Αυτοδικία και κοινωνική γεωγραφία

Συχνά μας διαφεύγει το γεγονός ότι παντού γύρω μας υπάρχουν πολλές διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, οι οποίες μπορεί να μην μας είναι καν ορατές, να μην τις γνωρίζουμε καν , ή να νομίζουμε πως τις γνωρίζουμε αλλά να μην έχουμε την πραγματική ιδέα. Σε αυτό συντείνουν κιόλας οι υπεραπλουστευμένες και υπεραπλοϊκές αφηγήσεις περί μιας ενίαιας κοινωνίας ως ένα κάποιο “όλον”, οι οποίες γεννούν διάφορες ψευδαισθήσεις. Η ψευδαίσθηση λοιπόν ότι ζούμε σε ένα ενιαίο κοινωνικό περιβάλλον και όχι μέσα σε χαοτικο γαλαξία με πολλά διαφορετικά κοινωνικά σύμπαντα εντός του (και μάλιστα πολύ πιθανόν να είναι και αντιθετικά εως εχθρικά μεταξυ τους) πολλές φορές έτη φωτός μακριά απο την πραγματικότητα που εμείς έχουμε συνηθίσει να ζούμε, μας κάνει να αποκτούμε μια κεκτημένη ταχύτητα στις αναλύσεις και προσεγγίσεις μας, με αποτέλεσμα να χάνονται από την οπτική μας οι ιδιαίτερες και ειδοποιές συνθήκες κάθε μικροπραγματικότητας.
Σε κάθε περιπτωση βέβαια η κεντρική κοινωνική οργάνωση διαμεσου Κράτους και Πολιτείας δημιουργούν εκείνα τα πλαίσια διαμόρφωσης βασικών συμπεριφορικών μοτίβων, που σε συνδιασμό με την επιβολή και διάχυτη υιοθεσία της κυριάρχης ιδεολογίας, καθώς και κοινωνικών σχέσεων, να παρατηρούνται και να καταγράφονται σχεδόν σε όλες τις κοινωνικές πραγματικότητες. Έτσι λοιπόν έχουμε βασικές δομικές νόρμες απο τις οποίες ειναι δυνατόν να επηρεάζεται καθολικά ολόκληρη η κοινωνική ζωή. Μια απο αυτές φυσικά είναι η πυραμοειδής μορφή επιβολή της δύναμης σε κάθε πιθανή παραλλαγή: απο το αφεντικό στον εργάτη, από τον εργάτη στην γυναίκα του, από τη γυναίκα στα παιδιά της, απο τα παιδιά σε άλλα πιο αδύναμα παιδιά ή σε αδύναμα ζώα, και ξανά πίσω στην κορυφή και μετά πάλι στη βάση. Εκατομύρια πιθανές και απίθανες παραλλαγές αναπαραγωγής και επιβολής εξουσίας και δύναμης διαχέονται καθημερινά από τα πιο πάνω προς τα πιο κάτω ,αλλά και οριζοντια, μέσα στο κοινωνικό πεδίο , τόσε σε μακροεπίπεδο όσο και σε μικροεπιπέδο. Είναι αυτό το συντριπτικό φαινόμενο του λεγόμενου κοινωνικού κανιβαλισμού. Του πραγματικού κοινωνικού κανιβαλισμού, του αυθεντικού, του αδυσώπητου , του true κοινωνικού κανιβαλισμού, που δεν έχει σχέση με το βλακώδες framing σπασμένα φανάρια-καρτοτηλέφωνα ( ένα framing που επιχείρησε να εγγράψει στην ίδια δημόσια ατζέντα απόπειρες βιασμών, τσαντιές, φέρμες και ναρκοντίλια με μικροβανδαλισμούς δημόσιας περιουσίας) αλλα με τη στυγνή ανελέητη βια της μικροκαθημερινότητας. Της μικροκαθημερινότητας με τις χιλιάδες κρυμμένες χειραγωγήσεις, τους συναισθηματικούς χειρισμούς κάθε είδους, τις κακοποιήσεις, τους βασανισμούς, τους βιασμούς μέχρι και τους φόνους. Είναι το ίδιο φαινόμενο που μην έχοντας πάντα οικονομικό background δεν μπορεί να αναλυθει με το ταξικό φίλτρο και έτσι οι αναγνώσεις που επιχειρούν να εισάγουν την παρουσιαση του στη δημόσια συζήτηση καταδικάζονται από τα μαρξιστικά ιερατεία ως μεταμοντερνιές, φιλελέδικες μαλακίες, αποπροσανατολιστικές αμερικανιές και άλλα τέτοια χαριτωμένα.

Όταν φτάσουν βέβαια τέτοιες ιστορίες να σκάσουν με πάταγο στην επικαιρότητα και να παίξουν στα αστυνομικά δελτία τότε πέφτουμε από τα συννεφάκια μας, συγκλονιζόμαστε, ανακαλύπτουμε αμερικές και σε μια έξαρση κοινωνικού αυτοματισμού αναθεματίζουμε το αποτρόπαιο “μεμονομένο περιστατικό”. Δεν απασχολούν όλες αυτές οι περιπτώσεις βέβαια τα αστυνομικά δελτία όπως πρόσφατα η περίπτωση του βιασμού και στυγνού φόνου στη Ρόδο από δυο κλασσικούς εκπροσώπους της κουλτούρας της επιβολής της ωμής δύναμης, πασπαλισμένης με ισχυρές δόσεις νομιμοποιημένης πατριαρχικής υπεροχής. Σε πολλές περιπτώσεις δε θα απασχολήσει καν. Θα είναι μια καταγγελία γυναίκας στο ΑΤ της περιοχής της που μπήκε σε ένα συρτάρι με πολλούς παρόμοιους καταχωνιασμένους φακέλους. Θα είναι μια βουβή κραυγή απελπισίας γιατί κανείς στη γειτονιά δε σε πιστέψει. Θα είναι φόβος ότι τα αντίποινα αν αντιδράσεις θα είναι τρισχειρότερα. Θα είναι η αγωνία για το τι θα γίνουν τα παιδιά, ή για το αν θα χρειαστεί να αλλάξεις σχολείο η για το αν, αν, αν …. Θα είναι εκατομύρια λόγοι σιωπής, απόγνωσης και ίσως και καμιάς αυτοκτονίας που και που για να ξαναπέσουμε απο τα σύννεφα μας.

Η διαπίστωση αυτής της σκληρής πραγματικότητας που μας περιβάλλει ασφυκτικά στερώντας μας κάθε οξυγόνο δεν μπορεί παρά να προκαλεί μίσος, οργή, ξανά μίσος, ξανά οργή για την αθλιότητα που ονομάζεται κοινωνική ζωή. Η διάχυτη κοινωνική υποκρισία που επικαλύπτει την πυραμίδα της βαρβαρότητας καθως και η διάχυτη κοινωνική αδιαφορία απέναντι της, δε μπορεί παρά να ξεσηκώνει αισθήματα και αντανακλαστικά που ενίοτε μπορεί να οδηγήσουν και στην αυτοδικία. Ίσως όχι πολύ όμορφα. Ίσως όχι πολύ πολιτικοποιημένα, και ιδεατά και όχι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένα.  Αλλα εξάλου η ζωή δεν είνα παραγγελία σε σουπερ μαρκετ. Δεν έρχονται όλα όπως τα θέλουμε , ούτε ακολουθούν τα πάντα τα δικά μας ιδεοληπτικά στάνταρ περί απονομής δικαίου.

Οι φυλακές είναι κι αυτές λοιπόν ένα μικρόπεριβάλλον μέσα στον ευρύτερο κοινωνικό γαλαξία. Ως ένας κατεξοχήν τόπος και χώρος αναπαραγωγής δύναμης, ισχύος, εξουσίας και τοξικών συμπεριφορών το να περιμένει κανείς φαινόμενα αυτοδικίας να έχουν χαρακτηριστικά που να ταιριάζουν στις εξευγενισμένες μας προσλαμβάνουσες δεν είναι μόνο πολύτελεια είναι ο κατεξοχήν ελιτισμός. Ελιτισμός μάλιστα που κρύβεται πίσω από ανθρωπολογικού τύπου αναλύσεις σχετικά με την καθώς πρέπει συμπεριφορική λειτουργία των “ιθαγενών” . Άλλο πράγμα βέβαια να τρέφει κανείς ψευδαισθήσεις περί “υποκειμένου” που διαθέτει κάποια αγνά κριτήρια απονομής δικαιοσύνης εντός των φυλακών και άλλο να περιμένει ξαφνικά, και μέσα σε μια μέρα,να αποκτήσουν κριτήρια ορθής συμπεριφοράς οι παραβατικοί υποπρολετάριοι. Σε κάθε περίπτωση η γενικότερη αίσθηση κάθαρσης που νιώθουμε πολλά άτομα παρακολουθώντας τις ψιλές που μάζεψε ο 19χρονος στις φυλακές Αυλώνας δεν προκύπτει επειδή θεωρούμε σώνει και ντε πως οι τιμωροί του στέκουν πιο ψηλά ηθικά. Μπορεί να στέκουν μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι απλά ένα ακόμα επεισόδιο, από τα πολλά, κοινωνικού κανιβαλισμού εντός των φυλακών. Ακόμα κι έτσι να είναι όμως στη χειρότερη των χειροτέρων, είναι μια μικρή ηθική ικανοποίηση να βλέπεις την αποκαθήλωση και κατακρύμνηση του δυνατού, του μάγκα, του νταή, του μπρατσαρά, του βαράω και γαμαω επειδή γουστάρω, του βιάζω και σκοτώνω ανυπεράσπιστες κοπέλες (ή κάθε υποκείμενο σε ορισμένη θέση αδυναμίας) πετώντας τις σωρούς τους στα βράχια. Μια αποκάθηλωση που φέρνει τον ίδιο στη θέση του θύματος , αποτελώντας πλέον τον αδύναμο κρίκο στην ίδια αλυσίδα κοινωνικού κανιβαλισμού στην οποία ο ίδιος επένδυσε την τοξική μαγκιά του. Θα χαιρόμασταν το ίδιο αν απο κακή του τύχη σκοτωνόταν σε τροχαίο ή καιγόταν από ατύχημα ζωντανός στο σπίτι του χωρίς να σημαίνει ότι είμαστε υπερ των τροχαίων η των πυρκαγιών σε τυχαία σπίτια. Γιατί αυτοί που βρισκόμαστε απέναντι από τους κάθε λογής δήμιους και βασανιστές, σε όποια τάξη κι αν ανήκουν, θα αισθανόμαστε πάντα μια χαρά, κρυφή ή φανερή, για τις όποιες ανταποδώσεις προκύψουν εις βάρος τους. Γιατί μέχρι το σημείο που  συνειδητά και αποφασιστικά θα πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας διαλύοντας την κοινωνική μηχανή αναπαραγωγής της βαρβαρότητας και της εξουσίας, μπορούμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας ένα χαμόγελο με τα δεινά των τυράννων, μικρών και μεγάλων, χωρίς να πρέπει να απολογούμαστε.