Category Archives: Uncategorized

Το τέλος ενός κύκλου;

 

 

Η πόλωση του πολιτικού σκηνικού στην μεταπολεμική Ελλάδα δεν άφηνε πολλά περιθώρια ώστε να είναι κανείς αδιάφορος προς την πολιτική. Ως αποτέλεσμα όλες οι πτέρυγες του πολιτικού φάσματος, από τη δεξιά ως το κέντρο και την αριστερά, είχαν μια μεγάλη κομματική δεξαμενή, έντονα πολιτικοποιημένη, και με την πλειοψηφία των μελών τους, αρκετά στρατευμένα ιδεολογικώς.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια ο κοινωνικός χάρτης στο ελληνικό τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Νέες τάσεις έχουν διαμορφωθεί, έχουν καταστεί κυρίαρχες, και έχουν επηρεάσει τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς.


Οι ανακατατάξεις της μεταπολίτευσης, η κοινωνική κοινωνικότητα και οι αντιφατικές ταξικές μετατοπίσεις που τη χαρακτήρισαν, καλλιέργησαν σταδιακά τις συνθήκες για την α-πολιτικοποίηση μεγάλου μέρους του δυναμικού κάθε πολιτικής πτέρυγας. Διαμορφώθηκε έτσι ένας μεγάλος κοινωνικός πόλος που εκτείνεται από τη μετριοπαθή συντήρηση ως τη μετριοπαθή πρόοδο, αδιάφορος για τα κοινά τον περισσότερο καιρό, εμποτισμένος από την κυρίαρχη ιδεολογία της ανάπτυξης και του καταναλωτισμού, πακέτο με την εξοικείωση πρακτικών διαφθοράς, σε αναλογία πάντα των κοινωνικών και ταξικών προνομίων του καθενός.


Ο συγκεκριμένος κοινωνικός πόλος, πέρα από συγκεκριμένες στιγμές που ενεργοποιήθηκε λόγω συγκυριών που είχαν σχέση με εθνικές ή οικονομικές κρίσεις, υπήρξε κατά κύριο λόγο ανενεργός, διατυμπανίζοντας περήφανα την α-πολιτικοποίηση του, ως κοινωνικά υπεύθυνη θέση, ενώ η αδιαφορία προς τα κοινά, μετατρεπόταν σε κυρίαρχη κοινωνική τάση, σε αντίθεση με το παρελθόν που ενδεχομένως ήταν πιο περιθωριακή. Η τάση αυτή, σε συνδυασμό με την επιρροή της μαζικής κουλτούρας των επόμενων δεκαετιών, καθιερώθηκε ως η απόλυτη νέα νόρμα και ήταν και αυτή που απορροφούσε τα μεγαλύτερα κύματα της νεολαίας.


Θεωρούμε ότι ο πόλος αυτός, που άλλοτε αποκαλείται σιωπηλή πλειοψηφία ή μέτωπο της λογικής, δεν έγινε άμεσα αντιληπτός, ως τέτοιος, από το ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα , με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αποξένωση με χαρακτηριστικά ιδρυματοποίησης, των ριζοσπαστικών υποκειμένων από το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτή η ιδρυματοποίηση δημιούργησε κάπως μια συλλογική αίσθηση ότι όσο περισσότερο φωνάζουμε, όσο περισσότερη βαβούρα κάνουμε, τόσο περισσότερο ακούγεται προς τα έξω το δίκιο μας, και μάλιστα γίνεται αποδεκτό. Κάπως σαν το σύνδρομο του φωνακλά που επειδή φωνάζει σε μια συζήτηση, νομίζει ότι οι χαμηλοί τόνοι των υπολοίπων είναι ένδειξη πειθούς.


Το χάσμα ανάμεσα στις ριζοσπαστικοποιημένες δυνάμεις της προόδου και τον κοινωνικό πόλο της α-πολιτικοποίησης βάθυνε κι άλλο στη πορεία της μεταπολίτευσης, καθώς χανόταν ολοένα και περισσότερο το πολιτισμικό κομμάτι της παράδοσης των αγώνων, των συλλογικών αντιστάσεων και κατακτήσεων, αφήνοντας πίσω ένα κενό που κάλυπτε η επελαύνουσα μαζική κουλτούρα των ΄90s και ΄00s. Η ενασχόληση με την πολιτική από την άλλη φαινόταν σα δείγμα γραφικού φανατισμού ή μια επιλογή καριέρας για τους πιο επιδέξιους και φιλόδοξους. Ήταν εποχές που ειδικά στις νεανικές παρέες ήταν στάνταρ οι φράσεις «έλα μωρέ τι ασχολείσαι με αυτά τώρα», «δε μπορούμε να κάνουμε μια κουβέντα όλο στο πολιτικό το πας», «καλό παιδί ο/η τάδε αλλά στα πρήζει με τα πολιτικά» .


Οι κοινωνικοί αγώνες λοιπόν έφθιναν στη μεταπολίτευση, οι πιο δυναμικές αντιστάσεις γίνονταν ολοένα και πιο περιθωριακές, και κάθε μεγάλο κοινωνικό κίνημα που ξεσπούσε δε ήταν παρά μια σκιά κάποιου προηγούμενου, κάποια χρόνια πίσω. Αν κοιτάξει κάποιος τη μεγάλη εικόνα των προηγούμενων δεκαετιών και μελετήσει την καμπύλη των κοινωνικών αγώνων στη μεταπολίτευση, θα διαπιστώσει μια διαρκώς φθίνουσα πορεία σχεδόν σε όλα τα μέτωπα. Από τις εργατικές μέχρι τις φοιτητικές και τις μαθητικές κινητοποιήσεις και από τα αντιπολεμικά μέχρι το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, σημειώνεται μια πτωτική τάση, αν όχι απαραίτητα σε δυναμικότητα, σίγουρα σε μαζικότητα. Οι εστίες κοινωνικής σύγκρουσης λιγοστεύουν διαρκώς, η ένοπλή αμφισβήτηση υποχωρεί καθώς καταγράφονται ολοένα και λιγότερες ενέργειες, ενώ μία από τις πιο εμβληματικές και πολυπληθέστερες οργανώσεις πολιτικής βίας, τερματίζει τη δράση της στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 .


Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, και ότι την ακολούθησε, ήταν βεβαίως μια εξαίρεση αλλά ταυτόχρονα ήταν και μια παρένθεση. Δυναμική αλλά παρένθεση. Η εξέγερση απέκτησε ένα δημόσιο πρόσωπο στις δυναμικές αντιδράσεις και διαδηλώσεις των μαθητών, αλλά η βασική εκρηκτική της ύλη, αν εξαιρέσουμε το αναρχικό κίνημα, υπήρξε το κοινωνικό περιθώριο, δηλαδή ένας διαρκής πληθυσμός υπό εξαίρεση. Ρομά, μετανάστες, με ή χωρίς χαρτιά, τοξικοεξαρτημένοι, λούμπεν παραβατικός πληθυσμός καθώς και χούλιγκαν των γηπέδων. Το γεγονός της έκρηξης του κοινωνικού περιθωρίου ταρακούνησε τα πιο συντηρητικά κομμάτια του κοινωνικού πόλου της α-πολιτικοποίησης, στρέφοντας τους στα πιο δεξιά του πολιτικού φάσματος από εκεί και ύστερα.


Τα πρώτα χρόνια της κρίσης και των αντιμνημονιακών αγώνων, η πόλωση που προκάλεσε η κοινωνική αγανάκτηση, υπήρξε ομολογουμένως μεγάλη, δημιουργώντας μια πολιτική αποσταθεροποίηση που άλλαξε τα δεδομένα του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Της κοινωνικής αγανάκτησης κατάφεραν να τεθούν πρωτοπορία δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και της ακροδεξιάς, οι μεν επενδύοντας στην ελπίδα μιας καλύτερης διαχείρισης, οι δε στην απογοήτευση και το θυμό εξαιτίας της «πολιτικής φαυλοκρατίας». Αμφότερες επένδυσαν στο χαρτί των πατριωτικών αισθημάτων με την ρητορική της καθεμιάς προσαρμοσμένη στις γενικότερες διακηρυγμένες αρχές της, και στα αυτιά του ευρύτερου ακροατήριου της. Εκλογικά επικράτησαν οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις διαψεύδοντας την ελπίδα που καλλιέργησαν ενώ την ίδια στιγμή οι ακροδεξιές δυνάμεις βάλλονταν ως εγκληματικές, και έβρισκαν απέναντι τους το «τείχος της Δημοκρατίας».


Αυτή ακριβώς η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας του 2015-2019 να καταφέρει, έστω και περιορισμένα, να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που η ίδια καλλιέργησε, ήταν καταλυτική ώστε να δημιουργηθεί το έδαφος για μια επερχόμενη επανασυσπείρωση του κοινωνικού πόλου της α-πολιτικοποίησης, της σιωπηλής πλειοψηφίας και του μετώπου της λογικής υπό την αδιαμφισβήτητή πολιτική ηγεμονία της δεξιάς πτέρυγας του πολιτικού συστήματος.


Το γεγονός αυτό δίνει την ευχέρεια στη νέα πολιτική διαχείριση της εξουσίας να ανακηρύξει το τέλος ενός ιστορικού κύκλου, αυτού της μεταπολίτευσης, και το άνοιγμα ενός νέου. Ενός νέου κεφαλαίου που θα κλείσει τα κεφαλαία που συνιστούσαν «παθογένειες του παρελθόντος», «γραφικότητες» και «σπασμωδικές αντιδράσεις μειοψηφικών ομάδων», καταστάσεις δηλαδή που δεν μας έκαναν να φαινόμαστε μια καθώς πρέπει ευρωπαϊκή ανεπτυγμένη χώρα, αλλά μια οπισθοδρομική βαλκανική μπανανία.


Έτσι η κυβέρνηση κλείνει το κεφάλαιο των διαδηλώσεων, κλείνει το κεφάλαιο των απεργιών, το κεφάλαιο του ριζοσπαστισμού στα πανεπιστήμια, το κεφάλαιο της πολιτικής βίας και της έμπρακτης αμφισβήτησης του καθεστώτος σε οποιαδήποτε μορφή, και ετοιμάζεται να κλείσει και άλλα κεφάλαια, με την πρόθεση να γράψει ιστορία και να αφήσει εποχή, ως η κυβέρνηση που έκανε αυτά που δεν τόλμησε να κάνει καμιά άλλη. Κι αυτό χωρίς κόμπλεξ και ενοχικά σύνδρομα για το βρώμικο παρελθόν της δεξιάς, πράγματα που αφορούν γεγονότα που έχουν ξεθυμάνει και οι νέες γενιές δεν έχουν ζήσει καν, χωρίς ταμπού, και πάνω από όλα, χωρίς πραγματικό αντίπαλο μέχρι στιγμής. Κι αυτό γιατί οι δυνάμεις της αριστεράς από τη μία, νόμιζαν πως τα μεταπολιτευτικά προνόμια τους θα κρατούσαν για πάντα και απέχουν πολύ από οποιοδήποτε επίπεδο ετοιμότητας, και η πιο δυναμική και συγκρουσιακή κοινωνική δυναμική από την άλλη, η αναρχία, παραμένει κατακερματισμένη και δεχόμενη συντριπτικά απανωτά πλήγματα, το ένα πίσω από το άλλο.


Πλέον το να φωνάζεις δυνατά και επαναλαμβανόμενα πόσο φασιστική είναι η κυβέρνηση και αυτά που κάνει, απλώς δεν έχει κανένα νόημα. Κι αυτό διότι τα χρόνια πέρασαν, και οι κυβερνώντες πλέον δεν τριγκάρονται με αυτή τη ρητορική. Περισσότερο διασκεδάζουν καθώς γνωρίζουν ότι έτσι δεν πείθεται παρά ένα πολύ μικρό κοινό μέσα στην κοινωνία, με έφεση να παρασύρεται από λεκτικές υπερβολές. Η πραγματικότητα, όσο κι αν μας ενοχλεί, είναι ότι πολλά από τα πράγματα που τώρα κάνει η κυβέρνηση ισχύουν, και είναι μια κανονικότητα σε πολλές χώρες στην Ευρώπη εδώ και χρόνια, δεκαετίες ίσως. Και ο περισσότερος κόσμος στον οποίο απευθυνόμαστε, ή τέλος πάντων αυτό πασχίζουμε να το κάνουμε, δεν έχει στο μυαλό του την Ευρώπη, γενικώς και αορίστως, ως μια ένωση φασιστικών κρατών, αλλά ως ισοδύναμο της προόδου και του εκσυγχρονισμού, τόσο σε ότι αφορά τα πανεπιστήμια, αλλά και τις κινητοποιήσεις, την καταστολή, τις φυλακές κτλ.


Ο περισσότερος κόσμος θα έχει ταξιδέψει σε κάποια χώρα της Ευρώπης, για τουρισμό, για σπουδές, για αναψυχή, και σίγουρα αυτό που σκέφτηκε δεν ήταν, «α τι φασιστική χώρα είναι αυτή», αλλά πόσο προχωρημένα, πολιτισμένα, εκσυγχρονισμένα και τακτοποιημένα είναι τα πράγματα εκεί πέρα. Αυτός είναι ο πυρήνας του φαντασιακού του κοινωνικό πόλου της α-πολιτικοποίησης όταν ακούει για Ευρώπη, η οποία περισσότερο σαν πρότυπο κάπως γίνεται αντιληπτή, παρά σαν παράδειγμα αποφυγής.
Βερμπαλισμοί τύπου Χούντα, Φασισμός, φασιστικές πρακτικές, δεν συγκινούν και δεν πείθουν παρά ελάχιστα αυτιά. Ακόμα χειρότερα ακούγονται σαν τις υστερίες ενός κακομαθημένου παιδιού που οι κηδεμόνες του αποφάσισαν να γίνουν πιο αυστηροί. Μια εικόνα που ενισχύεται από την προπαγάνδα του κυβερνητικού στρατοπέδου που χαρακτηρίζει την αριστερά (στο σύνολο της) ως το κακομαθημένο παιδί της μεταπολίτευσης που δεν έμαθε ποτέ τρόπους.


Σε μεγάλο βαθμό λοιπόν, ο πόλος της α-πολιτικοποίησης όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για τις προοδευτικές κατακτήσεις που χάνονται, αλλά τις εγκρίνει κιόλας, και τις θεωρεί δείγμα κυβερνητικής συνέπειας και αποφασιστικότητας. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι να θιγούν και τα δικά τους άμεσα συμφέροντα και προνόμια και να αναγκαστούν να λάβουν την όποια θέση διαμαρτυρίας, είμαστε μόνοι και μόνες μας, σε έναν αγώνα που μοιάζει με κούρσα επιβίωσης, με τις πιθανότητες αναχαίτησης αυτής της επίθεσης να μην αυξάνονται με μια ρητορική και μια στρατηγική που αποσκοπεί στο να κάνει τους κυβερνώντες να νιώσουν ντροπή για τα «φασιστικά πεπραγμένα» τους, ή να αγχωθούν μην ταυτιστούν με την επάρατο Δεξιά.


Η κυβέρνηση επιτίθεται ανελέητα σε όλο το προοδευτικό φάσμα θεωρώντας ότι το χει να το κάνει γιατί τόσα χρόνια «βρίσκαμε και τα κάναμε». Μπορεί οι συνθήκες της πανδημίας να ευνοούν τις αλλαγές των κοινωνικών συσχετισμών αλλά, μη γελιόμαστε, αυτές θα προχωρούσαν έτσι κι αλλιώς, με ή χωρίς πανδημία. Απλώς τώρα τσουλάνε πιο εύκολα. Η ανάσχεση τους από την άλλη, και η διάψευση της νέα πολιτικής διαχείρισης ότι δεν παίζει χωρίς αντίπαλο, δε θα είναι χωρίς βαρύ κόστος. Αυτό ας το λάβουμε υπόψη μας.

Η μάχη των εννοιών: κυρίαρχος λόγος και αντικοινωνικό

Η μάχη των εννοιών:
κυρίαρχος λόγος και αντικοινωνικό


Αλίκη: “Πως μπορείς να δώσεις τόσο διαφορετικές σημασίες στις λέξεις που χρησιμοποιείς;”
Humpty Dumpty: “Το ερώτημα είναι ποιος είναι ο κυρίαρχος… αυτό είναι όλο”.
Lewis Carroll
(Η Αλίκη μέσα στον καθρέπτη)

 

Κάθε καθεστώς που θα ήθελε να έχει λιγότερους αποσταθεροποιητικούς κραδασμούς, κατασκευάζει μια αφήγηση που να συσπειρώνει σε μια συναινετική βάση ένα σεβαστό ποσοστό της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Κάθε αφήγηση διαφέρει ανάλογα το καθεστώς, την εποχή και την ιδιομορφία κάθε περιοχής. Ωστόσο υπάρχει σχεδόν πάντα ένα κοινό μοτίβο.

Το μοτίβο αυτό περιλαμβάνει την αναγκαιότητα μιας ενότητας απέναντι σε έναν εχθρό. Ο εχθρός, και οι ταυτότητες του, μπορεί να αλλάζουν, αλλά το μοτίβο παραμένει.

Μπορεί άλλοτε να παρουσιάζεται ως αιρετικός ή ως προδότης ή ως κάτι άλλο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται είναι ανάλογος του τι μπορεί να συσπειρώσει κάθε φορά ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής βάσης.

Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα του μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής εποχής, ως και τη μετάβαση στη μεταπολίτευση, η αφήγηση που αποτελούσε συγκολλητική ουσία για την πολιτική τάξη πράγματων ήταν η εθνική απειλή.

Σε ένα ταραγμένο πολιτικό περιβάλλον όπως αυτό της Ελλάδας των δεκαετιών αυτών, η αφήγηση αυτή επιδίωξε να συσπειρώσει κομμάτια της κοινωνίας στη βάση της εθνικοφροσύνης και της πλειοδοσίας στον πατριωτισμό. Με εξαίρεση τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής όπου το βάρος της αντίστασης σήκωσε στο μεγαλύτερο κομμάτι η αριστερά, η αφήγηση αυτή πέτυχε πράγματι το στόχο της σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.

Ως εθνική απειλή παρουσιάστηκε ο κίνδυνος του κομμουνισμού και σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε η συνθήκη, της όποιας κοινωνικής αποδοχής της συνέχειας των παρακολουθήσεων, των εξοριών, των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων κομμουνιστών/στριών μέχρι και το 1974. Η ίδια η δικτατορία επιχείρησε να νομιμοποιηθεί κοινωνικά επικαλούμενη τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Χωρίς μια εθνική καταστροφή του μεγέθους της Κυπριακής κρίσης ενδεχομένως η μεταπολίτευση να αργούσε περισσότερο.

Στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης, και κυρίως στα χρόνια της πράσινης σοσιαλδημοκρατίας, το τοπίο της πολιτικής σκηνής μεταβάλλεται. Πλέον συγκολλητική ουσία είναι η νομιμοφροσύνη και εχθρός είναι τα υποκείμενα που την απειλούν.

Όσο θα βαθαίνει η μεταπολίτευση και η ελληνική εκδοχή του κεϋνσιανισμού θα φτανει το pic της (’90-’00), η συγκολλητική ουσία του νέου κοινωνικού συμβολαίου είναι η συσπείρωση γύρω από οτιδήποτε απειλεί τους όρους της νέου τύπου κοινωνικής συνοχής.

Οι αντιφατικές ταξικές μετατοπίσεις που προκαλούνται με την ποσοτική διόγκωση του κοινωνικού μπλοκ μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, τόσο στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές όσο και στην ύπαιθρο, δημιουργεί ένα ενιαίο διαταξικό ιδεολογικό μπλοκ νομιμοφρόνων.

Όσο περισσότερο κυριαρχούσε στο κοινωνικό πεδίο η μικροαστική ιδεολογία και ηθική, τόσο άλλαζαν και οι ευρύτεροι κοινωνικοί συσχετισμοί με την διεύρυνση του σώματος των νομιμοφρόνων, ή αλλιώς και νοικοκυραίων. Υπήρχε δηλαδή και υλικός αντίχτυπος καθώς το ζήτημα δεν ήταν αποκλειστικώς ποιοτικό.

Το κοινωνικό σώμα της νομιμοφροσύνης αρχίζει να συσπειρώνεται πλέον απέναντι σε μια απειλή που βαφτίζεται αντικοινωνική, και το εθνικόφρων πλαίσιο υποχωρεί σταδιακά από το δημόσιο διάλογο σε σχέση με το παρελθόν. Ο νέου τύπου κοινωνικός κορμός, ο νομιμόφρων πληθυσμός, καλείται να σταθεί απέναντι σε εκείνα τα στοιχεία που απειλούν την πολιτική τάξη και τη κοινωνική συνοχή, τη δημόσια ασφάλεια, την κυρίαρχη κοινωνική ηθική και γενικά απέναντι σε οτιδήποτε αποτελεί παραφωνία στη συνθήκη της νέας εποχής. Μιας εποχής στην οποία θα κυριαρχήσει μια γενικευμένη απληστία και διαφθορά, η οποία μάλιστα σε ένα μεγάλο βαθμό, κατέστη οριζόντια.

Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο αλλά και στα ΜΜΕ, ριζοσπαστικά υποκείμενα που αμφισβητούσαν το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, κομμάτια της νεολαίας που αποστρέφονταν τον κομφορμισμό της εποχής και τα κυρίαρχα αισθητικά και πολιτισμικά πρότυπα, τα όποια απομεινάρια μαχητικού συνδικαλισμού, άτομα τοξικοεξαρτημένα ή παραβατικά, με διαρκή τραβήγματα σε δικαστήρια ,φυλακές ή ψυχιατρικά ιδρύματα, αλλά και άλλα, με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή μη ετεροκανονικό έμφυλο αυτοπροσδιορισμό, μετανάστες και πρόσφυγες, αποτελούσαν ένα σύνολο αντικοινωνικών στοιχείων, που απειλούσε την κοινωνική ομαλότητα και κανονικότητα.

Προοδευτικά η κοινωνία, αντί για το ευρύτερο πλαίσιο συλλογικής συνύπαρξης διαφορετικών μίκρο- και μάκρο- συνόλων, γίνεται νοούμενη αποκλειστικά ως το σώμα της νομιμοφροσύνης. Οτιδήποτε έξω από αυτό είναι έξω και από την κοινωνία

Οι συνδηλώσεις που παράγονταν μέσα από την αυτήν τη διάκριση, καταλήγαν να ταυτίζουν το αντικοινωνικό με το αντικανονικό, με κάθε είδους δηλαδή αποκλίνουσα τάση και συμπεριφορά. Έτσι συχνά πολιτικές ομιλίες ακόμα και στο κοινοβούλιο έφταναν να ομιλούν για αντικοινωνικά στοιχεία που κάνουν καταλήψεις σε σχολεία, που κάνουν επεισόδια σε πορείες, που απειλούν την περιουσία και την ασφάλεια του Έλληνα, που μολύνουν τις γειτονιές ή το κέντρο της πόλης με την παρουσία τους (αναφορά κυρίως σε μετανάστες/πρόσφυγες και τοξικοεξαρτημένους), που αποτελούν πρόκληση για την επικρατούσα κοινωνική ηθική (αναφορά κυρίως σε άτομα απασχολούμενα σε μαύρη σεξεργασία ή σε δημόσιες εκδηλώσεις τρυφερότητας ομόφυλων ζευγαριών και συναφείς κοινωνικές διεκδικήσεις περί θεσμικής αναγνώρισης δικαιωμάτων) ενώ ο ίδιος λόγος περνούσε αυτούσιος σε τίτλους του Τύπου και σε τηλεοπτικά ενημερωτικά προγράμματα και εκπομπές.

Επιπλέον η σχηματική αυτή αντίθεση κανονικού-αντικοινωνικού, εισάγει στην ημερήσια διάταξη ένα λόγο ρατσιστικό και κανιβαλλιστικό, που εθίζει το κοινό σε σχήματα αντίληψης και αίσθησης ανωτερότητας από το «άλλο», το αντικοινωνικό, το οποίο σταδιακά, χάνει ακόμα και την ανθρώπινη υπόσταση του.

Πάνω στην ίδια διάκριση οικοδομείται και η κοινωνική αδιαφορία για συνθήκες εξαίρεσης που αφορούν πληθυσμούς-τμήματα αυτού του ενιαίου αντικοινωνικού συνόλου. Έτσι το κοινό δε πρόκειται να δείξει ενδιαφέρον για την αστυνομική καταστολή σε ριζοσπαστικά ή και απλά παραβατικά υποκείμενα, για τις συνθήκες στις φυλακές ή τα κέντρα κράτησης μεταναστών, για την αστυνομική βία και αυθαιρεσία στους δρόμους, για την εθνική πολιτική ασφάλειας στα σύνορα με ότι συνεπάγεται αυτή. Αυτά τα θέματα θα καταλήξουν να αποτελούν ατζέντες αδιάφορες έως και ενοχλητικές στα αυτιά του κοινού, και οι φωνές που τις αναδεικνύουν θα είναι και αυτές αδιάφορες, γραφικές, περιθωριακές, ενοχλητικές ή ακόμα και εχθρικές.

Δεδομένου ότι οι συνθήκες εξαίρεσης σχεδόν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις καταπατούν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα ή συνιστούν απόκλιση από την τήρηση κανόνων της διεθνούς κοινωνίας, αποτελούν μείζονα αντίφαση ως προς τις υποτιθέμενες αξίες και αρχές του ίδιου του πολιτικού συστήματος, που εντάσσει εαυτόν στο μπλοκ του πολιτισμένου κόσμου. Όσο αμβλύνεται ποσοτικά και ποιοτικά αυτή η αντίφαση, τόσο πιο μεγαλύτερη ηθική απαξία αποκτά και η αδιαφορία του κοινού ως προς τις συνθήκες εξαίρεσης που εφαρμόζονται σε αυτούς του πληθυσμούς, οι οποίοι δεν είναι ότι είναι αόρατοι, απλώς στην καλύτεροι είναι αδιάφοροι, και στη χειρότερη εχθρικοί.

Η νέα συναινετική βάση λοιπόν στην οποία συσπειρώνεται το κοινωνικό σώμα, είναι η βάση αυτή η οποία επιτρέπει να διαπράττονται επί δεκαετίες, σωρεία κρατικών εγκλημάτων χωρίς μαζικές αντιστάσεις, μέσα σε ένα πέπλο σιωπής, συγκάλυψης και αδιαφορίας. Όλα αυτά γιατί αυτή η συνθήκη δεν αφορά τους ίδιους, αλλά ένα ξένο σώμα, έναν άλλο πληθυσμό, που δυνητικά μπορεί να είναι και απειλή εναντίον της κοινωνίας (όντας αντικοινωνικά στοιχεία) και ίσως και να του αξίζει και λίγο στην τελική. Είναι η βάση στην οποία πατάει η κοινοτοπία του κακού της εποχής μας επιτρέποντας την κανονικοποίηση των κοινωνικών αποκλεισμών και της καθημερινής συστημικής βίας εναντίον κάποιων άλλων που είτε δεν μας αφορούν είτε μπορεί και να απειλούν την κοινωνία μας.

Δεδομένης της συγκεκριμένης επίδρασης του κυρίαρχου λόγου θα επηρεαστούν και τα ριζοσπαστικά-ανατρεπτικά κινήματα των δεκαετιών αυτών που καλούνται να διαχειριστούν τη νέα πραγματικότητα. Πολλές από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που θα επακολουθήσουν στο εσωτερικό τους τα επόμενα χρόνια, προκύπτουν από μια αδυναμία παρακολούθησης των κοινωνικών διεργασιών που συντελούνται μέσα στο πεδίο. Αναπόφευκτα θα τεθούν διλήμματα σχετικά με τη στρατηγική και την επικοινωνία των ριζοσπαστικών μηνυμάτων, διλήμματα που θα πάρουν τη μορφή ρήξεων, συγκρούσεων και σφοδρής πολεμικής ένθεν κι ένθεν.

Εμβληματική διαμάχη με αφορμή τη στάση ενός ριζοσπαστικού κινήματος μέσα σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες θα είναι η πολιτική σύγκρουση που κωδικοποιήθηκε ως κοινωνισμός vs αντικοινωνισμός. Είτε αυτές οι πολιτικές πλαισιώσεις υπήρξαν επιτυχείς είτε όχι, η διαμάχη αυτή δεν υπήρξε αποκλειστικά εννοιολογική ή  μια μάχη ορισμών, αλλά ως ένα ουσιαστικό πολιτικό debate που κατά κύριο λόγο αφορούσε πρώτα από όλα το αν αναγνωρίζεται η ύπαρξη του κοινωνικού corpus της νομιμοφροσύνης με τα ως άνω ποιοτικά χαρακτηριστικά, και ύστερα το πώς στεκόμαστε συνολικά απέναντι του.

Πέρα από συμφωνίες ή διαφωνίες επομένως η διαμάχη αυτή δεν ήταν υπερβατική, ούτε αφορούσε μεταφυσικές ανησυχίες γενικώς και αορίστως, αλλά υπήρξε γειωμένη σε απολύτως πρακτικά ζητήματα δράσης, κίνησης και απεύθυνσης.

Η άλλη η όψη της σχετικοποίησης του φασισμού.

Κάποια στιγμή είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε ότι το να μιλάμε με μια ορισμένη ακρίβεια όταν κάνουμε πολιτική δεν είναι ακριβώς αγκύλωση ούτε εμμονή με στείρο ακαδημαϊσμό. Ο φασισμός για παράδειγμα έχει υπάρξει ιστορικά ένα πολυ συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό κίνημα στην Ιταλία, η ανάπτυξη και εδραίωση του οποίου αξίζει μελέτης και κατανόησης από τους ριζοσπαστικούς κύκλους διαχρονικά. Ωστόσο παρατηρείται μια ανεξάντλητη σχετικοποίηση της έννοιας που έχει καταλήξει να φοριέται καπέλο σχεδόν στα πάντα.
Η σχετικοποίηση του φασισμού έχει δύο βασικές αφετηρίες. Τόσο το φιλελεύθερο όσο και το αριστερό μπλοκ στη Δύση  έχουν προχωρήσει (για τους δικούς τους λόγους) σε μια συσχέτιση του κρατικού αυταρχισμού με το φασισμό, προκειμένου να προσεγγίζουν το μεσσαίο και κεντρώο χώρο, αυτόν που κοινωνικά τραμπαλίζεται μεταξύ συντήρησης και προόδου, μένοντας πότε στον έναν πόλο πότε στον άλλο.
Το φιλελευθερο μπλοκ ιστορικα προέβη σε αυτή την στρατηγική για να πάρει τον προοδευτικό κόσμο μαζί του προβάλλοντας το φάντασμα του σοβιετικού ολοκληρωτισμού και να θίξει το χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κρατικού προστατευτισμού. Από την η άλλη η δυτική αριστερά έκανε το ίδιο για να αποδώσει στις καταπιταλιστικές δημοκρατίες μια φασίζουσα διάσταση όταν αυτές γίνονται λίγοτερο ή περισσότερο αυταρχικές και έτσι να συνδέει διαρκώς ιστορικά το φασισμό με τον καπιταλισμό ως δύο αλληλοσυμπληρούμενα πράγματα.
Το αποτέλεσμα αυτής της επί μακρόν συσχέτισης που γίνεται εργαλείο προπαγάνδας και ενίοτε αποτελεί κομβική πολιτική στρατηγική και των δυο πλευρών, είναι η βασική γενεσιουργός συνθήκη της θεωρίας των δύο άκρων.
Αν οτιδήποτε αυταρχικό είναι δείγμα φασισμού, τότε τα φασιστικά καθεστώτα ειναι φασιστικά καθότι αυταρχικά, τα σοβιετικά καθεστώτα είναι φασιστικά καθότι αυταρχικά και αυτά, οι λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικές δημοκρατίες είναι φασιστικές και αυτές εξαιτίας της αυταρχικότητας τους, και βασικά με λίγα λόγια, όλα είναι φασισμός διαφορετικών διαβαθμίσεων.
Φυσικά ο ακραίος αυτός βερμπαλισμος, όταν τουλάχιστον συμβαίνει από την πλευρά του ευρύτερου αναταγωνιστικού κινήματος και η αντίστοιχη σχετικοποίηση του φασισμού, δεν παράγουν κανένα γενικευμένο ριζοσπαστικό αντιφασιστικό αντανακλαστικό. Τουναντίον ωθεί μια μεγάλη μάζα ημί-προοδευτικών ημι-συντητηρικών πολιτών που έχουν γαλουχηθεί από δεξιά και αριστερά σε όλη αυτή τη παραφιλλολογία, να υιοθετούν με περισσή ευκολία την άμεση συσχέτιση οτιδηποτε αυταρχικού με το φασισμό.
Συνέπεια αυτής της επίδρασης είναι η και στάση καταδίκης απέναντι στη βία από όπου και αν πρόερχεται , γιατί και αυτή είναι χαρακτηριστικό φασισμού. Όταν δε πολλές τέτοιες απόψεις ακούγονται από ανθρώπους γύρω μας πολλά ριζοσπαστικά υποκείμενα παθαίνουν trigger και καταλήγουν να τους θεωρούν και τους ίδιους κρυφοφασίστες, φασιστοφιλελέδες κτλ.
Αυτη η άκρατη “φασιστολογία” καταλήγει να ρίχνει ομίχλη στην ίδια τη γέννηση του φασιστικού φαινομένου και πως εγκολπώθηκε μέσα στις κοινωνίες σε συγκεκριμένες εποχές αλλά και να ζημιώνει και την αξιοπιστία του όποιου ριζοσπαστικού υποκείμενου απέναντι σε άλλους κοινωνικούς εταίρους.
Μερικά πράγματα μπορεί να είναι σκληρά, αυταρχικά ακόμα και βάρβαρα αλλά δεν είναι απαραίτητα φασισμός. Δεν κερδίζει πόντους συμπάθειας ένα κίνημα που τα βαφτίζει όλα φασιστικά αντίθετα καταλήγει να φαίνεται γραφικό, να αποριζοσπαστικοποιείται διαρκώς και τελικά η κοινωνική απεύθυνση του να αφορά εκείνη την κοινωνική κάστα ανθρώπων που αύριο μεθαύριο εύκολα θα θεωρούν κάθε βία καταδικαστέα από όπου κι αν προέρχεται.  Κάτι που με τη σειρά του γεννά νέους διαλόγους εντός του ίδιου του κινήματος αναφορικά με την ποσόστοση της ανταγωνιστικής βίας και το αν γίνεται κατανοητή από τον “κόσμο”. 

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι είναι επιτακτικό το ξεπέρασμα αυτής της κακής  συνήθειας ως αναγκαία προϋπόθεση για να μιλάμε για ένα ανταγωνιστικό κίνημα που στοχεύει σε μια γενικότερη  ριζοσπαστικοποίηση και όχι γενικώς και αορίστως στο χάιδεμα των κεντρώων ακροατηρίων, χάιδεμα που μακροπρόθεσμα κιόλας γυρνάει μπούμερανγκ και που όχι, δε φέρνει απαραίτητα κόσμο με το μέρος μας ούτε μας κάνει πιο συμπαθείς κοινωνικά. Πιο εύκολα μας καθιστά έρμαια στη σάτυρα και τον κανιβαλισμό ακόμα και του τελευταίου τσαρλατάνου της mainstream ακροκεντρώας pop κουλτούρας παρά οτιδήποτε άλλο πιο σοβαρό. Αξίζει λοιπόν να το σκεφτούμε . 

Το Κόμμα που αγαπούσε τα συγχαρητήρια

Το ΚΚΕ, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά ΚΚ, έχει δεχθεί, από το 1974 και μετά όπου νομιμοποίηθηκε, να παίζει το ρόλο μιας καθεστωτικής αριστεράς που διεκδικεί την ηγεμονία του πεζοδρομίου, των κοινωνικών αγώνων και του κοινωνικού ανταγωνισμού εν γένει, ώστε να φροντίζει ότι η στάθμη της κοινωνικής πόλωσης θα παραμένει στάσιμη και ότι δε θα υπάρξει κοινωνική εκτροπή. Έχει αποδεχθεί οριστικά τον ιστορικό συμβιβασμό, και έχει βολευτεί στη θέση μιας πολιτικής διαμαρτυρίας όντας αντιπολίτευση εσαεί. Δεν διεκδικεί να καταστεί κόμμα εξουσίας, δεν διεκδικεί να είναι κόμμα ανατροπής, δεν διεκδικεί καν να επιφέρει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές μέσα στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο. Έχει αποκηρύξει κάθε μορφή οξυμένης πάλης, από την ένοπλη βία ως και τις μαχητικές διαδηλώσεις, έχει δηλητηριάσει το δημόσιο διάολογο με την ακράια χαφιεδολογία και προβοκατορολογία του, και έχει υπάρξει ουκ ολίγες φορές, αρωγός της Τάξης και της Ασφάλειας, επιχειρώντας βίαια και κατασταλτικα σε πιο ανεξέλεγκτες δυνάμεις του κινήματος.

Όλα αυτά δεν αφορούν μια αντιπαράθεση κομμουνισμού- αναρχίας. Δεν έχουν σχέση με υπαρκτές θεωρητικές ή άλλες διαφωνίες μεταξύ Μαρξ- Μπακούνιν και άλλων τεράτων της ριζοσπαστικής θεωρίας. Δεν έχουν να κάνουν καν με την όποια κριτική σε οποιαδήποτε βερσιόν του υπαρκτού σοσιαλισμού ούτε με την όποια κριτική στη προ 1974 εποχή του ΚΚΕ. Έχουν να κάνουν με την εγκόλπωση του μέσα στο πολιτικό κατεστημένο και την επιλογή του να είναι πυλώνας πολιτικής σταθερότητας σε οποιαδήποτε καίρια στιγμή του κοινωνικού ανταγωνισμού. Για αυτό και δέχεται και συγχαρητηρίων σε κάθε ευκαιρία. Γιατί το μέτωπο της ελληνικής εθνικοφροσύνης (οι πιο πραγματίστικες συνιστώσες της τουλάχιστον), γνωρίζει πως για τα ελληνικά δεδομένα, η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης έρχεται μέσα από τη διατήρηση του ΚΚΕ ως έναν εφεδρικό σύμμαχο. Ένα συμπέρασμα που έχει καθορίσει τον κεντρικό πολιτικό ρεαλισμό της μεταπολίτευσης, παρά τις όποιες αντι-κομμουνιστικές κορώνες πιο ακροδεξιών πτερύγων του πολιτικού φάσματος.

Το ζήτημα λοιπόν της σύγκρουσης με το μόρφωμα που λέγεται ΚΚΕ είναι ΠΟΛΙΤΙΚΟ και δεν αφορα μια βεντέτα αναρχίας-ΚΚΕ. Αφορά, ή θα έπρεπε να αφορά, όλα τα κομμάτια του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος, είτε από το φάσμα της αναρχίας, είτε από το φάσμα του κομμουνισμού, που επιμένουν να βλέπουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό με κριτήρια εκτροπής του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάτι που έρχεται μέσα από την παράδοση του διεθνούς επαναστατικού κινήματος με σημεία ορόσημα όπως η εκτέλεση μέλους του ΙΚΚ στην Ιταλία από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, για την επιλογή του να καταδώσει αγωνιστή στις αρχές.

Η μορφή που θα πάρει μια οποιαδήποτε τέτοια σύγκρουση στο μέλλον εξαρτάται από τα επίδικα της εποχής, των προκλήσεων και των διακυβευμάτων που τιθενται καθώς και από την πρωτοβουλία του ίδιου του ΚΚΕ να υπερασπιστεί την πολιτική σταθερότητα του συστήματος. Θα ειναι μάλιστα μια σύγκρουση που αναπόφευκτα θα καταλήξει να αφορά και τη βάση και την ηγεσία καθώς ανεξάρτητα από την ποιότητα και την βαρύτητα των ευθυνών για την πολιτική γραμμή του κόμματος, ένα μόρφωμα με τόση σκληρή και σφιχτή κομματική πειθαρχία θα καταφέρει να ελέγξει πλήρως τη βάση του στην κατεύθυνση που θέλει, και να στρέψει το ανθρώπινο  δυναμικό που διαθέτει ενάντια σε κόσμο που θα επιδιώξει μια μετωπική σύγκρουση με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Δε λέμε τίποτα περισσότερο λοιπόν από το ότι η όξυνση μιας τέτοιας σύγκρουσης είναι σχεδόν βέβαια ότι θα βρει (βρίσκει ήδη δηλαδή) αν όχι όλο το λαό του ΚΚΕ, εκείνο το σφιχτό κομματικό πυρήνα που θα αντέξει στις όποιες αυτομολήσεις, σε θέση υπεράσπισης της ίδιας της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. 

Επόμενως δεν είναι καγκουριά, δεν είναι τραμπουκισμός, δεν είναι στείρος αντικομμουνισμός.


Είναι απλά μονόδρομος προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ρήξης καθώς αποτελεί ένα ορατό και διόλου αμελητέο ανάχωμα προς αυτήν την κατεύθυνση, ένα ανάχωμα που θα χρειαστεί να προσπεραστεί με τον έναν τρόπο ή τον άλλο. 

Το σήμερα και το χτες

Δε φτάσαμε από τη μία μέρα στην άλλη στην σημερινή κοινωνική στάση απέναντι στο προσφυγικό δράμα, όπως την παρατηρούμε να αποτυπώνεται σχεδόν ολοένα και πιο μαζικά. Οι αντιδράσεις στις προσφυγικές δομές, που στην ουσία αποτελούν κολαστήρια η βαρβαρότητα των οποίων θα αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής μελέτης των επόμενων δεκαετιών, δεν έπεσαν από τον ουρανό. Έρχονται να πάρουν τη σκυτάλη από την εξίσου μνημειώδης κοινωνική αδιαφορία και απάθεια απέναντι στους εκατοντάδες νεκρούς του Έβρου και του Αιγαίου, των έγκλειστων στα κέντρα κράτησης, των βασανισμένων στα ΑΤ και μαχαιρωμένων από φασίστες τις τρεις δεκαετίες που προηγήθηκαν. Δεκαετίες στις οποίες η άγρια εκμετάλευση του μεταναστευτικού/προσφυγικού δυναμικού κατέστη διάχυτη και ευρέως οικοιοποιήσιμη πρακτική σε πόλεις και χωριά. Εποχές αδιανόητα πολλών ταξικών μετατοπίσεων. Εποχές κοινωνικού στάτους για όποιον πρωην φτωχομπινέ είχε τουλαχιστον έναν “βρωμοαλβανό” στο μαγαζί, η στο χωράφι και άφθονου ανδρισμού και σεξουαλικής εκτόνωσης στα σώματα των “ξέκολων” του ανατολικού μπλοκ. Εποχές που η Αγία Ελληνική οικογένεια μεσουρανούσε αποχαυνωμένη στα κοινωνικά προνόμια της που νόμιζε ότι θα κρατούσαν ακέραια για πάντα. Εποχές όπου ο ρατσισμός κατέστη δομικά κοινωνικός και κυρίαρχο συστατικό του νεο-ελληνικού κοινωνικού συμβολαίου. Η σημερινή εποχή επομένως βγάζει απίστευτο νόημα αν σκεφτούμε αυτές που διαδέχεται.

Τώρα μάλιστα που ο εφιάλτης παίρνει τη μορφή κανονικοποιημένων και νομιμοποιημένων κοινωνικών πογκρόμ ξαφνικά το νέο ριζοσπαστικό σπορ είναι η αναζήτηση εκείνων των ισχνών μειοψηφιών που κόντρα στην επικρατούσα κοινωνική ηθική του μίκρο- ή μάκρο- περιβάλλοντος τους , επιλέγουν την αλληλεγγύη αντί του κανιβαλισμού, τη συμπαράσταση αντί του πανικού, την ενσυναίσθηση αντί του μίσους, της ατομικής συνείδησης αντί του μαζανθρωπισμού, για να γυρίσουν και να μας πούν: να δεν είναι όλοι έτσι.

Ποτέ δεν ήταν όλοι έτσι όμως…

ΣΤΗΝ ΑΡΕΝΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ

Η σημερινή συγκυρία διακρίνεται από μια υψηλή σύγκρουση συμβολισμών και αναπαραστάσεων. Η νέα πολιτική διαχείριση έχει κτίσει το κοινό της, έχει βρει το ακροατήριο της στη συσπείρωση των κοινωνικών μπλοκ της εθνικοφροσύνης και της νομιμοφροσύνης και πλέον επιχειρεί να επιβάλει την αισθητική της παντού ώστε να εκπληρώσει τον επιπλέον διακηρυγμένο στόχο της: την εξάλειψη κάθε ίχνους της αποκαλούμενης και ως μετά-πολιτευτικής πολιτικής ηγεμονίας της αριστεράς. Το αποτέλεσμα; Να οδεύουμε προς ολοταχώς προς μια κοινωνία στα πρότυπα της αισθητικής αρκετά παλιότερων δεκαετιών, δεκαετιών όπου κυριαρχούσε η αισθητική του μικροαστικού καθωσπρεπισμού, δεκατιών οπώς αυτή του ’50 και του Νόμου 4000.

Η αυστηρή αστυνομική επόπτευση των χώρων θεάματος και διασκέδασης, η πολιτική κάλυψη σε όλες τις περιπτώσεις ακραίας αστυνομικής αυθαιρεσίας και κατάχρησης εξουσίας, ακραίας ακόμα και για τα συντηρητικά αντανακλαστικά, οι δηλώσεις πολιτικών προσώπων περί υιοθέτησης αυστηρού νομοθετικού πλαισίου όσον αφορά τον ενδυματολογικό κώδικα στα σχολεία, η διαρκής δημοσιογραφική κάλυψη της καλαισθησίας των κυβερνητικών στελεχών σε αντίθεση με τη μπανάλ αισθητική των προηγούμενων, η μόνιμη επωδός περί επιστροφής στην κανονικότητα, η ανάγκη επιβεβαίωσης του τρίπτυχου Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, επιβεβαιώνουν ότι ζούμε σε μια εποχή οπισθοχώρησης ακόμα και του mainstream προοδευτικού χώρου με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό. Και δυστυχώς αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι η συντήρηση κερδίζει έδαφος, ένα έδαφος που θεωρούσαμε αυτονόητο, εξασφαλισμένο και εκτός κινδύνου έχοντας ξεχάσει ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν αφορά αποκλειστικά ζητήματα ταξικής ατζέντας αλλά και ζητήματα που άπτονται αξιακών και ηθικών συγκρούσεων.

Ο κοινωνικός πόλεμος επομένως είναι και μια διαρκή μάχη ανάμεσα σε σημεία, μια σύγκρουση δηλαδή συμβολισμών μέσα από την οποία αναμετριώνται εικόνες, νοήματα και σημασίες για να κερδίσουν χώρο στο κοινωνικό πεδίο. Σε αυτή τη σύγκρουση κάθε πλευρά αναζητά το δικό της αφήγημα και προσπαθεί να το ισχυροποιήσει μέσα από τη δράση της στο δημόσιο χώρο, την οποία και διαφημίζει ακριβώς ως προϊόν πολιτικής συνέπειας.

Το αφήγημα των κρατούντων σήμερα είναι η με κάθε μέσο τήρηση της τάξης και της νομιμότητας και η επαναφορά της κανονικότητας. Μιας κανονικότητας όπου η εξουσία θα επιβεβαιώνει την παρουσία της παντού ακόμα και αν αυτό προϋποθέτει ότι ο Δήμος της πρωτεύουσας θα χρησιμοποιεί μέρους του Προϋπολογισμού για να στέλνει καθημερινά συνεργεία καθαρισμού συνοδεία ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας να καθαρίζει μάρμαρα στην ίδια πλατεία. Κομμάτι της ίδιας λογικής είναι και η μάχη των εορταστικών στολισμών στην ίδια πλατεία που αναμένεται να καταλήξουν σε μια ακόμα γκροτέσκα αστυνομική επιχείρηση στην οποία θα ξαναδούμε αστυνομικές δυνάμεις να φρουρούν Χριστουγέννιατικα δέντρα. (“Ο φόβος τώρα των Αρχών, όσο απλοϊκό και αν ακούγεται, είναι τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στο κέντρο της πρωτεύουσας και οι χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις.
Χαρακτηριστική είναι η φράση αξιωματικού της ΕΛΑΣ:
«Προσέξτε να μη δούμε φωτογραφίες με χριστουγεννιάτικα δέντρα να φλέγονται ” http://www.bloko.gr/2019/12/blog-post_210.html?m=1)

Οι εκκενώσεις των κατάληψεων υπάγονται και αυτές στο ίδιο αφήγημα περί αναγκαιότητας εξαφάνισης κάθε εστίας ανομίας. Δίοτι και αυτό είναι ζήτημα μεταξύ άλλων αισθητικής και ευπρέπειας όπως πρόσφατα τόνισε ο Δήμαρχος Βόλου Αχιλέας Μπέος ( “Δώσανε 15 εκατ. ευρώ για την ανακατασκευή του κτιρίου στην πίσω πλευρά και δεν άγγιξαν την μπροστινή, επειδή έχουν κάνει κατάληψη οι κοπρίτες. Περνά από μπροστά ο κόσμος και βλέπει βρακιά και κάλτσες να κρέμονται.” https://www.taxydromos.gr/m/m_article.php?id=352833)

Οι δηλώσεις τοπικών αρχόντων και πολιτικών αξιωματούχων δείχνουν πως βασικό κομμάτι της αντίληψης τους για την κανονικότητα κατέχει η αισθητική της Τάξης. Η ύπαρξη Τάξης πρέπει διαρκώς να επιβεβαιώνεται σε κάθε δρόμο, σε κάθε πλατεία, σε κάθε στενό μέσα από την αισθητική ελέγχου, επιτήρησης και αποστείρωσης. Κάμερες, στρατιωτικοποιημένες αστυνομικές δυνάμεις, φωτισμένες πλατειές, πάρκα, δρόμοι και ηχητικά εφέ αστυνομικών σειρήνων, βόμβων ελικοπτέρου, διαβιβάσεων ασυρμάτων.

Όταν η κατάσταση γίνεται τόσο ασφυχτική, τόσο πνιγηρή, τόσο φαινομενικά μη αναστρέψιμη ο εικονοκλαστικός χουλιγκανισμός φαίνεται μονόδρομος. Κάθε πράξη σε αυτά τα πλαίσια, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι, τραυματίζει την αισθητική της κυριαρχίας. Τραυματίζει το αφήγημα ότι η εξουσία είναι -ή ότι δύναται να είναι- παντού, και ανατρέπει την εικόνα της παντοδυναμίας της και της δυνατότητας εξασφάλισης της Τάξης. Ακόμα την καθιστά και αποτυχημένη εξωθώντας την σε ακόμα πιο ακραία μέτρα που θα τη γελοιοποιήσουν αποκαλύπτωντας ότι είναι “γυμνή”, αναγκάζοντας την σε σπασμωδικές κινήσεις που θα προκαλέσουν ευρύτερη κοινωνική πόλωση.

Αν κυρίαρχη στρατηγική τους είναι να χτυπούν σκληρότατα κάθε μικρή εκδήλωση αταξίας για να προλάβουν μην εξελιχθεί σε κύμα (θεωρία σπασμένων τζαμιών), μάλλον απαιτείται από τη δική μας πλευρά το ακριβώς ανάποδο: μια γεωμετρικά ασύμμετρη ανάπτυξη πρακτικών αταξίας ακόμα και της ελάσσονος έντασης, ακόμα και αν είναι εντελώς εικονοκλαστικές, ακόμα και αν στρέφονται ενάντια σε καθαρά μάρμαρα πλατειών, χριστουγεννιάτικα δέντρα, αστικές υποδομές, ΜΜΜ ή οπουδήποτε μπορεί να ραγίσει η βιτρίνα της κανονικότητας.

Γιατί σε ένα τέτοιο πόλεμο φθοράς δεν νικάνε οι δυνατοί. Νικάνε οι τρελοί και οι ευτυχισμένοι. Όπως άλλοτε.

Η Κανονικότητα στο απόσπασμα

Σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, η πολιτική διαχείρηση της κυριαρχίας στη δική μας επικράτεια, φροντίζει να επιβληθεί εκτός των άλλων και μέσα από την ηγεμονία των συμβόλων της. Είναι η ίδια η κυριαρχία που φροντίζει διαρκώς να μας υπενθυμίζει ότι η μακροημέρευση της εξαρτάται από την κανονικότητα. Που εμμένει στην ομαλή λειτουργία των ρυθμών της ζωής που μας εξαναγκάζουν να ζούμε θεωρώντας απειλητικό οτιδήποτε το διαταράσει, σκόπιμα ή μη. Που βασικό της και μόνιμα επαναλαμβανόμενο αφήγημα είναι το η Επιστροφή στην Κανονικότητα. Ταυτόχρονα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, εκεί που οι φλόγες της εξέγερσης φωτίζουν τον Ειρηνικό, ξεπροβάλει το σύνθημα ” Δε θα επιστρέψουμε στη κανονικότητα, επειδή η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα” .

Κάθε εικόνα λοιπόν μέσα από την οποία φαίνεται θρυμματισμένη η “κανονικότητα” της κυριαρχίας, είναι κι ένα πολιτικό μύνημα, είτε αυτό ειπώνεται ξεκάθαρα και με σαφήνεια ως τέτοιο, είτε ειπώνεται άρρητα αφήνοντας το αισθητό αποτύπωμα του στον υλικό κόσμο γύρω μας. Είναι μια απόδειξη ότι η Τάξη μετρά απώλειες, ότι δε δουλεύουν όλα ρολόι,ότι δεν γίνονται τα πράγματα όπως ήταν προγραμματισμένα να γίνουν, ότι δεν ακολουθούν τα παντα την προδιαγεγραμμένη τους πορεία. Είναι μια δήλωση ότι η αταξία θα βρεί το φυσικό της τρόπο να ξεπηδήσει, ότι η διατάραξη της ομαλότητας θα ξεπροβάλει μέσα από κάποια χαραμάδα που έμεινε ασφράγιστη ή από μια ρωγμή που δημιουργήθηκε στο ευ λειτουργείν της κανονικότητας.
Η κανονικότητα στο απόσπασμα λοιπόν μέχρι να γίνουν οι πόλεις μας απέραντα θέατρα βανδαλισμών σε οτιδήποτε μας τη θυμίζει. Τότε ίσως  αρχίσουν οι πιθανότητες να δουλεύουν για μας πραγματικά.

 

 

*Η φωτογραφία  στην οποία απεικονίζεται μια βανδαλισμένη στάση αστικού λεωφορείου αποτελεί στιγμιότυπο από τις ταραχές κατά τη διάρκεια της συγκρουσιακής γενικής απεργίας στη Γαλλία στις 5/6  για το ασφαλιστικό, τη μεγαλύτερη όλων των τελευταίων δεκαετίων.

Είναι ο τεχνοβιομηχανικός πολιτισμός, ηλίθιε

Κάθε φορά που γίνεται γνωστό κάποιο συνταρακτικό γεγονός που έχει να κάνει με ακόμα ένα πλήγμα στη φυσική ισορροπία του πλανήτη, (φωτιές στον Αμαζόνιο, φωτιές στη Σιβηρία κτλ ) αρχίζει ξανά όλη εκείνη η προπαγανδιστική παραφιλολογία που σε ένα ηθικό πανικό σπεύδει να αποδώσει στην καπιταλιστική ανάπτυξη την αποκλειστική ευθύνη για την περιβαλλοντική καταστροφή. Φυσικά πρόκειται περί ανοησιών και ατεκμηρίωτης μπουρδολογίας με στοιχεία από την νέα κουλτούρα μαζικής ηθικής υστερίας του διαδικτύου, επί παντός επιστητού κιόλας.
Όσο κι αν είναι γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη επελαύνει πάνω στα συντρίμμια του φυσικού κόσμου, σίγουρα δεν κατέχει το μοναδικό μερίδιο ευθύνης σε σχέση με τη λεγόμενη περιβαλλοντική καταστροφή.Το οικολογικό ζήτημα προκύπτει εξαιτίας του πολιτισμού του τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος στο οποίο συνέβαλε και ο υπαρκτός σοσιαλισμός, καθότι βιομηχανικός και καθόλου οικολογικός. Καπιταλισμός και Σοσιαλισμός ανταγωνίστηκαν πολύ σκληρά στην εξέλιξη του τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος , ιδιαίτερα την εποχή του Ψυχρού Πολέμου , απλά μόνο στα δυτικά κράτη έγινε δυνατό να εμφανιστούν οικολογικά κινήματα και να κάνουν ορατό το ζήτημα, καθώς οποιαδήποτε οικολογική φωνή σε σοσιαλιστικό κράτος θα θεωρούταν το λιγότερο “ύποπτη’ με ότι σήμαινε αυτό.
Είναι αφέλεια να θεωρούμε ότι στα σοσιαλιστικά κράτη δεν υπήρξαν ορυχεία που κατέστρεψαν αρχέγονα δάση, βιομηχανικές ζώνες που δεν μόλυναν υδροφόρους ορίζοντες, εκμετάλλευση ενεργειακών πηγών που δεν προκάλεσαν ζημιά σε οικοσυστήματα ή που δεν ανάγκασαν ολόκληρους πληθυσμούς σε εσωτερικές μετακινήσεις. Είναι αφέλεια επίσης στην καλύτερη, να θεωρείται ότι ο σοσιαλιστικός πολιτισμός υπήρξε περισσότερο οικολογικός από τον καπιταλιστικό και ότι διαθέτει δήθεν κάποιο ηθικό πλεονέκτημα ως προς αυτό, κάτι που πηγάζει υποτίθεται μάλιστα κιόλας από το ιδεολογικό υπόβαθρο του σοσιαλισμού. Αν με κάτι μάλιστα έχει ταυτιστεί το τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα στο κομμάτι που αφορά τον Υπαρκτό, αυτό είναι η δυστοπία που άφησε πίσω του το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ, ατύχημα που φυσικά αποτελεί παράπλευρη απώλεια του πυρηνικού ανταγωνισμού της ψυχροπολεμικής περιόδου.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που ονομάζεται τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα στις μέρες μας, αποτελεί το απαύγασμα ενός πολιτισμού διαμορφωμένου να εξυπηρετεί τις ανάγκες μαζικών κοινωνιών που ελέγχονται διοικητικά από κεντρικές εξουσίες διαφορετικών μορφών. Ανεξάρτητα από ποιο ιδεολογικό μανδύα έχουν ενδυθεί οι κεντρικές εξουσίες του τελευταίου αιώνα, όλες τους επένδυσαν στο βαθμό που μπορούσαν στην τεχνολογική ανάπτυξη και πρόοδο και συνεπώς στην οικοδόμηση του παγκόσμιου τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος που μολύνει νερό, γη και αέρα, εξαφανίζει ολόκληρα οικοσυστήματα και επιταχύνει την πορεία της έτσι κι αλλιώς συντελούμενης κλιματικής αλλαγής. Καμία κρατική οντότητα, και συνεπώς καμιά μορφή κεντρικής εξουσίας, δεν είναι δυνατόν να καταστεί ανταγωνιστική αν δεν διεκδικήσει το δικό της μέρισμα στην τεχνοβιομηχανική ανάπτυξη και είναι γεγονός ότι το προβάδισμα σε αυτόν τον ανταγωνισμό δε μπορεί να κερδίσει κάποιος με οικολογικές ευαισθησίες, καθότι αντιπαραγωγικές.
Δεν είναι ο Καπιταλισμός λοιπόν μόνο που οδηγεί τον πλανήτη στον αφανισμό του. Είναι στο σύνολο της η ανθρώπινη δραστηριότητα στο βαθμό που ολοένα και περισσότερο εξαρτάται σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας από τα αγαθά και τις υπηρεσίες της τεχνοβιομηχανικής ανάπτυξης. Αυτό είναι ένα τίμημα που θα κληθεί η ανθρωπότητα να πληρώσει για την πρόσδεση της σε ένα πολιτισμό στον οποίο θεωρείται φυσιολογικό να δημιουργούνται τεράστια μαζικοποιημένα κοινωνικά συστήματα με αστείρευτη καταναλωτικότητα και μηδενική δυνατότητα αυτάρκειας. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι μια αποκλειστικά κρατική διεύθυνση τέτοιων κοινωνικών συστημάτων, η μια αυτό-οργανωμένη, θα είναι σε θέση να είναι περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον ή ότι θα διαθέτει αυξημένα οικολογικά ένστικτα.
Η ανατροπή του καπιταλισμού είναι το ένα ζήτημα. Η αποκαθήλωση της εξάρτησης της κοινωνικής ζωής από έναν ανθρωποκεντρικό πολιτισμό που θεωρεί φυσικό του δικαίωμα την κυριαρχία άνευ όρων σε οποιοδήποτε σημείο του φυσικού κόσμου είναι κάτι εντελώς άλλο. Πιο ριζοσπαστικό και πιο τολμηρό. Κι αυτό γιατί ξεφεύγει πολύ από τις παραδοσιακές διαφωνίες περί διαχείρισης του κράτους, των αγορών, του εμπορίου και της παραγωγής. Αφορά την πολιτισμική ταυτότητα ολόκληρων κοινωνιών πράγμα που σημαίνει ότι ο αγώνας ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή ή θα είναι αγώνας για την καταστροφή του τεχνοβιομηχανικού πολιτισμού ή θα είναι τίποτα. Τα υπόλοιπα όλα είναι κλισέ ατάκες για φτηνή επίδειξη συναισθηματικού λαϊκισμού.

Κείμενο του Νίκου Ρωμανού σχετικά με την δικαστική απόφαση για τον Κορκονέα

“Καμία ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη…”

Ένα σύνθημα η αφετηρία του οποίου βρίσκεται στα μητροπολιτικά κέντρα των Η.Π.Α την δεκαετία του 80′ από τις κοινότητες των αφροαμερικανών οι οποίες μέσω αυτού προσπαθούσαν να αποτυπώσουν την ασυδοσία και την ατιμωρησία των αστυνομικών δυνάμεων και των ρατσιστών στις διαρκείς δολοφονικές επιθέσεις εις βάρος τους.

Για όποιον επιδιώξει να ξεφύγει από τον πολιτικό λαϊκισμό, τις κοντόφθαλμες διαπιστώσεις και τους φτηνούς θεατρινισμούς θα δει ότι τόσο οι αστυνομικές δολοφονίες όσο και η μετέπειτα ευνοϊκή ποινική μεταχείριση των δολοφόνων δεν είναι ένα σημείο εκτροπής από την δημοκρατική ομαλότητα, αλλά αντίθετα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της, σάρκα από την σάρκα της, αποτελεί προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της κρατικής μηχανής.

Ο Κορκονέας δεν θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση σε αυτή την συνθήκη. Mόνο στην σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία δεκάδες αστυνομικές αλλά και παρακρατικές δολοφονίες έχουν συγκαλυφθεί και οι δράστες έχουν απολαύσει την ιδιαίτερα επιλεκτική ευαισθησία της δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο θα δει κανείς και για όποιον μελετήσει την ιστορία της αστυνομικής βίας στις Η.Π.Α και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από τις δεκάδες προκλητικές αποφάσεις υπέρ των μπάτσων – δολοφόνων για τα θύματα της κοινότητας των μαύρων στις Η.Π.Α, στον Μελίστα που δολοφόνησε τον 15χρονο αναρχικό Μιχάλη Καλτεζά και τον δολοφόνο του Κάρλο Τζουλιάνι στην Ιταλία. Μια ματωμένη πραγματικότητα κρατικής βίας, δικαστικής αυθαιρεσίας, δημοσιογραφικής διαστρέβλωσης και πολιτικής αλητείας κρύβεται κάτω από τις στολισμένες βιτρίνες, την οικονομική ανάπτυξη, τους θετικούς δείκτες των οίκων αξιολόγησης και την κατασκευασμένη πεποίθηση ότι “όλα βαίνουν καλώς” που προσφέρει ο καπιταλισμός στους υπηκόους του.

Η προκλητική ποινή των 13 ετών στον Κορκονέα και η αθώωση του Σαραλιώτη που επιφύλαξε το εφετείο της Λαμίας στους μπάτσους – δολοφόνους ήταν μια πολιτική απόφαση με όλη την σημασία της λέξης.

Μια απόφαση που επιβραβεύει την δολοφονική αστυνομική βία ακόμα και αν στρέφεται ενάντια σε νεολαίους.

Μια απόφαση που στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προκλητικής ασυλίας στους κατασταλτικούς μηχανισμούς : “Έχετε το ελεύθερο να δολοφονήσετε όποιον δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις σας χωρίς συνέπειες”.

Μία απόφαση που ουσιαστικά οπλίζει την σφαίρα στην θαλάμη των ένοπλων φρουρών της έννομης τάξης μπροστά στις νέες κατασταλτικές σταυροφορίες που οργανώνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με στόχο το ανατρεπτικό κίνημα.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας και της πολιτικής χυδαιότητας εκ’ μέρους της Νέας Δημοκρατίας και των εκδοτικών ομίλων που την στηρίζουν όταν υποστηρίζουν ότι για την συγκεκριμένη δικαστική απόφαση ευθύνεται ο νέος ποινικός κώδικας, όταν γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις καμία σχέση δεν έχουν με ποινικούς κώδικες αλλά με την ουσία του κράτους.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν εδώ και δεκαετίες η δικαστική εξουσία με παλιούς και νέους ποινικούς κώδικες, δίνει προκλητική ποινική ασυλία στους ένστολους μισθοφόρους για κάθε πράξη αστυνομικής βίας, συγκαλύπτει τους διεφθαρμένους αξιωματούχους της πολιτικής ελίτ για κάθε τυχόν εμπλοκή τους σε οικονομικά σκάνδαλα, κλείνει τα μάτια όταν τα καράβια της επιχειρηματικής ελίτ περνάνε γεμάτα πρέζα από μπροστά της,

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν όλο αυτό το πολιτικό και επιχειρηματικό σκυλολόι ούρλιαζε στα τηλεοπτικά παράθυρα για τις νόμιμες ανάσες ελευθερίας του Δημήτρη Κουφουντίνα ενώ παράλληλα μεθόδευσε ενάντια στους ίδιους τους νόμους τους το νέο καθεστώς εξαίρεσης που βιώνει, να μιλάει για αποφάσεις της δικαιοσύνης που πρέπει να γίνουν σεβαστές.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν χιλιάδες κρατούμενοι και οι οικογένειες τους βιώνουν καθημερινά την σιδερένια πυγμή της αστικής δικαιοσύνης η οποία επικυρώνει τα διαβιβαστικά της αστυνομίας φορτώνοντας στις κλούβες που γυρνάνε στις φυλακές σώματα γεμάτα με απελπισία και κατεστραμμένη ψυχοσύνθεση.

Στον ψηφιακό κόσμο που διαρκώς κερδίζει έδαφος πάνω στον υλικό, η παραπληροφόρηση, οι τεχνικές μαζικής χειραγώγησης, ο έλεγχος της μαζικής ψυχολογίας μέσα από διαφημίσεις, δελτία ειδήσεων, δημοσιολόγους, κυβερνήσεις, είναι η νέα πραγματικότητα με την οποία πρέπει να αναμετρηθούν οι άνθρωποι που αγωνίζονται για την ελευθερία. Είναι η φωνή του σύγχρονου καπιταλιστικού Matrix μέσα στο κεφάλι του καθενός και της καθεμίας που μέσα από εικονικούς βομβαρδισμούς διατάζει, απειλεί, σαγηνεύει, δελεάζει, αποπροσανατολίζει. Είναι η φωνή που μας θέλει υπάκουους καταναλωτές, αδιάφορους πολίτες, πειθήνιους εκτελεστές των κρατικών διαταγών, υποταγμένους θεατές στα εγκλήματα του κράτους και του κεφαλαίου πάνω στις ζωές μας.

Είναι από την άλλη πλευρά η δική μας φωνή που θέλουμε να γίνει δυνατή. Είναι η φωνή της ανατρεπτικής συνείδησης που θα μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας για τον κόσμο της εξουσίας και τις προθέσεις του. Που θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο της αστικής δικαιοσύνης έναν σκληρό μηχανισμό ταξικής κυριαρχίας για την αναπαραγωγή των συμφερόντων του κράτους και του κεφαλαίου ανεξάρτητα από την πολιτική τους εκπροσώπηση, που θα αναλύσει με τρόπο διεξοδικό τις αντιφάσεις της, την εξόφθαλμη υποκρισία της, την ταξική της μεροληψία, την στρατηγική της στόχευση για την ποινική καταστολή του “εσωτερικού εχθρού”, την συγκάλυψη και την ευνοϊκή αντιμετώπιση όσων βρίσκονται στο δικό της στρατόπεδο.

“Δικαιοσύνη; Θα βρεις δικαιοσύνη στον άλλο κόσμο. Σ’ αυτή τη ζωή έχουμε μόνο νόμους” (William Gaddis)

Παραφράζοντας την φράση του William Gaddis μπορούμε να πούμε ότι δικαιοσύνη δεν θα βρουν σε αυτό τον κόσμο οι οικογένειες των θυμάτων της αστυνομικής βίας, όσοι ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν μέσα στα αστυνομικά τμήματα, όσοι αναζητούν την επιβίωση τους σε κάδους σκουπιδιών και φιλανθρωπικά συσσίτια, όσες οικογένειες είδαν τους ανθρώπους τους να βουτάνε από τις ταράτσες σπρωγμένοι από τα χέρια τραπεζιτών, πολιτικών και κάθε λογής άριστων, όσοι πρόσφυγες θαφτήκαν με ανώνυμες επιγραφές στον βυθό της Μεσογείου, όσοι περιμένουν στριμωγμένοι στις ουρές του ΟΑΕΔ, όσοι έχουν κάνει “σπίτι” τους τις υπόγειες διαβάσεις και τα πεζοδρόμια των εμπορικών δρόμων, όσοι πέθαναν σε κάποιο δολοφονικό “εργατικό ατύχημα” στον βωμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κερδοφορίας ανάμεσα σε σκαλωσιές και τσιμέντο.

Η απόφαση του εφετείου για τον Κορκονέα και τον Σαραλιώτη με όλες τις προκλητικές σημαιολογίες που αυτή κουβαλάει, και τα μηνύματα που εκπέμπει δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα στιγμιότυπο του κοινωνικού πολέμου της εποχής μας. Μια στιγμή νόμιμης αποκατάστασης της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας, μια στιγμή επαναδιατύπωσης των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, μια στιγμή επαναφοράς της συλλογικής ιστορικής μνήμης για το ανατρεπτικό κίνημα.

Στις δύσκολες μέρες που έρχονται για τους ανθρώπους που αγωνίζονται για την ισότητα και την ελευθερία η συγκεκριμένη στιγμή πρέπει και θα λειτουργήσει ως μια ακόμα απόδειξη της δικαιοπραξίας του ανατρεπτικού αγώνα.

Νίκος Ρωμανός

Υ.Γ : Έχει διατυπωθεί από διάφορα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε η άποψη ότι η απόφαση του εφετείου μου ήταν αυτή που οδήγησε στην αποφυλάκιση μου. Προς αποκατάσταση της αλήθειας λοιπόν η αποφυλάκιση μου ήταν προδιαγεγραμμένη για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έχοντας εκτίσει το σύνολο των ποινών μου χωρίς την απόφαση του συγκεκριμένου εφετείου. Ακόμα και με την συγκεκριμένη απόφαση το αποτέλεσμα δεν παύει να είναι προκλητικό αν σκεφτεί κανείς ότι καταδικάστηκα σε 14 χρόνια για τους εμπρησμούς στα προσωπικά οχήματα του Παπαντωνίου. Προφανώς τα καμμένα αμάξια του χρήζουν αυστηρότερης ποινικής αντιμετώπισης από μια κρατική δολοφονία στον μαγικό κόσμο της αστικής δημοκρατίας με τον απεριόριστο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή.

Πηγή: https://athens.indymedia.org/post/1599366/

Η πολιτική είναι και θέμα αισθητικής.

Πολλές φορές η μαζική προτίμηση σε κάποια πολιτική παράταξη μπορεί να έχει να πει πολλά για το επίπεδο, πρώτα από όλα, της συλλογικής αισθητικής, και μετά όλων των άλλων. Αυτό στη Ρωμαϊκή σκέψη κάπως ήταν κεκτημένο όπως προδίδει και το γνωστό ρητό με τη γυναίκα του Καίσαρος.
Ακόμα και σήμερα βέβαια παρατηρούμε ότι ολόκληρες πολιτικές ατζέντες, εκστρατείες, επικοινωνιακές στρατηγικές, εκπονούνται με γνώμονα την παλμογράφηση της κοινωνικής αισθητικής.
Η διακηρυγμένη επιστροφή στην κανονικότητα, κεντρικό μότο μιας συντηρητικής παράταξης που τραμπαλίζεται μεταξύ ακροδεξιάς, κλασικού φιλελευθερισμού, νεοφιλελευθερισμού, χριστιανοδημοκρατίας και ακραίου κέντρου ταυτόχρονα, αφορά περισσότερο από όλα μια σημειολογία. Σημειολογία η οποία έχει χτισμένη την κοινωνική της γείωση, όχι τώρα βεβαίως, αλλά αρκετά πίσω στο χρόνο.
Η σημειολογία αυτή εμπερικλείει όλες τις μορφές κοινωνικής υποκρισίας. Είναι η σημειολογία που επιβάλει να αποδεχόμαστε πχ έναν πολιτικό όχι επειδή είναι ικανός, καλός, αποδοτικός, ανιδιοτελής, και άλλα θετικά θεωρούμενα πράγματα, αλλά από το αν φαίνεται να τηρεί τα κοινωνικά προσχήματα και τύπους.
Φοράει γραβάτα; Δίνει θρησκευτικό όρκο; Φιλάει το χέρι του παπά με ευσέβεια; Εμφανίζεται 24/7 υπερασπιστής των πάτριων αξιών και παραδόσεων; Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για έναν διεφθαρμένο πολιτικό μέχρι τα μπούνια. Και πως να έχει. Η διαφθορά είναι μια κανονικότητα που έχουμε αποδεχθεί όλοι σιγά τα λάχανα. Δεν έχει σημασία αν η ίδια μάζα θυμάται τη χριστιανική ηθική μόνο σε κάτι πανηγύρια, σε κάτι βαφτίσια,γάμους, κηδείες και κάθε πάσχα και χριστούγεννα, και γενικά αν κατά τα άλλα σε επίπεδο καθημερινότητας απέχει έτη φωτός από αυτή. Και γιατί να έχει σημασία κάτι τέτοιο εξάλου;
Δεν έχει σημασία πάλι αν η ίδια μάζα νιώθει να καταπιέζεται από τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας,όταν βέβαια πρόκειται για προοδευτικές νόρμες στις οποίες έχει αλλεργία, ενώ ταυτόχρονα εξεγείρεται με την παραμικρή προσβολή των χρηστών ημών ηθών.
Στην προηγούμενη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο αυτό που συνέβη στο δημόσιο διάλογο ήταν αποκαλυπτικό, ως ένα βαθμό, της συλλογικής αισθητικής ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας, το οποίο λύσσαξε ενάντια στην σοσιαλδημοκρατική διαχείρηση της εξουσίας, (η οποία απεδείχθη μια χαρά ικανή και αποτελεσματική σε ζητήματα που οι προηγούμενες θα ζήλευαν) αν όχι για κάτι άλλο, κυρίως επειδή αυτή του προσέβαλε τα “γούστα”. Η πολιτική αντιπαράθεση διακυμάνθηκε τόσο πολύ γύρω από τι είναι και τι δεν είναι πρέπον να κάνει και να λέει ένας πολιτικός και ένα κόμμα γενικά, που αποκόμιζε κανείς την εντύπωση πως δεν έχουμε εκλογές μπροστά μας αλλά διαγωνισμό κοινωνικής ευπρέπειας.
Αυτό το βλέπει κανείς έντονα και στον καθημερινό σχολιασμό χρηστών μέσων δικτύωσης που αγαλλιάζουν, μετά τις εκλογές, με στιγμιότυπα της πολιτικής ζωής , όπως η ορκωμοσία στη βουλή, όπου η κανονικότητα επιστρέφει μέσα από τον εναγκαλισμό των παραδοσιακών “τύπων” που οι προηγούμενοι άπλυτοι “αριστεροκατσαπλιάδες” σνόμπαραν “προκλητικά”.
Όλη αυτή η τρέχουσα περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί καθωσπρεπισμού, κανονικότητας και προσχημάτων, αν κάτι μας βοηθούν σίγουρα να καταλάβουμε στο σήμερα, είναι ότι πολύ περισσότερο σοκάρει την κοινή γνώμη αν οι κληρονόμοι της πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας ανακαλύπτουν ότι οι προκάτοχοι τους τους παράδωσαν γραφεία που βρωμούσαν τσιγαρίλα, παρά αν ανακαλύπτουν ελείμματα και μαύρες τρύπες σε νευραλγικές δημόσιες υπηρεσίες, στον τομέα της υγείας πχ ή αλλού εξίσου σημαντικά.
Και αν μη τι άλλο αυτό δείχνει και το αντίστοιχο επίπεδο της κοινωνικής αισθητικής του σήμερα. Και όπως η πολιτική είναι και θέμα αισθητικής έτσι και η αισθητική είναι και θέμα πολιτικής.