι τους γραφειοκράτες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, και από τους κλητήρες που υπογράφουν εξώσεις μέχρι τους απλούς φαντάρους που κυνηγούν και σκοτώνουν ίσως μετανάστες και πρόσφυγες στα σύνορα , υπάρχει ένα κοινό σημείο που δεν έχει να κάνει με τη διεστραμένη προσωπικότητα κάποιων σαδιστών σκατόψυχων αλλά με απλών ανθρώπων που απλώς κάνουν τη δουλειά τους και απλώς εκτελούν εντολές.

Πηγές: https://en.m.wikipedia.org/wiki/Milgram_experiment
http://www.panarchy.org/milgram/obedience.html

Το αίμα ανεβάζει την τηλεθέαση

Για σχεδόν δύο δεκαετίες κυρίαρχη πολιτισμική τροφή του τηλεοπτικού κοινού ,κι όταν λέμε τηλεοπτικό κοινό ας υπολογίζουμε ένα σεβαστό ποσοστό της κοινωνικής πλειοψηφίας, είναι η εξιδανίκευση του εξευτελισμού και κανιβαλισμού κάθε στοιχείου ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το κοινό στην Ομόνοια , που μπροστά στον άνθρωπο που απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει, γελούσε , τραβούσε φωτογραφίες και βίντεο και φώναζε live ή σχολίαζε στα μέσα δικτύωσης ” πέσε ” , δε μας είναι άγνωστο . Το ξέρουμε πολύ καλά. Είναι το ίδιο κοινό που αποθέωνε τα τρας ριάλιτι της κλειδαρότρυπας των 90s , το ίδιο κοινό που αποθέωνε από το 2001 και μετά κάθε τηλεριάλιτι τύπου big brother, survivor, bar, farma κτλ οπου ομάδες ανθρώπων διαγωνίζονταν για το έπαθλο του ενός, ενώ τους παρακολουθούσαν live 24 ώρες να βάζουν, ίντριγκες , να κανιβάλιζονται μεταξύ τους και να εξευτελίζονται με τον πιο αηδιαστικό τρόπο. Είναι το ίδιο κοινό που αποθέωνε και αποθεώνει κάθε είδους διαγωνισμό ταλέντων στα οποία οι κριτές φροντίζουν επίτηδες να κανιβάλιζουν όσα διαγωνιζόμενα ατομα ελπίζουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν στα στάνταρ του κάθε σοόυ. Είναι το ίδιο κοινό που εκπαιδεύεται να νιώθει θεός μεσα από μια διαδραστική συμμετοχικότητα στους διαγωνισμούς ψηφίζοντας ποιοι μπορεί να παραμείνουν και ποιοί όχι στο παιγνίδι. Είναι το ίδιο κοινό που έμαθε να απολαμβάνει να εξευτελίζονται σε εκπομπές με ευφάνταστους τίτλους όπως ” Παρατράγουδα”,  άνθρωποι με μειωμένη ικανότητα αντίληψης και να παρουσιάζονται στο κοινό όπως σε άλλες εποχές τα τσίρκα φρικιών. Είναι το ίδιο κοινό που διψασμένο για ίντριγκα και αποκαλύψεις παρακολουθούσε ανθρώπους να διαγωνίζονται στο αν μπορούν να πουν την αλήθεια προκειμένου να τσιμπήσουν ένα μικρό χρηματικό έπαθλο ομολογώντας σκανδαλιστικά και ένοχα μυστικά. Είναι το ίδιο κοινό που εθισμένο στη κυρίαρχη , μαζική κουλτούρα, δε μπορεί να εκτιμήσει σαν αξία οτιδήποτε δεν μπορεί να προβληθεί στο γυαλί, και που αντιλαμβάνεται τη σημαντικότητα κάθε τραγωδίας αποκλειστικά με όρους τηλεοπτικής ακροαματικότητας. Είναι οι γνωστοί μας στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στη σχολή, στη δουλειά , στο λεωφορείο, στις καφετέριες, στις οικογένειες μας ίσως , ακόμα και στις  ίδιες μας τις παρέες που τυχαίνει να μην ασχολούνται με τα πολιτικά και κάθε φορά που θέλουμε να ανοίξουμε ένα θέμα διαμαρτύρονται ότι δεν αντέχουμε να μην το πάμε στο πολιτικό και ότι σκεφτόμαστε κολλημένα.
Και το θέμα σε όλο αυτό είναι ότι σχηματίζεται μια ασφυκτική κανονικότητα στην οποία η κατάσταση αυτή καθίσταται κυρίαρχη και φυσιολογική και η αντίδραση σε αυτή παράλογη , αφύσικη, παράταιρη, απροσάρμοστη, και ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΗ . Η αποδοχή με μαζικούς όρους αυτής της μαζικής κουλτούρας και του πλέγματος αξιών που σέρνει από πίσω της είναι το αποτύπωμα του δικού μας σύγχρονου πολιτισμού όπως οι αρένες και το κολοσσαίο είναι το αποτύπωμα κάποιου άλλου στον οποίοι οι μάζες παρακολουθούσαν αθρόες σφαγές μονομάχων και χριστιανούς να κατασπαράσονται από θηρία. Όπως τα δημόσια βασανιστήρια και εκτελέσεις στις πλατείες των πόλεων και των χωριών είναι το αποτύπωμα ενός άλλου. Κάθε εποχή, κάθε κοινωνία αφήνει πίσω της και έναν πολιτισμό που αποδεικνύει τις ηθικές και τις πνευματικές της αξίες . Και στη δική μας κοινωνία κυρίαρχη αξία είναι ότι το αίμα, ο πόνος, η τραγωδία φέρνουν τηλεθέαση . Ότι συνέβη στην Ομόνοια δεν είναι παρά ο θρίαμβος της κοινοτυπίας του κακού στην εποχή μας. Όποιοι ψάχνουν να βρουν τέρατα μέσα στον όχλο που στάθηκε στην Ομόνοια ή σχολίαζε στα δίκτυα , όπως έχει εκπαιδευτεί από τον ίδιο τον κοινωνικό μας προγραμματισμό να κάνει , θα εκπλαγούν με το πόσα πολλά κανονικά, τρομακτικά κανονικά, άτομα υπάρχουν μέσα σε αυτόν.
Αυτή είναι η κοινωνική πραγματικότητα που φτιάχνεται με δουλειά μυρμηγκιού και χτίζεται μεθοδικά, αποτελεσματικά και ανελέητα για πάνω απο δυο δεκαετίες παντού ολόγυρα μας.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει , απλώς η τεχνολογία και η μαζική κοινωνικη δικτύωση την κάνει πλέον πιο ορατή. Δίνει φωνή στη σιωπηλή πλειοψηφία του τηλεοπτικού κοινού καθώς και τη δυνατότητα να επενεργεί στο κοινωνικό με τρόπους αδύνατους και ανέφικτους στο παρελθόν. Κι αυτό διαλύει μερικά συννεφάκια. Αυτό είναι όλο. Μετά το διαφημιστικό μύνημα συνεχίζεται κανονικά το πρόγραμμα μας. Μείνετε στις θέσεις σας !!!

Η υποταγή δεν έχει φύλο

Σε έναν κόσμο κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης είναι αναμενόμενο πως θα υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που θα είναι σε δυσμενέστερη θέση και ομάδες που θα βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη. Τα ζητήματα πάνω στα οποία μπορεί να δημιουργούνται τέτοιου τύπου μειονεκτικές και πλεονεκτικές καταστάσεις μπορεί να αντανακλούν μια ταξική, φυλετική, έμφυλη, εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική, σεξουαλική διάσταση. Έτσι λοιπόν ανάλογα τις συνθήκες κάθε περιβάλλοντος και τις ιδιαιτερότητες τις οποίες παρουσιάζει ως προς το σε ποιο από τα προαναφερόμενα πεδία κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης δίδεται παραπάνω προτεραιότητα κάθε φορά, εμφανίζονται και οι ανάλογες κοινωνικές ομάδες πίεσης , οι οποίες εγείρουν κοινωνικές διεκδικήσεις ενάντια στην δομική κοινωνική βία , εκμετάλευση και καταπίεση που υπόκεινται. Πολλές φορές αυτές οι ομάδες δεν βρίσκονται ούτε σε σύγκλιση, ούτε σε σύμπνοια . Αυτό είτε γιατι μπορεί να προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες ( κάποιες απο τις οποίες ίσως πιο προνομιούχες από κάποιες άλλες) , είτε γιατί αντιλαμβάνονται η κάθε μια για τον εαυτό της το δικό της ζήτημα ως κεντρικό και ως προτεραιότητα, είτε γιατί έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα ως προς την κοινωνική θέση που διεκδικούν είτε τέλος γιατί πολύ απλά δεν μπορούν να προκύψουν κοινοί κώδικες επικοινωνίας για κάτι τετοιο.
Υπάρχουν όμως στιγμές που η κυρίαρχη συστημική και κοινωνική βία μπορεί να εκφραστεί μέσα από ένα γεγονός με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφορά πλέον αποκλειστικά μια κοινωνική ομάδα (απλά και μόνο επειδή μπορεί το όποιο θύμα- ή θύματα- να ήταν κομμάτι της) αλλά να αφορά πολλές παραπάνω κοινωνικές ομάδες επειδή ακριβώς ο τρόπος που εκδήλωθηκε το γεγονός είναι δυνατόν να αντανακλά ευρύτερες κυριαρχικές, εκμεταλευτικές και καταπιεστικές συνθήκες .
Σε τέτοιες περιπτώσεις σχεδόν πάντοτε προκύπτουν και οι ανάλογες κοινωνικές δυναμικές εντός κάθε ομάδας οι οποίες κοπιάζουν έτσι ώστε να μονοπωλούν το θέμα ως “δικό τους” και το όποιο θύμα-ή θύματα- ως δικά τους. Αυτό όχι μόνο προκειμένου να εξυπηρετήσουν την προσωπική τους ατζέντα και να αναδείξουν σε πρώτο πλάνο τα δικά τους προβλήματα, αλλά κι επειδή προσβλέπουν σε μια προσπάθεια αποσύνδεσης του χ γεγονότος από ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να υπάγεται, και που θα μπορούσε να αναδεικνύει μεγαλύτερες, ευρύτερες και συνολικότερες προβληματικές του κοινωνικού συστήματος.
Αυτή η προσπάθεια αποσύνδεσης ποτέ δε γίνεται απροκάλυπτα αλλά για λόγους επικοινωνιακούς καμουφλάρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσει ιδεολογικό πρόσημο και να οχυρωθεί πίσω από τη δήθεν υπεράσπιση της πολύ ξεχωριστής ιδιαιτερότητας της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας , και έτσι καταφεύγει και στην καταγγελία, όσων έχουν αντίθετη άποψη με αυτήν την περιχαράκωση,  για “καπέλωμα” , για ασέβεια στα συλλογικά χαρακτηριστικά  που προκύπτει από ιδεοληψίες και κοινωνικά προνόμια τα οποία κατέχουν και διάφορα άλλα . Ανά περίσταση διαφορετικά,  αλλά με κοινούς άξονες, ύφος και στυλ επιχειρηματολογίας. Το ζητούμενο ωστόσο παραμένει πάντοτε ίδιο: ο διακαής πόθος να μην συναντηθούν διαφορετικά ζητήματα μεταξύ τους ούτως ώστε να προκύπτει η λιγότερη δυνατή ριζοσπαστικόποιηση, η πάση θυσία αποφυγή της εκτροπής σε βίαιες ατραπούς και η εκδήλωση οργής και η εμμονή σε μια δικαιωματικού τύπου εκτόνωση της κρίσης , πάντα στα δημοκρατικά πλαίσια της νομιμότητας και πάντα στα πλαίσια της λεγόμενης ενδιάμεσης καταστολής κι αν τύχει και χρειαστεί επιστρατεύεται και η άμεση καταστολή παρεκλίσεων.
Όλα τα παραπάνω προφανώς δεν προκύπτουν φυσικά έτσι απλά, αλλά στηρίζονται στην ύπαρξη διαχωρισμένων ρόλων μέσα στις εκάστοτε εξουσιαζόμενες, εκμεταλευόμενες και καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες , ρόλων που δημιουργούν μεσολαβητικές πρωτοπορείες που παραγοντίζουν και που συνήθως έχουν και αυξημένα προνόμια και βάσεις ακολουθητών των γραμμών που εκπορεύονται.
Όλα αυτά γίνονται πολύ ξεκάθαρα μέσα από την τροπή που έχουν πάρει οι εξελίξεις γύρω από τις διαμαρτυρίες και αντιδράσεις για το μέχρι θανάτου λιτζάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου ενός ατόμου που προέκυψε γνωστή προσωπικότητα και ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας,  οι οποίες τείνουν να γίνουν υπόδειγμα ενδοσυστημικής διαχείρισης κοινωνικών κρίσεων αντίστοιχου κινδύνου εκτροπής. Ο τρόπος που χαλιναγωγείται η οργή και που επιχειρείται να αποσοβηθεί η όποιαδηποτε εξεγερτική δυνατότητα αξίζει να έχει μια θέση σε νέα κοινωνιολογικά εγχειρίδια περί διαχείρησης έκρυθμων καταστάσεων και εξαγριωμένου ανθρώπινου δυναμικού. Κι αυτό όχι γιατί πρώτη φορά ακούγονται επιχειρήματα του τύπου :
α) η βία δεν οδηγεί πουθενά έτσι κι αλλιώς κι απλά μας δυσφημεί
β) δεν είναι ότι υπάρχει γενικά ζήτημα με τη βία απλά δεν είναι λύση για όλα και δεν προσφέρεται ειδικά αυτη τη στιγμή
γ) η περίπτωση βίας μπορεί να αποθαρύνει κόσμο που κατέβηκε πρώτη φορά στο δρόμο , ώστε να ξανακατέβει
δ) δεν είναι όλοι ή όλες ή όλα σε φυσική ή συναισθηματική ή άλλη κατάσταση να διαχειριστούν την εμπλοκή τους σε βίαια επεισόδια
ε) η βία λειτουργεί προβοκατόρικα και ενάντια στους αντικειμενικούς σκοπούς και διαθέσεις του συνολου.
Όλα τα παραπάνω δεν ακούγονται ούτε πρώτη φορά ούτε θα ακουστούν για τελευταία. Ίσα ίσα αποτελούν στανταράκι και συγκαταλέγονται στο πάνθεον των top 5 κλασικών επιχειρημάτων ενάντια στη βία. Όσοι/ες/@ ασχολούνται πραγματικα με τα κινήματα έχουν σιχαθεί να τα ακούνε για την ακρίβεια. Στα μαθητικά, στα φοιτητικά, στα εργατικά, στα αντιπολεμικά, στα αντιφασιστικά ή οπουδήποτε αλλού.
Το καινοτόμο , το ριζοσπαστικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι τώρα η διάθεση για εξεγερτική βία και η αντίστοιχη εκδήλωση της στιγματίζεται ως προϊόν ματσίλας, ως σύμφητη με την τοξική αρρενοπότητα, ως κάτι τόσο αυτονόητα αρνητικό και κάτι τόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την φύση της πατριαρχίας , προκειμένου να επιχειρηθεί με έναν ακόμα τρόπο η εξίσωση της εξεγερτικής βίας με κάποια πλευρά της κυριαρχίας. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η βίαιη αντιφασιστική δράση εξισώνεται γραφικά με τη βίαιη δράση των ναζί.
Η συγκεκριμενη όμως απόπειρα να στιγματιστεί η βία με τέτοιους όρους , πέρα απο το ότι φτύνει στα μούτρα την ιστορία του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος και των βίαιων αγώνων του, αποσκοπεί και σε μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση πρόκλησης αυτό-ενοχοποιητικών συναισθημάτων σε όσα υποκείμενα θέλουν να εκδηλώσουν την οργή τους. Η ταύτιση της βίας με το σεξισμό και την πατριαρχία , δεν αποσκοπεί σε μια απόπειρα να επιτευχθεί περαιτέρω εμβάνθυση της αναρχικής σκέψης και σε άλλους ορίζοντες , ούτε και σε μια διάθεση για πρόσκληση σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση. Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι η επιβολή της ειρηνικής πασιφιστικής διαμαρτυρίας πακέτο με χαρές και πανηγύρια ως μονόδρομο. Η νέα ριζοσπαστική πολιτική πρόταση λοιπόν είναι απο δω και πέρα ειρηνικά χάπενικγς με χαρές και πανηγύρια. Γιατί προφανώς ο σεξισμός, η πατριαρχία, η έμφυλη βία και καταπίεση, μόνο με χαρά, περηφάνια, αγάπη , κατανόηση, χορό, τραγούδι , γκλιτερ και πολύ πολύ δημοκρατία αντιμετωπίζεται.

Δε θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε. Κάποιοι/ες/α μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα έμφυλων διακρίσεων και να μην ξέρουμε πως είναι. Μπορεί επίσης να μην έχουμε υπάρξει θύματα ρατσιστικών επιθέσεων και να μην ξερουμε πως είναι. Μπορεί να μην βιώσαμε έναν πόλεμο για να ξέρουμε πως είναι και μπορεί να μην ξέρουμε πως είναι να ζεις το δράμα του πρόσφυγα πολέμου. Μπορεί να μην κλειστήκαμε σε φυλακές, ψυχιατρεία, στρατόπεδα κράτησης μεταναστών για να ξέρουμε τι σημαίνει εγκλεισμός. Μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα της αποικιοκρατίας, να μην ανήκουμε σε μια γενιά που επιβίωσε κάποιας γενοκτονίας, να μην έχουμε μεγαλώσει σε γκέτο, να μην ζήσαμε ποτέ σε καθεστώς απαρχαιντ, να μη τραυματιστήκαμε ποτέ σε εργατικό ατύχημα, να μην υπαγόμαστε σε διαφορετικό νομοθετικό καθεστως επειδή φοράμε ρούχα θρησκευτικής σημειολογίας . Υπάρχουν τόσα κι άλλα τόσα που μπορεί να μη βιώσαμε, και να μην ξέρουμε πως είναι να τα ζει κανείς η πως ακριβώς αισθάνεται. Και φυσικά δε μπορούμε να υποδείξουμε πως να αισθανθεί.

Υπάρχει ένα πράγμα όμως που σίγουρα ξέρουμε. Η αδικία , η καταπίεση, η εκμετάλευση, η εξουσία ότι πρόσωπο κι αν έχουν, όπως και όπου κι αν εκδηλώνονται, δεν αντιμετωπίζονται με χαρές και πανηγύρια και καταδίκες της βίας. Αυτή είναι η πιο καθαρή, παραδοσιακή, συντηρητική , βουτηγμένη στη φορμόλη συνταγή δουλόπρεπειας που υπάρχει.

Και όπως η εξέγερση δεν έχει φύλο άλλο τόσο δεν έχει και η υποταγή.