All posts by theblast

Αυτοδικία και κοινωνική γεωγραφία

Συχνά μας διαφεύγει το γεγονός ότι παντού γύρω μας υπάρχουν πολλές διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, οι οποίες μπορεί να μην μας είναι καν ορατές, να μην τις γνωρίζουμε καν , ή να νομίζουμε πως τις γνωρίζουμε αλλά να μην έχουμε την πραγματική ιδέα. Σε αυτό συντείνουν κιόλας οι υπεραπλουστευμένες και υπεραπλοϊκές αφηγήσεις περί μιας ενίαιας κοινωνίας ως ένα κάποιο “όλον”, οι οποίες γεννούν διάφορες ψευδαισθήσεις. Η ψευδαίσθηση λοιπόν ότι ζούμε σε ένα ενιαίο κοινωνικό περιβάλλον και όχι μέσα σε χαοτικο γαλαξία με πολλά διαφορετικά κοινωνικά σύμπαντα εντός του (και μάλιστα πολύ πιθανόν να είναι και αντιθετικά εως εχθρικά μεταξυ τους) πολλές φορές έτη φωτός μακριά απο την πραγματικότητα που εμείς έχουμε συνηθίσει να ζούμε, μας κάνει να αποκτούμε μια κεκτημένη ταχύτητα στις αναλύσεις και προσεγγίσεις μας, με αποτέλεσμα να χάνονται από την οπτική μας οι ιδιαίτερες και ειδοποιές συνθήκες κάθε μικροπραγματικότητας.
Σε κάθε περιπτωση βέβαια η κεντρική κοινωνική οργάνωση διαμεσου Κράτους και Πολιτείας δημιουργούν εκείνα τα πλαίσια διαμόρφωσης βασικών συμπεριφορικών μοτίβων, που σε συνδιασμό με την επιβολή και διάχυτη υιοθεσία της κυριάρχης ιδεολογίας, καθώς και κοινωνικών σχέσεων, να παρατηρούνται και να καταγράφονται σχεδόν σε όλες τις κοινωνικές πραγματικότητες. Έτσι λοιπόν έχουμε βασικές δομικές νόρμες απο τις οποίες ειναι δυνατόν να επηρεάζεται καθολικά ολόκληρη η κοινωνική ζωή. Μια απο αυτές φυσικά είναι η πυραμοειδής μορφή επιβολή της δύναμης σε κάθε πιθανή παραλλαγή: απο το αφεντικό στον εργάτη, από τον εργάτη στην γυναίκα του, από τη γυναίκα στα παιδιά της, απο τα παιδιά σε άλλα πιο αδύναμα παιδιά ή σε αδύναμα ζώα, και ξανά πίσω στην κορυφή και μετά πάλι στη βάση. Εκατομύρια πιθανές και απίθανες παραλλαγές αναπαραγωγής και επιβολής εξουσίας και δύναμης διαχέονται καθημερινά από τα πιο πάνω προς τα πιο κάτω ,αλλά και οριζοντια, μέσα στο κοινωνικό πεδίο , τόσε σε μακροεπίπεδο όσο και σε μικροεπιπέδο. Είναι αυτό το συντριπτικό φαινόμενο του λεγόμενου κοινωνικού κανιβαλισμού. Του πραγματικού κοινωνικού κανιβαλισμού, του αυθεντικού, του αδυσώπητου , του true κοινωνικού κανιβαλισμού, που δεν έχει σχέση με το βλακώδες framing σπασμένα φανάρια-καρτοτηλέφωνα ( ένα framing που επιχείρησε να εγγράψει στην ίδια δημόσια ατζέντα απόπειρες βιασμών, τσαντιές, φέρμες και ναρκοντίλια με μικροβανδαλισμούς δημόσιας περιουσίας) αλλα με τη στυγνή ανελέητη βια της μικροκαθημερινότητας. Της μικροκαθημερινότητας με τις χιλιάδες κρυμμένες χειραγωγήσεις, τους συναισθηματικούς χειρισμούς κάθε είδους, τις κακοποιήσεις, τους βασανισμούς, τους βιασμούς μέχρι και τους φόνους. Είναι το ίδιο φαινόμενο που μην έχοντας πάντα οικονομικό background δεν μπορεί να αναλυθει με το ταξικό φίλτρο και έτσι οι αναγνώσεις που επιχειρούν να εισάγουν την παρουσιαση του στη δημόσια συζήτηση καταδικάζονται από τα μαρξιστικά ιερατεία ως μεταμοντερνιές, φιλελέδικες μαλακίες, αποπροσανατολιστικές αμερικανιές και άλλα τέτοια χαριτωμένα.

Όταν φτάσουν βέβαια τέτοιες ιστορίες να σκάσουν με πάταγο στην επικαιρότητα και να παίξουν στα αστυνομικά δελτία τότε πέφτουμε από τα συννεφάκια μας, συγκλονιζόμαστε, ανακαλύπτουμε αμερικές και σε μια έξαρση κοινωνικού αυτοματισμού αναθεματίζουμε το αποτρόπαιο “μεμονομένο περιστατικό”. Δεν απασχολούν όλες αυτές οι περιπτώσεις βέβαια τα αστυνομικά δελτία όπως πρόσφατα η περίπτωση του βιασμού και στυγνού φόνου στη Ρόδο από δυο κλασσικούς εκπροσώπους της κουλτούρας της επιβολής της ωμής δύναμης, πασπαλισμένης με ισχυρές δόσεις νομιμοποιημένης πατριαρχικής υπεροχής. Σε πολλές περιπτώσεις δε θα απασχολήσει καν. Θα είναι μια καταγγελία γυναίκας στο ΑΤ της περιοχής της που μπήκε σε ένα συρτάρι με πολλούς παρόμοιους καταχωνιασμένους φακέλους. Θα είναι μια βουβή κραυγή απελπισίας γιατί κανείς στη γειτονιά δε σε πιστέψει. Θα είναι φόβος ότι τα αντίποινα αν αντιδράσεις θα είναι τρισχειρότερα. Θα είναι η αγωνία για το τι θα γίνουν τα παιδιά, ή για το αν θα χρειαστεί να αλλάξεις σχολείο η για το αν, αν, αν …. Θα είναι εκατομύρια λόγοι σιωπής, απόγνωσης και ίσως και καμιάς αυτοκτονίας που και που για να ξαναπέσουμε απο τα σύννεφα μας.

Η διαπίστωση αυτής της σκληρής πραγματικότητας που μας περιβάλλει ασφυκτικά στερώντας μας κάθε οξυγόνο δεν μπορεί παρά να προκαλεί μίσος, οργή, ξανά μίσος, ξανά οργή για την αθλιότητα που ονομάζεται κοινωνική ζωή. Η διάχυτη κοινωνική υποκρισία που επικαλύπτει την πυραμίδα της βαρβαρότητας καθως και η διάχυτη κοινωνική αδιαφορία απέναντι της, δε μπορεί παρά να ξεσηκώνει αισθήματα και αντανακλαστικά που ενίοτε μπορεί να οδηγήσουν και στην αυτοδικία. Ίσως όχι πολύ όμορφα. Ίσως όχι πολύ πολιτικοποιημένα, και ιδεατά και όχι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένα.  Αλλα εξάλου η ζωή δεν είνα παραγγελία σε σουπερ μαρκετ. Δεν έρχονται όλα όπως τα θέλουμε , ούτε ακολουθούν τα πάντα τα δικά μας ιδεοληπτικά στάνταρ περί απονομής δικαίου.

Οι φυλακές είναι κι αυτές λοιπόν ένα μικρόπεριβάλλον μέσα στον ευρύτερο κοινωνικό γαλαξία. Ως ένας κατεξοχήν τόπος και χώρος αναπαραγωγής δύναμης, ισχύος, εξουσίας και τοξικών συμπεριφορών το να περιμένει κανείς φαινόμενα αυτοδικίας να έχουν χαρακτηριστικά που να ταιριάζουν στις εξευγενισμένες μας προσλαμβάνουσες δεν είναι μόνο πολύτελεια είναι ο κατεξοχήν ελιτισμός. Ελιτισμός μάλιστα που κρύβεται πίσω από ανθρωπολογικού τύπου αναλύσεις σχετικά με την καθώς πρέπει συμπεριφορική λειτουργία των “ιθαγενών” . Άλλο πράγμα βέβαια να τρέφει κανείς ψευδαισθήσεις περί “υποκειμένου” που διαθέτει κάποια αγνά κριτήρια απονομής δικαιοσύνης εντός των φυλακών και άλλο να περιμένει ξαφνικά, και μέσα σε μια μέρα,να αποκτήσουν κριτήρια ορθής συμπεριφοράς οι παραβατικοί υποπρολετάριοι. Σε κάθε περίπτωση η γενικότερη αίσθηση κάθαρσης που νιώθουμε πολλά άτομα παρακολουθώντας τις ψιλές που μάζεψε ο 19χρονος στις φυλακές Αυλώνας δεν προκύπτει επειδή θεωρούμε σώνει και ντε πως οι τιμωροί του στέκουν πιο ψηλά ηθικά. Μπορεί να στέκουν μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι απλά ένα ακόμα επεισόδιο, από τα πολλά, κοινωνικού κανιβαλισμού εντός των φυλακών. Ακόμα κι έτσι να είναι όμως στη χειρότερη των χειροτέρων, είναι μια μικρή ηθική ικανοποίηση να βλέπεις την αποκαθήλωση και κατακρύμνηση του δυνατού, του μάγκα, του νταή, του μπρατσαρά, του βαράω και γαμαω επειδή γουστάρω, του βιάζω και σκοτώνω ανυπεράσπιστες κοπέλες (ή κάθε υποκείμενο σε ορισμένη θέση αδυναμίας) πετώντας τις σωρούς τους στα βράχια. Μια αποκάθηλωση που φέρνει τον ίδιο στη θέση του θύματος , αποτελώντας πλέον τον αδύναμο κρίκο στην ίδια αλυσίδα κοινωνικού κανιβαλισμού στην οποία ο ίδιος επένδυσε την τοξική μαγκιά του. Θα χαιρόμασταν το ίδιο αν απο κακή του τύχη σκοτωνόταν σε τροχαίο ή καιγόταν από ατύχημα ζωντανός στο σπίτι του χωρίς να σημαίνει ότι είμαστε υπερ των τροχαίων η των πυρκαγιών σε τυχαία σπίτια. Γιατί αυτοί που βρισκόμαστε απέναντι από τους κάθε λογής δήμιους και βασανιστές, σε όποια τάξη κι αν ανήκουν, θα αισθανόμαστε πάντα μια χαρά, κρυφή ή φανερή, για τις όποιες ανταποδώσεις προκύψουν εις βάρος τους. Γιατί μέχρι το σημείο που  συνειδητά και αποφασιστικά θα πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας διαλύοντας την κοινωνική μηχανή αναπαραγωγής της βαρβαρότητας και της εξουσίας, μπορούμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας ένα χαμόγελο με τα δεινά των τυράννων, μικρών και μεγάλων, χωρίς να πρέπει να απολογούμαστε.

Κείμενο του Νίκου Ρωμανού – “Για την υπεράσπιση της ιστορικής μνήμης

Τις τελευταίες μέρες έχουν λάβει χώρα ορισμένα γεγονότα για τα οποία θεωρώ υποχρέωση μου να τοποθετηθώ, αφού όχι μόνο με θίγουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό, αλλά και γιατί επιχειρούν να δημιουργήσουν πολιτικά συμπεράσματα τα οποία είναι εχθρικά και διατυπώνονται με έναν πρωτοφανή κυνισμό. Τα πιο σημαντικά από αυτά τα γεγονότα είναι οι δηλώσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο δικαστήριο του μπάτσου-δολοφόνου Κορκονέα και το άρθρο του δημοσιογράφου Γιώργου Δελιχά στην εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο “Ενοχοποιούν τον Αλέξη για να σπάσουν τα ισόβια”.

Γύρω από τις συγκεκριμένες πολιτικές γραμμές συντάσσονται όσοι βρίσκονται με το μέρος της πολιτικής αγωγής, ορισμένοι κακόβουλα και άλλοι από καλή πρόθεση, όπως ο πρώην διευθυντής του σχολείου μας Γιώργος Θαλάσσης, αφού οι συγκεκριμένες θέσεις έχουν ένα υποτιθέμενο προοδευτικό πρόσημο. Ας δούμε όμως για ποιο λόγο οι συγκεκριμένες θέσεις, επί της ουσίας αναπαράγουν μία αντιδραστική διαλεκτική που ενισχύει τις απόψεις του ακροδεξιού/φασιστικού/ εθνικιστικού/ πόλου.

Στην τελευταία συνεδρία του εφετείου του Κορκονέα, οι συνήγοροι υπεράσπισής του κατέθεσαν αίτημα προς την έδρα να διαβαστεί το κείμενο που είχα δημοσιεύσει το 2015 με τίτλο “Ρέκβιεμ για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή”, το οποίο αποτυπώνει την αντικειμενική αλήθεια, τόσο σχετικά με τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, όσο και σχετικά με τις επιλογές και την στάση ζωής του Αλέξανδρου.

Για έναν αμετανόητο δολοφόνο όπως ο Κορκονέας είναι πολύ λογικό να βασίζει την υπεράσπιση του στο γεγονός ότι ο Αλέξανδρος ήταν ένας αναρχικός μαθητής. Είναι η νοηματική συνέχεια της δήλωσης του σε προηγούμενη συνεδρία (εξαιτίας της οποίας παραιτήθηκε και ο Κούγιας) στην οποία δήλωνε αμετανόητος σχετικά με την δολοφονία του Αλέξανδρου καθώς δεν ήταν ένας απλός 15χρονος αλλά ήταν αντιεξουσιαστής. Για τον Κορκονέα η δολοφονία του Αλέξανδρου δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την τήρηση των αστυνομικών καθηκόντων του, την ένοπλη υπεράσπιση της κοινωνικής ειρήνης που κράτος και κεφάλαιο επιβάλλουν. Μιας κοινωνικής ειρήνης που για να επιτευχθεί δεν θα διστάσουν να στρέψουν τα όπλα των φρουρών τους ενάντια στους αναρχικούς, τους ανυπότακτους νεολαίους, τους φτωχοδιάβολους, τους μετανάστες, όλους όσους βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο και η ζωή τους αποτελεί μια ποσοτική μεταβλητή στα στατιστικά διαγράμματα των τεχνοκρατών.

Όλα αυτά δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από την αδιαμφισβήτητη κοινωνική πραγματικότητα του καπιταλισμού. Το παράδοξο όμως είναι το γεγονός πως η κα Κωνσταντοπούλου, ως πολιτική αγωγή εναντίον του Κορκονέα, χαρακτήρισε το κείμενο μου ψευδές αφήνοντας παράλληλα να εννοηθεί ότι η δημοσίευση του είχε πολιτικές σκοπιμότητες. Αποτελεί προσβολή μια μομφή που λέει ότι η με προσωπικό κόστος καταγραφή της ιστορικής αλήθειας και η πολιτική υπεράσπιση της μνήμης ενός νεκρού φίλου κρύβει τις οποιεσδήποτε πολιτικές σκοπιμότητες.

Είναι προκλητικό δε όταν αυτή η δήλωση έρχεται από το στόμα μιας επαγγελματία πολιτικού και απευθύνεται σε έναν αναρχικό που βρίσκεται εδώ και έξι χρόνια στην φυλακή. Η αλήθεια είναι ότι αν κάποιος αναζητήσει πολιτικές σκοπιμότητες τότε θα τις βρει στις δηλώσεις της κα Κωνσταντοπούλου.

Πολιτική σκοπιμότητα κρύβει η αποπολιτικοποίηση του Αλέξανδρου μετατρέποντας έτσι μια κρατική δολοφονία με συγκεκριμένες πολιτικές και ιστορικές συνδέσεις σε ένα ατυχές περιστατικό, μια αντιδημοκρατική εκτροπή που θα ρυθμιστεί μέσα στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας. Πολιτική σκοπιμότητα κρύβει η μετατόπιση της συζήτησης γύρω από την πολιτική ταυτότητα του Αλέξανδρου ρίχνοντας ουσιαστικά νερό στον μύλο των πιο ποταπών, φασιστικών και αντιδραστικών απόψεων, νομιμοποιώντας ουσιαστικά τις κρατικές δολοφονίες σε περίπτωση που αυτές είναι στοχευμένες εναντίον όσων αγωνίζονται, εναντίον της κυριαρχίας. Πολιτική σκοπιμότητα και φτηνό λαϊκισμό κρύβει η πολιτική υποστήριξη της σε όλο τον ακροδεξιό/εθνικιστικό συρφετό που διαδήλωνε για την Μακεδονία. Πολιτική σκοπιμότητα κρύβει η δήλωση της ότι οι εθνικιστικές μαθητικές καταλήψεις (εδώ οι 15χρονοι μαθητές βολεύει να είναι πολιτικοποιημένοι) δέχονται προβοκάτσιες από τους χρυσαυγίτες με τον ίδιο τρόπο που οι αναρχικοί είναι προβοκάτορες όταν συγκρούονται με την αστυνομία κατά την διάρκεια κοινωνικών γεγονότων αναπαράγοντας την θεωρία των δύο άκρων. Πολιτική σκοπιμότητα κρύβει η από την πίσω πόρτα πολιτική υποστήριξη της, σε όσους διαδήλωναν υπέρ του Κατσίφα μέσα από άρθρα που αναπαρήγαγε στις ιστοσελίδες της.

Είναι πραγματική ντροπή για την ίδια να χαρακτηρίζει ψευδές ένα κείμενο που ήταν μια κατάθεση ψυχής ώστε να μπει ένα φρένο στην αποπολιτικοποίηση του Αλέξανδρου και να αποτυπωθεί δημόσια ένα μικρό κομμάτι της σύντομης ζωής και ιστορίας του.

Για να μπούμε όμως στην ουσία όλης αυτής της μεθοδευμένης επίθεσης, πρέπει να αναφερθούμε και στο άρθρο του κ. Δελιχά στην εφημερίδα των συντακτών. Ένα άρθρο το οποίο ουσιαστικά αναδεικνύει μια πραγματικότητα, κατά την οποία η υπεράσπιση του Κορκονέα προσπαθεί να σπάσει τα ισόβια καλλιεργώντας ένα κλίμα ηθικού πανικού σχετικά με τα Εξάρχεια και με την πολιτική ταυτότητα του Αλέξανδρου, βάζοντας όμως ύπουλα πίσω από τις γραμμές ως αιτία το κείμενο μου και προσπαθώντας τεχνηέντως να μετακυλίσει την πολιτική ευθύνη σε περίπτωση που σπάσουν τα ισόβια προς το πρόσωπο μου.

Και εδώ βρίσκεται και η ουσία της συγκεκριμένης επίθεσης. Η πραγματικότητα είναι ότι όλους αυτούς τους ενοχλεί που βρίσκεται κάποιος να υπερασπιστεί την μνήμη ενός νεκρού συντρόφου και να μην τον αφήσει έρμαιο στα βρώμικα χέρια των “ευαίσθητων” πολιτικών, των “προοδευτικών” δημοσιογράφων, των κάθε λογής μικροπολιτικών συμφερόντων.

Η συγκεκριμένη στάση και πολιτική θέση -υποτίθεται αριστερή- επί της ουσίας νομιμοποιεί την ρητορική των φασιστών, των πιο συντηρητικών μικροαστικών απόψεων, τους κάθε λογής κυρ Παντελίδες αυτού του κόσμου. Διότι η άρνηση της πραγματικότητας -όπως ήταν αυτή που περιέγραψα στο κείμενο μου- από πλευράς της πολιτικής αγωγής και των υπερασπιστών της, ως δήθεν απάντηση στον μικροαστικό πανικό που διασπείρουν ο μπάτσος-δολοφόνος και οι συνήγοροι υπεράσπισης του, αφήνουν ένα τεράστιο κενό λογικής που καλύπτεται από τις άναρθρες κραυγές όλων όσων υποτίθεται αντιμάχονται ενώ στην πραγματικότητα τους ενισχύουν με την στάση τους.

Γιατί τα “αριστερόστροφα” επιχειρήματα που προβάλλουν, αποτελούν μια διολίσθηση στο πεδίο του διαλόγου που εξυπηρετεί τους φασίστες. Γιατί σημαίνει ότι αν πράγματι ήταν αναρχικός ήταν δίκαιο να δολοφονηθεί από την αστυνομία, ότι αν πέταξε ένα άδειο μπουκάλι μπύρας από τα τριάντα μέτρα είναι λογικό να τον εκτελέσουν εν’ ψυχρώ με μία σφαίρα στην καρδιά, ότι πράγματι όσοι 15χρονοι συχνάζουν στα Εξάρχεια με πολιτικό σκεπτικό είναι εν δυνάμει στόχοι σκοποβολής μιας αστυνομικής περιπολίας. Είναι επιχειρήματα που αποπροσανατολίζουν την συζήτηση όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Ζακ λες και αν ήταν υπό την επήρεια ουσιών ήταν λογικό να ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου μέσα σε σπασμένες τζαμαρίες από τους μαινόμενους προστάτες του ιερού δισκοπότηρου του καπιταλισμού, της ατομικής ιδιοκτησίας.

Ένα σκεπτικό που ουσιαστικά αφήνει χώρο, τον οποίο καταλαμβάνουν όσοι ονειρεύονται μια απολυταρχική δυστοπία, στην οποία όσοι εξεγείρονται θα αφήνονται στο έλεος της κρατικής τρομοκρατίας, όσοι θεωρηθούν ύποπτοι για κλοπή θα λιντσάρονται από τον αφηνιασμένο όχλο, όσοι ορθώσουν το ανάστημα τους θα συκοφαντηθούν μέχρι το σημείο όπου η αντεστραμμένη πραγματικότητα θα γίνει η κυρίαρχη εικόνα για να την προπαγανδίσουν στους φιλήσυχους υπηκόους του καθεστώτος.
Και είναι ταυτόχρονα τόσο υποκριτική όλη αυτή η συζήτηση όταν την ίδια ώρα όλοι οι υπερασπιστές της απολυταρχικής δυστοπίας -που όλο και πλησιάζει- και οι υποστηρικτές τους, φωνάζουν μέσα από κοινωνικά δίκτυα, τηλεοπτικά παράθυρα και κοινοβουλευτικά έδρανα, “τι ήθελε το κωλόπαιδο στα Εξάρχεια”, “καλά να πάθει ο πρεζάκιας”, ενώ διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι οι ειδικές δυνάμεις της αλβανικής αστυνομίας εκτέλεσαν τον Κατσίφα ο οποίος πριν λίγη ώρα πυροβολούσε εναντίον τους. Είναι οι ίδιοι που επικαλούνται τους κανόνες εμπλοκής της αστυνομίας, είναι αυτοί που αναρωτιούνται για ποιον λόγο δεν υπήρξε η σύλληψη του, είναι αυτοί που καταγγέλλουν μονόπλευρα την καταπάτηση των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”.

Αυτούς τους κύκλους και αυτές τις πολιτικές απόψεις ενισχύουν με την ρητορική τους τόσο ο αρθρογράφος της εφημερίδας των συντακτών όσο και η κα Κωνσταντοπούλου, αποπροσανατολίζοντας την συζήτηση γύρω από την πραγματική ουσία των γεγονότων και δίνοντας έμμεσα χώρο σε αυτές τις απόψεις να κυριαρχήσουν ως μια λογική πραγματικότητα.

Από την δική μου πλευρά δεν πρόκειται να σταματήσω να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου καθώς και την μνήμη του φίλου μου σε κάθε προσπάθεια σπίλωσης και λασπολογίας από όπου και αν προέρχεται.

Αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα στα οποία αναφέρθηκα έχουν την στοιχειώδη αξιοπρέπεια και υπόληψη είναι υποχρεωμένα αφενός να ανασκευάσουν τα λεγόμενα τους και αφετέρου να σταματήσουν να ενισχύουν με τις απόψεις τους όσους ονειρεύονται την εξάπλωση του σύγχρονου ολοκληρωτισμού σε κάθε πτυχή της ζωής μας, πράγμα αντικειμενικά δύσκολο αφού προσπαθούν με κάθε ευκαιρία να αποτελέσουν κομμάτι του. Σε διαφορετική περίπτωση είναι υπόλογοι απέναντι στην ανατρεπτική ιστορία, μια ιστορία που γράφεται με το αίμα όσων αγωνίζονται, με την πίστη όσων αγαπάνε την ελευθερία. Μια ιστορία που έχει τα δικά της κριτήρια εντελώς διαφορετικά από εκείνα όσων στο βωμό της πολιτικής τους σκοπιμότητας επέλεξαν να λερώσουν τις επιλογές και τις ζωές ανθρώπων. Μια ιστορία στην οποία οι άνθρωποι που αγωνίζονται, το αναρχικό – ανατρεπτικό κίνημα, όσοι νιώθουν να ασφυκτιούν από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, έχουν καταγράψει στην μνήμη και την συνείδηση τους τι πραγματικά συνέβη πριν δέκα χρόνια στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου, τους υπεύθυνους και τους πρόθυμους υπερασπιστές τους. Για αυτό και με κάθε ευκαιρία τιμάνε την μνήμη του Αλέξανδρου με τον τρόπο που του αρμόζει όχι με σκυμμένο κεφάλι αλλά με μάτια που λαμπυρίζουν πίσω από τα οδοφράγματα. Όχι με ηττοπάθεια και μοιρολατρία αλλά με πίστη και αφοσίωση ότι ο αγώνας συνεχίζεται, μέχρι λέξεις όπως ελευθερία, αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη να σταθούν στο υψηλότερο βάθρο της ανθρώπινης ύπαρξης όπως τους αξίζει.

Ο καθένας από τους εμπλεκόμενους λοιπόν σε αυτή την υπόθεση ας κοιταχτεί στον καθρέφτη και ας σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Να σταθούμε απέναντι στους αρχιτέκτονες του ιστορικού αναθεωρητισμού!

Να αντισταθούμε σε όσους αναπλάθουν την ιστορική μνήμη προς όφελος τους!

Νίκος Ρωμανός

Αναδημοσιεύση από: https://athens.indymedia.org/post/1593986/

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ

Ο χρόνος είναι σχετικός. Δεν υπόκειται αφ’ εαυτού του σε κατηγοριοποιήσεις και στρογγυλοποιήσεις. Η κατανομή των χρονικών διανυσμάτων σε δεκαετίες, αιώνες, χιλιετίες είναι προϊόν της ανθρώπινης ανάγκης να σχηματοποιεί, να δημιουργεί πλαίσια που γίνονται αντιληπτά ως “ιστορικές” περίοδοι, ή ως χρονικά ορόσημα τα οποία έχουν ένα διαφοροποιημένο αντίκτυπο στο συνειδησιακό εύρος κάθε ατομικότητας. Άλλες φορές ερμηνευτικό, άλλες πολιτικό κι άλλες καθαρά συναισθηματικό, χωρίς καν αυτό να μπορεί να φιλτραριστεί με ορθολογικούς όρους.
Τη στιγμή λοιπόν που γράφονται αυτές οι γραμμές αρχίζει και πλησιάζει εκείνη η χρονική στιγμή που συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τις μεγάλες εκείνες μέρες και νύχτες του Δεκέμβρη του 2008, μέρες και νύχτες που φωτίστηκαν από τις πύρινες φλόγες του μίσους και της εκδίκησης για τη δολοφονία του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Για κάποιους ίσως είναι ένα ένας ακόμα χρόνος από εκείνα τα γεγονότα, για κάποιες ίσως είναι μια επέτειος που χρόνο με το χρόνο ξεθωριάζει, σβήνεται και χάνεται. Για κάποιους άλλους, για το κομμάτι μιας γενιάς που πέρασε πολλές κόκκινες γραμμές αποτελεί το σφράγισμα μιας δεκαετίας από το σημείο μηδέν, από την μέρα εκείνη όπου τα πράγματα πήραν μία τροπή που έδειχναν ότι μπροστά στον ορίζοντα ανοίγει ένας δρόμος πιθανόν χωρίς επιστροφή. Μιλώντας για εμένα είναι μία δεκαετία από την οποία τον ένα μόνο χρόνο πρόλαβα να ζήσω ελεύθερος, τον δεύτερο σε καθεστώς παρανομίας και τα υπόλοιπα οκτώ σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Επομένως η συνειδητοποίηση ότι ο χρονικός ορίζοντας μιας ολόκληρης δεκαετία εξαντλείται, δε μπορεί παρά να επιφέρει μία δυνατή αλληλουχία συναισθηματικών εξάρσεων και κυρίως μία τεράστια φόρτιση σε κάποιους ανθρώπους που αρνηθήκαμε πεισματικά να δεχτούμε ότι ο Δεκέμβρης ήταν μόνο ένας μήνας. Γιατί για κάποιους ανθρώπους η εξέγερση εκείνη κράτησε λίγο παραπάνω.

Δεν αποφάσισα ωστόσο να τοποθετηθώ δημόσια τόσο για όλα αυτά, όσο για να διεκδικήσω εκείνο το μικρό μερίδιο που μου αναλογεί στην πολιτική και ιστορική αποκατάσταση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, του νεαρού, του μαθητή, του 15χρονου, φίλου για κάποιους, νεαρό μέλος μιας ευρύτερης μεγάλης παρέας για άλλους, αλλά και συντρόφου για πολλούς.
Είθισται ως κινηματική παράδοση και της αναρχίας και της αριστεράς, όταν ένα πρόσωπο από την κοινότητα του αγώνα χάνεται να αναλαμβάνει την τιμητική του προσφώνηση το πιο οικείο, φιλικό και πολιτικό περιβάλλον του, να μιλήσει για το πρόσωπό αυτό, τις απόψεις, τα πιστεύω, τα όνειρα, τις φιλοδοξίες, τα προτερήματα ή και τα όποια ελαττώματά συμπληρώνουν τις ανθρώπινες αντιφάσεις που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Μέσα από αυτήν την τιμητική προσφώνησή αναλαμβάνουν να εκθέσουν στον υπόλοιπο κόσμο όσο το δυνατόν περισσότερο την προσωπικότητα του προσώπου που χάθηκε από κοντά μας, να εκφράσουν την λύπη, την οδύνη, την οργή ίσως, για την απώλεια του από δίπλα μας αλλά και ταυτόχρονα από τα χαρακώματα του αγώνα.
Η περίπτωση όμως του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου είναι ίσως από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις, που όσο κι αν έχουν μιλήσει οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, αλλά και οι λιγότερο κοντινοί, όσο κι αν έχει εκφραστεί το στενό αλλά και ευρύτερο φιλικό και συντροφικό του περιβάλλον σχετικά με το ποιος ήταν, ποια ήταν η προσωπικότητά του, ποιες οι θέσεις του και οι απόψεις του, έχουν ωστόσο αγνοηθεί συστηματικά με πείσμα και με ακατάληπτη εμμονή. Όχι μόνο έχουν αγνοηθεί με ξεκάθαρα απροκάλυπτο και χυδαίο τρόπο, αλλά οι φωνές τους έχουν σκεπαστεί κιόλας με μία συστηματική καταγραφή της ιστορίας έτσι όπως βολεύει την κάθε πλευρά που μιλάει πάνω στο θέμα, καταγραφές που εξυπηρετούν την κατασκευή μεγάλων εύπεπτων αφηγήσεων βασισμένες σε μια εργαλειακά λαϊκίστικη πολιτική εξωστρέφειας. Από την πρωτη στιγμή έχουν αρνηθεί να γίνουν δεκτές οι μαρτυρίες ανθρώπουν του περίγυρου του σχετικά με το ποιός ήταν ο Αλέξανδρος. Ακόμα και η προσωπική μαρτυρία του στενού του φίλου και συντρόφου, καθότι αναρχικός και ο ίδιος ως μαθητής από τα 15 του, Νίκου Ρωμανού μέσα από την επιστολή του “Ρέκβιεμ για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή” έχει αγνοηθεί από πολλές πλευρές εντός του κινήματος σαν να μην υπήρξε ποτέ. Έτσι έχει καταντήσει ως κυρίαρχη αφήγηση των γεγονότων στο κοινωνικό να έχει μείνει η ιστορία που μιλάει για ένα δεκαπεντάχρονο νεαρό μαθητή που βγήκε στα Εξάρχεια ένα Σάββατο για τη γιορτή του συμμαθητή του και πού κατέληξε να πέσει θύμα ενός αστυνομικού που πυροβόλησε δολοφονικά εναντίον μιας παρέας παιδιών που “αυθαδίασε” στο πρόσωπο της εξουσίας. Η πραγματικότητα για την επίσημη αποτύπωση της οποίας παλεύουμε πολλά άτομα όλα αυτή τη δεκαετία, είναι πολύ μακριά από αυτή τη νερόβραστη σούπα που σερβίρεται ως καταγραφή των γεγονότων.

Ο Αλέξανδρος ήταν ένας νεαρός σύντροφος που ξεκίνησε να ασχολείται με την αναρχία και τους αγώνες της ήδη από το Φλεβάρη του 2008. Άρχισε να δίνει δυναμικά το παρόν σε διάφορες κινηματικές διαδικασίες,  συνελεύσεις μαθητών αλλά και γενικά στα Εξάρχεια, και ειδικά στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου, αποτελώντας κι ο ίδιος με τη δική του παρέα επίσης νεαρών ατόμων, κομμάτι της λεγόμενης “παρέας της Μεσολογγίου”, η οποία βρισκόταν σε δυσμένεια για αρκετό κόσμο εντός του αναρχικού χώρου την εποχή εκείνη. Η παρέα αυτή των νεαρών συντρόφων/ισσών που εμφανίστηκε περίπου εκείνη την εποχή αποτελούνταν από ένα εξαιρετικό ενθουσιώδες μπούγιο παιδιών με αστείρευτη ενεργητικότητα, ζωντάνια και θέληση για συμμετοχή σε δράσεις, αρκετά πολύβουο και ζωηρό ώστε σύντομα να γίνει γνωστό σε όλα τα Εξάρχεια Μιλάμε για μια εποχή μετά τους κυβερνητικούς ανασχηματισμούς που ακολούθησαν τις εκλογές του 2007, όπου το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε αναλάβει από κοινού ο τότε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος και ο απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού ναυτικού Παναγιώτης Χηνοφώτης. Η αντικατάσταση αυτή επρόκειτο να δώσει άλλο αέρα στο συγκεκριμένο υπουργείο και συγκεκριμένα μία αλλαγή τακτικής στο ζήτημα της καταστολής. Από το προηγούμενο δόγμα μηδενικής ανοχής Βουλγαράκη – Πολύδωρα, με το ανελέητο κυνηγητό των ΜΑΤ μέχρι και το Λόφο του Στρέφη, τα μαζικά πογκρόμ, προσαγωγών πέριξ της πλατείας, τις στρατοπεδευμένες διμοιρίες μέσα στην καρδιά των Εξαρχείων, της πρώτης εφαρμογής των πεζών περιπολιών ,της σκληρής και αιματηρής καταστολής των φοιτητικών διαδηλώσεων και των μαζικών συλλήψεων και ξυλοδαρμών ακόμα και αλληλέγγυων στα δικαστήρια, υπήρξε μια διάθεση αποκλιμάκωσης. Οι διμοιρίες αποτραβήχτηκαν, ακόμα και αυτή των γραφείων του ΠΑΣΟΚ και για ένα διάστημα φάνηκε πως η πολιτική επιδίωξη του Υπουργείου έτεινε περισσότερο προς μια λογική του κατευνασμού των “μπαχαλάκηδων” σε μία περίοδο όπου ο κοινωνικός ανταγωνισμός είχε ενταθεί πάρα πολύ το προηγούμενο διάστημα.

Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να αντιληφθούμε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλου ως ένα νεαρό αναρχικό σύντροφο, αρκετά ενθουσιώδη και ενεργητικό, με μια αστείρευτη θέληση για δράση παίρνοντας κι ο ίδιος μέρος μαζί με μια μεγαλύτερη παρέα εξίσου νεαρών δραστήριων ατόμων σε προκλήσεις εναντίον της εξουσίας και της καταστολής εντός των στενών ορίων των Εξαρχείων. Καταστάσεις ωστόσο που προκαλούσαν και μία μεγάλη κινηματική γκρίνια η οποία δεν πρωτοτυπούσε καθόλου, όπως δεν πρωτοτυπεί και τώρα. Τα ίδια επιχειρήματα που ακούγονται σήμερα ακούγονταν και τότε. Αντί για “ακίνδυνη επαναλαμβανόμενη γραφικότητά του Σαββατοκύριακου” είχαμε το κλασικό “Σαββατιάτικο ξεκαύλωμα” και αντί του “επί Σαμαρά αυτά δεν θα τα σκεφτόσασταν καν” είχαμε το “επί Βουλγαράκη-Πολύδωρα δε θα τα τολμούσατε αυτά”. Εντελώς ίδια ήταν τα επιχειρήματα γκρίνιας για τις “κλούβες που γυρίσανε πισω” και όπως επίσης το διαχρονικά πιο άθλιο κατηγορώ εναντίον της αναρχικής νεολαίας αυτό το “σε δυο χρονάκια εσείς θα είσαστε σπιτάκια σας”. Με τη διαφορά ότι ενώ ο Αλέξανδρος ήταν ξεκάθαρα μέσα σε πολλά απο αυτά που διαχρονικά υποτιμούνται καθ’ αυτόν τον τρόπο, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι νεολαίοι της ηλικίας αυτής μέσα στις προηγούμενες δεκαετίες, όπως και ο σύντροφος Μιχάλης Καλτεζάς το 1985, δε γύρισε σπιτάκι του σε δυο χρονάκια. Τι θά ήταν ο Αλέξανδρος αν ζούσε; Αυτό δεν το ξέρουμε με σιγουριά ούτε μπορούμε να το υποθέσουμε. Θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε οτιδήποτε. Να είχε πάει πράγματι σπίτι του, να είχε εγκαταλείψει την αναρχία, να είχε “ωριμάσει πολιτικά” και να έκραζε τα “μπάχαλα” ή και να είχε μείνει στην κατεύθυνση μιας εξεγερτικής τάσης της αναρχίας. Θα μπορούσε οτιδήποτε που δεν το ξέρουμε και δε θα το μάθουμε ποτέ. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα όμως είναι πως έπεσε νεκρός από τα πυρά μπάτσου, ένα Σάββατο βράδυ στις 6 Δεκέμβρη του 2008 στην οδό Μεσολογγίου μέσα στα Εξάρχεια. Ενός μπάτσου που αρνήθηκε να μετανιώσει στο Εφετείο λέγοντας πως πυροβόλησε εναντίον ενός αναρχικού δίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σκεπτικό της πράξης του το οποίο αναιρεί την αφήγηση περί ενός απλού άφρονος μπάτσου-δολοφόνου .

Αυτό το οποίο συνέβη, και όλα αυτά τα οποία επακολούθησαν εγγράφονται λοιπόν στην ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Στην ιστορία ενός δυναμικού πολύμορφου πολυσυλλεκτικού κινήματος με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά εντός του οποίου υπάρχουν διαλεκτικές συνδέσεις μεταξύ της διαχρονικής αντιμπατσικής οργής εντός των Εξαρχείων και της γενικότερης όξυνσης του επιπέδου της ανατρεπτικής κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας. Είναι κατανοητό το γιατί μοχθούν επί 10 χρόνια κάθε λογής προοδευτικοί, αριστεροί, κοινοβουλευτικοί και μη, κάθε λογής προοδευτικοί, ακαδημαϊκοί, εγκληματολόγοι, ψυχολόγοι και λοιποί απολογητές του δημοκρατικού καθεστώτος (όπως εσχάτως η ανεκδιήγητη Ζωή Κωνσταντοπούλου που με θράσος τόλμησε να χαρακτηρήσει στο Εφετείου του Κορκονέα , ως πλαστή την προ τριετίας επιστολή του συντρόφου Νίκου Ρωμανού) να αποσυνδέσουν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλου από αυτή την εξίσωση. Είναι κατανοητό γιατί ο ίδιος ο θεσμικός τους ρόλος απαιτεί να προωθούν την αποριζοσπαστικοποίηση σε κάθε κοινωνικό πεδίο, σε κάθε μεγάλο ή μικρό κοινωνικό γεγονός. Αυτό που δεν είναι εύκολα κατανοητό σε μία πρώτη ανάγνωση είναι το γιατί επιθυμεί το ίδιο ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου προχωρώντας σε μια πεισματική άρνηση να αναγνωρίσει την πολιτική στράτευση του Αλέξανδρου ως αναρχικού/αντιεξουσιαστή μαθητή. Θα μπορούσε να είναι η προσκόλληση σε μία πιο λαϊκίστικη αφήγηση προς επιδίωξη πρόκλησης ευρύτερων κοινωνικών συμπαθειών , είναι όμως μόνο αυτό; Δυστυχώς μέσα σε όλα αυτά τα 10 χρόνια έχει προκύψει περίτρανα η διατύπωση ότι προφανώς και δεν είναι μόνο αυτό. Δεδομένης της προσωπικότητας του Αλέξανδρου, με ποιες παρέες άραζε, ποιους φίλους είχε, σε ποια σκηνικά χωνόταν, πράγματα δηλαδή που κάποιοι εντός του χώρου δεν θα τα συγχωρήσουν ποτέ, η επίσημη παραδοχή της πολιτικής του ιδιότητας θα σημαίνει μία αλληλουχία πολιτικών τετελεσμένων τα οποία κρίνονται ανεπιθύμητα, κι ένα από αυτά θα είναι φυσικά αυτομάτως η παραδοχή ότι σε όλη αυτή την αντιμπατσική οργή, που εδώ και πάνω από 4 δεκαετίες εκφράζεται στα Εξάρχεια, υπαρχουν και πολιτικά χαρακτηριστικά και συνδέεται διαλεκτικά με τον ευρύτερο κοινωνικό ανταγωνισμό. Η αφαίρεση λοιπόν της πολιτικής ιδιότητας του Αλέξανδρου υπακούει,όσο λυπηρό και οικτρό και αν ακούγεται ακούγεται, σε μία εξυπηρέτηση συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας που διακατέχεται από φανατική εμπάθεια σε συγκεκριμένες λογικές και πρακτικές. Το πόσο τραγική και ηθικά μεμπτή είναι μία τέτοια επιλογή μπορεί κανείς να το αντιληφθεί αν απλά φανταστεί πόσο αποκρουστικό θα ήταν να υπάρχουν πολιτικές τάσεις μέσα στο ευρύτερο κίνημα, που θα αρνούνταν την πολιτική ιδιότητα προσώπων που έχουνε εκλείψει από την κοινότητα του αγώνα σε διάφορες εποχές, και που σίγουρα κάποιος κόσμος τις πένθησε βαθύτατα, και που θα αναγνώριζαν μόνο την επαγγελματική ή κοινωνική: εργάτης, πατέρας κτλ.

Με αυτή τη μικρή συμβολή δεν έχω καμία αυταπάτη ότι θα αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί, ότι θα μνημονεύεται εντός του χώρου μας ο Αλέξανδρος ως αναρχικός και ότι κάποιοι θα ρισκάρουν να δημιουργηθούν ανεπιθυμητά για τους ίδιους πολιτικά τετελεσμένα. Είναι όμως μία τοποθέτηση συνεπής σε μια ευρύτερη συλλογική προσπάθεια χρόνων για τη δημιουργία προϋποθέσεων ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα η πολιτική αθλιότητα των επιλογών που αρνούνται μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο. Από τη δική μου μεριά με όλο το συγκινησιακό βάρος που έρχεται να φέρει αυτή η χρονιά ως το επισφράγισμα μιας ολόκληρης εποχής θα ήθελα να χαιρετίσω τον χαμένο μας σύντροφο, αυτόν που ήταν πάντοτε παρόν μαζί μας σε όλα εκείνα που ακολούθησαν, με το νεανικό του χαμόγελο που έσβησε τόσο γρήγορα, να γνέφει συνωμοτικά και να μας κλείνει το ματι στις καλές εποχές, στις επιτυχίες, στις μέρες και τους μήνες που τραντάχτηκε η κανονικότητα, αλλα και στις στραβές, τις αποτυχίες, τα κυνηγητά, τις παρανομίες, τις φυλακές. Μπορει μια δεκαετία να φτάνει στο τελος της, ένας κύκλος να κλείνει και να αφήνει πίσω μια ολόκληρη εποχή, αλλά υπάρχουν κι αυτοί που θυμομαστε, πονάμε ακόμα και η καρδιά μας παραμένει μια αρμαθιά απο ξυράφια.

Δε λέμε αντίο. Δέκα χρόνια είναι λίγα. Δε στέγνωσε ακόμα το αίμα, ούτε τα δάκρυα και ούτε έσβησε το μισος.
Μονάχα φωνάζουμε με τις μικρές ή μεγάλες μας φωνές ΕΚΔΙΚΗΣΗ για να μη σταματήσει ποτέ να θυμάται ό κόσμος ότι τους νεκρούς μας δεν τους κλαίμε απλά, δεν τους αφήνουμε πίσω, τους κουβαλάμε βαθιά μέσα μας και ας βαραίνουν τα βήματα μας.

ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΚΟ  ΜΑΘΗΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟ
ΝΕΚΡΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Παναγιώτης Αργυρού, μέλος της ΣΠΦ

Δημόσια προβλήματα: Θεαματική διαχείρηση vs εκκωφαντικής συγκάλυψης

Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει προκληθεί -και πολύ ορθώς φυσικά- σάλος με την καθαρίστρια του δημοσίου που καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη και οδηγήθηκε στη φυλακή επειδή είχε πλαστογραφήσει απολυτήριο Δημοτικού ( συγκεκριμένα όλος ο καυγάς αφορούσε σε μια μονάχα τάξη) . Το θέμα ανέβηκε πολύ γρήγορα στην κορυφή της επικαιρότητας, έπαιξε στα μέσα, προκάλεσε γενική κατακραυγή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έγινε θέμα πολιτικού σχολιασμού από ριζοσπαστικές αριστερές και αναρχικές ομάδες ως ζήτημα που αποκαλύπτει την ταξική φυση της δικαιοσύνης, απασχόλησε κύκλους δικαστικών που προέβησαν σε διάφορες δηλώσεις σχετικά με τις δυνατότητες-ή μη- υπέρβασης των νομικών προβλέψεων, κατέστη όπως συμβαίνει διαρκώς επίκεντρο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς και πως αυτό θίγεται ή όχι, και ενεργοποίησε τα τάχιστα αντανακλασικά της κορυφής της ιεραρχίας του δικαστικού μηχανισμού ώστε να βρεθεί έξω η καθαρίστρια με αναίρεση της απόφασης Εφετείου. Μόνο και μόνο η καταιγιστική μιντιακή κάλυψη της υπόθεσης (από ένα σημείο και μετά) η επιλογή της τοποθέτησης του προσωπικού δράματος ως επίκεντρο της ιστορίας, οι συνεντεύξεις μελών της οικογενείας και ιδιαιτέρως των παιδιών, η δραματική μουσικη των ρεπορταζ και η τσακισμένη φωνή των εκφωνητών/τριών αναδεικνύουν σε πρώτη φάση το πως το όλο θέμα αυτομάτως αναγάγεται σε μια ιστορία-προϊόν συναισθηματικής φόρτισης και συγκινησιακόυ χαρακτήρα. Η δε ενεργοποίηση φωνών του πολιτικού και δικαστικού κόσμου αναδεικνύει μια επίμονη προσπάθεια να καταστεί το θέμα ως μια περιστασιακή, μεμομένη περίπτωση που αναδεικνύει τις υποτιθέμενες δυσλειτουργίες του νομοθετικού/δικαστικού συστήματος.
Γίνονται εύκολα αντιληπτό ότι αυτή η επιμονη δεν είναι καθόλου τυχαία καθώς όλο το επίσημο καθεστωτικό φάσμα: ΜΜΕ, πολιτικά κόμματα, δικαστικοί κύκλοι αγωνιούν ώστε να εμφανιστεί αυτό το συμβάν ως μια ατυχής παρεκτροπή που θα τύχει αίσιας έκβασης. Το ίδιο απαιτεί και η πλειοψηφεία αρκετών φωνών που προέρχονται από το mainstream μετριοπαθές πολιτικό φάσμα καθώς αδυνατούν να δεχτούν ότι τετοια περιστατικά είναι δυνατόν να συμβαίνουν εν πρώτοις και κατόπιν να μην τυχαίνουν άμεσης επίλυσης. Η συνέχιση της δημοσιοποίησης του “προβλήματος” που ορίζεται και καθίσταται ως τέτοιο , ακριβώς λόγω της έκθεσης  του στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα , αναμφίβολα στάθηκε γεγονός ευνοϊκό πάνω από όλα για την ίδια την καθαρίστρια που με διαδικασίες εξπρες έγινε αναίρεση της αποφάσεως του εφετείου και  προσωρινή αποφυλάκιση της (για λογους  υγείας) μέχρι την επόμενη εκδίκαση της υπόθεσης. Στάθηκε επίσης αφορμή να πέσουν λίγο τα φώτα της δημοσιότητας πάνω σε ένα νόμο περί πλαστογραφησης δημοσίων εγγράφων, ο οποίος όμως ελάχιστα απασχόλησε ο ίδιος ως προβληματικός από μόνος του, ίσα ίσα θεωρήθηκε ότι υπήρξε φοβερά αυστηρή ερμηνεία του.  Ακόμα ανέδειξε κι ένα κομμάτι συντήρησης , μετριοπαθούς ή ακραίας , αρκετά μεγενθυμένο μάλιστα, που εκφράστηκε με σαφή και καννιβαλικό τρόπο υπέρ της εφαρμογής του ισχύοντος νόμου με σαφείς εχθρικές διαθέσεις προς την πλαστογράφο καθαρίστρια.

 

Όλα τα παραπάνω, όλες οι φωνές γύρω από την υπόθεση αυτή, που την ανέδειξαν , την έφεραν στο φως και μιλησαν για αυτήν αναγνωρίζοντας την ως πρόβλημα, στην πλειοψηφεία τους κινήθηκαν (και ίσως κινούνται γενικά)  γύρω από το ίδιο μοτίβο ενασχόλησης με τις δημόσιες ατζέντες, και δυστυχώς αυτό είναι το ” ασχολούμαστε με ότι πουλάει” και μάλιστα με  ότι πουλάει με Γουορχολικούς* όρους . Τι σημαίνει πρακτικά αυτό ομως;

Πολύ απλά ο λόγος που κατέληξε να σηκωθεί τόσο πολύ το θέμα στην επικαιρότητα δεν ήταν μόνο η κατάφορη αδικία που αναδεικνυόταν μέσα από αυτό, ούτε και η σκληρή δικαστική αναλγησία. Εξάλου τόσο η κοινωνική αδικία είναι παντού απλωμένη γύρω μας με πολύ χειρότερες αποτυπώσεις, ενώ η δικαστική αναλγησία έχει να επιδείξει πολλά ρεκορ στην καταστροφή ανθρώπινων ζωών και ψυχών.  Δεν ήταν ούτε καν η ταξικότητα της δικαιοσύνης η οποία αναδείχθηκε, ούτε και το βάρβαρο πρόσωπο της εξουσίας.   Στην πραγματικότητα επρόκειτο απλώς, και παρόλο που ακούγεται κυνικό είναι ωστόσο αλήθεια, για ένα θέμα που είχε όλα τα φόντα να ακουστεί γιατί ακριβώς μπορούσε να γίνει “γεγονός”  σε μια ευρύτερη πολιτική σκακιέρα παιγνίων με όρους λαϊκισμού. Αλλιώς θα είχε πάει άπατο σαν είδηση πέρα από δυο τρεις γραφικές φωνές καταγγελίας που πάντα φωνάζουν χωρίς κανείς να δίνει δεκάρα.

Κι αν αμφιβάλει οποιοσδήποτε δεν έχει παρά να αναρωτηθεί: πόσο πολύ ακούστηκε το γεγονός ότι την προηγούμενη βδομάδα μια 60χρονη επιπλοποιός προφυλακίστηκε για υπόθεση τρομοκρατίας, και συγκεκριμένα για ένα δέμα βόμβας που είχε σταλεί στη Γερμανίδα Κεγκαλάριο Μέρκελ το 2010 δηλαδή πριν 8 χρόνια, επειδή λέει βρέθηκε από τις γερμανικές αρχές αποτύπωμα της πάνω στο παγιδευμένο βιβλίο-δέμα; Πόσο πολύ ακούστηκε ότι μια μεγάλη γυναίκα, έχοντας φάκελο και αποτύπωματα για παλιότερα οικονομικά μπλεξίματα με την αστυνομία κατέληξε φυλακή για  μια ξεχασμένη υπόθεση τρομοκρατίας, μια υπόθεση σχεφόν δεκαετίας , κι ενώ η ίδια ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία σχέση και ότι απλά στο παρελθόν  υπήρξε βιβλιολάτρης και συλλέκτης παλλιών βιβλίων;  Πόσα κανάλια ασχολήθηκαν με την ιστορία της ζωής της, πόσοι πολιτικοί προέβησαν σε δηλώσεις για την αδικία εις βάρος της, πόσα κείμενα κυκλοφόρησαν ,  πόσα πανό κρεμάστηκαν, πόσοι δικαστικοί επέκριναν την δομική δυσλειτουργία του τρομονόμου ή έστω την αυστηρή ερμηνεία του,  που και ποιός ανώτατος λειτουργός της δικαιοσύνης έδρασε αποφασιστικά ώστε εντός βδομάδας η συγκεκριμένη γυναίκα να βρίσκεται εκτός των τοιχών ώστε να την υποδεχτούν κανάλια να την υποβάλουν σε ερωτήσεις για την περιπέτεια της;

Ερωτήσεις ρητορικές που ηχούν ομως αμείλικτα στο κενό υποβάλωντας ταυτόχρονα επιπλέον αμείλικτα ερωτήματα προς κάθε κατεύθυνση. Ποιά ζητήματα τελικώς επιλέγουμε να  αναδεικνύουμε  , με ποιούς όρους και κριτήρια, και κατά πόσο  καθορίζει τις επιλογές μας  η αντικειμενική υπόσταση των γεγονότων και κατα πόσο το επικοινωνιακό τους εκτόπισμα στην κοινή γνώμη. Μήπως εν τέλει ακόμα και τα κινηματικά αντανακλαστικά στην ανάδειξη προβλημάτων έχουν να κάνουν με την αναλογία λαϊκισμού έναντι ριζοσπαστισμού, με τα θέματα εκείνα που εμπεριέχουν πιο πολλές ριζοσπαστικές απολήξεις να τα τρώει η μαρμάγκα;

 

Φυσικά το σύστημα επιλέγει να αναδείξει εκείνα τα θέματα που ακόμα κι αν εκθέτουν μερικές πτυχές της δομικής του λειτουργίας, μπορεί πάντα πολύ εύκολα να κάνει τις απαραίτητες ντρίπλες ώστε να σώσει το ίματζ του σε ένα μέγαλο κομμάτι του κοινωνικού κορμού που τραμπαλίζεται μεταξύ προόδου και συντήρησης ώστε να ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα με μια ψευδαίσθηση ότι “μια στιγμιαία παρεκτροπή ήταν εντάξει,  όλα λειτουργούν καλά τελικά” . Τα θέματα εκείνα που δε μπορόυν να γίνουν το ίδιο εύκολα διαχειρίσημα πολύ απλά δε θα λυθούν τόσο εύκολα και ηχηρά γιατί προφανώς οι συνδηλώσεις που υποκρύπτονται μπορεί να προκαλέσουν περισσότερες ανεπιθύμητες επιπλοκές όπως τη γέννηση δυσσάραστεων συνειρμών για την αμείλικτη φύση της ίδιας της δημοκρατίας αυτής κάθε αυτής. Κι αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν πρέπει να απασχολεί και φυσικά δεν πρέπει να γίνεται ορατό.

 

 

 

 

* O Άντι Γουόρχολ ήταν Αμερικανός πολυσχιδής καλλιτέχνης, ζωγράφος, γλύπτης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας και συλλέκτης, πρωτοπόρος του κινήματος της Ποπ Αρτ.  Υπήρξε προσωπικότητα που άσκησε έντονη κριτική στην κοινωνία του θεάματος, της οποίας φυσικά ήταν μέλος. Καυτηρίασε το lifestyle και ας το έζησε εκ των έσω. Είχε πει πως στο μέλλον όλοι θα είναι διάσημοι για 15 λεπτά και πως μόδα θα είναι να είσαι ίδιος με όλους τους άλλους.

Χρειάζεται όμως πάντα και μια κάποια συμφωνία μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχουμενου

“Πράγματι, ένα σύστημα αποσταθεροποιείται μόνο αν επιτευχθεί η αλλαγή της ανθρώπινης συνείδησης. Κάποια στιγμή σταματήσαμε να συζητάμε το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ατόμων που ζουν εδώ, συμφωνούν με την καπιταλιστική ηθική. Μετά την αρχική φάση της δεκαετίας του ’70, κάποια από τις ομάδες θα έπρεπε να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα […] Υπάρχει μια συγκεκριμένη “ηθική συμφωνία” μεταξύ εκείνων που βρίσκονται από κάτω και εκείνων που βρίσκεται από πάνω. Πάνω σ’ αυτό βασίζεται το σύστημα. Τη δεκαετία του ’70 είπαμε πολλές βλακείες, όπως ότι η εξουσία βασίζεται αποκλειστικά στην καταστολή. Χρειάζεται όμως πάντα και μια κάποια συμφωνία μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενου”

Karl-Heinz Dellwo , μέλος της ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης RAF (Φραξια Κόκκινος Στρατός)

 

 

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τις αστικές μητροπόλεις μας. Ένα φάντασμα που στοιχειώνει τα μυαλά και τις καρδιές ενός βουβού πλήθους που καραδοκεί να δωθεί το σύνθημα για να ξαμοληθεί προς άγραν μιας καλύτερης τιμής ενός ή και περισσότερων καταναλωτικών προϊόντων. Είναι η μέρα που οι δρόμοι και οι είσοδοι καταστημάτων ξεχειλίζουν από ορδές στοιβαγμένων κορμιών που ποδοπατιούνται για να προλάβουν μια πιο γρήγορη εφόρμηση στους σύγχρονους ναούς του δυτικού πολιτισμού, και να προσφέρουν τις εισφορές τους δοξάζοντας την ιερή μέρα της νέας πρωτοκοσμικής θρησκείας των δυτικών κοινωνιών: του καταναλωτισμού. Είναι η μέρα των πολυδιαφημισμένων εκπτώσεων του Black Friday.
Για χρόνια το ελληνικό κοινό (ιδίως εκεινό το αριστεροπροοδευτικό που έχει μονίμως αυτήν τη  μπλαζέ υπεροπτική τάση να σνομπάρει ανελέητα ολόκληρο τον πληθυσμό των ΗΠΑ, θεωρώντας πως πρόκεται για τελειωμένα αμερικανάκια που δεν έχουν καποια ελπιδα σωτηρίας) διακήρυτε πως η αμερικανική ποπ κουλτούρα δε θα έχει καμιά τύχη στην ελληνική κοινωνία γιατί ο Ελληνικός λαός “ξέρει δεν πιάνεται κορόιδο”. Παρακολουθούσαμε λοιπόν για χρόνια αυτόν τον “λαό” που “ξέρει” να προσκυνά τη παλιά ορθόδοξη σοσιαλδημοκρατία, την ίδια ώρα που για πέντε δράμια κοινωνικής προόδου έπνιξε αυτόν τον τόπο στη γενικευμένη κοινωνική διαφθορά για πάνω απο 25 χρόνια.Είδαμε τον ίδιο “λαό” να αναγάγει σε εθνικη διασκέδαση την μπουζουκιάδα και το γλεντοκόπημα του νεοπλουτισμού στις πίστες. Είδαμε την σαπίλα και το εμετό των εκπομπών των ιδιωτικών καναλιών, πρωϊνάδικων, μεσημεριανάδικων, και κάθε λογής -άδικων , να πλυμμηρίζουν τα σαλόνια του ελληνικού “λαού” που “ξέρει” και να τον “ξεβλαχεύουν”. Είδαμε τα εμπορικά κέντρα που κατά τα άλλα το ευαίσθητο κριτήριο της ελληνικής κοινωνιάς θα απέριπτε να αρχίζουν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια. Είδαμε κάθε είδους riality και talent shows που θα έπιαναν πάτο καθώς ” στην Ελλάδα δε μάσαμε από τέτοιες ξενόφερτες αηδίες” , να γίνονται top 1 στην ιεραρχία της εγχώριας μαζικής κουλτούρας με τα κανάλια να τρίβουν τα χέρια τους που χτύπησαν τέτοια φλέβα. Τέλος είδαμε για πάνω απο δυόμιση δεκαετίες την κυρίαρχη ιδεολογία να απλώνεται και να γιγαντώνεται απίστευτα πολύ μέσα στο κοινωνικό πεδίο, να γίνεται πλέον, όχι μόνο απο τα πάνω αλλά και οριζόντια, τόσο έυκολα οικειοποιήσιμη, να αποκτά μια νοσηρή παρουσία παντού, μέσα σε όλο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων. Κι αυτό μόνο με την επικράτηση του φαινομένου του καταναλωτισμού.

Και ναι το ξέρουμε ότι αυτή ειναι η λειτουργία του καπιταλισμού. Τα αφεντικά ωθούν αυτή την κατάσταση κι έχουν όφελος. Ναι τα αφεντικά είναι κακά. Αυτή είναι η φάση τους. Για αυτό είναι αφεντικα. Για αυτό έχουμε καπιταλισμό και όχι κάτι άλλο. Αλλά πότε θα μιλήσουμε για την ατομική ευθύνη της υιοθέτησης της κουλτούρας του καταναλωτισμού; Πότε επιτέλους θα σταματήσει να θεωρείται ελιτισμός να λες σκουπίδι το σκουπίδι που μπαίνει στο χ κατάστημα νιώθωντας ένας μικρός θεός μέσα σε ένα μικρό σύμπαν, όπου μπορεί να ταλαιπωρήσει, να προσβάλει, να ξεφτιλίσει έναν εργαζόμενο/η επειδή μπορεί. Επειδή δεν τον εξυπηρέτησαν καλά. Επειδή δεν του έφεραν τα ρούχα στο χρώμα που ήθελε, τα παπούτσια στο νούμερο που ήθελε, δεν την σέρβιραν στην ώρα που ήθελε , όπως ακριβώς ήθελε, επειδή ο καφές ήταν λίγο πιο πικρός, το λεμόνι στη βότκα λίγο παραπάνω και το φαγητό στο πιάτο λίγο πιο άνοστο. Επειδή η παραγγελία στη διαμερισματάρα του καθυστέρησε πέντε λεπτά παραπάνω και να μην ξαναγίνει. Κι ας βρέχει έξω με τους δρόμους να γλυστράνε, και ας μένει η ίδια πέντε δρόμους παρακάτω  και ας μην χρειάζεται ντε και καλά να βγάλει το παιδί του delivery έξω στους δρόμους. Κι ας έχει τουλάχιστον 10 νεκρούς στην κωλοδουλειά τα τελευταία δύο χρόνια. Κι ας πρέπει να δουλέψουν οι υπάλληλοι υπερωρίες τις λευκές νύχτες ή τις κυριακές ή μέρες επικών εκπτώσεων. Επειδή έτσι. Επειδη γίνεται. Επειδή μπορείς. Επειδή η νεα θρησκεία του καταναλωτισμού λέει ” ο πελάτης έχει πάντα δίκιο”. Κι έτσι ο πελάτης γίνεται ακόμα ένα αφεντικό και μάλιστα πολύ πιο τυραννικό και δεσποτικό. Γιατί πρέπει να βγάλει τα δικα του απωθημένα στον υπάλληλο. Επειδή το δικό της αφεντικό στο γραφείο της έβαλε τις φωνές. Επειδή ο δικός του προϊστάμενος στην δημόσια υπηρεσία του είπε να μην κάνει διάλειμμα δυο ώρες για τσιγάρο. Επειδή οτιδήποτε . Κι έτσι πέρα από τα παραδοσιακά αφεντικά έχουμε εκατοντάδες, χιλιάδες άλλα, με κλασσικό ύφος καταπιεσμένου τυράννου σου φωνάζουν, σου λένε ότι δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου, ότι αν δε σ αρέσει να παραιτηθείς, ότι μια δική τους κουβέντα στο αφεντικό ή μια συμπλήρωση μιας φόρμας ” δεν έτυχα καλής εξυπηρέτησης από το προσωπικό” αρκεί για να βρεθείς στο δρόμο. Για αυτό σκάσε και εξυπηρέτησε. Και προπάντον μη βρίσεις ποτέ τον πελάτη . Γιατί έχει δίκιο. Και γιατί είναι ελιτισμός να χαρακτηρίζεις τέτοια σκουπίδια σκουπίδια. Επειδή απλά είναι πολλά και η χωματερή μεγάλη και πρέπει να την πάρουμε με το μέρος μας.
Κάποια στιγμή λοιπόν ίσως να χρειαστεί να ξανααφουγκραστούμε λίγο τον παλμο της εποχής μας, να μετρηθούμε με τα δυναμικά κοινωνικά φαινόμενα του περιβάλλοντος μας , αυτά που υπάρχουν εκεί έξω και όχι αυτά που φαντασιωνόμαστε ιδεοληπτικά ότι υπάρχουν. Να αναλογιστούμε ότι αν μετά από 8 χρόνια οικονομικής κρίσης χιλιάδες τέτοια καταναλωτικά σκουπίδια δεν διαθέτουν την στοιχειώδη ενσυναίσθηση απέναντι στους εργαζόμενους που πρέπει να ανταπεξέρθουν σε μια τετοια μέρα, δεν είναι ελιτισμός να τα αποκαλείς με το όνομα τους: σκουπίδια.

* Ο Karl-Heinz Dellwo πολιτικοποιείται στη Γερμανική Αριστερά στα τέλη της δεκατίας του 1960. Το 1972 πηγαίνει στο Αμβούργο και ως μέλος της Κόκκινης βοήθειας έρχεται σε επαφή με παράνομα στελέχη της RAF. Την άνοιξη του 1973 συμμετέχει στην κατάληψη ενός σπιτιού στην Echoff Strasse η οποία εκκενώθηκε μετά από επιχείρηση ειδικής μονάδας της αστυνομίας με δακρυγόνα. Το σπίτι κατεδαφίζεται και ο Karl σε ηλικεία 21 χρονών φυλακίζεται ένα χρόνο τον οποίο περνάει στην απομόνωση. Μετά την αποφυλάκιση του συμμετέχει σε μια επιτροπή ενάντια στο βασανιστήριο της απομόνωσης , η οποία προέβαινε σε δράσεις αλληλεγγύης στους κρατούμενους της RAF. Μετά το θάνατο του απεργού πείνας Holger Meins το Νοέμβρη του 1974 ( μετά από 50 μέρες απεργία χωρίς καμιά ιατρική βοήθεια) κατά τη διάρκεια της τρίτης απεργίας πείνας των φυλακισμένων μελών της RAF στο Wittlich , θα ριζοσπαστικοποιηθεί παραπάνω. Τον Απρίλιο του 1975 θα συμμετάσχει στο κομάντο που καταλαμβάνει το γερμανικό προξενείο στη Στοκχόλμη με αίτημα την απελευθέρωση 26 πολιτικών κρατουμένων , μελών διαφόρων ενόπλων οργανώσεων. Η απόπειρα απέτυχε με έκβαση 4 νεκρούς , οι δύο μέλη του επιχειρησιακού κομάντο. Ο Karl συλλαμβάνεται και παραμένει κρατούμενους για 20 χρόνια μέχρι και τις 10/5/1995. Το απόσπασμα στην αρχή είναι από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της συνάντησης μελών της Γερμανικής εμπειρία του ένοπλου αγώνα όπως ο Karl και ο Ronald Mayer ( RAF) , ο Knut Folkers και η Gabriele Rollink ( Κίνημα 2 Ιούνη) με συντονιστή τη Halina Bentkoski. Η συνάντηση αυτή εντάσεται σε μια ευρύτερη σειρά μεγάλων συνεδρίων που έγινε σε μια προσπάθεια καταγραφής της “προφορικής ιστορίας” αναφορικά με την ένοπλη πάλη των δεκαετιών 70 και 80 σε Ιταλία και Γερμανία, που έλαβαν χώρα στη Ζυρίχη , και όπου συμμετείχαν είτε δια της παρουσίας τους ως ελεύθεροι είτε με επιστολές από τις φυλακές , αγωνιστές και απο τις δύο χώρες.

Πηγή:
ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΟΠΛΟ ΑΓΩΝΑ Διεθνής Συνάντηση για το Αντάρτικο Πόλεων στην Ιταλία και τη Γερμανία

Επιμέλεια Primo Moroni, Ig Rote Fabrik

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, 2002

Τιμή στον Mikhail Zhlobitskiy

Ο πόλεμος δεν είναι μονάχα στρατοί παραταγμένοι, στρατιωτικά σαλπίσματα, και παραγγέλματα, πλήθη που αλλαλάζουν καθώς θερίζονται μαζικά από τα πολυβόλα , μαζικοί θάνατοι που προκαλούν άψυχα κουμπιά που πατιουνται απο ψυχρούς χειριστές, παρελασεις τεθωρακισμένων αρμάτων και υπερπτήσεις βομβαρδιστικών. Πόλεμος είναι και το πάθος, η λαχτάρα, η οργή και το μίσος του ατόμου που υψώνει την απόφαση του να χτυπήσει το τέρας αυτού του δολοφονικού κόσμου εδώ, εκεί παρά πέρα. Αυτή η άγρια δίψα για επίθεση στις αξίες του πολιτισμένου γαλαξία της απέραντης σαπίλας που κυριαρχεί παντού γύρω μας. Πόλεμος είναι και οι απελπισμένες κραυγές των μοναχικών ενάντια στην Κυριαρχία. Πόλεμος είναι και η ατομική επιλογή στο σκοτάδι που οπλίζεται με πυροκροτητες και μπαρούτι ενάντια στη βαρβαρότητα και τη μαζική συνενοχή. Που οπλιζεται με μια απόφαση βαθιά χαραγμένη στην καρδιά, μια απόφαση που λυσσασμένα σφίγγει τα δόντια μέχρι να ματώσουν τα ούλα , μια αποφάση που βροντοφωνάζει με την δύναμη χίλιων εκρήξεων: “Μάχομαι μέχρι το τέλος” .

Τιμή για πάντα στον 17χρονο αναρχικό Mikhail Zhlobitskiy που έπεσε νεκρός πυροδοτώντας μια βόμβα στα γραφεία των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας (FSB).

Η αθλιότητα της υπακοής- Το πείραμα Μίλγκραμ

Τον Ιούλιο του 1961, ο Αμερικανός ψυχολόγος Στάνλεϊ Μίλγκραμ (Stanley Milgram), πραγματοποίησε ένα πείραμα στο Πανεπιστήμιο του Γιέιλ των Ηνωμένων Πολιτειών, με σκοπό την μελέτη της αντίδρασης των ανθρώπων, όταν αυτοί καλούνται να εκτελέσουν εντολές κάποιας εξουσίας ή αυθεντίας, που έρχονται σε σύγκρουση όμως με την συνείδησή τους.

Η αφορμή του πειράματος, ήταν η δίκη στην Ιερουσαλήμ, μόλις λίγους μήνες πριν, του Γερμανού εγκληματία πολέμου, Άντολφ Άιχμαν. Ο Μίλγκραμ επινόησε αυτή την ψυχολογική μελέτη για να απαντήσει στο ερώτημα: Είχαν ο Άιχμαν και οι συνεργοί του στο «Ολοκαύτωμα», αμοιβαία πρόθεση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους στόχους του «Ολοκαυτώματος»; Με άλλα λόγια, υπήρχε αμοιβαία αίσθηση της ηθικής μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν σ’ αυτό; Το πείραμα του Μίλγκραμ έτεινε να αποδείξει πως οι συνεργοί απλά εκτελούσαν τις εντολές, παρ’ ότι παραβίαζαν βαθύτατα τις ηθικές αρχές τους. Πως η υπακοή είναι ο ψυχολογικός μηχανισμός που συνδέει επιμέρους ενέργειες για πολιτικό ή άλλον σκοπό.
Ο Μίλγκραμ συγκέντρωσε μερικούς εθελοντές, μετά από αγγελία που δημοσίευσε, με πρόφαση την μελέτη της ανθρώπινης μνήμης. Οι εθελοντές πληρώθηκαν από 4 δολάρια για την συμμετοχή τους και ήταν ηλικίας μεταξύ 20 και 50 ετών, διαφόρων επαγγελμάτων και διάφορου μορφωτικού επιπέδου.

Ο κάθε εθελοντής, όταν προσέρχονταν στον χώρο του πειράματος, συναντούσε έναν άλλον εθελοντή, που υποτίθεται πως βρίσκονταν εκεί για το ίδιο πείραμα, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν συνεργάτης του Μίλγκραμ. Οι ρόλοι που τους ανατίθονταν ήταν αυτοί του «εξεταστή» και του «εξεταζόμενου». Ο ρόλος που ήταν το ουσιαστικό αντικείμενο του πειράματος, ήταν αυτός του «εξεταστή» και θα έπρεπε να τον πάρει οπωσδήποτε ο ανυποψίαστος εθελοντής, με έναν τρόπο όμως που να φαίνεται τυχαίος και δίκαιος, έτσι ώστε να μην κινήσει καμμία υποψία του, ως προς την γνησιότητα του πειράματος. Έτσι γίνονταν μια στημένη κλήρωση με δυο διπλωμένα χαρτάκια, όπου υποτίθεται πως το ένα έγραφε «εξεταστής» και το άλλο «εξεταζόμενος». Έτσι ο καθένας θα έπαιρνε τον ρόλο που θα έγραφε το χαρτάκι που θα τραβούσε. Στην πραγματικότητα όμως, και τα δυο χαρτάκια έγραφαν «εξεταστής» κι έτσι ο εθελοντής έπαιρνε πάντα αυτόν τον ρόλο, ενώ ο συνεργάτης του Μίλγκραμ έλεγε ψευδώς (φυσικά) ότι το χαρτάκι του έγραφε «εξεταζόμενος.

Στην συνέχεια, τους χώριζαν και τους έβαζαν σε δυο διαφορετικά δωμάτια. Μπορούσαν να επικοινωνήσουν, αλλά δεν μπορούσαν να βλέπουν ο έναν τον άλλον. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως σε μια από τις εκδοχές τους πειράματος, ο «εξεταζόμενος» (δηλαδή ο συνεργάτης) ανάφερε στον «εξεταστή» (δηλαδή στον πραγματικό εθελοντή) σε ανύποπτο χρόνο και πριν γίνει η «κλήρωση», πως αντιμετώπιζε (δήθεν) καρδιακό πρόβλημα. Στο ίδιο δωμάτιο με τον «εξεταστή» καθόταν σ’ ένα γραφείο και ο υπεύθυνος του πειράματος.

Στον «εξεταστή» δόθηκε μια μικρή ηλεκτρογεννήτρια, η οποία υποτίθεται πως ήταν συνδεδεμένη με το χέρι του «εξεταζόμενου». Ακολούθως, ο πειραματιστής, έδωσε στον «εξεταστή» έναν κατάλογο με ζευγάρια λέξεων, η καθεμία από τις οποίες, είχες τέσσερις δυνατές απαντήσεις-συνδυασμούς. Ο «εξεταζόμενος», σε περίπτωση που απαντούσε λάθος, θα δεχόταν μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση από τον «εξεταστή» (με τάση προσαύξησης 15 Volt για κάθε λανθασμένη απάντηση), αν όχι, θα προχωρούσαν στην επόμενη λέξη. Για να γίνει πιστευτό αυτό, ο «εξεταζόμενος» προσποιήθηκε δυσφορία όταν πληροφορήθηκε πως θα «τιμωρείται» με ένα μικρό «ηλεκτροσόκ», σε κάθε λανθασμένη απάντησή του, ενώ στον «εξεταστή» έγινε δοκιμαστικά μια πραγματική ηλεκτρική εκκένωση, μικρής ισχύος, αλλά ικανή να τον «ταρακουνήσει», για να έχει υπόψιν του το πως θα νιώθει ο «εξεταζόμενος», όταν θα «τιμωρούνταν».

 

 

Όταν ξεκίνησε η διαδικασία Όταν ξεκίνησε η διαδικασία του πειράματος, η ηλεκτρογεννήτρια αποσυνδέθηκε από το χέρι του «εξεταζόμενου» και συνδέθηκε σ’ ένα μαγνητόφωνο, το οποίο αναπαρήγαγε προηχογραφημένους ήχους με κραυγές πόνου, αναλόγως με την ένταση του ρεύματος που υποτίθεται πως διαπερνούσε τον «εξεταζόμενο», κάθε φορά που πατούσε το πλήκτρο του «ηλεκτροσόκ» ο «εξεταστής». Μετά από μερικές «λανθασμένες» απαντήσεις κι ανάλογες ηλεκτρικές εκκενώσεις, αυξανόμενης εντάσεως, ο «εξεταζόμενος» άρχισε να διαμαρτύρεται, να κλαίει και να παραπονιέται για τα καρδιακά του προβλήματα, να χτυπά τον τοίχο που τον χώριζε από τον «εξεταστή» και στην συνέχεια σταματούσε ν’ απαντά, δίνοντας την εντύπωση πως δεν έχει τις αισθήσεις του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως σύμφωνα με τους κανόνες του πειράματος, η μη απάντηση από μέρους του «εξεταζόμενου» σε κάποια ερώτηση, θεωρούνταν ως λάθος απάντηση και επομένως τιμωρούνταν με ηλεκτρική εκκένωση από τον «εξεταστή».

Σ’ αυτό το σημείο, πολλοί εθελοντές εξέφρασαν την επιθυμία τους να σταματήσουν το πείραμα και τον έλεγχο του «εξεταζόμενου». Κάποιοι άλλοι σταμάτησαν όταν η ένταση της ηλεκτρικής εκκένωσης είχε φτάσει στα 135 Volt και άρχισαν να ρωτούν για τον σκοπό του πειράματος. Μερικά άτομα, άρχισαν να γελούν νευρικά ή να εμφανίζουν άλλα συμπτώματα ακραίας πίεσης την στιγμή που άκουγαν τις κραυγές πόνου που προέρχονταν από τον «εξεταζόμενο». Οι περισσότεροι όμως συνέχισαν, αγνοώντας τις ικεσίες -ή και την σιωπή- του «εξεταζόμενου», έχοντας ήδη την διαβεβαίωση από τον πειραματιστή, πως δεν θα φέρουν καμμία ευθύνη για ό,τι κι αν συμβεί κατά την διάρκεια του πειράματος. Κάθε φορά που κάποιος «εξεταστής», εξέφραζε την επιθυμία να σταματήσει, ο πειραματιστής τού έδινε τέσσερις παραινέσεις, με την εξής σειρά:
1. Παρακαλώ συνεχίστε.
2. Το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε.
3. Είναι απολύτως σημαντικό να συνεχίσετε.
4. Δεν έχετε άλλη επιλογή· πρέπει να συνεχίσετε.

Αν ο εθελοντής επέμενε στην αποχώρησή του, μετά κι απ’ τις τέσσερις αυτές παραινέσεις, τότε το πείραμα διακόπτονταν. Διαφορετικά, συνεχίζονταν, μέχρι η ένταση της υποτιθέμενης ηλεκτρικής εκκένωσης να φτάσει το μέγιστο όριο των 450 Volt, για τρεις συνεχόμενες φορές.

Πριν την διεξαγωγή του πειράματος, ζητήθηκε η άποψη δεκατεσσάρων ψυχολόγων του πανεπιστημίου, για το ποιο θα ήταν κατά την γνώμη τους, το ποσοστό των εθελοντών που θα έφταναν μέχρι το τελικό και ανώτατο όριο ηλεκτρικής εκκένωσης των 450 Volt. Κατά μέσον όρο, εκτιμήθηκε ένα ποσοστό γύρω στα 3%. Τα αποτελέσματα όμως, τους διέψευσαν με εντυπωσιακό τρόπο. Σχεδόν το 65% των εθελοντών (26 από τους 40), συνέχισε μέχρι το τέλος, έστω και κάτω από καθεστώς έντονης ψυχολογικής πίεσης.

Ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ, συνόψισε το συμπέρασμα της μελέτης του στο άρθρο «Οι κίνδυνοι της υπακοής» (The Perils of Obedience, 1974), ως εξής:
«Οι νομικές και φιλοσοφικές πτυχές της υπακοής έχουν τεράστια σημασία, αλλά λένε πολύ λίγα για το πως οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριφέρονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Έστησα ένα απλό πείραμα στο Πανεπιστήμιο Γιέιλ, για να διαπιστώσω πόσον πόνο θα μπορούσε να προκαλέσει ένας απλός πολίτης, σε ένα άλλο πρόσωπο, μόνο και μόνο, επειδή έτσι διατάχθηκε από έναν πειραματιστή επιστήμονα… Η εξαιρετική προθυμία των ενηλίκων ν’ ακολουθήσουν σχεδόν σε οποιοδήποτε μήκος τις εντολές της εξουσίας, αποτελεί το κύριο εύρημα της μελέτης και το γεγονός απαιτεί επειγόντως εξηγήσεις. Οι απλοί άνθρωποι, που κάνουν απλά τη εργασία τους, και χωρίς καμία ιδιαίτερη εχθρότητα από την πλευρά τους, μπορούν να μετατραπούν σε ενεργούς παράγοντες σε μια τρομερή καταστρεπτική διαδικασία. Επιπλέον, ακόμη και όταν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της εργασίας τους γίνονται απολύτως σαφή, και τους ζητείται να προβούν σε ενέργειες ασυμβίβαστες με θεμελιώδεις κανόνες της ηθικής, σχετικά λίγοι άνθρωποι έχουν τους πόρους που απαιτούνται για να αντισταθούν στην εξουσία».
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως πειράματα, ανάλογα μ’ αυτά του Μίλγκραμ, πραγματοποιήθηκαν κι αργότερα, από άλλους επιστήμονες, με παρόμοια αποτελέσματα και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, με ακόμη υψηλότερα ποσοστά ολοκλήρωσης του πειράματος από πλευρά των εθελοντών ενώ σε άλλες ήταν χαμηλότερα ανάλογα συγκεκριμένες παραμέτρους. Πχ οταν βρισκόταν ο πειραματιστής αρκετά κοντά στον «εξεταστή» το 30% ολοκλήρωνε το πείραμα ενώ αν η απόσταση μεταξύ τους ήταν πιο μεγάλη , το ποσοστό μειονόταν. Στο Πείραμα 2 όπου οι «εξεταστές» δέχονταν οδηγίες μέσω τηλεφώνου το ποσοστό μειώθηκε στο 21% .
Επίσης διαπιστώθηκε ότι το κύρος του ιδρύματος στο οποίο γινόταν το πείραμα έπαιζε ρόλο στα ποσοστά υπακουής που έδειχναν οι «εξεταστές». Στο Πείραμα 10 που διεξήχθη σε εξωπανεπιστημιακό χώρο τα ποσοστά υπακοής έπεσαν στο 47,5% .
Μελετήθηκε ακόμα και κατά πόσον παίζει ρόλο ο παράγοντας του κοινωνικού κονφορμισμού στην υπακοή ή την απείθια αντίστοιχα. Στο Πείραμα 17 μαζί με κάθε «εξεταστή» υπήρχαν άλλοι δύο υποτίθεται, ηθοποιοί κι αυτοί οι οποίοι αντιδρούσαν στη συνέχιση του πειράματος και μόνο 4 στους 40 συνέχισαν ως το τέλος. Στο Πείραμα 18 οι «εξεταστές» είχαν επιβοηθητικό και όχι κύριο ρόλο στη διεξαγωγή του πειράματος , βοηθούσαν για παράδειγμα έναν άλλο «εξεταστή» στο πείραμα υποβάλοντας του τις ερωτήσεις μέσω μικροφώνου προς το υποκείμενο που δεχόταν το ηλεκτροσοκ και τις απαντήσεις ή μη. Σε αυτήν την περίπτωση οι 37 στους 40 συνέχισαν το πείραμα ως το τέλος.

Συμπέρασμα: Όσο κι αν τα παραπάνω πειράματα μπορεί να αμφισβητηθούν ως προς την καθολικότητα την οποία μπορεί να έχουν , εν τούτοις δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι είναι ενδεικτικά μιας κάποιας μηχανιστικής λειτουργίας των μαζών που έχει σχέση με την υποταγή στις εντολές της εξουσίας. Αν αναλογιστούμε πόσα υποκείμενα διεκπαιρεώνουν καθημερινά εντολές εις βάρος άλλων ανθρώπων χωρίς να είναι απαραίτητα τέρατα ή κτήνη θα καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Από τους συμβαιολογράφους που υπογράφουν πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών μέχρι τους μπάτσους που ξυλοκοπούν ,δολοφονούν , συλλαμβάνουν , από τους εργάτες της ΔΕΗ που κατεβάζουν τους διακόπτες σε οικογένειες που δε μπορούν να αποπληρώσουν λογαριασμούς μεχρι τους γραφειοκράτες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, και από τους κλητήρες που υπογράφουν εξώσεις μέχρι τους απλούς φαντάρους που κυνηγούν και σκοτώνουν ίσως μετανάστες και πρόσφυγες στα σύνορα , υπάρχει ένα κοινό σημείο που δεν έχει να κάνει με τη διεστραμένη προσωπικότητα κάποιων σαδιστών σκατόψυχων αλλά με απλών ανθρώπων που απλώς κάνουν τη δουλειά τους και απλώς εκτελούν εντολές.

Πηγές: https://en.m.wikipedia.org/wiki/Milgram_experiment
http://www.panarchy.org/milgram/obedience.html

Το αίμα ανεβάζει την τηλεθέαση

Για σχεδόν δύο δεκαετίες κυρίαρχη πολιτισμική τροφή του τηλεοπτικού κοινού ,κι όταν λέμε τηλεοπτικό κοινό ας υπολογίζουμε ένα σεβαστό ποσοστό της κοινωνικής πλειοψηφίας, είναι η εξιδανίκευση του εξευτελισμού και κανιβαλισμού κάθε στοιχείου ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το κοινό στην Ομόνοια , που μπροστά στον άνθρωπο που απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει, γελούσε , τραβούσε φωτογραφίες και βίντεο και φώναζε live ή σχολίαζε στα μέσα δικτύωσης ” πέσε ” , δε μας είναι άγνωστο . Το ξέρουμε πολύ καλά. Είναι το ίδιο κοινό που αποθέωνε τα τρας ριάλιτι της κλειδαρότρυπας των 90s , το ίδιο κοινό που αποθέωνε από το 2001 και μετά κάθε τηλεριάλιτι τύπου big brother, survivor, bar, farma κτλ οπου ομάδες ανθρώπων διαγωνίζονταν για το έπαθλο του ενός, ενώ τους παρακολουθούσαν live 24 ώρες να βάζουν, ίντριγκες , να κανιβάλιζονται μεταξύ τους και να εξευτελίζονται με τον πιο αηδιαστικό τρόπο. Είναι το ίδιο κοινό που αποθέωνε και αποθεώνει κάθε είδους διαγωνισμό ταλέντων στα οποία οι κριτές φροντίζουν επίτηδες να κανιβάλιζουν όσα διαγωνιζόμενα ατομα ελπίζουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν στα στάνταρ του κάθε σοόυ. Είναι το ίδιο κοινό που εκπαιδεύεται να νιώθει θεός μεσα από μια διαδραστική συμμετοχικότητα στους διαγωνισμούς ψηφίζοντας ποιοι μπορεί να παραμείνουν και ποιοί όχι στο παιγνίδι. Είναι το ίδιο κοινό που έμαθε να απολαμβάνει να εξευτελίζονται σε εκπομπές με ευφάνταστους τίτλους όπως ” Παρατράγουδα”,  άνθρωποι με μειωμένη ικανότητα αντίληψης και να παρουσιάζονται στο κοινό όπως σε άλλες εποχές τα τσίρκα φρικιών. Είναι το ίδιο κοινό που διψασμένο για ίντριγκα και αποκαλύψεις παρακολουθούσε ανθρώπους να διαγωνίζονται στο αν μπορούν να πουν την αλήθεια προκειμένου να τσιμπήσουν ένα μικρό χρηματικό έπαθλο ομολογώντας σκανδαλιστικά και ένοχα μυστικά. Είναι το ίδιο κοινό που εθισμένο στη κυρίαρχη , μαζική κουλτούρα, δε μπορεί να εκτιμήσει σαν αξία οτιδήποτε δεν μπορεί να προβληθεί στο γυαλί, και που αντιλαμβάνεται τη σημαντικότητα κάθε τραγωδίας αποκλειστικά με όρους τηλεοπτικής ακροαματικότητας. Είναι οι γνωστοί μας στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στη σχολή, στη δουλειά , στο λεωφορείο, στις καφετέριες, στις οικογένειες μας ίσως , ακόμα και στις  ίδιες μας τις παρέες που τυχαίνει να μην ασχολούνται με τα πολιτικά και κάθε φορά που θέλουμε να ανοίξουμε ένα θέμα διαμαρτύρονται ότι δεν αντέχουμε να μην το πάμε στο πολιτικό και ότι σκεφτόμαστε κολλημένα.
Και το θέμα σε όλο αυτό είναι ότι σχηματίζεται μια ασφυκτική κανονικότητα στην οποία η κατάσταση αυτή καθίσταται κυρίαρχη και φυσιολογική και η αντίδραση σε αυτή παράλογη , αφύσικη, παράταιρη, απροσάρμοστη, και ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΗ . Η αποδοχή με μαζικούς όρους αυτής της μαζικής κουλτούρας και του πλέγματος αξιών που σέρνει από πίσω της είναι το αποτύπωμα του δικού μας σύγχρονου πολιτισμού όπως οι αρένες και το κολοσσαίο είναι το αποτύπωμα κάποιου άλλου στον οποίοι οι μάζες παρακολουθούσαν αθρόες σφαγές μονομάχων και χριστιανούς να κατασπαράσονται από θηρία. Όπως τα δημόσια βασανιστήρια και εκτελέσεις στις πλατείες των πόλεων και των χωριών είναι το αποτύπωμα ενός άλλου. Κάθε εποχή, κάθε κοινωνία αφήνει πίσω της και έναν πολιτισμό που αποδεικνύει τις ηθικές και τις πνευματικές της αξίες . Και στη δική μας κοινωνία κυρίαρχη αξία είναι ότι το αίμα, ο πόνος, η τραγωδία φέρνουν τηλεθέαση . Ότι συνέβη στην Ομόνοια δεν είναι παρά ο θρίαμβος της κοινοτυπίας του κακού στην εποχή μας. Όποιοι ψάχνουν να βρουν τέρατα μέσα στον όχλο που στάθηκε στην Ομόνοια ή σχολίαζε στα δίκτυα , όπως έχει εκπαιδευτεί από τον ίδιο τον κοινωνικό μας προγραμματισμό να κάνει , θα εκπλαγούν με το πόσα πολλά κανονικά, τρομακτικά κανονικά, άτομα υπάρχουν μέσα σε αυτόν.
Αυτή είναι η κοινωνική πραγματικότητα που φτιάχνεται με δουλειά μυρμηγκιού και χτίζεται μεθοδικά, αποτελεσματικά και ανελέητα για πάνω απο δυο δεκαετίες παντού ολόγυρα μας.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει , απλώς η τεχνολογία και η μαζική κοινωνικη δικτύωση την κάνει πλέον πιο ορατή. Δίνει φωνή στη σιωπηλή πλειοψηφία του τηλεοπτικού κοινού καθώς και τη δυνατότητα να επενεργεί στο κοινωνικό με τρόπους αδύνατους και ανέφικτους στο παρελθόν. Κι αυτό διαλύει μερικά συννεφάκια. Αυτό είναι όλο. Μετά το διαφημιστικό μύνημα συνεχίζεται κανονικά το πρόγραμμα μας. Μείνετε στις θέσεις σας !!!

Η υποταγή δεν έχει φύλο

Σε έναν κόσμο κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης είναι αναμενόμενο πως θα υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που θα είναι σε δυσμενέστερη θέση και ομάδες που θα βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη. Τα ζητήματα πάνω στα οποία μπορεί να δημιουργούνται τέτοιου τύπου μειονεκτικές και πλεονεκτικές καταστάσεις μπορεί να αντανακλούν μια ταξική, φυλετική, έμφυλη, εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική, σεξουαλική διάσταση. Έτσι λοιπόν ανάλογα τις συνθήκες κάθε περιβάλλοντος και τις ιδιαιτερότητες τις οποίες παρουσιάζει ως προς το σε ποιο από τα προαναφερόμενα πεδία κυριαρχίας, εκμετάλευσης και καταπίεσης δίδεται παραπάνω προτεραιότητα κάθε φορά, εμφανίζονται και οι ανάλογες κοινωνικές ομάδες πίεσης , οι οποίες εγείρουν κοινωνικές διεκδικήσεις ενάντια στην δομική κοινωνική βία , εκμετάλευση και καταπίεση που υπόκεινται. Πολλές φορές αυτές οι ομάδες δεν βρίσκονται ούτε σε σύγκλιση, ούτε σε σύμπνοια . Αυτό είτε γιατι μπορεί να προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες ( κάποιες απο τις οποίες ίσως πιο προνομιούχες από κάποιες άλλες) , είτε γιατί αντιλαμβάνονται η κάθε μια για τον εαυτό της το δικό της ζήτημα ως κεντρικό και ως προτεραιότητα, είτε γιατί έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα ως προς την κοινωνική θέση που διεκδικούν είτε τέλος γιατί πολύ απλά δεν μπορούν να προκύψουν κοινοί κώδικες επικοινωνίας για κάτι τετοιο.
Υπάρχουν όμως στιγμές που η κυρίαρχη συστημική και κοινωνική βία μπορεί να εκφραστεί μέσα από ένα γεγονός με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφορά πλέον αποκλειστικά μια κοινωνική ομάδα (απλά και μόνο επειδή μπορεί το όποιο θύμα- ή θύματα- να ήταν κομμάτι της) αλλά να αφορά πολλές παραπάνω κοινωνικές ομάδες επειδή ακριβώς ο τρόπος που εκδήλωθηκε το γεγονός είναι δυνατόν να αντανακλά ευρύτερες κυριαρχικές, εκμεταλευτικές και καταπιεστικές συνθήκες .
Σε τέτοιες περιπτώσεις σχεδόν πάντοτε προκύπτουν και οι ανάλογες κοινωνικές δυναμικές εντός κάθε ομάδας οι οποίες κοπιάζουν έτσι ώστε να μονοπωλούν το θέμα ως “δικό τους” και το όποιο θύμα-ή θύματα- ως δικά τους. Αυτό όχι μόνο προκειμένου να εξυπηρετήσουν την προσωπική τους ατζέντα και να αναδείξουν σε πρώτο πλάνο τα δικά τους προβλήματα, αλλά κι επειδή προσβλέπουν σε μια προσπάθεια αποσύνδεσης του χ γεγονότος από ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να υπάγεται, και που θα μπορούσε να αναδεικνύει μεγαλύτερες, ευρύτερες και συνολικότερες προβληματικές του κοινωνικού συστήματος.
Αυτή η προσπάθεια αποσύνδεσης ποτέ δε γίνεται απροκάλυπτα αλλά για λόγους επικοινωνιακούς καμουφλάρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσει ιδεολογικό πρόσημο και να οχυρωθεί πίσω από τη δήθεν υπεράσπιση της πολύ ξεχωριστής ιδιαιτερότητας της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας , και έτσι καταφεύγει και στην καταγγελία, όσων έχουν αντίθετη άποψη με αυτήν την περιχαράκωση,  για “καπέλωμα” , για ασέβεια στα συλλογικά χαρακτηριστικά  που προκύπτει από ιδεοληψίες και κοινωνικά προνόμια τα οποία κατέχουν και διάφορα άλλα . Ανά περίσταση διαφορετικά,  αλλά με κοινούς άξονες, ύφος και στυλ επιχειρηματολογίας. Το ζητούμενο ωστόσο παραμένει πάντοτε ίδιο: ο διακαής πόθος να μην συναντηθούν διαφορετικά ζητήματα μεταξύ τους ούτως ώστε να προκύπτει η λιγότερη δυνατή ριζοσπαστικόποιηση, η πάση θυσία αποφυγή της εκτροπής σε βίαιες ατραπούς και η εκδήλωση οργής και η εμμονή σε μια δικαιωματικού τύπου εκτόνωση της κρίσης , πάντα στα δημοκρατικά πλαίσια της νομιμότητας και πάντα στα πλαίσια της λεγόμενης ενδιάμεσης καταστολής κι αν τύχει και χρειαστεί επιστρατεύεται και η άμεση καταστολή παρεκλίσεων.
Όλα τα παραπάνω προφανώς δεν προκύπτουν φυσικά έτσι απλά, αλλά στηρίζονται στην ύπαρξη διαχωρισμένων ρόλων μέσα στις εκάστοτε εξουσιαζόμενες, εκμεταλευόμενες και καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες , ρόλων που δημιουργούν μεσολαβητικές πρωτοπορείες που παραγοντίζουν και που συνήθως έχουν και αυξημένα προνόμια και βάσεις ακολουθητών των γραμμών που εκπορεύονται.
Όλα αυτά γίνονται πολύ ξεκάθαρα μέσα από την τροπή που έχουν πάρει οι εξελίξεις γύρω από τις διαμαρτυρίες και αντιδράσεις για το μέχρι θανάτου λιτζάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου ενός ατόμου που προέκυψε γνωστή προσωπικότητα και ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας,  οι οποίες τείνουν να γίνουν υπόδειγμα ενδοσυστημικής διαχείρισης κοινωνικών κρίσεων αντίστοιχου κινδύνου εκτροπής. Ο τρόπος που χαλιναγωγείται η οργή και που επιχειρείται να αποσοβηθεί η όποιαδηποτε εξεγερτική δυνατότητα αξίζει να έχει μια θέση σε νέα κοινωνιολογικά εγχειρίδια περί διαχείρησης έκρυθμων καταστάσεων και εξαγριωμένου ανθρώπινου δυναμικού. Κι αυτό όχι γιατί πρώτη φορά ακούγονται επιχειρήματα του τύπου :
α) η βία δεν οδηγεί πουθενά έτσι κι αλλιώς κι απλά μας δυσφημεί
β) δεν είναι ότι υπάρχει γενικά ζήτημα με τη βία απλά δεν είναι λύση για όλα και δεν προσφέρεται ειδικά αυτη τη στιγμή
γ) η περίπτωση βίας μπορεί να αποθαρύνει κόσμο που κατέβηκε πρώτη φορά στο δρόμο , ώστε να ξανακατέβει
δ) δεν είναι όλοι ή όλες ή όλα σε φυσική ή συναισθηματική ή άλλη κατάσταση να διαχειριστούν την εμπλοκή τους σε βίαια επεισόδια
ε) η βία λειτουργεί προβοκατόρικα και ενάντια στους αντικειμενικούς σκοπούς και διαθέσεις του συνολου.
Όλα τα παραπάνω δεν ακούγονται ούτε πρώτη φορά ούτε θα ακουστούν για τελευταία. Ίσα ίσα αποτελούν στανταράκι και συγκαταλέγονται στο πάνθεον των top 5 κλασικών επιχειρημάτων ενάντια στη βία. Όσοι/ες/@ ασχολούνται πραγματικα με τα κινήματα έχουν σιχαθεί να τα ακούνε για την ακρίβεια. Στα μαθητικά, στα φοιτητικά, στα εργατικά, στα αντιπολεμικά, στα αντιφασιστικά ή οπουδήποτε αλλού.
Το καινοτόμο , το ριζοσπαστικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι τώρα η διάθεση για εξεγερτική βία και η αντίστοιχη εκδήλωση της στιγματίζεται ως προϊόν ματσίλας, ως σύμφητη με την τοξική αρρενοπότητα, ως κάτι τόσο αυτονόητα αρνητικό και κάτι τόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την φύση της πατριαρχίας , προκειμένου να επιχειρηθεί με έναν ακόμα τρόπο η εξίσωση της εξεγερτικής βίας με κάποια πλευρά της κυριαρχίας. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η βίαιη αντιφασιστική δράση εξισώνεται γραφικά με τη βίαιη δράση των ναζί.
Η συγκεκριμενη όμως απόπειρα να στιγματιστεί η βία με τέτοιους όρους , πέρα απο το ότι φτύνει στα μούτρα την ιστορία του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος και των βίαιων αγώνων του, αποσκοπεί και σε μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση πρόκλησης αυτό-ενοχοποιητικών συναισθημάτων σε όσα υποκείμενα θέλουν να εκδηλώσουν την οργή τους. Η ταύτιση της βίας με το σεξισμό και την πατριαρχία , δεν αποσκοπεί σε μια απόπειρα να επιτευχθεί περαιτέρω εμβάνθυση της αναρχικής σκέψης και σε άλλους ορίζοντες , ούτε και σε μια διάθεση για πρόσκληση σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση. Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι η επιβολή της ειρηνικής πασιφιστικής διαμαρτυρίας πακέτο με χαρές και πανηγύρια ως μονόδρομο. Η νέα ριζοσπαστική πολιτική πρόταση λοιπόν είναι απο δω και πέρα ειρηνικά χάπενικγς με χαρές και πανηγύρια. Γιατί προφανώς ο σεξισμός, η πατριαρχία, η έμφυλη βία και καταπίεση, μόνο με χαρά, περηφάνια, αγάπη , κατανόηση, χορό, τραγούδι , γκλιτερ και πολύ πολύ δημοκρατία αντιμετωπίζεται.

Δε θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε. Κάποιοι/ες/α μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα έμφυλων διακρίσεων και να μην ξέρουμε πως είναι. Μπορεί επίσης να μην έχουμε υπάρξει θύματα ρατσιστικών επιθέσεων και να μην ξερουμε πως είναι. Μπορεί να μην βιώσαμε έναν πόλεμο για να ξέρουμε πως είναι και μπορεί να μην ξέρουμε πως είναι να ζεις το δράμα του πρόσφυγα πολέμου. Μπορεί να μην κλειστήκαμε σε φυλακές, ψυχιατρεία, στρατόπεδα κράτησης μεταναστών για να ξέρουμε τι σημαίνει εγκλεισμός. Μπορεί να μην έχουμε υπάρξει θύματα της αποικιοκρατίας, να μην ανήκουμε σε μια γενιά που επιβίωσε κάποιας γενοκτονίας, να μην έχουμε μεγαλώσει σε γκέτο, να μην ζήσαμε ποτέ σε καθεστώς απαρχαιντ, να μη τραυματιστήκαμε ποτέ σε εργατικό ατύχημα, να μην υπαγόμαστε σε διαφορετικό νομοθετικό καθεστως επειδή φοράμε ρούχα θρησκευτικής σημειολογίας . Υπάρχουν τόσα κι άλλα τόσα που μπορεί να μη βιώσαμε, και να μην ξέρουμε πως είναι να τα ζει κανείς η πως ακριβώς αισθάνεται. Και φυσικά δε μπορούμε να υποδείξουμε πως να αισθανθεί.

Υπάρχει ένα πράγμα όμως που σίγουρα ξέρουμε. Η αδικία , η καταπίεση, η εκμετάλευση, η εξουσία ότι πρόσωπο κι αν έχουν, όπως και όπου κι αν εκδηλώνονται, δεν αντιμετωπίζονται με χαρές και πανηγύρια και καταδίκες της βίας. Αυτή είναι η πιο καθαρή, παραδοσιακή, συντηρητική , βουτηγμένη στη φορμόλη συνταγή δουλόπρεπειας που υπάρχει.

Και όπως η εξέγερση δεν έχει φύλο άλλο τόσο δεν έχει και η υποταγή.

Το γενικό καλό θέλει θυσίες

Αντικοινωνικά στοιχεία, αντικοινωνικος -εσμός, αποβράσματα της κοινωνίας, κοινωνικά κατακάθια, απόβλητα, υποπροϊόντα, παράσιτα, κοινωνικοί κανίβαλοι……
Η διάχυτη αντίληψη ότι η κοινωνία χρήζει αποστείρωσης από τη “βρώμα και τη δυσωδία” ( λες και δεν την γεννάει η ίδια) , η περιρρέουσα ατμόσφαιρα για έναν αντικοινωνικό κίνδυνο διαρκείας, το ευρύτερα ηλεκτρισμένο κλίμα υστερίας που υπερασπίζεται το αγαθό της ασφάλειας και της περιουσίας, η πλειοδοσία απο διάφορες πλευρές για  την πολιτική προσέγγιση του πιο συντηρητικού μέρους του κοινωνικού κορμού… Όλα τους στοιχεία που συνθέτουν το background για μια σκληρή αντιμετώπιση του κοινού εχθρού.
Όχι λοιπόν. Δεν είναι μόνο ο συγκεκριμένος νοικοκυραίος . Είναι η κοινωνία ολόκληρη που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των νοικοκυραίων. Των καθώς πρέπει. Αυτών με πρόσωπο στον κόσμο και καθαρό κούτελο στην κοινωνία. Δεν είναι ο φασισμός. Είναι απλά η καθημερινή, φυσιολογική, συνηθισμένη κοινωνική συνοχή στο βωμό της οποίας δεν τρέχει να πεθάνουν από μαζικό λιτζάρισμα τοξικοεξαρτημένοι κλέφτες κοσμηματοπωλείων.
Δεν είναι θέμα ελιτισμού. Είναι θέμα ρεαλισμού.