Η μάχη των εννοιών: κυρίαρχος λόγος και αντικοινωνικό

Η μάχη των εννοιών:
κυρίαρχος λόγος και αντικοινωνικό


Αλίκη: “Πως μπορείς να δώσεις τόσο διαφορετικές σημασίες στις λέξεις που χρησιμοποιείς;”
Humpty Dumpty: “Το ερώτημα είναι ποιος είναι ο κυρίαρχος… αυτό είναι όλο”.
Lewis Carroll
(Η Αλίκη μέσα στον καθρέπτη)

 

Κάθε καθεστώς που θα ήθελε να έχει λιγότερους αποσταθεροποιητικούς κραδασμούς, κατασκευάζει μια αφήγηση που να συσπειρώνει σε μια συναινετική βάση ένα σεβαστό ποσοστό της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Κάθε αφήγηση διαφέρει ανάλογα το καθεστώς, την εποχή και την ιδιομορφία κάθε περιοχής. Ωστόσο υπάρχει σχεδόν πάντα ένα κοινό μοτίβο.

Το μοτίβο αυτό περιλαμβάνει την αναγκαιότητα μιας ενότητας απέναντι σε έναν εχθρό. Ο εχθρός, και οι ταυτότητες του, μπορεί να αλλάζουν, αλλά το μοτίβο παραμένει.

Μπορεί άλλοτε να παρουσιάζεται ως αιρετικός ή ως προδότης ή ως κάτι άλλο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται είναι ανάλογος του τι μπορεί να συσπειρώσει κάθε φορά ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής βάσης.

Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα του μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής εποχής, ως και τη μετάβαση στη μεταπολίτευση, η αφήγηση που αποτελούσε συγκολλητική ουσία για την πολιτική τάξη πράγματων ήταν η εθνική απειλή.

Σε ένα ταραγμένο πολιτικό περιβάλλον όπως αυτό της Ελλάδας των δεκαετιών αυτών, η αφήγηση αυτή επιδίωξε να συσπειρώσει κομμάτια της κοινωνίας στη βάση της εθνικοφροσύνης και της πλειοδοσίας στον πατριωτισμό. Με εξαίρεση τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής όπου το βάρος της αντίστασης σήκωσε στο μεγαλύτερο κομμάτι η αριστερά, η αφήγηση αυτή πέτυχε πράγματι το στόχο της σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.

Ως εθνική απειλή παρουσιάστηκε ο κίνδυνος του κομμουνισμού και σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε η συνθήκη, της όποιας κοινωνικής αποδοχής της συνέχειας των παρακολουθήσεων, των εξοριών, των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων κομμουνιστών/στριών μέχρι και το 1974. Η ίδια η δικτατορία επιχείρησε να νομιμοποιηθεί κοινωνικά επικαλούμενη τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Χωρίς μια εθνική καταστροφή του μεγέθους της Κυπριακής κρίσης ενδεχομένως η μεταπολίτευση να αργούσε περισσότερο.

Στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης, και κυρίως στα χρόνια της πράσινης σοσιαλδημοκρατίας, το τοπίο της πολιτικής σκηνής μεταβάλλεται. Πλέον συγκολλητική ουσία είναι η νομιμοφροσύνη και εχθρός είναι τα υποκείμενα που την απειλούν.

Όσο θα βαθαίνει η μεταπολίτευση και η ελληνική εκδοχή του κεϋνσιανισμού θα φτανει το pic της (’90-’00), η συγκολλητική ουσία του νέου κοινωνικού συμβολαίου είναι η συσπείρωση γύρω από οτιδήποτε απειλεί τους όρους της νέου τύπου κοινωνικής συνοχής.

Οι αντιφατικές ταξικές μετατοπίσεις που προκαλούνται με την ποσοτική διόγκωση του κοινωνικού μπλοκ μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, τόσο στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές όσο και στην ύπαιθρο, δημιουργεί ένα ενιαίο διαταξικό ιδεολογικό μπλοκ νομιμοφρόνων.

Όσο περισσότερο κυριαρχούσε στο κοινωνικό πεδίο η μικροαστική ιδεολογία και ηθική, τόσο άλλαζαν και οι ευρύτεροι κοινωνικοί συσχετισμοί με την διεύρυνση του σώματος των νομιμοφρόνων, ή αλλιώς και νοικοκυραίων. Υπήρχε δηλαδή και υλικός αντίχτυπος καθώς το ζήτημα δεν ήταν αποκλειστικώς ποιοτικό.

Το κοινωνικό σώμα της νομιμοφροσύνης αρχίζει να συσπειρώνεται πλέον απέναντι σε μια απειλή που βαφτίζεται αντικοινωνική, και το εθνικόφρων πλαίσιο υποχωρεί σταδιακά από το δημόσιο διάλογο σε σχέση με το παρελθόν. Ο νέου τύπου κοινωνικός κορμός, ο νομιμόφρων πληθυσμός, καλείται να σταθεί απέναντι σε εκείνα τα στοιχεία που απειλούν την πολιτική τάξη και τη κοινωνική συνοχή, τη δημόσια ασφάλεια, την κυρίαρχη κοινωνική ηθική και γενικά απέναντι σε οτιδήποτε αποτελεί παραφωνία στη συνθήκη της νέας εποχής. Μιας εποχής στην οποία θα κυριαρχήσει μια γενικευμένη απληστία και διαφθορά, η οποία μάλιστα σε ένα μεγάλο βαθμό, κατέστη οριζόντια.

Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο αλλά και στα ΜΜΕ, ριζοσπαστικά υποκείμενα που αμφισβητούσαν το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, κομμάτια της νεολαίας που αποστρέφονταν τον κομφορμισμό της εποχής και τα κυρίαρχα αισθητικά και πολιτισμικά πρότυπα, τα όποια απομεινάρια μαχητικού συνδικαλισμού, άτομα τοξικοεξαρτημένα ή παραβατικά, με διαρκή τραβήγματα σε δικαστήρια ,φυλακές ή ψυχιατρικά ιδρύματα, αλλά και άλλα, με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή μη ετεροκανονικό έμφυλο αυτοπροσδιορισμό, μετανάστες και πρόσφυγες, αποτελούσαν ένα σύνολο αντικοινωνικών στοιχείων, που απειλούσε την κοινωνική ομαλότητα και κανονικότητα.

Προοδευτικά η κοινωνία, αντί για το ευρύτερο πλαίσιο συλλογικής συνύπαρξης διαφορετικών μίκρο- και μάκρο- συνόλων, γίνεται νοούμενη αποκλειστικά ως το σώμα της νομιμοφροσύνης. Οτιδήποτε έξω από αυτό είναι έξω και από την κοινωνία

Οι συνδηλώσεις που παράγονταν μέσα από την αυτήν τη διάκριση, καταλήγαν να ταυτίζουν το αντικοινωνικό με το αντικανονικό, με κάθε είδους δηλαδή αποκλίνουσα τάση και συμπεριφορά. Έτσι συχνά πολιτικές ομιλίες ακόμα και στο κοινοβούλιο έφταναν να ομιλούν για αντικοινωνικά στοιχεία που κάνουν καταλήψεις σε σχολεία, που κάνουν επεισόδια σε πορείες, που απειλούν την περιουσία και την ασφάλεια του Έλληνα, που μολύνουν τις γειτονιές ή το κέντρο της πόλης με την παρουσία τους (αναφορά κυρίως σε μετανάστες/πρόσφυγες και τοξικοεξαρτημένους), που αποτελούν πρόκληση για την επικρατούσα κοινωνική ηθική (αναφορά κυρίως σε άτομα απασχολούμενα σε μαύρη σεξεργασία ή σε δημόσιες εκδηλώσεις τρυφερότητας ομόφυλων ζευγαριών και συναφείς κοινωνικές διεκδικήσεις περί θεσμικής αναγνώρισης δικαιωμάτων) ενώ ο ίδιος λόγος περνούσε αυτούσιος σε τίτλους του Τύπου και σε τηλεοπτικά ενημερωτικά προγράμματα και εκπομπές.

Επιπλέον η σχηματική αυτή αντίθεση κανονικού-αντικοινωνικού, εισάγει στην ημερήσια διάταξη ένα λόγο ρατσιστικό και κανιβαλλιστικό, που εθίζει το κοινό σε σχήματα αντίληψης και αίσθησης ανωτερότητας από το «άλλο», το αντικοινωνικό, το οποίο σταδιακά, χάνει ακόμα και την ανθρώπινη υπόσταση του.

Πάνω στην ίδια διάκριση οικοδομείται και η κοινωνική αδιαφορία για συνθήκες εξαίρεσης που αφορούν πληθυσμούς-τμήματα αυτού του ενιαίου αντικοινωνικού συνόλου. Έτσι το κοινό δε πρόκειται να δείξει ενδιαφέρον για την αστυνομική καταστολή σε ριζοσπαστικά ή και απλά παραβατικά υποκείμενα, για τις συνθήκες στις φυλακές ή τα κέντρα κράτησης μεταναστών, για την αστυνομική βία και αυθαιρεσία στους δρόμους, για την εθνική πολιτική ασφάλειας στα σύνορα με ότι συνεπάγεται αυτή. Αυτά τα θέματα θα καταλήξουν να αποτελούν ατζέντες αδιάφορες έως και ενοχλητικές στα αυτιά του κοινού, και οι φωνές που τις αναδεικνύουν θα είναι και αυτές αδιάφορες, γραφικές, περιθωριακές, ενοχλητικές ή ακόμα και εχθρικές.

Δεδομένου ότι οι συνθήκες εξαίρεσης σχεδόν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις καταπατούν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα ή συνιστούν απόκλιση από την τήρηση κανόνων της διεθνούς κοινωνίας, αποτελούν μείζονα αντίφαση ως προς τις υποτιθέμενες αξίες και αρχές του ίδιου του πολιτικού συστήματος, που εντάσσει εαυτόν στο μπλοκ του πολιτισμένου κόσμου. Όσο αμβλύνεται ποσοτικά και ποιοτικά αυτή η αντίφαση, τόσο πιο μεγαλύτερη ηθική απαξία αποκτά και η αδιαφορία του κοινού ως προς τις συνθήκες εξαίρεσης που εφαρμόζονται σε αυτούς του πληθυσμούς, οι οποίοι δεν είναι ότι είναι αόρατοι, απλώς στην καλύτεροι είναι αδιάφοροι, και στη χειρότερη εχθρικοί.

Η νέα συναινετική βάση λοιπόν στην οποία συσπειρώνεται το κοινωνικό σώμα, είναι η βάση αυτή η οποία επιτρέπει να διαπράττονται επί δεκαετίες, σωρεία κρατικών εγκλημάτων χωρίς μαζικές αντιστάσεις, μέσα σε ένα πέπλο σιωπής, συγκάλυψης και αδιαφορίας. Όλα αυτά γιατί αυτή η συνθήκη δεν αφορά τους ίδιους, αλλά ένα ξένο σώμα, έναν άλλο πληθυσμό, που δυνητικά μπορεί να είναι και απειλή εναντίον της κοινωνίας (όντας αντικοινωνικά στοιχεία) και ίσως και να του αξίζει και λίγο στην τελική. Είναι η βάση στην οποία πατάει η κοινοτοπία του κακού της εποχής μας επιτρέποντας την κανονικοποίηση των κοινωνικών αποκλεισμών και της καθημερινής συστημικής βίας εναντίον κάποιων άλλων που είτε δεν μας αφορούν είτε μπορεί και να απειλούν την κοινωνία μας.

Δεδομένης της συγκεκριμένης επίδρασης του κυρίαρχου λόγου θα επηρεαστούν και τα ριζοσπαστικά-ανατρεπτικά κινήματα των δεκαετιών αυτών που καλούνται να διαχειριστούν τη νέα πραγματικότητα. Πολλές από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που θα επακολουθήσουν στο εσωτερικό τους τα επόμενα χρόνια, προκύπτουν από μια αδυναμία παρακολούθησης των κοινωνικών διεργασιών που συντελούνται μέσα στο πεδίο. Αναπόφευκτα θα τεθούν διλήμματα σχετικά με τη στρατηγική και την επικοινωνία των ριζοσπαστικών μηνυμάτων, διλήμματα που θα πάρουν τη μορφή ρήξεων, συγκρούσεων και σφοδρής πολεμικής ένθεν κι ένθεν.

Εμβληματική διαμάχη με αφορμή τη στάση ενός ριζοσπαστικού κινήματος μέσα σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες θα είναι η πολιτική σύγκρουση που κωδικοποιήθηκε ως κοινωνισμός vs αντικοινωνισμός. Είτε αυτές οι πολιτικές πλαισιώσεις υπήρξαν επιτυχείς είτε όχι, η διαμάχη αυτή δεν υπήρξε αποκλειστικά εννοιολογική ή  μια μάχη ορισμών, αλλά ως ένα ουσιαστικό πολιτικό debate που κατά κύριο λόγο αφορούσε πρώτα από όλα το αν αναγνωρίζεται η ύπαρξη του κοινωνικού corpus της νομιμοφροσύνης με τα ως άνω ποιοτικά χαρακτηριστικά, και ύστερα το πώς στεκόμαστε συνολικά απέναντι του.

Πέρα από συμφωνίες ή διαφωνίες επομένως η διαμάχη αυτή δεν ήταν υπερβατική, ούτε αφορούσε μεταφυσικές ανησυχίες γενικώς και αορίστως, αλλά υπήρξε γειωμένη σε απολύτως πρακτικά ζητήματα δράσης, κίνησης και απεύθυνσης.

Δίκη Χρυσής Αυγής: Γεγονότα και Συμπεράσματα

 

Δίκη Χρυσής Αυγής: Γεγονότα και Συμπεράσματα

 

 “Αν ακούγεται αδιανόητο στις μέρες μας, να μιλήσει κανείς ενάντια στη δημοκρατία χωρίς να χαρακτηριστεί συντηρητικός ή φασίστας είναι γιατί η προπαγάνδα κατοικεί στα σπίτια και στο μυαλό των υποτελών της.”

 

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς 12/01/2010 (από την ανάληψη για την βομβιστική επίθεση στο προαύλιο της ελληνικής βουλής).

 

Η Χρυσή Αυγή υπήρξε πολιτική οργάνωση με εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία (τον περισσότερο καιρό) και πρότυπο το Χιτλερικό καθεστώς εδώ και δεκαετίες. Για αυτό δεν καταδικάστηκε ρητά ποτέ πολιτικά και ηθικά από το σύνολο του πολιτικού συστήματος, παρά μέχρι πρόσφατα.

Η Χρυσή Αυγή είχε λάβει αποδεδειγμένα μέρος τη δεκαετία του ’90 μέσω αντιπροσωπείας εθελοντών της, σε εγκλήματα πολέμου στη Σερβο-βοσνιακή πολεμική σύγκρουση,  μνημείο ανθρωποσφαγής της οποίας είναι η εθνοκάθαρση της Σεμπρένιτσα. Για αυτό (παρά τη πλούσια δημοσιογραφική έρευνα) δεν υπήρξε καμία θεσμική έρευνα, καμία δίωξη, καμία καταδίκη. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η Χρυσή Αυγή υπήρξε οργάνωση αυξομειούμενης πολιτικής βίας που συμπεριλάμβανε  από βανδαλισμούς μέχρι και ανθρωποκτονίες από την ίδρυση της ως και τουλάχιστον το  2011 (πχ πογκρόμ εναντίον μεταναστών με αφορμή δολοφονία Μανώλη Καντάρη). Αν  αυτή η πολιτική δράση, με ακριβώς τα ίδια ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά, είχε κομμουνιστικό ή αναρχικό πρόσημο θα διωκόταν ως τρομοκρατική. Η Χρυσή Αυγή όμως, όντας τμήμα της εγχώριας εθνικοφροσύνης δε διώχτηκε και ούτε καταδικάστηκε ποτέ ως τρομοκρατική.

Η Χρυσή Αυγή υπήρξε οργάνωση με διασυνδέσεις με κομμάτια του εγχώριου πολιτικού συστήματος και με υπόγειες δοσοληψίες με ολόκληρα τμήματα των κρατικών μυστικών υπηρεσιών. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε γνώση και επομένως συνέργεια στη δράση της Χρυσής Αυγής. Για αυτό το σκοτεινό σημείο στην ιστορία της Χρυσής Αυγής δεν υπήρξε καμία θεσμική έρευνα και φυσικά δεν καταδικάστηκε κανείς. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η Χρυσή Αυγή ως οργάνωση πολιτικής βίας είχε αποδεδειγμένα σε πλείστες όσες περιπτώσεις, την αρωγή, την υποστήριξη και την έμπρακτη συνδρομή των αστυνομικών αρχών, κυρίως των επίλεκτων ομάδων καταστολής. Για αυτού του είδους προνομιακής μεταχείρισης της συγκεκριμένης οργάνωσης δεν υπήρξε καμία θεσμική έρευνα, δίωξη και καμία καταδίκη κανενός αστυνομικού, καμίας βαθμίδας. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η Χρυσή Αυγή, παρότι οργάνωση πολιτικής βίας με ανοιχτή ατζέντα, έτυχε θεσμικής αναγνώρισης ως πολιτικό κόμμα για να συμμετάσχει στις εκλογές. Καμία θεσμική έρευνα δεν έγινε για το πώς αυτό κατέστη δυνατό και υπό ποιους όρους.  Καμία δίωξη και καμία καταδίκη, κανενός υπευθύνου δεν υπήρξε σε αυτό το κομμάτι. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η Χρυσή Αυγή εν τέλη διώχθηκε και εν τέλη καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση, ως ένα είδους μαφίας που συστάθηκε με σκοπό το κέρδος από εγκληματικές δραστηριότητες. Η Χρυσή Αυγή ωστόσο δεν υπήρξε οργάνωση μαφιόζικων προδιαγραφών (το αν εμπλεκόταν και με τέτοιες δραστηριότητες είναι άλλο ζήτημα) αλλά όπως προ είπαμε, πάνω από όλα ήταν μια  πολιτικοστρατιωτική οργάνωση νεοναζιστικών προδιαγραφών.

Η καταδίκη της  Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση παρότι πολιτικό κόμμα ακυρώνει την πολιτική υπόσταση της και την πολιτική βαρύτητα της δράσης της περιορίζοντας την ουσία της υπόθεσης στο ποινικό κομμάτι.

Η καταδίκη της  Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση αυτομάτως καθιστά βάση της κείμενης νομοθεσίας και κατά περίπτωση, οποιονδήποτε την υποστήριξε με οποιονδήποτε τρόπο, οικονομικά ή ηθικά, συνεργό ή ηθικό αυτουργό στην θεωρούμενη εγκληματική της δράση. Αυτό περιλαμβάνει και το μισό εκατομμύριο πολιτών που την ξαναψήφισαν όταν ο αρχηγός της ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για μια ανθρωποκτονία. Καμία τέτοια δίωξη και καταδίκη δεν υπήρξε σε κανένα επίπεδο. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση συνεπάγεται εγκληματικές ευθύνες για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα που της παρείχε τη  χρηματοδότηση που αναλογεί σε ένα πολιτικό κόμμα ή έστω έρευνα για να διαπιστωθεί ποιος ήξερε και δεν ήξερε, ποιος έβλεπε και δεν έβλεπε, ποιος καταλάβαινε και ποιος όχι. Τέτοια έρευνα δεν έχει υπάρξει σε κανένα επίπεδο. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

 

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση από μόνη της, σηματοδοτεί απλώς μια μερική επιστροφή στην πολιτική μετριοπάθεια, στην οποία, πράγματι, ταυτόσημες με τη Χρυσή Αυγή θέσεις, ενδεχομένως δε θα έχουν τον ίδιο χώρο στην mainstream πολιτική γλώσσα. Τουλάχιστον όχι απροκάλυπτα. Αυτό το μίνιμουμ μπορεί πράγματι να θεωρηθεί προϊόν κοινωνικών συσχετισμών οι οποίοι ελήφθησαν υπόψη. Χωρίς αυτούς ούτε αυτό το ελάχιστο θα υπήρχε. Επίσης είναι ένα πλήγμα για την εγχώρια εθνικοφροσύνη που ίσως (δεν είναι και σίγουρο) αναγκαστεί σε μερική αναδίπλωση σε κάποιες (όχι όλες φυσικά) ακραίες τοποθετήσεις της, και ταυτόχρονα είναι ένα προβάδισμα του προοδευτικού κοινωνικού μπλοκ. Κι ας είναι ένα προβάδισμα που κρατάει όσο η μνήμη ενός χρυσόψαρου.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση είναι πράγματι  νίκη της Δημοκρατίας διότι ενισχύει την πίστη των μαζών στην πεποίθηση ότι υπάρχει ελπίδα και δικαιοσύνη με αυτούς τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου συνεπώς δεν υφίσταται καμία αναγκαιότητα αλλαγής τους, πόσο μάλλον  με βίαια μέσα. Η εντύπωση αυτής της παραπλανητικής πίστης σε μεγάλα κομμάτια του προοδευτικού κοινωνικού μπλοκ ενισχύει το μέτωπο του κοινωνικού και πολιτικού οπορτουνισμού δίνοντας του βήμα και χώρο στα πολιτικά πράγματα. Ταυτόχρονα ανοίγει δρόμο σε μια επόμενη Χρυσή Αυγή.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής  ως εγκληματική οργάνωση λειτουργεί ως παράγοντας αποριζοσπαστικοποίησης, αποδυνάμωσης της αδιαμεσολάβητης πολιτικής δράσης, της ίδιας δράσης που πολέμησε και  περιόρισε την κινητικότητα και  παρουσία της Χρυσής Αυγής εντός του κοινωνικού χώρου, με κόστος μαχαιρώματα, βασανιστήρια και  πολιτικές διώξεις. Της ίδιας δράσης που κάποτε βαφτιζόταν πόλεμος συμμοριών. Της ίδιας δράσης που από αύριο, αν όχι από σήμερα, θα χαρακτηρίζεται το “άλλο άκρο” παρόλο που το άκρο αυτό ποτέ δεν είχε επαφές με κομμάτια του κράτους, διασυνδέσεις με τμήματα των κρατικών μυστικών υπηρεσιών ή την αρωγή/συνδρομή/έμπρακτη υποστήριξη στελεχών και οργάνων της αστυνομίας.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση τέλος είναι αναμφίβολα ένα γεγονός με πολύπλοκες διαστάσεις, σημάνσεις αλλά και επιδράσεις. Εναπόκειται στην προσωπική ζυγαριά  του καθενός/μιας  από μας να  κρίνει ποιες είναι πιο αρνητικές και ποιες πιο θετικές. Ας το κρίνει τουλάχιστον με όσον δυνατόν περισσότερα δεδομένα μπροστά του/της. Αλλιώς εθελοτυφλεί. Κι αυτό ήταν εξαρχής ένας παράγοντας ενδυνάμωσης της Χρυσής Αυγής, (και κάθε Χρυσής Αυγής) από την πολύ αρχή της.