Τα λούνα παρκ της βίας

Ο δημόσιος διάλογος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει εξελιχθεί δραματικά στη νέα εποχή. Έχει αναχθεί σε μέγιστο διαμορφωτή των δημόσιων ατζεντών και έχει προχωρήσει εκρηκτικά στην με ολοένα και νέους τρόπους ανάδειξη νέων ζητημάτων και προβλημάτων , πράγμα που δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον τρόπο που διαδραματίζονται πλέον και οι ανταλλαγές απόψεων και αντιπαραθέσεις εντός των πολιτικών ριζοσπαστικών κινημάτων. Η ευκολία χάρη στην οποία μπορούν να κατατεθούν απόψεις και να υποστηριχθούν, πολλές φορές μάλιστα με μεγάλες δόσεις ειρωνίας, ξερολίασης, εριστικότητας κτλ, έχει προσδώσει ένα άλλο ποιοτικό επίπεδο σε αυτο που εως τώρα αποκαλούσαμε πολιτική ζύμωση. Υπάρχουν πολλά γνωρίσματα αυτής της νέας ποιότητας πολιτικής διαλεκτικής ένα από τα οποία είναι και η εύκολη πρόκληση κρίσεων ηθικού πανικού ειδικά πάνω σε αμφιλεγόμενα θέματα . Αυτές οι κρίσεις αποκτούν χαρακτηριστικά διαδικτυακής μαζικής υστερίας, η οποία εξαπλώνεται απλα με ένα κλικ και μετά παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας. Αυτό φυσικά είναι μια γενικότερη διαδικτυακή συμπεριφορά στις μέρες μας αλλά ειδικά σε ότι αφορά το ριζοσπαστικό κίνημα βλέπουμε να υπεισέρχεται ακόμα και σε πεδία μείζονας πολιτικής αντιπαράθεσης είτε σε κεντρικά είτε σε λιγότερο κεντρικά θέματα ενώ πολύ συχνά γίνεται και εργαλείο προώθησης πολιτικών ατζεντών.

Μπροστά σε αυτή την ακραία περίπτωση μαζικής υστερίας και κρίσης ηθικού πανικού που έχει προκληθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αφορμή τον ξυλοδαρμό ενός καθ’ ομολογίαν δολοφόνου-βιαστή της νεαρής κοπέλας στη Ρόδο από κρατούμενους στις φυλακές ανηλίκων στην Αυλώνα μάλλον θα πρέπει να επισημανθούν μερικά πράγματα που οι τόσοι πολλοί “φυλακολόγοι” της επικαιρότητας τείνουν να ξεχνούν.

Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν, σε περίπτωση που υπήρχε κανένα μπέρδεμα εως τώρα, ότι οι φυλακές δεν είναι ωραίο μέρος. Αν νόμιζε κανείς το αντίθετο έκανε λάθος. Οι φυλακές είναι άσχημες. Πολύ άσχημες.Έίναι περιβάλλοντα ακραίας βίας. Η ίδια τους η ύπαρξη είναι δομημένη πάνω στη βία και αποσκοπεί στην επιβολή της βίας. Η ίδια η φύση του εγκλεισμού και ο καθημερινός έλεγχος στα σώματα και τα μυαλά των κρατουμένων είναι βία. Η διαρκής επισφάλεια της διαρκούς ομηρίας απο εκδικητικούς μηχανισμούς και ανθρωποφύλακες είναι βία. Οι διαρκείς εξαναγκασμοί, οι προσβολές, οι εξευτελισμοί, τα ξεγυμνώματα, τα σκήψε βήξε και τα ψαχουλέματα, οι ψυχολογικοί εκβιασμοί, το δηλητήριο της ελπίδας για τα διάφορα ευεργετήματα που σου βγαίνει η ψυχή να τα περιμένεις μόνο και μόνο για να σου τα απορίψουν ξανά και ξανά και ξανά, οι άθλιες συνθήκες , η αδιαφορία των γιατρών, η αίσθηση ότι μπορεί να πεθάνεις από ένα απλό πονόδοντο, οι κακομεταχειρήσεις ακόμα και τα ξύλα ,όταν και όπου, όλα αυτά είναι βία. Μια βία που δεν έχει τη φιλμική γοητεία και την σκοτεινή λάμψη της νουάρ λογοτεχνίας. Μια βια απολύτως αληθινή, γήινη, ανελέητη, συντριπτική που δεν έχει τίποτα το ελκυστικό, και που δημιουργεί τους όρους αναπαραγωγής της και μεταξύ των ίδιων των κρατουμένων με διάφορες μορφές και ξεσπάσματα, ενώ ταυτόχρονα τους καταστρέφει, τους διαστρέφει βαθιά, χωρίς επιστροφή πολλές φορές, και άλλες τους τσακίζει, τους τρελαίνει, τους οδηγεί σε αυτοκτονίες… Αν οι πόλεμοι είναι η χώρα της βίας , οι φυλακές είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα της.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθεσουμε πως και ο κοινωνικός χάρτης είναι τέτοιος ώστε η κατανομή των κρατουμένων να έχει ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα. Η προέλευση των κρατουμένων στην πλειοψηφεία των περιπτώσεων προέρχεται από κοινωνικά περιβάλλοντα κατώτερης κοινωνικής υποστάθμης, περιβάλλοντα φτωχοποιημένα, περιθωριοποιημένα , εξαθλιωμένα με την κοινωνική αδικία να είναι ο δικός τους διάτων αστέρας , σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι σε συγκριτικά πιο προνομιούχες κοινωνικές πραγματικότητες. Και κοινωνική αδικία σημαίνει ξανά βία. Η βια λοιπόν είναι η μόνη γλώσσα που γνωρίζει, μιλάει και κατανοεί συνήθως η πλειοψηφεία των παραβατικών υποκειμένων που καταλήγουν στις φυλακές πριν καν καταλήξουν σε αυτές. Μιλάμε για κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία η βία μπορεί να είναι μόνιμη συνθήκη , πάντα και παντού παρούσα, σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Πολλές φορές η φυλακή μοιάζει ως απλώς η φυσική κατάληξη για τέτοια υποκείμενα, μια κατάσταση από την οποία η ζωή τους πολύ δύσκολα θα μπορέσει να απεμπλακεί, αν απεμπλακεί. Μια ζωή που ξοδεύεται σε αυτόφορα , σε κρατητήρια, σε ανακριτικά γραφεία τσαλακωμένη μέσα σε χαρτούρες και δικόγραφα, στριμωγμένη σε κλούβες και περιπολικά, τσακισμένη από το ξύλο των μπάτσων για να μιλήσεις ή επειδή απλά. Μια ζωή κατεστραμένη, βουλιαγμένη μέσα στη βία, χωρίς παράθυρο ελπίδας, χωρίς σωτηρία, χωρίς τίποτα απολύτως παρά μόνο απόγνωση και απελπισία. Ειδικά για τις περιπτώσεις ανηλίκων που ξεκινούν να γδέρνουν τις ζωές τους σε αυτό το μύλο από τα πιο τρυφερά τους χρόνια, και που πιθανότατα δε θα γνωρίσουν καμιά άλλη διέξοδο.

Αυτά όλα δε σημαίνουν ότι οι κρατούμενοι είναι αγγελούδια επειδή είναι και θύματα. Δεν αποτελούν κάποιο εξιδανικευμένο κοινωνικό υποκείμενο (όπως και κανένα άλλο) που αποκτά αυτόματη ευσυνειδησία λόγω της ακραίας κοινωνικής αδικίας στην οποία υποβάλεται. Η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας μπορεί να είναι κάλιστα κραταιή και εντός “σωφρονιστικών καταστημάτων” . Η κουλτούρα της επιβολής, της δύναμης, της επίδειξης, της μαγκιάς αποθεώνεται σε ένα κατεξοχήν πατριαρχικό χώρο όπως αυτός των φυλακών γιατί και η πατριαρχία πάνω στα αυτά τα δεκανίκια στηρίζεται. Και ναι στις φυλακές συμβαίνουν πολλά περιστατικά ακραίας κανιβαλικης βίας μεταξύ κρατουμένων και συνήθως πάντα γίνεται με όρους δύναμης. Βίας βάρβαρης, ωμής, που δύσκολα γίνεται πιστευτή κι ακόμα πιο δύσκολα ξεχνάει κανείς ότι υπήρξε μάρτυρας τέτοιων περιστατικών.

Είναι σίγουρο ότι υπάρχουν πάρα πολλά να πει κανείς για τις φυλακές και το σκατόκοσμο τους ειδικά αν έχει περασει αρκετό καιρό στην κοιλιά του κήτους. Πολλά μπορεί να πει και χωρίς να έχει βρεθεί ούτε μια μέρα. Ότι κι αν λέμε ομως, όποιοι κι αν το λέμε δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια πραγματικότητα πολύ έξω από τις συμβατικές, όπου η κοινωνική πλειοψηφεία έχει μάθει να κινείται. Θα ήταν πολύ ωραίο να χτυπά κανείς τα δάχτυλα του και να γεννιέται επιφοίτηση πάνω σε διάφορα θέματα όπως πχ του αντι-σεξισμού, ή επί άλλων θεμάτων όπως η στοιχειώδης ενσυναίσθηση απέναντι στις άπειρες αδικίες που γεννά η καταπίεση (πράγμα το οποίο για ένα περίεργο λόγο το απαιτούν αρκετοί από τις πιο περιθωριακές κοινωνικές ομάδες ενώ θεωρούν ελιτισμό την ίδια ακριβώς απαίτηση από πιο ευπρόσωπες κοινωνικες ομάδες με καλύτερο προφίλ ακροατηρίου). Θα ήταν ωραίο τόσο για τους εντός όσο και για τους εκτός των τοιχών. Όμως η ζωή μας διδάσκει πως τέτοιες απαιτήσεις είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Με όλα αυτά είναι δυνατόν να αντιληφθούμε πως η ενορχήστρωση μιας πράξης αυτοδικίας εναντίον ενός βιαστή μέσα στις φυλακές δε θα μπορούσε να γίνει με τον όμορφο και ωραίο τρόπο που θα ήθελαν να δουν τα οπτικά μας νεύρα. Είναι δυνατόν να εμπεριέχει βία, ακόμα πιο ακραία από αυτή που εμπεριέιχαν τα βίντεο από Αυλώνα. Είναι δυνατόν να ακουστούν πολύ πιο χυδαίες και σεξιστικές βρισιές από αυτές που ακούστηκαν τώρα . Αλλά μέσα σε ένα σύμπαν ακραίας βίας αυτά είναι μια κανονικότητα. Και είναι υποκρισία να σοκαριζόμαστε όταν ξέρουμε πολύ καλά ότι στην ημερήσια διάταξη των απειλών σχεδόν σε πάσα συνθήκη και ειδικα μεταξυ αντροπαρέων , βρίσκεται το ” θα σε γαμήσω ρε μουνόπανο” , ακόμα και μέσα στον αγγελικά και αντισεξιστικά φτιαγμένο αριστεροαναρχικό μας χώρο.

Η επιδίωξη της επικοινωνίας της πράξης με οπτικοακουστικό υλικό αντανακλά πολλά σημαινόμενα επίσης. Μέσα στις αντεστραμένες σκιές του θεάματος οι κρατούμενοι νιώθουν ότι τέτοιες δημόσιες περιπτώσεις κρατουμένων για τόσο απεχθή και ειδεχθή εγκλήματα προσφέρονται ώστε να βγει προς τα έξω στην κοινωνία ένα πιο “καλό” πρόσωπο των κρατουμένων. Για να πάρουμε τον κόσμο με το μέρος μας. Να στήριζει και καμιά φωνή τους αγώνες κρατουμένων δήθεν πειδη σε τελικη ανάλυση διατηρούν κάποια κριτήρια σε σχέση με κάποιες εγκληματικές πράξεις. Μας θυμίζει κάτι αυτό σαν λογική; Μας φέρνει τίποτα στο μυαλό αυτός ο πρωτόλειος λούμπεν φυλακίστικος λαϊκισμός;

Ωστόσο όπως πάντα και παντού η αλήθεια δεν είναι μια και δεν είναι μονοδιάστατη. Το μίσος για τους βιαστές στις φυλακές δεν προκύπτει μόνο από την ανάγκη μιας λαϊκίστικης εξωστρέφειας. Προκύπτει και από το αγνό πατριαρχικό αίσθημα υπεράσπισης της αρσενικής τιμής όταν βιάζεται κάποιο θυληκό της οικογένειας. Η αντίληψη ότι ο βιασμός των θυληκών προσβάλει τα αρσενικά προστάτες που δεν μπορούν να τα προστατέψουν είναι έστω και υποσυνείδητα πολύ ισχυρή, ακόμα κι αν τα θύματα είναι αγνωστα . Γιατί κατά τα άλλα θα μπορουσε να συμμετέχει σε ένα λιτζάρισμα βιαστή κι ένας τύπος που σιδέρωνε μέχρι θανάτου μια γιαγούλα για ένα 50ευρο.

Ύπάρχουν επίσης και εκείνοι που όσο ειδεχθή κι αν είναι ίσως τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει, χάρη σε συσχετισμούς δύναμης δε θα πειραχτούν ποτέ μάλλον. Και λοιπόν; Προκύπτει απο κάποιο αξιακό στάνταρ το “όλοι ή κανένας” ; Γιατι ενίοτε προκύπτουν και άνθρωποι ,μέσα σε αυτό το βάλτο που τσαλαβουτούν και βουλιάζουν τόσες ψυχές, που διατηρούν ένα πηγαίο μίσος για καθάρματα οπως είναι οι βιαστές και οι πρακτικές τους. Και ναι ειναι δυνατόν αν τους δωθεί η ευκαρία να επιβάλουν τη δική τους δικαιοσύνη έτσι όπως την αντιλαμβάνονται. Με βία. Πολύ ίσως. Σοκαριστική ενδεχομένως για ένα απλό μάτι. Και με τη συνοδεία βρώμικων ύβρεων και απειλών. Πριν προσπαθήσουμε να προβάλουμε τα υπερστάνταρ μας σε τέτοιου τύπου αυτοδικίες και πριν εξισώσουμε την ισοπέδωση ενός βιαστή-δολοφόνου με το μέχρι θανάτου λιτζάρισμα ενός απλώς διαφορετικού από την κανονικότητα ατόμου από δυο υπερασπιστές της ατομικής ιδιοκτησίας ας σκεφτούμε μήπως απλώς έχουμε παρασυρθεί από κάποια νεα μαζική υστερία του διαδικτύου χωρίς κριτήρια.

Ίσως αυτό το δευτερόλεπτο αυτοσυγκράτησης να είναι καθοριστικό πριν αποφάσίσουμε να κουνήσουμε το δάχτυλο μας.

Αυτοδικία και κοινωνική γεωγραφία

Συχνά μας διαφεύγει το γεγονός ότι παντού γύρω μας υπάρχουν πολλές διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, οι οποίες μπορεί να μην μας είναι καν ορατές, να μην τις γνωρίζουμε καν , ή να νομίζουμε πως τις γνωρίζουμε αλλά να μην έχουμε την πραγματική ιδέα. Σε αυτό συντείνουν κιόλας οι υπεραπλουστευμένες και υπεραπλοϊκές αφηγήσεις περί μιας ενίαιας κοινωνίας ως ένα κάποιο “όλον”, οι οποίες γεννούν διάφορες ψευδαισθήσεις. Η ψευδαίσθηση λοιπόν ότι ζούμε σε ένα ενιαίο κοινωνικό περιβάλλον και όχι μέσα σε χαοτικο γαλαξία με πολλά διαφορετικά κοινωνικά σύμπαντα εντός του (και μάλιστα πολύ πιθανόν να είναι και αντιθετικά εως εχθρικά μεταξυ τους) πολλές φορές έτη φωτός μακριά απο την πραγματικότητα που εμείς έχουμε συνηθίσει να ζούμε, μας κάνει να αποκτούμε μια κεκτημένη ταχύτητα στις αναλύσεις και προσεγγίσεις μας, με αποτέλεσμα να χάνονται από την οπτική μας οι ιδιαίτερες και ειδοποιές συνθήκες κάθε μικροπραγματικότητας.
Σε κάθε περιπτωση βέβαια η κεντρική κοινωνική οργάνωση διαμεσου Κράτους και Πολιτείας δημιουργούν εκείνα τα πλαίσια διαμόρφωσης βασικών συμπεριφορικών μοτίβων, που σε συνδιασμό με την επιβολή και διάχυτη υιοθεσία της κυριάρχης ιδεολογίας, καθώς και κοινωνικών σχέσεων, να παρατηρούνται και να καταγράφονται σχεδόν σε όλες τις κοινωνικές πραγματικότητες. Έτσι λοιπόν έχουμε βασικές δομικές νόρμες απο τις οποίες ειναι δυνατόν να επηρεάζεται καθολικά ολόκληρη η κοινωνική ζωή. Μια απο αυτές φυσικά είναι η πυραμοειδής μορφή επιβολή της δύναμης σε κάθε πιθανή παραλλαγή: απο το αφεντικό στον εργάτη, από τον εργάτη στην γυναίκα του, από τη γυναίκα στα παιδιά της, απο τα παιδιά σε άλλα πιο αδύναμα παιδιά ή σε αδύναμα ζώα, και ξανά πίσω στην κορυφή και μετά πάλι στη βάση. Εκατομύρια πιθανές και απίθανες παραλλαγές αναπαραγωγής και επιβολής εξουσίας και δύναμης διαχέονται καθημερινά από τα πιο πάνω προς τα πιο κάτω ,αλλά και οριζοντια, μέσα στο κοινωνικό πεδίο , τόσε σε μακροεπίπεδο όσο και σε μικροεπιπέδο. Είναι αυτό το συντριπτικό φαινόμενο του λεγόμενου κοινωνικού κανιβαλισμού. Του πραγματικού κοινωνικού κανιβαλισμού, του αυθεντικού, του αδυσώπητου , του true κοινωνικού κανιβαλισμού, που δεν έχει σχέση με το βλακώδες framing σπασμένα φανάρια-καρτοτηλέφωνα ( ένα framing που επιχείρησε να εγγράψει στην ίδια δημόσια ατζέντα απόπειρες βιασμών, τσαντιές, φέρμες και ναρκοντίλια με μικροβανδαλισμούς δημόσιας περιουσίας) αλλα με τη στυγνή ανελέητη βια της μικροκαθημερινότητας. Της μικροκαθημερινότητας με τις χιλιάδες κρυμμένες χειραγωγήσεις, τους συναισθηματικούς χειρισμούς κάθε είδους, τις κακοποιήσεις, τους βασανισμούς, τους βιασμούς μέχρι και τους φόνους. Είναι το ίδιο φαινόμενο που μην έχοντας πάντα οικονομικό background δεν μπορεί να αναλυθει με το ταξικό φίλτρο και έτσι οι αναγνώσεις που επιχειρούν να εισάγουν την παρουσιαση του στη δημόσια συζήτηση καταδικάζονται από τα μαρξιστικά ιερατεία ως μεταμοντερνιές, φιλελέδικες μαλακίες, αποπροσανατολιστικές αμερικανιές και άλλα τέτοια χαριτωμένα.

Όταν φτάσουν βέβαια τέτοιες ιστορίες να σκάσουν με πάταγο στην επικαιρότητα και να παίξουν στα αστυνομικά δελτία τότε πέφτουμε από τα συννεφάκια μας, συγκλονιζόμαστε, ανακαλύπτουμε αμερικές και σε μια έξαρση κοινωνικού αυτοματισμού αναθεματίζουμε το αποτρόπαιο “μεμονομένο περιστατικό”. Δεν απασχολούν όλες αυτές οι περιπτώσεις βέβαια τα αστυνομικά δελτία όπως πρόσφατα η περίπτωση του βιασμού και στυγνού φόνου στη Ρόδο από δυο κλασσικούς εκπροσώπους της κουλτούρας της επιβολής της ωμής δύναμης, πασπαλισμένης με ισχυρές δόσεις νομιμοποιημένης πατριαρχικής υπεροχής. Σε πολλές περιπτώσεις δε θα απασχολήσει καν. Θα είναι μια καταγγελία γυναίκας στο ΑΤ της περιοχής της που μπήκε σε ένα συρτάρι με πολλούς παρόμοιους καταχωνιασμένους φακέλους. Θα είναι μια βουβή κραυγή απελπισίας γιατί κανείς στη γειτονιά δε σε πιστέψει. Θα είναι φόβος ότι τα αντίποινα αν αντιδράσεις θα είναι τρισχειρότερα. Θα είναι η αγωνία για το τι θα γίνουν τα παιδιά, ή για το αν θα χρειαστεί να αλλάξεις σχολείο η για το αν, αν, αν …. Θα είναι εκατομύρια λόγοι σιωπής, απόγνωσης και ίσως και καμιάς αυτοκτονίας που και που για να ξαναπέσουμε απο τα σύννεφα μας.

Η διαπίστωση αυτής της σκληρής πραγματικότητας που μας περιβάλλει ασφυκτικά στερώντας μας κάθε οξυγόνο δεν μπορεί παρά να προκαλεί μίσος, οργή, ξανά μίσος, ξανά οργή για την αθλιότητα που ονομάζεται κοινωνική ζωή. Η διάχυτη κοινωνική υποκρισία που επικαλύπτει την πυραμίδα της βαρβαρότητας καθως και η διάχυτη κοινωνική αδιαφορία απέναντι της, δε μπορεί παρά να ξεσηκώνει αισθήματα και αντανακλαστικά που ενίοτε μπορεί να οδηγήσουν και στην αυτοδικία. Ίσως όχι πολύ όμορφα. Ίσως όχι πολύ πολιτικοποιημένα, και ιδεατά και όχι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένα.  Αλλα εξάλου η ζωή δεν είνα παραγγελία σε σουπερ μαρκετ. Δεν έρχονται όλα όπως τα θέλουμε , ούτε ακολουθούν τα πάντα τα δικά μας ιδεοληπτικά στάνταρ περί απονομής δικαίου.

Οι φυλακές είναι κι αυτές λοιπόν ένα μικρόπεριβάλλον μέσα στον ευρύτερο κοινωνικό γαλαξία. Ως ένας κατεξοχήν τόπος και χώρος αναπαραγωγής δύναμης, ισχύος, εξουσίας και τοξικών συμπεριφορών το να περιμένει κανείς φαινόμενα αυτοδικίας να έχουν χαρακτηριστικά που να ταιριάζουν στις εξευγενισμένες μας προσλαμβάνουσες δεν είναι μόνο πολύτελεια είναι ο κατεξοχήν ελιτισμός. Ελιτισμός μάλιστα που κρύβεται πίσω από ανθρωπολογικού τύπου αναλύσεις σχετικά με την καθώς πρέπει συμπεριφορική λειτουργία των “ιθαγενών” . Άλλο πράγμα βέβαια να τρέφει κανείς ψευδαισθήσεις περί “υποκειμένου” που διαθέτει κάποια αγνά κριτήρια απονομής δικαιοσύνης εντός των φυλακών και άλλο να περιμένει ξαφνικά, και μέσα σε μια μέρα,να αποκτήσουν κριτήρια ορθής συμπεριφοράς οι παραβατικοί υποπρολετάριοι. Σε κάθε περίπτωση η γενικότερη αίσθηση κάθαρσης που νιώθουμε πολλά άτομα παρακολουθώντας τις ψιλές που μάζεψε ο 19χρονος στις φυλακές Αυλώνας δεν προκύπτει επειδή θεωρούμε σώνει και ντε πως οι τιμωροί του στέκουν πιο ψηλά ηθικά. Μπορεί να στέκουν μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι απλά ένα ακόμα επεισόδιο, από τα πολλά, κοινωνικού κανιβαλισμού εντός των φυλακών. Ακόμα κι έτσι να είναι όμως στη χειρότερη των χειροτέρων, είναι μια μικρή ηθική ικανοποίηση να βλέπεις την αποκαθήλωση και κατακρύμνηση του δυνατού, του μάγκα, του νταή, του μπρατσαρά, του βαράω και γαμαω επειδή γουστάρω, του βιάζω και σκοτώνω ανυπεράσπιστες κοπέλες (ή κάθε υποκείμενο σε ορισμένη θέση αδυναμίας) πετώντας τις σωρούς τους στα βράχια. Μια αποκάθηλωση που φέρνει τον ίδιο στη θέση του θύματος , αποτελώντας πλέον τον αδύναμο κρίκο στην ίδια αλυσίδα κοινωνικού κανιβαλισμού στην οποία ο ίδιος επένδυσε την τοξική μαγκιά του. Θα χαιρόμασταν το ίδιο αν απο κακή του τύχη σκοτωνόταν σε τροχαίο ή καιγόταν από ατύχημα ζωντανός στο σπίτι του χωρίς να σημαίνει ότι είμαστε υπερ των τροχαίων η των πυρκαγιών σε τυχαία σπίτια. Γιατί αυτοί που βρισκόμαστε απέναντι από τους κάθε λογής δήμιους και βασανιστές, σε όποια τάξη κι αν ανήκουν, θα αισθανόμαστε πάντα μια χαρά, κρυφή ή φανερή, για τις όποιες ανταποδώσεις προκύψουν εις βάρος τους. Γιατί μέχρι το σημείο που  συνειδητά και αποφασιστικά θα πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας διαλύοντας την κοινωνική μηχανή αναπαραγωγής της βαρβαρότητας και της εξουσίας, μπορούμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας ένα χαμόγελο με τα δεινά των τυράννων, μικρών και μεγάλων, χωρίς να πρέπει να απολογούμαστε.

Κείμενο του Νίκου Ρωμανού – “Για την υπεράσπιση της ιστορικής μνήμης

Τις τελευταίες μέρες έχουν λάβει χώρα ορισμένα γεγονότα για τα οποία θεωρώ υποχρέωση μου να τοποθετηθώ, αφού όχι μόνο με θίγουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό, αλλά και γιατί επιχειρούν να δημιουργήσουν πολιτικά συμπεράσματα τα οποία είναι εχθρικά και διατυπώνονται με έναν πρωτοφανή κυνισμό. Τα πιο σημαντικά από αυτά τα γεγονότα είναι οι δηλώσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο δικαστήριο του μπάτσου-δολοφόνου Κορκονέα και το άρθρο του δημοσιογράφου Γιώργου Δελιχά στην εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο “Ενοχοποιούν τον Αλέξη για να σπάσουν τα ισόβια”.

Γύρω από τις συγκεκριμένες πολιτικές γραμμές συντάσσονται όσοι βρίσκονται με το μέρος της πολιτικής αγωγής, ορισμένοι κακόβουλα και άλλοι από καλή πρόθεση, όπως ο πρώην διευθυντής του σχολείου μας Γιώργος Θαλάσσης, αφού οι συγκεκριμένες θέσεις έχουν ένα υποτιθέμενο προοδευτικό πρόσημο. Ας δούμε όμως για ποιο λόγο οι συγκεκριμένες θέσεις, επί της ουσίας αναπαράγουν μία αντιδραστική διαλεκτική που ενισχύει τις απόψεις του ακροδεξιού/φασιστικού/ εθνικιστικού/ πόλου.

Στην τελευταία συνεδρία του εφετείου του Κορκονέα, οι συνήγοροι υπεράσπισής του κατέθεσαν αίτημα προς την έδρα να διαβαστεί το κείμενο που είχα δημοσιεύσει το 2015 με τίτλο “Ρέκβιεμ για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή”, το οποίο αποτυπώνει την αντικειμενική αλήθεια, τόσο σχετικά με τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, όσο και σχετικά με τις επιλογές και την στάση ζωής του Αλέξανδρου.

Για έναν αμετανόητο δολοφόνο όπως ο Κορκονέας είναι πολύ λογικό να βασίζει την υπεράσπιση του στο γεγονός ότι ο Αλέξανδρος ήταν ένας αναρχικός μαθητής. Είναι η νοηματική συνέχεια της δήλωσης του σε προηγούμενη συνεδρία (εξαιτίας της οποίας παραιτήθηκε και ο Κούγιας) στην οποία δήλωνε αμετανόητος σχετικά με την δολοφονία του Αλέξανδρου καθώς δεν ήταν ένας απλός 15χρονος αλλά ήταν αντιεξουσιαστής. Για τον Κορκονέα η δολοφονία του Αλέξανδρου δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την τήρηση των αστυνομικών καθηκόντων του, την ένοπλη υπεράσπιση της κοινωνικής ειρήνης που κράτος και κεφάλαιο επιβάλλουν. Μιας κοινωνικής ειρήνης που για να επιτευχθεί δεν θα διστάσουν να στρέψουν τα όπλα των φρουρών τους ενάντια στους αναρχικούς, τους ανυπότακτους νεολαίους, τους φτωχοδιάβολους, τους μετανάστες, όλους όσους βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο και η ζωή τους αποτελεί μια ποσοτική μεταβλητή στα στατιστικά διαγράμματα των τεχνοκρατών.

Όλα αυτά δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από την αδιαμφισβήτητη κοινωνική πραγματικότητα του καπιταλισμού. Το παράδοξο όμως είναι το γεγονός πως η κα Κωνσταντοπούλου, ως πολιτική αγωγή εναντίον του Κορκονέα, χαρακτήρισε το κείμενο μου ψευδές αφήνοντας παράλληλα να εννοηθεί ότι η δημοσίευση του είχε πολιτικές σκοπιμότητες. Αποτελεί προσβολή μια μομφή που λέει ότι η με προσωπικό κόστος καταγραφή της ιστορικής αλήθειας και η πολιτική υπεράσπιση της μνήμης ενός νεκρού φίλου κρύβει τις οποιεσδήποτε πολιτικές σκοπιμότητες.

Είναι προκλητικό δε όταν αυτή η δήλωση έρχεται από το στόμα μιας επαγγελματία πολιτικού και απευθύνεται σε έναν αναρχικό που βρίσκεται εδώ και έξι χρόνια στην φυλακή. Η αλήθεια είναι ότι αν κάποιος αναζητήσει πολιτικές σκοπιμότητες τότε θα τις βρει στις δηλώσεις της κα Κωνσταντοπούλου.

Πολιτική σκοπιμότητα κρύβει η αποπολιτικοποίηση του Αλέξανδρου μετατρέποντας έτσι μια κρατική δολοφονία με συγκεκριμένες πολιτικές και ιστορικές συνδέσεις σε ένα ατυχές περιστατικό, μια αντιδημοκρατική εκτροπή που θα ρυθμιστεί μέσα στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας. Πολιτική σκοπιμότητα κρύβει η μετατόπιση της συζήτησης γύρω από την πολιτική ταυτότητα του Αλέξανδρου ρίχνοντας ουσιαστικά νερό στον μύλο των πιο ποταπών, φασιστικών και αντιδραστικών απόψεων, νομιμοποιώντας ουσιαστικά τις κρατικές δολοφονίες σε περίπτωση που αυτές είναι στοχευμένες εναντίον όσων αγωνίζονται, εναντίον της κυριαρχίας. Πολιτική σκοπιμότητα και φτηνό λαϊκισμό κρύβει η πολιτική υποστήριξη της σε όλο τον ακροδεξιό/εθνικιστικό συρφετό που διαδήλωνε για την Μακεδονία. Πολιτική σκοπιμότητα κρύβει η δήλωση της ότι οι εθνικιστικές μαθητικές καταλήψεις (εδώ οι 15χρονοι μαθητές βολεύει να είναι πολιτικοποιημένοι) δέχονται προβοκάτσιες από τους χρυσαυγίτες με τον ίδιο τρόπο που οι αναρχικοί είναι προβοκάτορες όταν συγκρούονται με την αστυνομία κατά την διάρκεια κοινωνικών γεγονότων αναπαράγοντας την θεωρία των δύο άκρων. Πολιτική σκοπιμότητα κρύβει η από την πίσω πόρτα πολιτική υποστήριξη της, σε όσους διαδήλωναν υπέρ του Κατσίφα μέσα από άρθρα που αναπαρήγαγε στις ιστοσελίδες της.

Είναι πραγματική ντροπή για την ίδια να χαρακτηρίζει ψευδές ένα κείμενο που ήταν μια κατάθεση ψυχής ώστε να μπει ένα φρένο στην αποπολιτικοποίηση του Αλέξανδρου και να αποτυπωθεί δημόσια ένα μικρό κομμάτι της σύντομης ζωής και ιστορίας του.

Για να μπούμε όμως στην ουσία όλης αυτής της μεθοδευμένης επίθεσης, πρέπει να αναφερθούμε και στο άρθρο του κ. Δελιχά στην εφημερίδα των συντακτών. Ένα άρθρο το οποίο ουσιαστικά αναδεικνύει μια πραγματικότητα, κατά την οποία η υπεράσπιση του Κορκονέα προσπαθεί να σπάσει τα ισόβια καλλιεργώντας ένα κλίμα ηθικού πανικού σχετικά με τα Εξάρχεια και με την πολιτική ταυτότητα του Αλέξανδρου, βάζοντας όμως ύπουλα πίσω από τις γραμμές ως αιτία το κείμενο μου και προσπαθώντας τεχνηέντως να μετακυλίσει την πολιτική ευθύνη σε περίπτωση που σπάσουν τα ισόβια προς το πρόσωπο μου.

Και εδώ βρίσκεται και η ουσία της συγκεκριμένης επίθεσης. Η πραγματικότητα είναι ότι όλους αυτούς τους ενοχλεί που βρίσκεται κάποιος να υπερασπιστεί την μνήμη ενός νεκρού συντρόφου και να μην τον αφήσει έρμαιο στα βρώμικα χέρια των “ευαίσθητων” πολιτικών, των “προοδευτικών” δημοσιογράφων, των κάθε λογής μικροπολιτικών συμφερόντων.

Η συγκεκριμένη στάση και πολιτική θέση -υποτίθεται αριστερή- επί της ουσίας νομιμοποιεί την ρητορική των φασιστών, των πιο συντηρητικών μικροαστικών απόψεων, τους κάθε λογής κυρ Παντελίδες αυτού του κόσμου. Διότι η άρνηση της πραγματικότητας -όπως ήταν αυτή που περιέγραψα στο κείμενο μου- από πλευράς της πολιτικής αγωγής και των υπερασπιστών της, ως δήθεν απάντηση στον μικροαστικό πανικό που διασπείρουν ο μπάτσος-δολοφόνος και οι συνήγοροι υπεράσπισης του, αφήνουν ένα τεράστιο κενό λογικής που καλύπτεται από τις άναρθρες κραυγές όλων όσων υποτίθεται αντιμάχονται ενώ στην πραγματικότητα τους ενισχύουν με την στάση τους.

Γιατί τα “αριστερόστροφα” επιχειρήματα που προβάλλουν, αποτελούν μια διολίσθηση στο πεδίο του διαλόγου που εξυπηρετεί τους φασίστες. Γιατί σημαίνει ότι αν πράγματι ήταν αναρχικός ήταν δίκαιο να δολοφονηθεί από την αστυνομία, ότι αν πέταξε ένα άδειο μπουκάλι μπύρας από τα τριάντα μέτρα είναι λογικό να τον εκτελέσουν εν’ ψυχρώ με μία σφαίρα στην καρδιά, ότι πράγματι όσοι 15χρονοι συχνάζουν στα Εξάρχεια με πολιτικό σκεπτικό είναι εν δυνάμει στόχοι σκοποβολής μιας αστυνομικής περιπολίας. Είναι επιχειρήματα που αποπροσανατολίζουν την συζήτηση όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Ζακ λες και αν ήταν υπό την επήρεια ουσιών ήταν λογικό να ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου μέσα σε σπασμένες τζαμαρίες από τους μαινόμενους προστάτες του ιερού δισκοπότηρου του καπιταλισμού, της ατομικής ιδιοκτησίας.

Ένα σκεπτικό που ουσιαστικά αφήνει χώρο, τον οποίο καταλαμβάνουν όσοι ονειρεύονται μια απολυταρχική δυστοπία, στην οποία όσοι εξεγείρονται θα αφήνονται στο έλεος της κρατικής τρομοκρατίας, όσοι θεωρηθούν ύποπτοι για κλοπή θα λιντσάρονται από τον αφηνιασμένο όχλο, όσοι ορθώσουν το ανάστημα τους θα συκοφαντηθούν μέχρι το σημείο όπου η αντεστραμμένη πραγματικότητα θα γίνει η κυρίαρχη εικόνα για να την προπαγανδίσουν στους φιλήσυχους υπηκόους του καθεστώτος.
Και είναι ταυτόχρονα τόσο υποκριτική όλη αυτή η συζήτηση όταν την ίδια ώρα όλοι οι υπερασπιστές της απολυταρχικής δυστοπίας -που όλο και πλησιάζει- και οι υποστηρικτές τους, φωνάζουν μέσα από κοινωνικά δίκτυα, τηλεοπτικά παράθυρα και κοινοβουλευτικά έδρανα, “τι ήθελε το κωλόπαιδο στα Εξάρχεια”, “καλά να πάθει ο πρεζάκιας”, ενώ διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι οι ειδικές δυνάμεις της αλβανικής αστυνομίας εκτέλεσαν τον Κατσίφα ο οποίος πριν λίγη ώρα πυροβολούσε εναντίον τους. Είναι οι ίδιοι που επικαλούνται τους κανόνες εμπλοκής της αστυνομίας, είναι αυτοί που αναρωτιούνται για ποιον λόγο δεν υπήρξε η σύλληψη του, είναι αυτοί που καταγγέλλουν μονόπλευρα την καταπάτηση των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”.

Αυτούς τους κύκλους και αυτές τις πολιτικές απόψεις ενισχύουν με την ρητορική τους τόσο ο αρθρογράφος της εφημερίδας των συντακτών όσο και η κα Κωνσταντοπούλου, αποπροσανατολίζοντας την συζήτηση γύρω από την πραγματική ουσία των γεγονότων και δίνοντας έμμεσα χώρο σε αυτές τις απόψεις να κυριαρχήσουν ως μια λογική πραγματικότητα.

Από την δική μου πλευρά δεν πρόκειται να σταματήσω να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου καθώς και την μνήμη του φίλου μου σε κάθε προσπάθεια σπίλωσης και λασπολογίας από όπου και αν προέρχεται.

Αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα στα οποία αναφέρθηκα έχουν την στοιχειώδη αξιοπρέπεια και υπόληψη είναι υποχρεωμένα αφενός να ανασκευάσουν τα λεγόμενα τους και αφετέρου να σταματήσουν να ενισχύουν με τις απόψεις τους όσους ονειρεύονται την εξάπλωση του σύγχρονου ολοκληρωτισμού σε κάθε πτυχή της ζωής μας, πράγμα αντικειμενικά δύσκολο αφού προσπαθούν με κάθε ευκαιρία να αποτελέσουν κομμάτι του. Σε διαφορετική περίπτωση είναι υπόλογοι απέναντι στην ανατρεπτική ιστορία, μια ιστορία που γράφεται με το αίμα όσων αγωνίζονται, με την πίστη όσων αγαπάνε την ελευθερία. Μια ιστορία που έχει τα δικά της κριτήρια εντελώς διαφορετικά από εκείνα όσων στο βωμό της πολιτικής τους σκοπιμότητας επέλεξαν να λερώσουν τις επιλογές και τις ζωές ανθρώπων. Μια ιστορία στην οποία οι άνθρωποι που αγωνίζονται, το αναρχικό – ανατρεπτικό κίνημα, όσοι νιώθουν να ασφυκτιούν από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, έχουν καταγράψει στην μνήμη και την συνείδηση τους τι πραγματικά συνέβη πριν δέκα χρόνια στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου, τους υπεύθυνους και τους πρόθυμους υπερασπιστές τους. Για αυτό και με κάθε ευκαιρία τιμάνε την μνήμη του Αλέξανδρου με τον τρόπο που του αρμόζει όχι με σκυμμένο κεφάλι αλλά με μάτια που λαμπυρίζουν πίσω από τα οδοφράγματα. Όχι με ηττοπάθεια και μοιρολατρία αλλά με πίστη και αφοσίωση ότι ο αγώνας συνεχίζεται, μέχρι λέξεις όπως ελευθερία, αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη να σταθούν στο υψηλότερο βάθρο της ανθρώπινης ύπαρξης όπως τους αξίζει.

Ο καθένας από τους εμπλεκόμενους λοιπόν σε αυτή την υπόθεση ας κοιταχτεί στον καθρέφτη και ας σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Να σταθούμε απέναντι στους αρχιτέκτονες του ιστορικού αναθεωρητισμού!

Να αντισταθούμε σε όσους αναπλάθουν την ιστορική μνήμη προς όφελος τους!

Νίκος Ρωμανός

Αναδημοσιεύση από: https://athens.indymedia.org/post/1593986/

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ

Ο χρόνος είναι σχετικός. Δεν υπόκειται αφ’ εαυτού του σε κατηγοριοποιήσεις και στρογγυλοποιήσεις. Η κατανομή των χρονικών διανυσμάτων σε δεκαετίες, αιώνες, χιλιετίες είναι προϊόν της ανθρώπινης ανάγκης να σχηματοποιεί, να δημιουργεί πλαίσια που γίνονται αντιληπτά ως “ιστορικές” περίοδοι, ή ως χρονικά ορόσημα τα οποία έχουν ένα διαφοροποιημένο αντίκτυπο στο συνειδησιακό εύρος κάθε ατομικότητας. Άλλες φορές ερμηνευτικό, άλλες πολιτικό κι άλλες καθαρά συναισθηματικό, χωρίς καν αυτό να μπορεί να φιλτραριστεί με ορθολογικούς όρους.
Τη στιγμή λοιπόν που γράφονται αυτές οι γραμμές αρχίζει και πλησιάζει εκείνη η χρονική στιγμή που συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τις μεγάλες εκείνες μέρες και νύχτες του Δεκέμβρη του 2008, μέρες και νύχτες που φωτίστηκαν από τις πύρινες φλόγες του μίσους και της εκδίκησης για τη δολοφονία του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Για κάποιους ίσως είναι ένα ένας ακόμα χρόνος από εκείνα τα γεγονότα, για κάποιες ίσως είναι μια επέτειος που χρόνο με το χρόνο ξεθωριάζει, σβήνεται και χάνεται. Για κάποιους άλλους, για το κομμάτι μιας γενιάς που πέρασε πολλές κόκκινες γραμμές αποτελεί το σφράγισμα μιας δεκαετίας από το σημείο μηδέν, από την μέρα εκείνη όπου τα πράγματα πήραν μία τροπή που έδειχναν ότι μπροστά στον ορίζοντα ανοίγει ένας δρόμος πιθανόν χωρίς επιστροφή. Μιλώντας για εμένα είναι μία δεκαετία από την οποία τον ένα μόνο χρόνο πρόλαβα να ζήσω ελεύθερος, τον δεύτερο σε καθεστώς παρανομίας και τα υπόλοιπα οκτώ σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Επομένως η συνειδητοποίηση ότι ο χρονικός ορίζοντας μιας ολόκληρης δεκαετία εξαντλείται, δε μπορεί παρά να επιφέρει μία δυνατή αλληλουχία συναισθηματικών εξάρσεων και κυρίως μία τεράστια φόρτιση σε κάποιους ανθρώπους που αρνηθήκαμε πεισματικά να δεχτούμε ότι ο Δεκέμβρης ήταν μόνο ένας μήνας. Γιατί για κάποιους ανθρώπους η εξέγερση εκείνη κράτησε λίγο παραπάνω.

Δεν αποφάσισα ωστόσο να τοποθετηθώ δημόσια τόσο για όλα αυτά, όσο για να διεκδικήσω εκείνο το μικρό μερίδιο που μου αναλογεί στην πολιτική και ιστορική αποκατάσταση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, του νεαρού, του μαθητή, του 15χρονου, φίλου για κάποιους, νεαρό μέλος μιας ευρύτερης μεγάλης παρέας για άλλους, αλλά και συντρόφου για πολλούς.
Είθισται ως κινηματική παράδοση και της αναρχίας και της αριστεράς, όταν ένα πρόσωπο από την κοινότητα του αγώνα χάνεται να αναλαμβάνει την τιμητική του προσφώνηση το πιο οικείο, φιλικό και πολιτικό περιβάλλον του, να μιλήσει για το πρόσωπό αυτό, τις απόψεις, τα πιστεύω, τα όνειρα, τις φιλοδοξίες, τα προτερήματα ή και τα όποια ελαττώματά συμπληρώνουν τις ανθρώπινες αντιφάσεις που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Μέσα από αυτήν την τιμητική προσφώνησή αναλαμβάνουν να εκθέσουν στον υπόλοιπο κόσμο όσο το δυνατόν περισσότερο την προσωπικότητα του προσώπου που χάθηκε από κοντά μας, να εκφράσουν την λύπη, την οδύνη, την οργή ίσως, για την απώλεια του από δίπλα μας αλλά και ταυτόχρονα από τα χαρακώματα του αγώνα.
Η περίπτωση όμως του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου είναι ίσως από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις, που όσο κι αν έχουν μιλήσει οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, αλλά και οι λιγότερο κοντινοί, όσο κι αν έχει εκφραστεί το στενό αλλά και ευρύτερο φιλικό και συντροφικό του περιβάλλον σχετικά με το ποιος ήταν, ποια ήταν η προσωπικότητά του, ποιες οι θέσεις του και οι απόψεις του, έχουν ωστόσο αγνοηθεί συστηματικά με πείσμα και με ακατάληπτη εμμονή. Όχι μόνο έχουν αγνοηθεί με ξεκάθαρα απροκάλυπτο και χυδαίο τρόπο, αλλά οι φωνές τους έχουν σκεπαστεί κιόλας με μία συστηματική καταγραφή της ιστορίας έτσι όπως βολεύει την κάθε πλευρά που μιλάει πάνω στο θέμα, καταγραφές που εξυπηρετούν την κατασκευή μεγάλων εύπεπτων αφηγήσεων βασισμένες σε μια εργαλειακά λαϊκίστικη πολιτική εξωστρέφειας. Από την πρωτη στιγμή έχουν αρνηθεί να γίνουν δεκτές οι μαρτυρίες ανθρώπουν του περίγυρου του σχετικά με το ποιός ήταν ο Αλέξανδρος. Ακόμα και η προσωπική μαρτυρία του στενού του φίλου και συντρόφου, καθότι αναρχικός και ο ίδιος ως μαθητής από τα 15 του, Νίκου Ρωμανού μέσα από την επιστολή του “Ρέκβιεμ για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή” έχει αγνοηθεί από πολλές πλευρές εντός του κινήματος σαν να μην υπήρξε ποτέ. Έτσι έχει καταντήσει ως κυρίαρχη αφήγηση των γεγονότων στο κοινωνικό να έχει μείνει η ιστορία που μιλάει για ένα δεκαπεντάχρονο νεαρό μαθητή που βγήκε στα Εξάρχεια ένα Σάββατο για τη γιορτή του συμμαθητή του και πού κατέληξε να πέσει θύμα ενός αστυνομικού που πυροβόλησε δολοφονικά εναντίον μιας παρέας παιδιών που “αυθαδίασε” στο πρόσωπο της εξουσίας. Η πραγματικότητα για την επίσημη αποτύπωση της οποίας παλεύουμε πολλά άτομα όλα αυτή τη δεκαετία, είναι πολύ μακριά από αυτή τη νερόβραστη σούπα που σερβίρεται ως καταγραφή των γεγονότων.

Ο Αλέξανδρος ήταν ένας νεαρός σύντροφος που ξεκίνησε να ασχολείται με την αναρχία και τους αγώνες της ήδη από το Φλεβάρη του 2008. Άρχισε να δίνει δυναμικά το παρόν σε διάφορες κινηματικές διαδικασίες,  συνελεύσεις μαθητών αλλά και γενικά στα Εξάρχεια, και ειδικά στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου, αποτελώντας κι ο ίδιος με τη δική του παρέα επίσης νεαρών ατόμων, κομμάτι της λεγόμενης “παρέας της Μεσολογγίου”, η οποία βρισκόταν σε δυσμένεια για αρκετό κόσμο εντός του αναρχικού χώρου την εποχή εκείνη. Η παρέα αυτή των νεαρών συντρόφων/ισσών που εμφανίστηκε περίπου εκείνη την εποχή αποτελούνταν από ένα εξαιρετικό ενθουσιώδες μπούγιο παιδιών με αστείρευτη ενεργητικότητα, ζωντάνια και θέληση για συμμετοχή σε δράσεις, αρκετά πολύβουο και ζωηρό ώστε σύντομα να γίνει γνωστό σε όλα τα Εξάρχεια Μιλάμε για μια εποχή μετά τους κυβερνητικούς ανασχηματισμούς που ακολούθησαν τις εκλογές του 2007, όπου το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε αναλάβει από κοινού ο τότε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος και ο απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού ναυτικού Παναγιώτης Χηνοφώτης. Η αντικατάσταση αυτή επρόκειτο να δώσει άλλο αέρα στο συγκεκριμένο υπουργείο και συγκεκριμένα μία αλλαγή τακτικής στο ζήτημα της καταστολής. Από το προηγούμενο δόγμα μηδενικής ανοχής Βουλγαράκη – Πολύδωρα, με το ανελέητο κυνηγητό των ΜΑΤ μέχρι και το Λόφο του Στρέφη, τα μαζικά πογκρόμ, προσαγωγών πέριξ της πλατείας, τις στρατοπεδευμένες διμοιρίες μέσα στην καρδιά των Εξαρχείων, της πρώτης εφαρμογής των πεζών περιπολιών ,της σκληρής και αιματηρής καταστολής των φοιτητικών διαδηλώσεων και των μαζικών συλλήψεων και ξυλοδαρμών ακόμα και αλληλέγγυων στα δικαστήρια, υπήρξε μια διάθεση αποκλιμάκωσης. Οι διμοιρίες αποτραβήχτηκαν, ακόμα και αυτή των γραφείων του ΠΑΣΟΚ και για ένα διάστημα φάνηκε πως η πολιτική επιδίωξη του Υπουργείου έτεινε περισσότερο προς μια λογική του κατευνασμού των “μπαχαλάκηδων” σε μία περίοδο όπου ο κοινωνικός ανταγωνισμός είχε ενταθεί πάρα πολύ το προηγούμενο διάστημα.

Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να αντιληφθούμε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλου ως ένα νεαρό αναρχικό σύντροφο, αρκετά ενθουσιώδη και ενεργητικό, με μια αστείρευτη θέληση για δράση παίρνοντας κι ο ίδιος μέρος μαζί με μια μεγαλύτερη παρέα εξίσου νεαρών δραστήριων ατόμων σε προκλήσεις εναντίον της εξουσίας και της καταστολής εντός των στενών ορίων των Εξαρχείων. Καταστάσεις ωστόσο που προκαλούσαν και μία μεγάλη κινηματική γκρίνια η οποία δεν πρωτοτυπούσε καθόλου, όπως δεν πρωτοτυπεί και τώρα. Τα ίδια επιχειρήματα που ακούγονται σήμερα ακούγονταν και τότε. Αντί για “ακίνδυνη επαναλαμβανόμενη γραφικότητά του Σαββατοκύριακου” είχαμε το κλασικό “Σαββατιάτικο ξεκαύλωμα” και αντί του “επί Σαμαρά αυτά δεν θα τα σκεφτόσασταν καν” είχαμε το “επί Βουλγαράκη-Πολύδωρα δε θα τα τολμούσατε αυτά”. Εντελώς ίδια ήταν τα επιχειρήματα γκρίνιας για τις “κλούβες που γυρίσανε πισω” και όπως επίσης το διαχρονικά πιο άθλιο κατηγορώ εναντίον της αναρχικής νεολαίας αυτό το “σε δυο χρονάκια εσείς θα είσαστε σπιτάκια σας”. Με τη διαφορά ότι ενώ ο Αλέξανδρος ήταν ξεκάθαρα μέσα σε πολλά απο αυτά που διαχρονικά υποτιμούνται καθ’ αυτόν τον τρόπο, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι νεολαίοι της ηλικίας αυτής μέσα στις προηγούμενες δεκαετίες, όπως και ο σύντροφος Μιχάλης Καλτεζάς το 1985, δε γύρισε σπιτάκι του σε δυο χρονάκια. Τι θά ήταν ο Αλέξανδρος αν ζούσε; Αυτό δεν το ξέρουμε με σιγουριά ούτε μπορούμε να το υποθέσουμε. Θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε οτιδήποτε. Να είχε πάει πράγματι σπίτι του, να είχε εγκαταλείψει την αναρχία, να είχε “ωριμάσει πολιτικά” και να έκραζε τα “μπάχαλα” ή και να είχε μείνει στην κατεύθυνση μιας εξεγερτικής τάσης της αναρχίας. Θα μπορούσε οτιδήποτε που δεν το ξέρουμε και δε θα το μάθουμε ποτέ. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα όμως είναι πως έπεσε νεκρός από τα πυρά μπάτσου, ένα Σάββατο βράδυ στις 6 Δεκέμβρη του 2008 στην οδό Μεσολογγίου μέσα στα Εξάρχεια. Ενός μπάτσου που αρνήθηκε να μετανιώσει στο Εφετείο λέγοντας πως πυροβόλησε εναντίον ενός αναρχικού δίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σκεπτικό της πράξης του το οποίο αναιρεί την αφήγηση περί ενός απλού άφρονος μπάτσου-δολοφόνου .

Αυτό το οποίο συνέβη, και όλα αυτά τα οποία επακολούθησαν εγγράφονται λοιπόν στην ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Στην ιστορία ενός δυναμικού πολύμορφου πολυσυλλεκτικού κινήματος με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά εντός του οποίου υπάρχουν διαλεκτικές συνδέσεις μεταξύ της διαχρονικής αντιμπατσικής οργής εντός των Εξαρχείων και της γενικότερης όξυνσης του επιπέδου της ανατρεπτικής κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας. Είναι κατανοητό το γιατί μοχθούν επί 10 χρόνια κάθε λογής προοδευτικοί, αριστεροί, κοινοβουλευτικοί και μη, κάθε λογής προοδευτικοί, ακαδημαϊκοί, εγκληματολόγοι, ψυχολόγοι και λοιποί απολογητές του δημοκρατικού καθεστώτος (όπως εσχάτως η ανεκδιήγητη Ζωή Κωνσταντοπούλου που με θράσος τόλμησε να χαρακτηρήσει στο Εφετείου του Κορκονέα , ως πλαστή την προ τριετίας επιστολή του συντρόφου Νίκου Ρωμανού) να αποσυνδέσουν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλου από αυτή την εξίσωση. Είναι κατανοητό γιατί ο ίδιος ο θεσμικός τους ρόλος απαιτεί να προωθούν την αποριζοσπαστικοποίηση σε κάθε κοινωνικό πεδίο, σε κάθε μεγάλο ή μικρό κοινωνικό γεγονός. Αυτό που δεν είναι εύκολα κατανοητό σε μία πρώτη ανάγνωση είναι το γιατί επιθυμεί το ίδιο ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου προχωρώντας σε μια πεισματική άρνηση να αναγνωρίσει την πολιτική στράτευση του Αλέξανδρου ως αναρχικού/αντιεξουσιαστή μαθητή. Θα μπορούσε να είναι η προσκόλληση σε μία πιο λαϊκίστικη αφήγηση προς επιδίωξη πρόκλησης ευρύτερων κοινωνικών συμπαθειών , είναι όμως μόνο αυτό; Δυστυχώς μέσα σε όλα αυτά τα 10 χρόνια έχει προκύψει περίτρανα η διατύπωση ότι προφανώς και δεν είναι μόνο αυτό. Δεδομένης της προσωπικότητας του Αλέξανδρου, με ποιες παρέες άραζε, ποιους φίλους είχε, σε ποια σκηνικά χωνόταν, πράγματα δηλαδή που κάποιοι εντός του χώρου δεν θα τα συγχωρήσουν ποτέ, η επίσημη παραδοχή της πολιτικής του ιδιότητας θα σημαίνει μία αλληλουχία πολιτικών τετελεσμένων τα οποία κρίνονται ανεπιθύμητα, κι ένα από αυτά θα είναι φυσικά αυτομάτως η παραδοχή ότι σε όλη αυτή την αντιμπατσική οργή, που εδώ και πάνω από 4 δεκαετίες εκφράζεται στα Εξάρχεια, υπαρχουν και πολιτικά χαρακτηριστικά και συνδέεται διαλεκτικά με τον ευρύτερο κοινωνικό ανταγωνισμό. Η αφαίρεση λοιπόν της πολιτικής ιδιότητας του Αλέξανδρου υπακούει,όσο λυπηρό και οικτρό και αν ακούγεται ακούγεται, σε μία εξυπηρέτηση συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας που διακατέχεται από φανατική εμπάθεια σε συγκεκριμένες λογικές και πρακτικές. Το πόσο τραγική και ηθικά μεμπτή είναι μία τέτοια επιλογή μπορεί κανείς να το αντιληφθεί αν απλά φανταστεί πόσο αποκρουστικό θα ήταν να υπάρχουν πολιτικές τάσεις μέσα στο ευρύτερο κίνημα, που θα αρνούνταν την πολιτική ιδιότητα προσώπων που έχουνε εκλείψει από την κοινότητα του αγώνα σε διάφορες εποχές, και που σίγουρα κάποιος κόσμος τις πένθησε βαθύτατα, και που θα αναγνώριζαν μόνο την επαγγελματική ή κοινωνική: εργάτης, πατέρας κτλ.

Με αυτή τη μικρή συμβολή δεν έχω καμία αυταπάτη ότι θα αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί, ότι θα μνημονεύεται εντός του χώρου μας ο Αλέξανδρος ως αναρχικός και ότι κάποιοι θα ρισκάρουν να δημιουργηθούν ανεπιθυμητά για τους ίδιους πολιτικά τετελεσμένα. Είναι όμως μία τοποθέτηση συνεπής σε μια ευρύτερη συλλογική προσπάθεια χρόνων για τη δημιουργία προϋποθέσεων ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα η πολιτική αθλιότητα των επιλογών που αρνούνται μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο. Από τη δική μου μεριά με όλο το συγκινησιακό βάρος που έρχεται να φέρει αυτή η χρονιά ως το επισφράγισμα μιας ολόκληρης εποχής θα ήθελα να χαιρετίσω τον χαμένο μας σύντροφο, αυτόν που ήταν πάντοτε παρόν μαζί μας σε όλα εκείνα που ακολούθησαν, με το νεανικό του χαμόγελο που έσβησε τόσο γρήγορα, να γνέφει συνωμοτικά και να μας κλείνει το ματι στις καλές εποχές, στις επιτυχίες, στις μέρες και τους μήνες που τραντάχτηκε η κανονικότητα, αλλα και στις στραβές, τις αποτυχίες, τα κυνηγητά, τις παρανομίες, τις φυλακές. Μπορει μια δεκαετία να φτάνει στο τελος της, ένας κύκλος να κλείνει και να αφήνει πίσω μια ολόκληρη εποχή, αλλά υπάρχουν κι αυτοί που θυμομαστε, πονάμε ακόμα και η καρδιά μας παραμένει μια αρμαθιά απο ξυράφια.

Δε λέμε αντίο. Δέκα χρόνια είναι λίγα. Δε στέγνωσε ακόμα το αίμα, ούτε τα δάκρυα και ούτε έσβησε το μισος.
Μονάχα φωνάζουμε με τις μικρές ή μεγάλες μας φωνές ΕΚΔΙΚΗΣΗ για να μη σταματήσει ποτέ να θυμάται ό κόσμος ότι τους νεκρούς μας δεν τους κλαίμε απλά, δεν τους αφήνουμε πίσω, τους κουβαλάμε βαθιά μέσα μας και ας βαραίνουν τα βήματα μας.

ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΚΟ  ΜΑΘΗΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟ
ΝΕΚΡΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Παναγιώτης Αργυρού, μέλος της ΣΠΦ