Για την αθλιότητα των αριστερών κύκλων θυματοποίησης

Η νέα καταγγελία των 57 φοιτητικών συλλόγων για τραμπούκικη, μαφιόζικη και παρακρατική επίθεση εναντίων αγωνιστών φοιτητών στου Ζωγράφου δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει  τις εκατοντάδες παρόμοιες ανακοινώσεις που αφειδώς εκδίδουν αριστερές οργανώσεις, η μία εναντίον της άλλης, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Το διαδίκτυο είναι γεμάτο από παρόμοιες ανακοινώσεις, με ένα εύκολο ψάξιμο βρίσκονται μεμιάς αρκετές. Αντιστοίχως αρκετές τέτοιες ανακοινώσεις θα βρίσκονται καταχωνιασμένες σε αρχεία οργανώσεων, παρατάξεων και κομματικών νεολαίων. Η πραγματικότητα αυτή από μόνη της καταρρίπτει ένα από τους μεγάλους μύθους της αριστεράς σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Της αριστεράς της ταπεινότητας, της ευπρέπειας και της ευγενούς πολιτικής άμιλλας. Κάτι που αποτελεί αστικό μύθο. 

Η πραγματικότητα φυσικά είναι τελείως διαφορετική. Τα σχήματα της αριστεράς του ελληνικού πολιτικού συστήματος μετά το 1974, υπήρξαν στην πλειοψηφία τους κοινωνοί μιας ακραίας κουλτούρας βίας που σχετιζόταν με τη διεκδίκηση της πολιτικής ηγεμονίας σε κάθε πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Από τα σωματεία και τους εργασιακούς χώρους, στις σχολές και τα πανεπιστήμια, και από περιοχές και αγωνιζόμενες γειτονιές στα σχολεία και τους μαθητικούς αγώνες, ο πολιτικός ανταγωνισμός στο εσωτερικό της αριστεράς έπαιρνε, όπου χρειαζόταν, βίαια μορφή, με μαζικές συρράξεις, επιθέσεις και σοβαρούς τραυματισμούς με εισαγωγές σε νοσοκομεία. 

Όπου διακυβευόταν η πολιτική κυριαρχία μιας αριστερής συνιστώσας, όπου δηλαδή κινδύνευε να χαθεί ένα «κάστρο» της για να μιλήσουμε στη γλώσσα τους , τότε το λόγο είχε η βία. Σκληρή, απροκάλυπτη, ακόμα και τυφλή πολλές φορές. Πέρα από το ξύλο, που μπορούσε να γενικευτεί ανεξέλεγκτα, έχουν καταγραφεί, σε καταγγελίες των ίδιων των σχημάτων μάλιστα, και πρακτικές λιντσαρίσματος, εξευτελισμού προσωπικότητας, σεξιστικών συμπεριφορών, μέχρι και κλοπών χρημάτων και προσωπικών αντικειμένων.[1] 

Φυσικά, σχεδόν πάντα ακολουθούσαν κείμενα των κατά περίπτωση θυμάτων που καταφέρονταν εναντίον των επιτιθέμενων με μια κονσερβαρισμένη ρητορική που είχε μέσα όλο το ποτ πουρί των ως άνω αναφερόμενων βερμπαλιστικών εκφράσεων (μαφιόζικες πρακτικές, παρακρατικοί κτλ).

Για όποιον παρατηρούσε τα πράγματα από την απ΄ έξω ήταν εμφανές ότι το υποτιθέμενο ηθικό πλεονέκτημα της εκάστοτε παράταξης ή σχήματος, ήταν σε άμεση συνάρτηση του αν έπαιρνε ένα σκηνικό ή όχι. Αν έπαιρνε το σκηνικό, αν έπαιρνε τη φάση, τότε για τα θύματα ήταν μια γκρούπα που λειτουργεί με όρους παρακρατικών, μαφίας κτλ ενώ η αντιμετώπιση των θυμάτων ήταν ως προβοκάτορες και συκοφάντες. Αυτές οι αλληλοκατηγορίες εναλλάσσονταν διαρκώς μέσα στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης, αν και τα πιο σκληροπυρηνικά επεισόδια τέτοιου τύπου είχαν συμβεί ομολογουμένως μέσα στα ΄80s, τότε που υπήρχε περισσότερο ψωμί γενικώς στα διάφορα πεδία πολιτικοποίησης.

Μπορεί στο πέρασμα του χρόνου, η γενικότερη απολιτικοποίηση της κοινωνίας να οδήγησε σε μια πτωτική τάση τέτοιων επεισοδίων, η παράδοση όμως αυτή έμεινε ζωντανή, και σε κάθε ευκαιρία βλέπαμε αριστερούς να χτυπιούνται μεταξύ τους για ένα τραπεζάκι στο τριήμερο του Πολυτεχνείου, για μια παραπάνω αφίσα στις εκλογές, για μια σφραγίδα φοιτητικού συλλόγου στις γενικές συνελεύσεις (στις ίδιες συνελεύσεις που χαρακτηρίζονταν από το έθιμο των γκαρίδων και των συνθημάτων που σαμπόταραν την τοποθέτηση των «άλλων» κάτι που μπορούσε από μόνο του να οδηγήσει σε ανελέητο ταβερνόξυλο εντός αμφιθεάτρων), για την πιο μπροστινή θέση ενός πανό σε κάποια διαδήλωση, για μια κατάληψη που δεν έπρεπε να χαθεί, για ένα ψήφισμα που δεν έπρεπε να περάσει. Και δώστου ξύλου και ξανά μανά ξύλο, και ξανά καταγγελίες και ξανά μανά καταγγελίες. Και δώστου μετά ποζεριές σε πάρτυ και πηγαδάκια σε σχολές για το «τι τους κάναμε» και «πως τους πετσοκόψαμε πάλι έτσι».

Όλα αυτά είχαν αποκτήσει έναν σχεδόν κωμικό τόνο από ένα σημείο κι έπειτα, γιατί αφενός τα ίδια πράγματα έκαναν και οι μεν και οι δε, από την άλλη κανείς δεν πίστευε ποτέ ότι από την άλλη μπάντα βρίσκονται όντως παρακρατικοί και μαφιόζοι ώστε να κηρύξει έναν ανένδοτο αγώνα εναντίον τους. Αυτή η παράδοση κατέστη χαρακτηριστική της εγχώριας αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη, σε τέτοιο βαθμό που κανείς πλέον δεν έδινε βάση στις καταγγελίες που έβγαιναν, γιατί ήταν απλώς μία από τα ίδια. Σε κανέναν δεν έκανε εντύπωση. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα οδήγησε και στον εκφυλισμό και την απαξίωση της από άλλες κοινωνικές ομάδες, που δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι όλη αυτή τη γραφικοποίηση μιας βίαιης κουλτούρας που εμπεριείχε αυτούς τους όρους επιβολής.

Βέβαια, ενώ όλο αυτό ήταν πολύ φυσικό και αυτονόητο ότι είναι κομπλέ να συμβαίνει μεταξύ τους, υπήρχε πάντα μια τομή που έκανε τη διαφορά. Η αντιπαράθεση με τους αναρχικούς. Όταν στη θέση κάποιας άλλης αριστερής μπάντας επρόκειτο να είναι αναρχικοί, ιδίως αν ήταν νικητές, τότε άλλαζε το παιγνίδι. Φυσικά οι καταγγελίες ήταν παρόμοιες, αυτό δεν είχε διαφορά. Αυτό που διέφερε ήταν η εντυπωσιακή συσπείρωση των περισσότερων αριστερών γκρουπούσκουλων, που κινητοποιήσαν ότι οργάνωση και παραοργάνωση είχαν και δεν είχαν, έψαχναν να βρουν τι υπογραφές να βάλουν (ακόμα κι αν επρόκειτο για σχήματα των δύο ατόμων, η για υπογραφές σχημάτων ανενεργές για χρόνια) προκειμένου να φανεί μια συσπείρωση με ψήγματα ηθικού πανικού και μαζικής υστερίας απέναντι στον κοινό εχθρό: τους αναρχικούς.

Τέτοιου τύπου συσπειρώσεις και μαζικές υπογραφές οργανώσεων και φοιτητικών συλλόγων, όπως η πρόσφατη για τα επίκαιρα γεγονότα στου Ζωγράφου, δεν έχουν παρατηρηθεί ούτε στα χειρότερα ξύλα και καφριλίκια μεταξύ αριστερών. Αυτός ο σκοπούμενος ηθικός πανικός λοιπόν, δεν έχει τόσο σχέση με κάποια δήθεν πιο αναβαθμισμένη βία από πλευράς αναρχικών, αλλά με το γεγονός ότι η πλειοψηφία των γραφειοκρατικών οργανώσεων που διεκδικούν ηγεμονία σε διάφορα πεδία αγώνα (σχολές,σωματεία κλτ) θεωρούν πως δικαιούνται να έχουν το μονοπώλιο της βίας, και να επιβάλουν με αυτό την ισχύ τους. Αντίθετα είναι κοινή τους πεποίθεση πως ριζοσπαστικές δυνάμεις που αμφισβητούν αυτόν τον τρόπο οργάνωσης και παρέμβασης στους εκάστοτε χώρους αγώνα, είναι μια κοινή απειλή.

Τα πράγματα όμως φυσικά έχουν αλλάζει. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Η αναρχία έχει παρουσία πλέον σε διάφορους κοινωνικούς χώρους και λίγο ή πολύ συνδέεται και με εργαζόμενους και με φοιτητές. Διεκδικεί να έχει λόγο στα πράγματα και να προτάσσει άλλες μορφές οργάνωσης, πάλης και αντίστασης. Το κάνει μάλιστα, μετά από πολλά χρόνια εσωστρέφειας, με πολύ πιο σοβαρούς όρους που δείχνουν διάθεση εγκατάλειψης ενός παλιότερου απομονωτισμού. Κι αυτό αναγνωρίζεται και από άλλες αριστερές δυνάμεις που επιλέγουν να συμπράξουν μαζί της, έξω από παραδοσιακές και γραφειοκρατικές νόρμες Επομένως η αναρχία είναι μέσα στην εξίσωση και δε μπορεί να αφαιρεθεί. Κι αν κάποιοι επειδή δε το χωνεύουν καταλήγουν στην παραδοσιακή κουλτούρα βίας της μεταπολιτευτικής αριστεράς, (όπως και καταγγέλλονται ότι έχουν κάνει) είναι αστείο μετά να εμφανίζονται ως οι αδικημένοι της υπόθεσης και να ενεργοποιούν αποφάσεις φοιτητικών συλλόγων όλης της χώρας για να επικυρώσουν ουσιαστικά την ήττα τους μέσα στο γήπεδο τους.

Φυσικά, μέσα σε όλα, αυτά που συμβαίνουν έχουν και θετικό αποτύπωμα. Κάνουν πιο ξεκάθαρο το πεδίο, για το τι ακριβώς επιδιώκουν εν τέλει διάφορες υποτιθέμενες ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες, που προτιμούν να πυροδοτήσουν εντάσεις που μόνο βλαπτικές θα είναι για τα κινήματα σε αυτήν την συγκυρία, παρά να αποδεχτούν ότι χάνουν συσχετισμούς μέσα στους χώρους τους. Προτιμούν να προκαλέσουν μια καταστροφή, την οποία προθύμως θα χρεώσουν εκ των υστέρων σε άλλους, και να συμπαρασυρθούν και οι ίδιες από αυτήν, παρά να δώσουν χώρο και σε άλλες μορφές κινητοποιήσεων στις οποίες δε θα έχουν τον πρώτο λόγο.


Και αυτό είναι καλό που το βλέπουμε. Ας το κρατήσουμε να το θυμόμαστε.

 

[1] από τις πιο πρόσφατες περιπτώσεις καταγγελία των ΕΑΑΚ ενάντια στην ΠΚΣ το Μάρτιο του 2017 https://pandiera.gr/%CE%B5%CE%B1%CE%B1%CE%BA-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%B3%CE%B5%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CE%BC%CF%80-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%AC/