Category Archives: Uncategorized

Το Κόμμα που αγαπούσε τα συγχαρητήρια

Το ΚΚΕ, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά ΚΚ, έχει δεχθεί, από το 1974 και μετά όπου νομιμοποίηθηκε, να παίζει το ρόλο μιας καθεστωτικής αριστεράς που διεκδικεί την ηγεμονία του πεζοδρομίου, των κοινωνικών αγώνων και του κοινωνικού ανταγωνισμού εν γένει, ώστε να φροντίζει ότι η στάθμη της κοινωνικής πόλωσης θα παραμένει στάσιμη και ότι δε θα υπάρξει κοινωνική εκτροπή. Έχει αποδεχθεί οριστικά τον ιστορικό συμβιβασμό, και έχει βολευτεί στη θέση μιας πολιτικής διαμαρτυρίας όντας αντιπολίτευση εσαεί. Δεν διεκδικεί να καταστεί κόμμα εξουσίας, δεν διεκδικεί να είναι κόμμα ανατροπής, δεν διεκδικεί καν να επιφέρει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές μέσα στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο. Έχει αποκηρύξει κάθε μορφή οξυμένης πάλης, από την ένοπλη βία ως και τις μαχητικές διαδηλώσεις, έχει δηλητηριάσει το δημόσιο διάολογο με την ακράια χαφιεδολογία και προβοκατορολογία του, και έχει υπάρξει ουκ ολίγες φορές, αρωγός της Τάξης και της Ασφάλειας, επιχειρώντας βίαια και κατασταλτικα σε πιο ανεξέλεγκτες δυνάμεις του κινήματος.

Όλα αυτά δεν αφορούν μια αντιπαράθεση κομμουνισμού- αναρχίας. Δεν έχουν σχέση με υπαρκτές θεωρητικές ή άλλες διαφωνίες μεταξύ Μαρξ- Μπακούνιν και άλλων τεράτων της ριζοσπαστικής θεωρίας. Δεν έχουν να κάνουν καν με την όποια κριτική σε οποιαδήποτε βερσιόν του υπαρκτού σοσιαλισμού ούτε με την όποια κριτική στη προ 1974 εποχή του ΚΚΕ. Έχουν να κάνουν με την εγκόλπωση του μέσα στο πολιτικό κατεστημένο και την επιλογή του να είναι πυλώνας πολιτικής σταθερότητας σε οποιαδήποτε καίρια στιγμή του κοινωνικού ανταγωνισμού. Για αυτό και δέχεται και συγχαρητηρίων σε κάθε ευκαιρία. Γιατί το μέτωπο της ελληνικής εθνικοφροσύνης (οι πιο πραγματίστικες συνιστώσες της τουλάχιστον), γνωρίζει πως για τα ελληνικά δεδομένα, η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης έρχεται μέσα από τη διατήρηση του ΚΚΕ ως έναν εφεδρικό σύμμαχο. Ένα συμπέρασμα που έχει καθορίσει τον κεντρικό πολιτικό ρεαλισμό της μεταπολίτευσης, παρά τις όποιες αντι-κομμουνιστικές κορώνες πιο ακροδεξιών πτερύγων του πολιτικού φάσματος.

Το ζήτημα λοιπόν της σύγκρουσης με το μόρφωμα που λέγεται ΚΚΕ είναι ΠΟΛΙΤΙΚΟ και δεν αφορα μια βεντέτα αναρχίας-ΚΚΕ. Αφορά, ή θα έπρεπε να αφορά, όλα τα κομμάτια του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος, είτε από το φάσμα της αναρχίας, είτε από το φάσμα του κομμουνισμού, που επιμένουν να βλέπουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό με κριτήρια εκτροπής του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάτι που έρχεται μέσα από την παράδοση του διεθνούς επαναστατικού κινήματος με σημεία ορόσημα όπως η εκτέλεση μέλους του ΙΚΚ στην Ιταλία από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, για την επιλογή του να καταδώσει αγωνιστή στις αρχές.

Η μορφή που θα πάρει μια οποιαδήποτε τέτοια σύγκρουση στο μέλλον εξαρτάται από τα επίδικα της εποχής, των προκλήσεων και των διακυβευμάτων που τιθενται καθώς και από την πρωτοβουλία του ίδιου του ΚΚΕ να υπερασπιστεί την πολιτική σταθερότητα του συστήματος. Θα ειναι μάλιστα μια σύγκρουση που αναπόφευκτα θα καταλήξει να αφορά και τη βάση και την ηγεσία καθώς ανεξάρτητα από την ποιότητα και την βαρύτητα των ευθυνών για την πολιτική γραμμή του κόμματος, ένα μόρφωμα με τόση σκληρή και σφιχτή κομματική πειθαρχία θα καταφέρει να ελέγξει πλήρως τη βάση του στην κατεύθυνση που θέλει, και να στρέψει το ανθρώπινο  δυναμικό που διαθέτει ενάντια σε κόσμο που θα επιδιώξει μια μετωπική σύγκρουση με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Δε λέμε τίποτα περισσότερο λοιπόν από το ότι η όξυνση μιας τέτοιας σύγκρουσης είναι σχεδόν βέβαια ότι θα βρει (βρίσκει ήδη δηλαδή) αν όχι όλο το λαό του ΚΚΕ, εκείνο το σφιχτό κομματικό πυρήνα που θα αντέξει στις όποιες αυτομολήσεις, σε θέση υπεράσπισης της ίδιας της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. 

Επόμενως δεν είναι καγκουριά, δεν είναι τραμπουκισμός, δεν είναι στείρος αντικομμουνισμός.


Είναι απλά μονόδρομος προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ρήξης καθώς αποτελεί ένα ορατό και διόλου αμελητέο ανάχωμα προς αυτήν την κατεύθυνση, ένα ανάχωμα που θα χρειαστεί να προσπεραστεί με τον έναν τρόπο ή τον άλλο. 

Το σήμερα και το χτες

Δε φτάσαμε από τη μία μέρα στην άλλη στην σημερινή κοινωνική στάση απέναντι στο προσφυγικό δράμα, όπως την παρατηρούμε να αποτυπώνεται σχεδόν ολοένα και πιο μαζικά. Οι αντιδράσεις στις προσφυγικές δομές, που στην ουσία αποτελούν κολαστήρια η βαρβαρότητα των οποίων θα αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής μελέτης των επόμενων δεκαετιών, δεν έπεσαν από τον ουρανό. Έρχονται να πάρουν τη σκυτάλη από την εξίσου μνημειώδης κοινωνική αδιαφορία και απάθεια απέναντι στους εκατοντάδες νεκρούς του Έβρου και του Αιγαίου, των έγκλειστων στα κέντρα κράτησης, των βασανισμένων στα ΑΤ και μαχαιρωμένων από φασίστες τις τρεις δεκαετίες που προηγήθηκαν. Δεκαετίες στις οποίες η άγρια εκμετάλευση του μεταναστευτικού/προσφυγικού δυναμικού κατέστη διάχυτη και ευρέως οικοιοποιήσιμη πρακτική σε πόλεις και χωριά. Εποχές αδιανόητα πολλών ταξικών μετατοπίσεων. Εποχές κοινωνικού στάτους για όποιον πρωην φτωχομπινέ είχε τουλαχιστον έναν “βρωμοαλβανό” στο μαγαζί, η στο χωράφι και άφθονου ανδρισμού και σεξουαλικής εκτόνωσης στα σώματα των “ξέκολων” του ανατολικού μπλοκ. Εποχές που η Αγία Ελληνική οικογένεια μεσουρανούσε αποχαυνωμένη στα κοινωνικά προνόμια της που νόμιζε ότι θα κρατούσαν ακέραια για πάντα. Εποχές όπου ο ρατσισμός κατέστη δομικά κοινωνικός και κυρίαρχο συστατικό του νεο-ελληνικού κοινωνικού συμβολαίου. Η σημερινή εποχή επομένως βγάζει απίστευτο νόημα αν σκεφτούμε αυτές που διαδέχεται.

Τώρα μάλιστα που ο εφιάλτης παίρνει τη μορφή κανονικοποιημένων και νομιμοποιημένων κοινωνικών πογκρόμ ξαφνικά το νέο ριζοσπαστικό σπορ είναι η αναζήτηση εκείνων των ισχνών μειοψηφιών που κόντρα στην επικρατούσα κοινωνική ηθική του μίκρο- ή μάκρο- περιβάλλοντος τους , επιλέγουν την αλληλεγγύη αντί του κανιβαλισμού, τη συμπαράσταση αντί του πανικού, την ενσυναίσθηση αντί του μίσους, της ατομικής συνείδησης αντί του μαζανθρωπισμού, για να γυρίσουν και να μας πούν: να δεν είναι όλοι έτσι.

Ποτέ δεν ήταν όλοι έτσι όμως…

Είναι ο τεχνοβιομηχανικός πολιτισμός, ηλίθιε

Κάθε φορά που γίνεται γνωστό κάποιο συνταρακτικό γεγονός που έχει να κάνει με ακόμα ένα πλήγμα στη φυσική ισορροπία του πλανήτη, (φωτιές στον Αμαζόνιο, φωτιές στη Σιβηρία κτλ ) αρχίζει ξανά όλη εκείνη η προπαγανδιστική παραφιλολογία που σε ένα ηθικό πανικό σπεύδει να αποδώσει στην καπιταλιστική ανάπτυξη την αποκλειστική ευθύνη για την περιβαλλοντική καταστροφή. Φυσικά πρόκειται περί ανοησιών και ατεκμηρίωτης μπουρδολογίας με στοιχεία από την νέα κουλτούρα μαζικής ηθικής υστερίας του διαδικτύου, επί παντός επιστητού κιόλας.
Όσο κι αν είναι γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη επελαύνει πάνω στα συντρίμμια του φυσικού κόσμου, σίγουρα δεν κατέχει το μοναδικό μερίδιο ευθύνης σε σχέση με τη λεγόμενη περιβαλλοντική καταστροφή.Το οικολογικό ζήτημα προκύπτει εξαιτίας του πολιτισμού του τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος στο οποίο συνέβαλε και ο υπαρκτός σοσιαλισμός, καθότι βιομηχανικός και καθόλου οικολογικός. Καπιταλισμός και Σοσιαλισμός ανταγωνίστηκαν πολύ σκληρά στην εξέλιξη του τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος , ιδιαίτερα την εποχή του Ψυχρού Πολέμου , απλά μόνο στα δυτικά κράτη έγινε δυνατό να εμφανιστούν οικολογικά κινήματα και να κάνουν ορατό το ζήτημα, καθώς οποιαδήποτε οικολογική φωνή σε σοσιαλιστικό κράτος θα θεωρούταν το λιγότερο “ύποπτη’ με ότι σήμαινε αυτό.
Είναι αφέλεια να θεωρούμε ότι στα σοσιαλιστικά κράτη δεν υπήρξαν ορυχεία που κατέστρεψαν αρχέγονα δάση, βιομηχανικές ζώνες που δεν μόλυναν υδροφόρους ορίζοντες, εκμετάλλευση ενεργειακών πηγών που δεν προκάλεσαν ζημιά σε οικοσυστήματα ή που δεν ανάγκασαν ολόκληρους πληθυσμούς σε εσωτερικές μετακινήσεις. Είναι αφέλεια επίσης στην καλύτερη, να θεωρείται ότι ο σοσιαλιστικός πολιτισμός υπήρξε περισσότερο οικολογικός από τον καπιταλιστικό και ότι διαθέτει δήθεν κάποιο ηθικό πλεονέκτημα ως προς αυτό, κάτι που πηγάζει υποτίθεται μάλιστα κιόλας από το ιδεολογικό υπόβαθρο του σοσιαλισμού. Αν με κάτι μάλιστα έχει ταυτιστεί το τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα στο κομμάτι που αφορά τον Υπαρκτό, αυτό είναι η δυστοπία που άφησε πίσω του το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ, ατύχημα που φυσικά αποτελεί παράπλευρη απώλεια του πυρηνικού ανταγωνισμού της ψυχροπολεμικής περιόδου.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που ονομάζεται τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα στις μέρες μας, αποτελεί το απαύγασμα ενός πολιτισμού διαμορφωμένου να εξυπηρετεί τις ανάγκες μαζικών κοινωνιών που ελέγχονται διοικητικά από κεντρικές εξουσίες διαφορετικών μορφών. Ανεξάρτητα από ποιο ιδεολογικό μανδύα έχουν ενδυθεί οι κεντρικές εξουσίες του τελευταίου αιώνα, όλες τους επένδυσαν στο βαθμό που μπορούσαν στην τεχνολογική ανάπτυξη και πρόοδο και συνεπώς στην οικοδόμηση του παγκόσμιου τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος που μολύνει νερό, γη και αέρα, εξαφανίζει ολόκληρα οικοσυστήματα και επιταχύνει την πορεία της έτσι κι αλλιώς συντελούμενης κλιματικής αλλαγής. Καμία κρατική οντότητα, και συνεπώς καμιά μορφή κεντρικής εξουσίας, δεν είναι δυνατόν να καταστεί ανταγωνιστική αν δεν διεκδικήσει το δικό της μέρισμα στην τεχνοβιομηχανική ανάπτυξη και είναι γεγονός ότι το προβάδισμα σε αυτόν τον ανταγωνισμό δε μπορεί να κερδίσει κάποιος με οικολογικές ευαισθησίες, καθότι αντιπαραγωγικές.
Δεν είναι ο Καπιταλισμός λοιπόν μόνο που οδηγεί τον πλανήτη στον αφανισμό του. Είναι στο σύνολο της η ανθρώπινη δραστηριότητα στο βαθμό που ολοένα και περισσότερο εξαρτάται σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας από τα αγαθά και τις υπηρεσίες της τεχνοβιομηχανικής ανάπτυξης. Αυτό είναι ένα τίμημα που θα κληθεί η ανθρωπότητα να πληρώσει για την πρόσδεση της σε ένα πολιτισμό στον οποίο θεωρείται φυσιολογικό να δημιουργούνται τεράστια μαζικοποιημένα κοινωνικά συστήματα με αστείρευτη καταναλωτικότητα και μηδενική δυνατότητα αυτάρκειας. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι μια αποκλειστικά κρατική διεύθυνση τέτοιων κοινωνικών συστημάτων, η μια αυτό-οργανωμένη, θα είναι σε θέση να είναι περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον ή ότι θα διαθέτει αυξημένα οικολογικά ένστικτα.
Η ανατροπή του καπιταλισμού είναι το ένα ζήτημα. Η αποκαθήλωση της εξάρτησης της κοινωνικής ζωής από έναν ανθρωποκεντρικό πολιτισμό που θεωρεί φυσικό του δικαίωμα την κυριαρχία άνευ όρων σε οποιοδήποτε σημείο του φυσικού κόσμου είναι κάτι εντελώς άλλο. Πιο ριζοσπαστικό και πιο τολμηρό. Κι αυτό γιατί ξεφεύγει πολύ από τις παραδοσιακές διαφωνίες περί διαχείρισης του κράτους, των αγορών, του εμπορίου και της παραγωγής. Αφορά την πολιτισμική ταυτότητα ολόκληρων κοινωνιών πράγμα που σημαίνει ότι ο αγώνας ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή ή θα είναι αγώνας για την καταστροφή του τεχνοβιομηχανικού πολιτισμού ή θα είναι τίποτα. Τα υπόλοιπα όλα είναι κλισέ ατάκες για φτηνή επίδειξη συναισθηματικού λαϊκισμού.

Κείμενο του Νίκου Ρωμανού σχετικά με την δικαστική απόφαση για τον Κορκονέα

“Καμία ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη…”

Ένα σύνθημα η αφετηρία του οποίου βρίσκεται στα μητροπολιτικά κέντρα των Η.Π.Α την δεκαετία του 80′ από τις κοινότητες των αφροαμερικανών οι οποίες μέσω αυτού προσπαθούσαν να αποτυπώσουν την ασυδοσία και την ατιμωρησία των αστυνομικών δυνάμεων και των ρατσιστών στις διαρκείς δολοφονικές επιθέσεις εις βάρος τους.

Για όποιον επιδιώξει να ξεφύγει από τον πολιτικό λαϊκισμό, τις κοντόφθαλμες διαπιστώσεις και τους φτηνούς θεατρινισμούς θα δει ότι τόσο οι αστυνομικές δολοφονίες όσο και η μετέπειτα ευνοϊκή ποινική μεταχείριση των δολοφόνων δεν είναι ένα σημείο εκτροπής από την δημοκρατική ομαλότητα, αλλά αντίθετα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της, σάρκα από την σάρκα της, αποτελεί προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της κρατικής μηχανής.

Ο Κορκονέας δεν θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση σε αυτή την συνθήκη. Mόνο στην σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία δεκάδες αστυνομικές αλλά και παρακρατικές δολοφονίες έχουν συγκαλυφθεί και οι δράστες έχουν απολαύσει την ιδιαίτερα επιλεκτική ευαισθησία της δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο θα δει κανείς και για όποιον μελετήσει την ιστορία της αστυνομικής βίας στις Η.Π.Α και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από τις δεκάδες προκλητικές αποφάσεις υπέρ των μπάτσων – δολοφόνων για τα θύματα της κοινότητας των μαύρων στις Η.Π.Α, στον Μελίστα που δολοφόνησε τον 15χρονο αναρχικό Μιχάλη Καλτεζά και τον δολοφόνο του Κάρλο Τζουλιάνι στην Ιταλία. Μια ματωμένη πραγματικότητα κρατικής βίας, δικαστικής αυθαιρεσίας, δημοσιογραφικής διαστρέβλωσης και πολιτικής αλητείας κρύβεται κάτω από τις στολισμένες βιτρίνες, την οικονομική ανάπτυξη, τους θετικούς δείκτες των οίκων αξιολόγησης και την κατασκευασμένη πεποίθηση ότι “όλα βαίνουν καλώς” που προσφέρει ο καπιταλισμός στους υπηκόους του.

Η προκλητική ποινή των 13 ετών στον Κορκονέα και η αθώωση του Σαραλιώτη που επιφύλαξε το εφετείο της Λαμίας στους μπάτσους – δολοφόνους ήταν μια πολιτική απόφαση με όλη την σημασία της λέξης.

Μια απόφαση που επιβραβεύει την δολοφονική αστυνομική βία ακόμα και αν στρέφεται ενάντια σε νεολαίους.

Μια απόφαση που στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προκλητικής ασυλίας στους κατασταλτικούς μηχανισμούς : “Έχετε το ελεύθερο να δολοφονήσετε όποιον δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις σας χωρίς συνέπειες”.

Μία απόφαση που ουσιαστικά οπλίζει την σφαίρα στην θαλάμη των ένοπλων φρουρών της έννομης τάξης μπροστά στις νέες κατασταλτικές σταυροφορίες που οργανώνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με στόχο το ανατρεπτικό κίνημα.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας και της πολιτικής χυδαιότητας εκ’ μέρους της Νέας Δημοκρατίας και των εκδοτικών ομίλων που την στηρίζουν όταν υποστηρίζουν ότι για την συγκεκριμένη δικαστική απόφαση ευθύνεται ο νέος ποινικός κώδικας, όταν γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις καμία σχέση δεν έχουν με ποινικούς κώδικες αλλά με την ουσία του κράτους.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν εδώ και δεκαετίες η δικαστική εξουσία με παλιούς και νέους ποινικούς κώδικες, δίνει προκλητική ποινική ασυλία στους ένστολους μισθοφόρους για κάθε πράξη αστυνομικής βίας, συγκαλύπτει τους διεφθαρμένους αξιωματούχους της πολιτικής ελίτ για κάθε τυχόν εμπλοκή τους σε οικονομικά σκάνδαλα, κλείνει τα μάτια όταν τα καράβια της επιχειρηματικής ελίτ περνάνε γεμάτα πρέζα από μπροστά της,

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν όλο αυτό το πολιτικό και επιχειρηματικό σκυλολόι ούρλιαζε στα τηλεοπτικά παράθυρα για τις νόμιμες ανάσες ελευθερίας του Δημήτρη Κουφουντίνα ενώ παράλληλα μεθόδευσε ενάντια στους ίδιους τους νόμους τους το νέο καθεστώς εξαίρεσης που βιώνει, να μιλάει για αποφάσεις της δικαιοσύνης που πρέπει να γίνουν σεβαστές.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν χιλιάδες κρατούμενοι και οι οικογένειες τους βιώνουν καθημερινά την σιδερένια πυγμή της αστικής δικαιοσύνης η οποία επικυρώνει τα διαβιβαστικά της αστυνομίας φορτώνοντας στις κλούβες που γυρνάνε στις φυλακές σώματα γεμάτα με απελπισία και κατεστραμμένη ψυχοσύνθεση.

Στον ψηφιακό κόσμο που διαρκώς κερδίζει έδαφος πάνω στον υλικό, η παραπληροφόρηση, οι τεχνικές μαζικής χειραγώγησης, ο έλεγχος της μαζικής ψυχολογίας μέσα από διαφημίσεις, δελτία ειδήσεων, δημοσιολόγους, κυβερνήσεις, είναι η νέα πραγματικότητα με την οποία πρέπει να αναμετρηθούν οι άνθρωποι που αγωνίζονται για την ελευθερία. Είναι η φωνή του σύγχρονου καπιταλιστικού Matrix μέσα στο κεφάλι του καθενός και της καθεμίας που μέσα από εικονικούς βομβαρδισμούς διατάζει, απειλεί, σαγηνεύει, δελεάζει, αποπροσανατολίζει. Είναι η φωνή που μας θέλει υπάκουους καταναλωτές, αδιάφορους πολίτες, πειθήνιους εκτελεστές των κρατικών διαταγών, υποταγμένους θεατές στα εγκλήματα του κράτους και του κεφαλαίου πάνω στις ζωές μας.

Είναι από την άλλη πλευρά η δική μας φωνή που θέλουμε να γίνει δυνατή. Είναι η φωνή της ανατρεπτικής συνείδησης που θα μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας για τον κόσμο της εξουσίας και τις προθέσεις του. Που θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο της αστικής δικαιοσύνης έναν σκληρό μηχανισμό ταξικής κυριαρχίας για την αναπαραγωγή των συμφερόντων του κράτους και του κεφαλαίου ανεξάρτητα από την πολιτική τους εκπροσώπηση, που θα αναλύσει με τρόπο διεξοδικό τις αντιφάσεις της, την εξόφθαλμη υποκρισία της, την ταξική της μεροληψία, την στρατηγική της στόχευση για την ποινική καταστολή του “εσωτερικού εχθρού”, την συγκάλυψη και την ευνοϊκή αντιμετώπιση όσων βρίσκονται στο δικό της στρατόπεδο.

“Δικαιοσύνη; Θα βρεις δικαιοσύνη στον άλλο κόσμο. Σ’ αυτή τη ζωή έχουμε μόνο νόμους” (William Gaddis)

Παραφράζοντας την φράση του William Gaddis μπορούμε να πούμε ότι δικαιοσύνη δεν θα βρουν σε αυτό τον κόσμο οι οικογένειες των θυμάτων της αστυνομικής βίας, όσοι ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν μέσα στα αστυνομικά τμήματα, όσοι αναζητούν την επιβίωση τους σε κάδους σκουπιδιών και φιλανθρωπικά συσσίτια, όσες οικογένειες είδαν τους ανθρώπους τους να βουτάνε από τις ταράτσες σπρωγμένοι από τα χέρια τραπεζιτών, πολιτικών και κάθε λογής άριστων, όσοι πρόσφυγες θαφτήκαν με ανώνυμες επιγραφές στον βυθό της Μεσογείου, όσοι περιμένουν στριμωγμένοι στις ουρές του ΟΑΕΔ, όσοι έχουν κάνει “σπίτι” τους τις υπόγειες διαβάσεις και τα πεζοδρόμια των εμπορικών δρόμων, όσοι πέθαναν σε κάποιο δολοφονικό “εργατικό ατύχημα” στον βωμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κερδοφορίας ανάμεσα σε σκαλωσιές και τσιμέντο.

Η απόφαση του εφετείου για τον Κορκονέα και τον Σαραλιώτη με όλες τις προκλητικές σημαιολογίες που αυτή κουβαλάει, και τα μηνύματα που εκπέμπει δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα στιγμιότυπο του κοινωνικού πολέμου της εποχής μας. Μια στιγμή νόμιμης αποκατάστασης της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας, μια στιγμή επαναδιατύπωσης των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, μια στιγμή επαναφοράς της συλλογικής ιστορικής μνήμης για το ανατρεπτικό κίνημα.

Στις δύσκολες μέρες που έρχονται για τους ανθρώπους που αγωνίζονται για την ισότητα και την ελευθερία η συγκεκριμένη στιγμή πρέπει και θα λειτουργήσει ως μια ακόμα απόδειξη της δικαιοπραξίας του ανατρεπτικού αγώνα.

Νίκος Ρωμανός

Υ.Γ : Έχει διατυπωθεί από διάφορα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε η άποψη ότι η απόφαση του εφετείου μου ήταν αυτή που οδήγησε στην αποφυλάκιση μου. Προς αποκατάσταση της αλήθειας λοιπόν η αποφυλάκιση μου ήταν προδιαγεγραμμένη για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έχοντας εκτίσει το σύνολο των ποινών μου χωρίς την απόφαση του συγκεκριμένου εφετείου. Ακόμα και με την συγκεκριμένη απόφαση το αποτέλεσμα δεν παύει να είναι προκλητικό αν σκεφτεί κανείς ότι καταδικάστηκα σε 14 χρόνια για τους εμπρησμούς στα προσωπικά οχήματα του Παπαντωνίου. Προφανώς τα καμμένα αμάξια του χρήζουν αυστηρότερης ποινικής αντιμετώπισης από μια κρατική δολοφονία στον μαγικό κόσμο της αστικής δημοκρατίας με τον απεριόριστο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή.

Πηγή: https://athens.indymedia.org/post/1599366/

Η πολιτική είναι και θέμα αισθητικής.

Πολλές φορές η μαζική προτίμηση σε κάποια πολιτική παράταξη μπορεί να έχει να πει πολλά για το επίπεδο, πρώτα από όλα, της συλλογικής αισθητικής, και μετά όλων των άλλων. Αυτό στη Ρωμαϊκή σκέψη κάπως ήταν κεκτημένο όπως προδίδει και το γνωστό ρητό με τη γυναίκα του Καίσαρος.
Ακόμα και σήμερα βέβαια παρατηρούμε ότι ολόκληρες πολιτικές ατζέντες, εκστρατείες, επικοινωνιακές στρατηγικές, εκπονούνται με γνώμονα την παλμογράφηση της κοινωνικής αισθητικής.
Η διακηρυγμένη επιστροφή στην κανονικότητα, κεντρικό μότο μιας συντηρητικής παράταξης που τραμπαλίζεται μεταξύ ακροδεξιάς, κλασικού φιλελευθερισμού, νεοφιλελευθερισμού, χριστιανοδημοκρατίας και ακραίου κέντρου ταυτόχρονα, αφορά περισσότερο από όλα μια σημειολογία. Σημειολογία η οποία έχει χτισμένη την κοινωνική της γείωση, όχι τώρα βεβαίως, αλλά αρκετά πίσω στο χρόνο.
Η σημειολογία αυτή εμπερικλείει όλες τις μορφές κοινωνικής υποκρισίας. Είναι η σημειολογία που επιβάλει να αποδεχόμαστε πχ έναν πολιτικό όχι επειδή είναι ικανός, καλός, αποδοτικός, ανιδιοτελής, και άλλα θετικά θεωρούμενα πράγματα, αλλά από το αν φαίνεται να τηρεί τα κοινωνικά προσχήματα και τύπους.
Φοράει γραβάτα; Δίνει θρησκευτικό όρκο; Φιλάει το χέρι του παπά με ευσέβεια; Εμφανίζεται 24/7 υπερασπιστής των πάτριων αξιών και παραδόσεων; Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για έναν διεφθαρμένο πολιτικό μέχρι τα μπούνια. Και πως να έχει. Η διαφθορά είναι μια κανονικότητα που έχουμε αποδεχθεί όλοι σιγά τα λάχανα. Δεν έχει σημασία αν η ίδια μάζα θυμάται τη χριστιανική ηθική μόνο σε κάτι πανηγύρια, σε κάτι βαφτίσια,γάμους, κηδείες και κάθε πάσχα και χριστούγεννα, και γενικά αν κατά τα άλλα σε επίπεδο καθημερινότητας απέχει έτη φωτός από αυτή. Και γιατί να έχει σημασία κάτι τέτοιο εξάλου;
Δεν έχει σημασία πάλι αν η ίδια μάζα νιώθει να καταπιέζεται από τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας,όταν βέβαια πρόκειται για προοδευτικές νόρμες στις οποίες έχει αλλεργία, ενώ ταυτόχρονα εξεγείρεται με την παραμικρή προσβολή των χρηστών ημών ηθών.
Στην προηγούμενη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο αυτό που συνέβη στο δημόσιο διάλογο ήταν αποκαλυπτικό, ως ένα βαθμό, της συλλογικής αισθητικής ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας, το οποίο λύσσαξε ενάντια στην σοσιαλδημοκρατική διαχείρηση της εξουσίας, (η οποία απεδείχθη μια χαρά ικανή και αποτελεσματική σε ζητήματα που οι προηγούμενες θα ζήλευαν) αν όχι για κάτι άλλο, κυρίως επειδή αυτή του προσέβαλε τα “γούστα”. Η πολιτική αντιπαράθεση διακυμάνθηκε τόσο πολύ γύρω από τι είναι και τι δεν είναι πρέπον να κάνει και να λέει ένας πολιτικός και ένα κόμμα γενικά, που αποκόμιζε κανείς την εντύπωση πως δεν έχουμε εκλογές μπροστά μας αλλά διαγωνισμό κοινωνικής ευπρέπειας.
Αυτό το βλέπει κανείς έντονα και στον καθημερινό σχολιασμό χρηστών μέσων δικτύωσης που αγαλλιάζουν, μετά τις εκλογές, με στιγμιότυπα της πολιτικής ζωής , όπως η ορκωμοσία στη βουλή, όπου η κανονικότητα επιστρέφει μέσα από τον εναγκαλισμό των παραδοσιακών “τύπων” που οι προηγούμενοι άπλυτοι “αριστεροκατσαπλιάδες” σνόμπαραν “προκλητικά”.
Όλη αυτή η τρέχουσα περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί καθωσπρεπισμού, κανονικότητας και προσχημάτων, αν κάτι μας βοηθούν σίγουρα να καταλάβουμε στο σήμερα, είναι ότι πολύ περισσότερο σοκάρει την κοινή γνώμη αν οι κληρονόμοι της πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας ανακαλύπτουν ότι οι προκάτοχοι τους τους παράδωσαν γραφεία που βρωμούσαν τσιγαρίλα, παρά αν ανακαλύπτουν ελείμματα και μαύρες τρύπες σε νευραλγικές δημόσιες υπηρεσίες, στον τομέα της υγείας πχ ή αλλού εξίσου σημαντικά.
Και αν μη τι άλλο αυτό δείχνει και το αντίστοιχο επίπεδο της κοινωνικής αισθητικής του σήμερα. Και όπως η πολιτική είναι και θέμα αισθητικής έτσι και η αισθητική είναι και θέμα πολιτικής.

Ο φθόνος του συμβιβασμένου

Στις αχανείς εκτάσεις της κοινωνικής ζούγκλας μπορούν να παρατηρηθούν διαφορετικά είδη ανθρωποτύπων που όντας συμβιβασμένοι με τον κόσμο γύρω τους προσπαθούν να βρουν μια φόρμουλα επιβίωσης. Διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι που κατανοούν την αδύναμη θέση που έχουν ως καταπιεσμένοι απέναντι στον κόσμο της εξουσίας και των καταναγκασμών που τους επιβάλλονται και εφευρίσκουν διάφορους τρόπους να αντιμετωπίζουν αυτήν την πραγματικότητα.

Κάποιοι προσπαθούν να κρατήσουν μια ισορροπία στη ζωή τους, να θέτουν κάποιες κόκκινες γραμμές οι οποίες αν προσβληθούν θα ξεσηκωθούν και θα εξεγερθούν, προσπαθώντας λιγότερο ή περισσότερο να αγωνίζονται, έστω και πιο μετριοπαθώς, για παραπάνω χαλάρωση των όρων καταπίεσης και εκμετάλλευσης που τους υποβάλλονται. Κάποιοι άλλοι, κουρασμένοι ενδεχομένως ψυχολογικά από τη συνεχόμενη αναγκαστική αποδοχή των καταπιεστικών συμβάσεων, μπορεί να επιλέξουν μια ζωή πλήρως ρηξιακή, σε πλήρη σύγκρουση με το πλαίσιο κυριαρχίας και να το φτάσουν στα άκρα ακόμα κι αν αυτό είναι πλήρως αυτοκαταστροφικό. Κάποιοι μπορεί να βρίσκονται σε μια γραμμή αποδοχής πολλών συμβάσεων στη ζωή τους αλλά έχοντας επίγνωση αυτής της σύμβασης, αποδέχονται την κατάσταση στην οποία τους φέρνει η αδυναμία τους να αντιδράσουν, αλλά συγκινούνται ή ενθουσιάζονται με μια πράξη αντίδρασης όταν προέρχεται από άλλους. Τέτοιοι άνθρωποι παρόλο που μπορεί να μην τολμούν να προβούν σε ηρωικές υπερβάσεις και να μπουν στη φωτιά της ιστορίας, εν τούτοις πολλές φορές όταν έχει χρειαστεί έχουν σταθεί ψυχικά αλλά και πρακτικά υπέρ όσων το κάνουν. Σε κρίσιμες στιγμές έχουν παράσχει καταφύγιο, έχουν διασώσει, έχουν αρνηθεί να καταδώσουν ακόμα και με κίνδυνο της ελευθερίας ή της ζωής τους. Αλλά αυτό βέβαια δε συμβαίνει τυχαία. Συμβαίνει γιατί μέσα τους γνωρίζουν με ποιο στρατόπεδο τάσσονται. Αναγνωρίζουν την πηγή της καταπίεσης και της καταδυνάστευσης που υφίστανται όπως και τους φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς αυτής. Περιττό να πούμε πως πλέον, στη δική μας εποχή, άνθρωποι σαν κι αυτούς βρίσκονται κυρίως στις σελίδες των βιβλίων.

Υπάρχει όμως και ένα άλλος είδος καταπιεσμένου που αφθονεί γύρω μας. Είναι αυτός που συμβιβάζεται , όχι αναγκαστικά γιατί νιώθει ότι είναι θύμα εκβιαστικών απαιτήσεων από την πλευρά της κυριαρχίας και ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά κυρίως γιατί “ΠΡΕΠΕΙ”. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί διαρκώς φροντίζει να κάνει γνωστό σε όλους γύρω του, ακόμα και αν κανείς δεν τον έχει ρωτήσει, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να υπακούμε τους ανώτερους μας, πρέπει να ακολουθούμε τους κανονισμούς, τους νόμους, τις διατάξεις ,πρέπει να είμαστε τίμιοι και να μη δίνουμε δικαιώματα περί του αντιθέτου, πρέπει να καθόμαστε στα αυγά μας όταν έχει φασαρίες, να μην μπλέκουμε, να μην ασχολιόμαστε με πράγματα πέρα από τα πλαίσια που προβλέπει το άγραφο δίκαιο της οικογενείας ή το επίσημο γραμμένο δίκαιο της πολιτείας.

Τέτοιους ανθρώπους όλοι ξέρουμε, όλες έχουμε γνωρίσει και έχουμε δει. Για την ακρίβεια είναι παντού γύρω μας. Το είδος του καταπιεσμένου για τον οποίο μιλάμε, αυτός ο homo conformer έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να γίνεται αντιληπτός και να δίνει το στίγμα του. Έχει μια αστείρευτη διάθεση για γκρίνια, μια ξινίλα μόνιμα χαραγμένη στα μούτρα του και του φταίνε διαρκώς όλα όσα γίνονται εκτός πλαισίων. Θα τον δούμε ας πούμε σε κάποιο μέσο μεταφοράς να δυσφορεί με όσους δεν κόβουν εισιτήριο στα ΜΜΜ γιατί “αν λειτουργούσαν όλοι έτσι τι νόημα έχουν οι κανονισμοί, μαλάκες είμαστε οι υπόλοιποι που κόβουμε εισιτήριο κανονικά;” Το ίδιο μοτίβο γκρίνιας μπορεί να επαναληφθεί σε άπειρες παραλλαγές καθώς τα πράγματα που ενοχλούν το homo conformer δεν έχουν τελειωμό.

Βασικά είναι το ίδιο άτομο που πάντα θέλει να κάνει μάθημα όταν γίνονται καταλήψεις σε σχολεία και σχολές ( “μαλάκες είμαστε εμείς δηλαδή που έχουμε κάνει τόση προετοιμασία και μελέτη;”) , που πάντα ενοχλείται όταν κάποια κοινωνική κινητοποίηση μπλοκάρει κάτι, είτε είναι κάποια διαδήλωση στο κέντρο της πόλης, είτε κάποια απεργία που βραχυκυκλώνει κοινωφελής υπηρεσίες όπως ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τομέας καθαριότητας, ΜΜΜ, αεροδρόμια, λιμάνια, εθνικές οδοί, τελωνεία, νοσοκομεία, (“δηλαδή εμείς τι φταίμε να ταλαιπωριόμαστε σα μαλάκες”) ή που πάντα θέλει να εργαστεί στη δουλειά του όταν γίνεται κάποια απεργία (“μαλάκας είμαι δηλαδή εγώ να ρισκάρω να με απολύσουν;”)Φυσικά ο homo conformer δεν είναι μαλάκας όπως κάτι άλλα χάπατα να παρασέρνεται σαν πρόβατο από ιδεολογίες, κόμματα και παρατάξεις ωστόσο δηλώνει ενεργός πολίτης και ψηφίζει κάθε τετραετία φροντίζοντας να δείξει σε όλους τους τόνους την δυσφορία του για επιλογές τύπου άκυρα/λευκά (“ εγώ γιατί πάω σα μαλάκας και ψηφίζω”).

Τον homo conformer βέβαια τον ενοχλούν και πολλά άλλα πράγματα. Τον ενοχλούν όσοι άλλοι δεν κάθονται στα αυγά τους όπως αυτός αλλά αντιδρούν με διάφορους τρόπους απέναντι σε εκφάνσεις της καταπίεσης και της εξουσίας ειδικά αν μια τέτοια αντίδραση εμπεριέχει και ένα ποσοστό βίας (“ δηλάδη τι, μαλάκες είμαστε εμείς; δε ξέραμε και εμείς άμα είναι να το κάναμε αυτό, ;”). Μολονότι βέβαια δεν αντιδρά σχεδόν ποτέ για το οτιδήποτε , και παρά το γεγονός ότι πάντα είναι κατά της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, έχχει παρόλα αυτά άποψη και για το επιχειρησιακό κομμάτι δράσεων ή ακόμα και για τη στοχοθεσία (“ σιγά μην ήμουν μαλάκας να παίξω τον κώλο μου για κάτι τέτοιο” ή “ εγώ αν ήταν να κάνω κάτι δε θα πήγαινα σα το μαλάκα σε κάτι τόσο εύκολο θα χτυπούσα κάτι πολύ πιο δυνατό” ). Τον ενοχλούν επίσης, και τον ενοχλούν πολύ τα συνθήματα στους τοίχους, ότι  κι αν γράφουν. Είναι από αυτούς που συχνά αν δουν κάποιον να γράφει στη γειτονιά τους ή κάτω από το σπίτι τους θα αρχίσουν αμέσως τα “γιατί δε τα γράφεις αυτά στο σπίτι σου ρε;”

O homo conformer μπορεί να μην ξεσηκώνεται ποτέ αλλά ξέρει ότι αν θέλει μπορεί (παρόλο που δε θέλει) να τα κάνει όλα όπα. Μόνιμη επωδός του όταν βλέπει στις ειδήσεις μια σπασιματική ή έναν εμπρησμό είναι το “ε καλά αυτή τη μαλακία θα μπορούσε να την κάνει οποιοσδήποτε, γιατί δεν πάνε σε καμιά βουλή να τους παραδεχτώ;”. Φυσικά ακόμα κι αν γίνει αυτό πάλι θα έχουν μια απάντηση , θα γυρίσουν και θα πουν “ μπράβο ρε, καλοί μαλάκες είστε, κάνατε μια τρύπα στο νερό , ρίξατε το κράτος”.
Αυτό το συμβιβασμένο ανθρωπάκι, παρά το γεγονός ότι αρκετά συχνά βλέπει ταινίες ή σειρές με κυριλέ τύπους που κλέβουν με θεαματικούς τρόπους καζίνο, γκαλερί, τράπεζες κτλ. και καραγουστάρει, αν στην πραγματική ζωή μάθει ότι ληστεύθηκε κάποια τράπεζα, ειδικά αν οι δράστες είναι αναρχικοί, θίγεται κατάφορα, η αξιοπρέπεια του και βγαίνει από τα ρούχα του( να τους μπαγλαρώσουν να μάθουν, μαλάκες είμαστε εμείς που δουλεύουμε μια ζωή, δεν ξέραμε να κλέψουμε άμα θέλαμε;)

Όπως θα έχει γίνει μάλλον σαφές μέχρι τώρα, ο συγκεκριμένος τύπος συμβιβασμένου ανθρώπου δεν είναι και πολύ συμπαθητικός. Για την ακρίβεια είναι ακριβώς αυτό που αναρωτιέται διαρκώς: μαλάκας, και μάλιστα τιτανοτεράστιος. Κάθε φορά που μπορεί να μας τύχει μια απρογραμμάτιστη συζήτηση με κάποιον του είδους τους μετά έχουμε τόσα νεύρα που νιώθουμε ότι θα μπορούσαμε να πέσουμε με αμάξι σε μια στάση λεωφορείου γεμάτη κόσμο. Ακόμα και οι πλέον επίμονοι μέσα στο κίνημα που είναι κατά των εύκολων αφορισμών γιατί πιστεύουν ότι οι πάντες θα μπορούσαν να μεταστραφούν, αν κάτσουν να συνομιλήσουν 5 λεπτά με έναν τέτοιο άνθρωπο θα θέλουν να τον πατήσουν με τρακτέρ. Και θα έχουν δίκιο.

Οι ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες δεν διαμορφώνονται μόνο βάση ορθολογικών κριτηρίων και ψυχρών υπολογισμών. Από μια τέτοια άποψη δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμιά απολύτως εξήγηση για το πώς άτομα από την τάξη των καταπιεσμένων και των εκμεταλευόμενων θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια τόσο lawful προσωπικότητα, υποτακτική πέρα ως πέρα και ικανή να προκαλεί μια απαξία και μια αποστροφή όχι μόνο με πολιτικά και ηθικά κριτήρια αλλά ακόμα και με αισθητικά.
Είτε ένα άτομο αντιδρά σε όλες τις περιπτώσεις με τους παραπάνω τρόπους , ή σε ορισμένες από αυτές, το ψυχολογικό του υπόβαθρο παραμένει κάπως ίδιο. Κατά βάση πρόκειται για άτομα, που αν και νομιμόφρονα και υποτακτικά, ενίοτε έχουν κρίσεις συνείδησης και ηθικών αμφιβολιών ως προς τη ζωή και τις επιλογές τους. Αντί όμως να στραφούν σε μια, έστω μερική, ρήξη με όσα τους καταπιέζουν, αναπτύσσουν ένα σύνδρομο τρομερής μικρόψυχης ζήλιας απέναντι σε όσους και όσες τολμούν κάποια υπέρβαση στη ζωή τους. Αυτή η αντιδραστική ζήλια μετατρέπεται σε έναν δηλητηριώδη φθόνο που κατατρώει τον εσωτερικό τους ψυχισμό με την μεθοδικότητα που ένας καρκίνος καταστρέφει το σώμα ενός οργανισμού, οδηγώντας τους στο να μισούν και να εχθρεύονται πλέον όλα εκείνα τα οποία θεωρούν ή νιώθουν ότι δε μπορούν να κάνουν. Έτσι , αντί να μισούν και να εχθρεύονται όσους τους αναγκάζουν να ζουν σε συνθήκες αναξιοπρέπειας, όσους τους καταπιέζουν και τους εκμεταλλεύονται, όσους παίρνουν αποφάσεις για τις δικές τους ζωές, μισούν μέσα από τα βάθη της ψυχής τους, τους εξεγερμένους, τους αρνητές, τις ιερόσυλες και αποίθαρχες αυτού του κόσμου.

Αυτού του τύπου η αντίδραση είναι το τελευταίο ψυχολογικό αποκούμπι, ένα ultimum refugium ή αλλιώς η έσχατη καταφυγή των ανθρώπων που δε μπορούν να υποφέρουν την ίδια τους την αναξιοπρέπεια και δουλοπρέπεια. Διαρκώς πρέπει να φταίνε οι άλλοι, όσοι και όσες κινητοποιούνται, καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους, συμμετέχουν σε διαδηλώσεις, συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής, προβαίνουν σε οργανωμένα σαμποτάζ, λεηλατούν τους ναούς του πλούτου ή βγάζουν από τη μέση καθάρματα που υπηρετούν τον κόσμο της εξουσίας, της βαρβαρότητας και της εκμετάλευσης. Για αυτά τα άτομα εχθρός είναι κάθε άνθρωπος που τολμά να υψώνει το ανάστημα του απέναντι στη μπότα της εξουσίας ενώ εκείνος που κάθεται να τον τσαλαπατούν σαν το σκουλήκι μέσα στη λάσπη, είναι υπόδειγμα ανθρώπου στην κοινωνία, ένας καθώς πρέπει πολίτης με πρόσωπο στον κόσμο.

Τα επιχειρήματα δε με τα οποία στρέφονται ενάντια σε κάθε μικρή ή μεγάλη πράξη ανταρσίας, έχουν την τάση να παραλλάσσονται ανάλογα την περίσταση και τη συγκυρία. Μπορεί να κάνουν επίκληση στον πολιτισμό, τον ανθρωπισμό, τον αντί-φανατισμό ή ακόμα και στο ρίσκο επιδείνωσης των όρων επιβολής και καταστολής μιας εξουσίας. Έτσι διαμορφώνεται διαρκώς ένα πλαίσιο στο οποίο τα υποκείμενα κάποιας ανταρσίας να καθίστανται απολίτιστοι, βάρβαροι, φανατικοί ή στη χειρότερη άτομα ανεύθυνα χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεων τους, τις οποίες θα πληρώσουν όσοι κάθονται στα αυγά τους και δεν προκαλούν. Η ποικιλία αυτών των αιτιάσεων ενάντια σε εκφάνσεις ανταρσίας υποδηλώνουν σε πολλές περιπτώσεις και διαφορά προέλευσης. Μπορεί να προέρχονται από συντηρητικά ή προοδευτικά χείλη, από δεξιά ή αριστερά, μερικές (ελάχιστες είναι η αλήθεια) φορές ακόμα και αναρχικά.

Ωστόσο αυτό το σώμα των νομιμοφρόνων δεν είναι διόλου αμελητέο. Τουναντίον είναι πολύ υπολογίσιμο μέγεθος και δυναμική εντός της κοινωνίας, από τη στιγμή κιόλας ειδικά που καταλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο κοινωνικό χώρο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως το κοινωνικό corpus των ζηλόφθονων συμβιβασμένων αποτελεί την Πέμπτη φάλλαγγα της ψυχολογικής καταστολής των εξεγερμένων. Κι αυτό γιατί η ψυχολογική επίδραση που μπορεί να προκαλούν στα εξεγερμένα υποκείμενα είναι καταλυτική. Είναι δυνατόν έτσι η ίδια η ζωτική θέληση για εξέγερση, αντίσταση και επίθεση στον κόσμο της εξουσίας να στραγγαλίζεται από συνεχόμενες τύψεις, υπαρξιακές κρίσεις για το ποιοι είμαστε, που πάμε, τι θέλουμε, σε ποιους απευθυνόμαστε ως και τύψεις ή ενοχές για ενδεχόμενα αντίποινα της εξουσίας ή κάποια δυσχέρεια των όρων κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Αρχίζουν να παρουσιάζονται διαρκείς προβληματισμοί γύρω από το πώς φανούμε αν κάνουμε το Α ή το Β , ή αν γράψουμε την τάδε αντί της δείνα πρότασης. Μπορεί να μας καταλάβει ένα τεράστιο άγχος για το πώς δε θα φανούμε βάρβαροι, απολίτιστοι , φανατικοί, ανεύθυνοι και χίλια άλλα δύο που μπορεί να μας επισύρουν και σ τη συνέχεια αρχίζει ο αυτό- περιορισμός. Περιορισμός στην κλίμακα της δράσης, περιορισμός στην κλίμακα του ριζοσπαστικού λόγου και προταγμάτων και εν συνεχεία μια πλήρη διολίσθηση στην αποριζοσπαστικοποίηση, το συντηρητισμό , την αυτό- λογοκρισία και την ηττοπάθεια. Πολλές φορές είναι τέτοια η αμυντική θέση που νιώθουν ότι πρέπει να πάρουν άτομα του κόσμου του αγώνα, ώστε συχνά όταν κατά τη διάρκεια δημόσιων παρεμβάσεων τους κράζουν διερχόμενοι περαστικοί , απαντούν ως άλλοι Ιωβ “μα εμείς για εσάς το κάνουμε, για σας αγωνιζόμαστε” .

Ε όχι λοιπόν. Δεν το κάνουμε για αυτούς και δεν αγωνιζόμαστε για λογαριασμό κανενός και καμίας που δε θέλει να αγωνιστεί. Το σύνθημα “ Το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι και όχι οι ρουφιάνοι και οι προσκυνημένοι” δεν έχει βγει τυχαία. Αποτελεί πρώτα και κύρια το πρώτο και σημαντικότερο ψυχολογικό ανάχωμα μας απέναντι σε αυτήν την αυτό-καταστολή των τύψεων, των ενοχών και των υπαρξιακών αγχών που έρχεται να μας υποβάλει το corpus της νομιμοφροσύνης. Δεν είμαστε εμείς, όσοι και όσες πνιγόμαστε από την υπάρχουσα πραγματικότητα και εξεγειρόμαστε, απολογούμενοι για κάτι. Σε ποιον και γιατί θα απολογηθούμε; Δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν. Σε κανέναν δε χρωστάμε κάτι. Πόσο μάλλον σε άτομα που αισθάνονται διαρκώς ανώτερα και πιο έξυπνα από όλους μας ενώ είναι πρωταθλητές στην γονυκλισία και την υποκτακτικότητα.

Όταν αντιληφθούμε πως αυτό το κοινωνικό κομμάτι δεν είναι φίλα προσκείμενο σε μια προοπτική κοινωνικής σύγκρουσης και πως δε μπορούμε, και ούτε θα έπρεπε να θέλαμε εξαρχής, να το κατευνάσουμε ή να το πάρουμε με το μέρος μας , θα νιώσουμε πραγματικά τόσο απελευθερωμένοι/ες που θα αντιληφθούμε ότι η πραγματική μας δυναμική σαν χώρος, σαν κίνημα, σαν κόσμος της εξέγερσης και της ρήξης με το υπάρχον βρίσκεται πολύ πιο πάνω από όσο πιστεύαμε και ότι κατά βάση εμείς οι ίδιοι την περιορίζαμε μην τυχόν και δυσαρεστήσουμε τον συμβιβασμένο που φθονεί…..

Ξεψαχνίζοντας το παρελθόν: μαθητική μπροσούρα του 2006

Η τριετία 2002-2005 αποτελεί μια κρίσημη χρονική περίοδος για την ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος τη δεκαετία του 2000, περίοδος με σημαντικές αυξομειωτικές τάσεις στη δυναμική και την εξωστρέφεια των κινηματικών δυνάμεων. Το 2002 σημαδεύεται από τις συγκλονιστικές εξελίξεις της “εξάρθρωσης της 17 Νοέμβρη και του πανηγυρικού ρεβανσισμού του πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου (με όλο το όργιο κρατικής τρομοκρατίας και των δεκάδων συλλήψεων, προσαγωγών και στοχοποίησεων που ακολούθησε) και από την αποφασιστικη μετωπική σύγκρουση του κόσμου της αναρχίας με ακριβώς αυτό το κλίμα ζόφου. Στη συνέχεια σημειώνεται μια ανάκαμψη που χαρακτηρίζεται από την αντεπίθεση των ριζοσπαστικών δυνάμεων, ήδη από τις αρχές του 2003, με αφορμή τα μεγάλα και συγκρουσιακά αντιπολεμικά συλλαλητήρια που αντιτίθονταν στην εισβολή των δυτικών δυνάμεων στο Ιράκ (χωρίς να χρειάζεται να εκδηλωθεί κάποια τάση αλληλεγγύης που θα ξέπλενε το Χουσεϊνικό καθεστώς) και μετέπειτα με τη διοργάνωση της αντι-συνόδου ενάντια στη μάζωξη των Ευρωπαίων ηγετών στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, που την χαρακτήρισε η πολιτική επιλογή σπασίματος του κλίματος τρομοκρατίας στην πόλη και του διακηρυγμένου δόγματος μηδενικής ανοχής. Η επόμενη περίοδος θα σημαδευτεί από το μαζικό κίνημα αλληλεγγύης στους 7 αναρχικούς απεργούς πείνας, προφυλακισμένους για τα γεγονότα της αντισυνόδου που απαιτούσαν την απελευθέρωση τους. Η έντονη ριζοσπαστικοποίηση του 2003 θα υποχωρήσει ραγδαία μέσα στο 2004, χρονιά εκλογών και εναλλαγής στην εξουσία της λαϊκοδεξιάς κυβέρνησης της ΝΔ. Το 2004 είναι μια χρονιά με τεράστιο αρνητικό ειδικό βάρος και μεγάλης κινηματικής άμπωτης. Μια χρονιά εθνικής φρενίτιδας που προκαλείται τόσο από την διοργάνωση της Ολυμπιάδας και τον παράλογο παροξυσμό που προκαλεί, όσο και από τη νίκη της Εθνικής ομάδας στο Euro του 2004 στην Πορτογαλία που ανύψωσε την σύγχρονη εθνικοφροσύνη στα ύψη ( προ-άγγελος του εθνικιστικού πογκρόμ εναντίον αλβανών μεταναστών το φθινόπορο της ίδιας χρονιάς). Είναι παράλληλα η χρονιά που περνάμε σε μια εποχή άλλου τύπου μητροπολιτικής καταστολής, με την εγκαινίαση των συστημάτων δημόσιας παρακολούθησης και τις εκατοντάδες κάμερες που άρχιζαν να τοποθετούνται παντού, ενώ το υπουργείο δημοσίας τάξης με την πολιτική εποπτεία του Βουλγαράκη θα εγκαταστούσε μόνιμες διμοιρίες των ΜΑΤ στην πλατεία Εξαρχείων για να προστατεύουν τα έργα που θα ξεκινούσαν για το σταθμό του Μετρό στην περιοχή. Το 2005 το κλίμα αρχίζει να αντιστρέφεται σιγά σιγά. Οι κινηματικές δυνάμεις αρχίζουν να αναδιοργανώνονται. Συγκροτούν ένα μαζικό ανάχωμα στις πολυάριθμες φασιστικές επιθέσεις εκείνης της περιόδου, ένα ανάχωμα που εκδήλωνεται με πολλές μορφές είτε με σποραδικές γειτονικές αντιφασιστικές πορείες, είτε με μαζικές καταδρομικές επιθέσεις στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, είτε με την σύγκρουση με οργανωμένα τάγματα εφόδου στο Πάντειο με αφορμή την ομηρία οπλοφόρου φασίστα που εντοπίστηκε στη σχολή, είτε με τη μαζικότερη αντιφασιστική διαδήλωση εκείνης της εποχής . Παράλληλα οι αναρχικές δυνάμεις εξαπολύουν ένα δυναμικό κύμα σαμποτάζ ενάντια στην κοινωνία ελέγχου και επίτηρησης (με συντονισμένους εμπρησμούς καμερών) , εμποδίζουν την απόπειρα λειτουργίας εργοταξίου στην πλατεία εξαρχείων και απομακρύνουν εν τέλει με απανωτές καταδρομικές επιθέσεις τις διμοιρίες των ΜΑΤ από την πλατεία Εξαρχειων και τα γύρω στενά , σε μια συγκυρία όπου η καταστολή μέσα στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα σκληρή και μερικές μόνο μολότοφ μπορούσαν να προκαλέσουν κυνηγητό ως την κορυφή του Λόφου του Στρέφη και πογκρόμ μαζικών προσαγωγών ακόμα και της τάξως των 100 plus ατόμων ( Μάης 2005).

Με φόντο την προηγούμενη τριετία και τις εξελίξεις που την είχαν στιγματίσει, εμφανίζεται ήδη από τις αρχές του 2005 ένας σχηματισμός αναρχικών μαθητών που θα προσπαθήσει – παρά τις εναλλαγές στην σύνθεση του- να διατηρηθεί έως και το 2007. Αυτός ο σχηματισμός, αποτελούμενος από αναρχικούς/ές που στην πλειοψηφία τους ήταν ήδη δραστηριοποιημένοι/ες, έδρασε την επόμενη διετία μέσα στα μέγάλα και μικρά γεγονότα που καθόρισαν την εξέλιξη του αναρχικού κινήματος το επόμενο μισό αυτής της δεκαετίας. Παρά την ετερόκλητη σύνθεση του, και κόντρα στην παράδοση που ήθελε όλες τις αναρχικές μαθητικές ομάδες έως τότε, να γίνονται θυγατρικά παραρτήματα μεγάλων κεντρικών συλλογικοτήτων, ο σχηματισμός αυτός διεκδίκησε και κατάφερε να διατηρήσει την αυτονομία του, πράγμα που ήταν και ένα από τα μεγαλύτερα στοίχηματα που εξαρχής είχε θέσει.
Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, η συγκεκριμένη ομάδα αναρχικών μαθητών έθεσε επιπλέον στοιχήματα επιχειρώντας να αντιμετωπίσει κι άλλες προκλήσεις. Εξαρχής ζητούμενο ήταν η σύνδεση με το μαθητικό υποκείμενο στους δρόμους, κάτι που συνεχώς προκαλούσε την εχθρική αντιμετώπιση της καθοδήγησης του ΚΚΕ που είχε αναλάβει να ποδηγετεί τις μαθητικές κινητοποιήσεις. Η όλη ιδέα για δημιουργία αυτονομημένων σχολικών μπλοκ στις μαθητικές πορείες που διοργάνωνε το ΣΑΣΑ ( Συντονιστικό Αγώνα Σχολείων Αθήνας), ήταν κάτι αδιανόητο για τις δυνάμεις του κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ, ενός μηχανισμού εθισμένου στον απόλυτο έλεγχο και χειράγωγηση κάθε είδους κινητοποιήσεων. Παρά τη διαρκής εχθρικότητα ωστόσο οι παρεμβάσεις στις συγκεντρώσεις του ΣΑΣΑ ηταν διαρκής τόσο με την διακίνηση αναρχικού υλικού (τρικάκια, κείμενα, μπροσούρες) όσο και με την προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητων και ακηδεμόνευτων μαθητικών μπλοκ όπου και όποτε αυτό ήταν δυνατό. Οι παρεμβάσεις φυσικά δεν περιορίστηκαν μόνο στις μαθητικές πορείες που καλούνταν από το ΣΑΣΑ. Στόχος ήταν η μεγαλύτερη δυνατή σύνδεση με το υποκείμενο των μαθητών που ασφυκτιούσε στους καθορισμενους ως τότε τρόπους αντίδρασης. Ετσι οι παρεμβάσεις επεκτείνονταν σε αρκετά κατά τόπους σχολεία, που μπορεί να τελούσαν υπό κατάληψη , όπου μοιράζονταν κείμενα και γινόντουσαν απόπειρες ζύμωσης με τους μαθητές. Πάντα με πυρήνα το σκεπτικό ότι τα σχολεια είναι τα θεμέλια του κοινωνικού προγραμματισμού, με σημαντικότερο σύνθημα το “Το σύστημα διδασκαλίας είναι η διδασκαλια του συστήματος” και το ” Μπουρλούτο και φωτιά στα σχολικά κελιά” γινόταν μια απόπειρα επικοινωνίας πιο προωθημένων σκεπτικών και προταγμάτων. Με εμφανής πάντα, τη κριτική στην εκπαιδευτική διαδικασία και την κανονικότητα της, ήταν εξαιρετικά σημαντικό να ξεφύγει η κουβέντα γύρω από τα παραδοσιακά συνδικαλιστικά αιτήματα των μαθητών,  που πολλές φορές φοριούντουσαν καπέλο από αλλού ( έτσι για να φαίνονται τάχα πιο μεγαλίστικα ). Οι συζητήσεις που γίνονταν, αποσκοπούσαν στη διαχυση σκεπτικών που είχαν σχέση με την ομορφιά του απελευθερωμένου χρόνου, το πνεύμα ανταρσίας και ανυπακοής και το σαμποταζ των ίδιων των σχολικών υποδομών ως κομμάτι έκφρασης των αρνήσεων απέναντι στην κανονικοποίηση των ζωών μας, ήδη απο τα πιο τρυφερά μας χρόνια. Έτσι συχνά πυκνά αντικέιμενο των συζητήσεων αυτών έφτανε να είναι η αξία βανδαλισμών εναντια στις σχολικές υποδομές, ειδικά στα γραφεία των καθηγητών και στα αρχεία με τα απουσιολόγια κτλ. σε αντιδιαστολή με τις κομματικές παραινέσεις του ΚΚΕ που προέτασε αγώνες σε ένα πνεύμα περισσότερο προσκοπικό παρά πολιτικό. Η συμβολή της συγκεκριμένης δουλειάς μεταξύ άλλων, είχε μια κάποια αντανάκλαση, τουλάχιστον σε ένα σχολείο του Χολαργού, οπου κατάφερνε να βάζει αναρχικό πλαίσιο κατάληψης την κλασικη περίοδο των κατάληψεων, ( για κάποιες χρονιές της περιόδου εκείνης), να κατεβάζει την ελληνική σημαιά ανεβάζοντας αναρχική , και να κλεινει τις πύλες του σχολείου με κάδους για οδοφράγματα. Πέραν όμως της περίπτωσης αυτής,  η δουλειά στα σχολεία περιελάμβανε διαρκείς παρεμβάσεις με αναγραφές συνθημάτων και πεταγμα τρικακίων με αναρχικά συνθήματα, ειδικά την προηγούμενη πορειών, είτε μαθητικών είτε φοιτητικών. Δεν ήταν λίγες οι φορές επίσης που η συγκεκριμένη ομάδα εμφανίστηκε διακριτά ακόμα και σε εργατικές απεργίες που καλούσαν ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.

Την περίοδο έναρξης των φοιτητικών κινητοποιήσεων έγιναν κάποιες απόπειρες να δημιουργηθεί κεντρικό συντονιστικο αναρχικών μαθητών, με σκοπό την πιο ευρεία σύνδεση των μαθητικών και φοιτητικών υποκειμένων, οι οποίες ωστόσο δεν ευόδωσαν. Το καλοκαίρι του 2006 και με τις αριστερές παρατάξεις να οδηγούν σε φάση εκτόνωσης το φοιτητικό κίνημα, μια πρωτοβούλια ανένταχτων φοιτητών κατέλαβε την Πρυτανεία στα Προπύλαια με σκοπό να διατηρήσει το πνεύμα και το κλίμα του αγώνα ζωντανό σε μια προσπάθεια καταδειξης μεταξύ άλλων, και το ρόλου των φοιτητικών παρατάξεων μέσα στο κίνημα της εποχής. Η κατάληψη αυτή ενθουσίασε τον κόσμο της συγκεκριμένης αναρχικής ομάδας,  που την στήριξε και ήρθε σε επαφή με συντρόφους/σσες από στέκια σχολών που ασχολούνταν ενεργά με την προσπάθεια δημιουργίας μιας οριζόντιας και απο τα κάτω,  συσπείρωσης φοιτητικών συλλόγων , μακριά από την ποδηγέτηση των αριστερών (κάτι που εν μερει επετέυχθη την επομενη σεζόν). Η γνωριμία και η σύνδεση αυτή υπήρξε μια ζωογόνα διαδικασια ζύμωσης, η οποία  που στο βαθμό που της αναλογούσε και οσο ήταν εφικτό, συνέδεσε διαφορετικές εμπειρίες και ταχύτητες αγώνων. Εκεί επίσης έγιναν γνωριμίες και συναντήσεις με άλλα άτομα που θα ανανέωναν το σχήμα.
Το επόμενο Φθινόπωρο, και παρά την κριτική του στάση απεναντι στο ρόλο των καθηγητών στα σχολεία ως εκφραστών του κοινωνικού προγραμματισμού, το ίδιο σχήμα (που πλέον η σύνθεση του αποτελούνταν πιο πολύ από φοιτητές πλέον), κατέβαινε στις απεργίες των δασκάλων, συμμετείχε στις συντονιστικές επιτροπές της ΔΟΕ , προσπαθώντας να γειώσει και να επικοινωνήσει τις πάγια ριζοσπαστικές θέσεις σχετικά με την εκπαιδευτική διαδικασία, το θεσμικό ρόλο των εκπαιδευτικών αλλά και το ρόλο των συνδικαλιστικών φορέων στην ίδια την απεργία. Το επόμενο διάστημα, διάστημα έντασης του φοιτητικού κινήματος, η παρουσία στις καταλήψεις, τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις ήταν πάντα δεδομένη, πότε πιο διακριτά, πότε πιο άτακτα, αλλά πάντα σε μια μίνιμουμ εσωτερική συνενόηση , και με λόγο που στρεφόταν κλασικά προς την ανάδειξη του θεσμικού ρόλου που εξυπηρετούν τα ανώτατα θεσμικά ιδρύματα. Από τα μέσα του 2007, έπειτα από πολλές διαδοχικές ανασυνθέσεις της ομάδας, που πλέον άρχισε και να απομακρύνεται από τη σύνδεση της με τα σχολεία και το μαθητικό υποκείμενο, ο κόσμος αρχίζει να σπάει και έτσι  να χαλαρώνει ο συνδετικός κρίκος και ο ειδικός χαρακτήρας ύπαρξης της.
Η ανανεωσιμότητα της ομάδας, οι συχνές αποχωρήσεις μελών και οι αφίξεις νέων, βοηθούσαν το σχήμα να ελίσεται και να αναπροσαρμόζεται συνεχώς αλλά στο τέλος είχε απομείνει μόνο ένας πολύ μικρός πυρήνας ατόμων. Ωστόσο αυτό το διάστημα ήταν μια μεγάλη και δυνατή εμπειρία αγώνα που σίγουρα άφησε πολλά διδάγματα πίσω της, διαφορετικά ίσως για τον καθένα. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, διαμορφώθηκαν σχέσεις που άλλες ξεθύμαναν γρήγορα, και άλλες υπήρξαν στενές για αρκετά χρόνια. Κάποιοι χάθηκαν οριστικά μεταξύ τους, μεταξύ άλλων όμως σφυρηλατήθηκαν  δυνατές συντροφικές και φιλικές σχέσεις.
Στα χρόνια που ακουλούθησαν, πάρθηκαν διαφορετικοί δρόμοι. Πολλές φορές εκ διαμετρου αντίθετοι. Κάποιοι εγκατέλειψαν τελείως, κάποιοι αποροφήθηκαν αλλού, κάποιοι κατέληξαν στις παρανομίες και τις φυλακές. Σχέσεις δοκιμάστηκαν, συγκρούστηκαν, πέρασαν δια πυρός και σιδήρου,  μέσα από διαδοχικούς ενθουσιασμούς, απογοητεύσεις, ξενερώματα και πίκρες,  αλλά και απόπειρες να ξαναβρεθεί κάπου το νήμα της  αρχικής σύνδεσης. Έστω σε σκληρούς καιρούς, σε σκληρές συνθήκες, με σκληρές τριβές στις σχέσεις… Γιατί πάνω από όλα εκείνα ήταν χρόνια που,  αν μη τι άλλο , κυριαρχούσε έντονα η εφηβική ψευδαίσθηση ότι “ζούμε στην αυθεντική πλευρά της ζωής” , ότι όλα είναι πιθανά και ότι όλα μπορούν να συμβούν , και κυρίως, το πιο αφελές: ότι αυτό το συναίσθημα μπορεί να κρατήσει για πάντα. Ακόμα όμως κι αν η ζωή με την ωμότητα και τον κυνισμό της, ποδοπάτησε αυτές τις αφέλειες , ισως πραγματικά μια τέτοια σύνδεση να μην μπορεί να σβήσει ποτέ της τελείως . Ίσως , κάπου, άγνωστο με ποιο τρόπο και κάτω υπο ποιές συνθήκες, η φλόγα της καταφέρει να ξαναλάμψει. Ίσως και όχι.

Ανεξάρτητα από όλα αυτά, η καταγραφή της ιστορίας, κάτω υπό όποιες συνθήκες είναι σημαντική , γιατι αποτελεί την καύσιμη ύλη που χρειαζονται οι εμπειρίες του μέλλοντος. Έτσι το παραπάνω χρονικό αποτελεί και  κατά κάποιο τρόπο, παρουσίαση του ιστορικού υποβάθρου της συγκεκριμένης  μπροσούρας, καθώς και δείγμα της πολιτικής κατεύθυνσης και προσανατολισμού αυτής  της  αναρχικής μαθητικής ομάδας την εποχή εκείνη.  Στις λιγοστές της σελίδες,  διακρίνεται ξεκάθαρα το πνεύμα ριζοσπαστικοποίησης της συγγραφικής ομάδας και των προταγμάτων που ήθελε να επικοινωνήσει. Αποτελεί ταυτόχρονα ντοκουμέντο μιας ιστορικής περιόδου κάπως παρεμελημένης απο την κινηματική μας ιστοριογραφία,  και απόδειξη ότι το μαθητικό υποκείμενο δεν είναι πάντα μια περιφέρεια που παρασιτεί στους κόλπους του κινήματος και που “σε δυο χρονάκια θα ναι σπιτάκι του ασούμε”. Αποτελεί πάνω από όλα την απόδειξη ότι μπορεί να υπάρχουν συνειδητοποιημένες ομαδώσεις αναρχικών μαθητών (μια ταυτότητα που εδω και 10 χρόνια πολλοί αρνούνταια αναγνωρίσουν στον αναρχικό μαθητή Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο).   Η μπροσούρα τυπώθηκε στην κατειλειμμένη Πρυτανεία του Φθινοπόρου του 2006, με αίτημα τότε την απελευθέρωση του Σάββα Ξηρού για λόγους υγείας, μιας κατάληψης που υποστηρίχθηκε θερμά από τον κόσμο της ομάδας. Μάλιστα επιχείρησε να θέσει εντός συλλογικών πλαισίων  με πείσμα κιόλας, τη συζήτηση για απαλλοτροιώσεις του εξοπλισμού της Πρυτανείας (υπολογιστές και εκτυπωτές) για κινηματικούς λόγους , κάτι που προσέκρουσε σε μια αδιάλακτου τύπου στάση από το υπόλοιπο σώμα της διαδικασίας , μια στάση που καμία απολύτως σχέση δεν είχε με χαρακτηριστικά αναρχικής συνδιαμορφώσης, συντροφικής ζύμωσης και επικοινωνίας ,αλλά που έδωσε ένα πολύτιμο μάθημα για το τι εστί “συλλογικές διαδικασίες χώρου” και “συλλογικές αποφάσεις”, ένα μάθημα που δε θα ξεχνιώταν ποτέ.
Ο λόγος της μπροσούρας, μπορεί να είναι απλοϊκός αλλά τα νοήματα της δεν παύουν να παραμένουν επικαιροποιημένα και ζωτικά σε κάθε εποχή , ειδικά στη δική μας,  που μαθητές προχωρούν σε καταλήψεις για εθνικιστικά θέματα. Ο σκοπός παράθεσης της, πέρα απο την χρησιμότητα της σαν στοιχείο και τεκμήριο ενός κομματιού της κινηματικής ιστορίας, είναι, αν τα καταφέρει, να προκαλέσει παρόμοιους προβληματισμούς με αυτούς που επιδίωκε τότε.

Σημείωση: Η μπροσούρα εντοπίστηκε μετά απο πάνω απο μια δεκαετία στο κινηματικο αρχείου του αντιεξουσιαστικού στεκιού της Παντείου , κάτι που αναδεικνύει πόσο πολύτιμη και διαχρονική είναι η διατήρηση τέτοιων αρχείων.

Αναρχική μαθητική μπροσούρα 2006

 

 

Τα λούνα παρκ της βίας

Ο δημόσιος διάλογος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει εξελιχθεί δραματικά στη νέα εποχή. Έχει αναχθεί σε μέγιστο διαμορφωτή των δημόσιων ατζεντών και έχει προχωρήσει εκρηκτικά στην με ολοένα και νέους τρόπους ανάδειξη νέων ζητημάτων και προβλημάτων , πράγμα που δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον τρόπο που διαδραματίζονται πλέον και οι ανταλλαγές απόψεων και αντιπαραθέσεις εντός των πολιτικών ριζοσπαστικών κινημάτων. Η ευκολία χάρη στην οποία μπορούν να κατατεθούν απόψεις και να υποστηριχθούν, πολλές φορές μάλιστα με μεγάλες δόσεις ειρωνίας, ξερολίασης, εριστικότητας κτλ, έχει προσδώσει ένα άλλο ποιοτικό επίπεδο σε αυτο που εως τώρα αποκαλούσαμε πολιτική ζύμωση. Υπάρχουν πολλά γνωρίσματα αυτής της νέας ποιότητας πολιτικής διαλεκτικής ένα από τα οποία είναι και η εύκολη πρόκληση κρίσεων ηθικού πανικού ειδικά πάνω σε αμφιλεγόμενα θέματα . Αυτές οι κρίσεις αποκτούν χαρακτηριστικά διαδικτυακής μαζικής υστερίας, η οποία εξαπλώνεται απλα με ένα κλικ και μετά παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας. Αυτό φυσικά είναι μια γενικότερη διαδικτυακή συμπεριφορά στις μέρες μας αλλά ειδικά σε ότι αφορά το ριζοσπαστικό κίνημα βλέπουμε να υπεισέρχεται ακόμα και σε πεδία μείζονας πολιτικής αντιπαράθεσης είτε σε κεντρικά είτε σε λιγότερο κεντρικά θέματα ενώ πολύ συχνά γίνεται και εργαλείο προώθησης πολιτικών ατζεντών.

Μπροστά σε αυτή την ακραία περίπτωση μαζικής υστερίας και κρίσης ηθικού πανικού που έχει προκληθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αφορμή τον ξυλοδαρμό ενός καθ’ ομολογίαν δολοφόνου-βιαστή της νεαρής κοπέλας στη Ρόδο από κρατούμενους στις φυλακές ανηλίκων στην Αυλώνα μάλλον θα πρέπει να επισημανθούν μερικά πράγματα που οι τόσοι πολλοί “φυλακολόγοι” της επικαιρότητας τείνουν να ξεχνούν.

Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν, σε περίπτωση που υπήρχε κανένα μπέρδεμα εως τώρα, ότι οι φυλακές δεν είναι ωραίο μέρος. Αν νόμιζε κανείς το αντίθετο έκανε λάθος. Οι φυλακές είναι άσχημες. Πολύ άσχημες.Έίναι περιβάλλοντα ακραίας βίας. Η ίδια τους η ύπαρξη είναι δομημένη πάνω στη βία και αποσκοπεί στην επιβολή της βίας. Η ίδια η φύση του εγκλεισμού και ο καθημερινός έλεγχος στα σώματα και τα μυαλά των κρατουμένων είναι βία. Η διαρκής επισφάλεια της διαρκούς ομηρίας απο εκδικητικούς μηχανισμούς και ανθρωποφύλακες είναι βία. Οι διαρκείς εξαναγκασμοί, οι προσβολές, οι εξευτελισμοί, τα ξεγυμνώματα, τα σκήψε βήξε και τα ψαχουλέματα, οι ψυχολογικοί εκβιασμοί, το δηλητήριο της ελπίδας για τα διάφορα ευεργετήματα που σου βγαίνει η ψυχή να τα περιμένεις μόνο και μόνο για να σου τα απορίψουν ξανά και ξανά και ξανά, οι άθλιες συνθήκες , η αδιαφορία των γιατρών, η αίσθηση ότι μπορεί να πεθάνεις από ένα απλό πονόδοντο, οι κακομεταχειρήσεις ακόμα και τα ξύλα ,όταν και όπου, όλα αυτά είναι βία. Μια βία που δεν έχει τη φιλμική γοητεία και την σκοτεινή λάμψη της νουάρ λογοτεχνίας. Μια βια απολύτως αληθινή, γήινη, ανελέητη, συντριπτική που δεν έχει τίποτα το ελκυστικό, και που δημιουργεί τους όρους αναπαραγωγής της και μεταξύ των ίδιων των κρατουμένων με διάφορες μορφές και ξεσπάσματα, ενώ ταυτόχρονα τους καταστρέφει, τους διαστρέφει βαθιά, χωρίς επιστροφή πολλές φορές, και άλλες τους τσακίζει, τους τρελαίνει, τους οδηγεί σε αυτοκτονίες… Αν οι πόλεμοι είναι η χώρα της βίας , οι φυλακές είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα της.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθεσουμε πως και ο κοινωνικός χάρτης είναι τέτοιος ώστε η κατανομή των κρατουμένων να έχει ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα. Η προέλευση των κρατουμένων στην πλειοψηφεία των περιπτώσεων προέρχεται από κοινωνικά περιβάλλοντα κατώτερης κοινωνικής υποστάθμης, περιβάλλοντα φτωχοποιημένα, περιθωριοποιημένα , εξαθλιωμένα με την κοινωνική αδικία να είναι ο δικός τους διάτων αστέρας , σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι σε συγκριτικά πιο προνομιούχες κοινωνικές πραγματικότητες. Και κοινωνική αδικία σημαίνει ξανά βία. Η βια λοιπόν είναι η μόνη γλώσσα που γνωρίζει, μιλάει και κατανοεί συνήθως η πλειοψηφεία των παραβατικών υποκειμένων που καταλήγουν στις φυλακές πριν καν καταλήξουν σε αυτές. Μιλάμε για κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία η βία μπορεί να είναι μόνιμη συνθήκη , πάντα και παντού παρούσα, σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Πολλές φορές η φυλακή μοιάζει ως απλώς η φυσική κατάληξη για τέτοια υποκείμενα, μια κατάσταση από την οποία η ζωή τους πολύ δύσκολα θα μπορέσει να απεμπλακεί, αν απεμπλακεί. Μια ζωή που ξοδεύεται σε αυτόφορα , σε κρατητήρια, σε ανακριτικά γραφεία τσαλακωμένη μέσα σε χαρτούρες και δικόγραφα, στριμωγμένη σε κλούβες και περιπολικά, τσακισμένη από το ξύλο των μπάτσων για να μιλήσεις ή επειδή απλά. Μια ζωή κατεστραμένη, βουλιαγμένη μέσα στη βία, χωρίς παράθυρο ελπίδας, χωρίς σωτηρία, χωρίς τίποτα απολύτως παρά μόνο απόγνωση και απελπισία. Ειδικά για τις περιπτώσεις ανηλίκων που ξεκινούν να γδέρνουν τις ζωές τους σε αυτό το μύλο από τα πιο τρυφερά τους χρόνια, και που πιθανότατα δε θα γνωρίσουν καμιά άλλη διέξοδο.

Αυτά όλα δε σημαίνουν ότι οι κρατούμενοι είναι αγγελούδια επειδή είναι και θύματα. Δεν αποτελούν κάποιο εξιδανικευμένο κοινωνικό υποκείμενο (όπως και κανένα άλλο) που αποκτά αυτόματη ευσυνειδησία λόγω της ακραίας κοινωνικής αδικίας στην οποία υποβάλεται. Η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας μπορεί να είναι κάλιστα κραταιή και εντός “σωφρονιστικών καταστημάτων” . Η κουλτούρα της επιβολής, της δύναμης, της επίδειξης, της μαγκιάς αποθεώνεται σε ένα κατεξοχήν πατριαρχικό χώρο όπως αυτός των φυλακών γιατί και η πατριαρχία πάνω στα αυτά τα δεκανίκια στηρίζεται. Και ναι στις φυλακές συμβαίνουν πολλά περιστατικά ακραίας κανιβαλικης βίας μεταξύ κρατουμένων και συνήθως πάντα γίνεται με όρους δύναμης. Βίας βάρβαρης, ωμής, που δύσκολα γίνεται πιστευτή κι ακόμα πιο δύσκολα ξεχνάει κανείς ότι υπήρξε μάρτυρας τέτοιων περιστατικών.

Είναι σίγουρο ότι υπάρχουν πάρα πολλά να πει κανείς για τις φυλακές και το σκατόκοσμο τους ειδικά αν έχει περασει αρκετό καιρό στην κοιλιά του κήτους. Πολλά μπορεί να πει και χωρίς να έχει βρεθεί ούτε μια μέρα. Ότι κι αν λέμε ομως, όποιοι κι αν το λέμε δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια πραγματικότητα πολύ έξω από τις συμβατικές, όπου η κοινωνική πλειοψηφεία έχει μάθει να κινείται. Θα ήταν πολύ ωραίο να χτυπά κανείς τα δάχτυλα του και να γεννιέται επιφοίτηση πάνω σε διάφορα θέματα όπως πχ του αντι-σεξισμού, ή επί άλλων θεμάτων όπως η στοιχειώδης ενσυναίσθηση απέναντι στις άπειρες αδικίες που γεννά η καταπίεση (πράγμα το οποίο για ένα περίεργο λόγο το απαιτούν αρκετοί από τις πιο περιθωριακές κοινωνικές ομάδες ενώ θεωρούν ελιτισμό την ίδια ακριβώς απαίτηση από πιο ευπρόσωπες κοινωνικες ομάδες με καλύτερο προφίλ ακροατηρίου). Θα ήταν ωραίο τόσο για τους εντός όσο και για τους εκτός των τοιχών. Όμως η ζωή μας διδάσκει πως τέτοιες απαιτήσεις είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Με όλα αυτά είναι δυνατόν να αντιληφθούμε πως η ενορχήστρωση μιας πράξης αυτοδικίας εναντίον ενός βιαστή μέσα στις φυλακές δε θα μπορούσε να γίνει με τον όμορφο και ωραίο τρόπο που θα ήθελαν να δουν τα οπτικά μας νεύρα. Είναι δυνατόν να εμπεριέχει βία, ακόμα πιο ακραία από αυτή που εμπεριέιχαν τα βίντεο από Αυλώνα. Είναι δυνατόν να ακουστούν πολύ πιο χυδαίες και σεξιστικές βρισιές από αυτές που ακούστηκαν τώρα . Αλλά μέσα σε ένα σύμπαν ακραίας βίας αυτά είναι μια κανονικότητα. Και είναι υποκρισία να σοκαριζόμαστε όταν ξέρουμε πολύ καλά ότι στην ημερήσια διάταξη των απειλών σχεδόν σε πάσα συνθήκη και ειδικα μεταξυ αντροπαρέων , βρίσκεται το ” θα σε γαμήσω ρε μουνόπανο” , ακόμα και μέσα στον αγγελικά και αντισεξιστικά φτιαγμένο αριστεροαναρχικό μας χώρο.

Η επιδίωξη της επικοινωνίας της πράξης με οπτικοακουστικό υλικό αντανακλά πολλά σημαινόμενα επίσης. Μέσα στις αντεστραμένες σκιές του θεάματος οι κρατούμενοι νιώθουν ότι τέτοιες δημόσιες περιπτώσεις κρατουμένων για τόσο απεχθή και ειδεχθή εγκλήματα προσφέρονται ώστε να βγει προς τα έξω στην κοινωνία ένα πιο “καλό” πρόσωπο των κρατουμένων. Για να πάρουμε τον κόσμο με το μέρος μας. Να στήριζει και καμιά φωνή τους αγώνες κρατουμένων δήθεν πειδη σε τελικη ανάλυση διατηρούν κάποια κριτήρια σε σχέση με κάποιες εγκληματικές πράξεις. Μας θυμίζει κάτι αυτό σαν λογική; Μας φέρνει τίποτα στο μυαλό αυτός ο πρωτόλειος λούμπεν φυλακίστικος λαϊκισμός;

Ωστόσο όπως πάντα και παντού η αλήθεια δεν είναι μια και δεν είναι μονοδιάστατη. Το μίσος για τους βιαστές στις φυλακές δεν προκύπτει μόνο από την ανάγκη μιας λαϊκίστικης εξωστρέφειας. Προκύπτει και από το αγνό πατριαρχικό αίσθημα υπεράσπισης της αρσενικής τιμής όταν βιάζεται κάποιο θυληκό της οικογένειας. Η αντίληψη ότι ο βιασμός των θυληκών προσβάλει τα αρσενικά προστάτες που δεν μπορούν να τα προστατέψουν είναι έστω και υποσυνείδητα πολύ ισχυρή, ακόμα κι αν τα θύματα είναι αγνωστα . Γιατί κατά τα άλλα θα μπορουσε να συμμετέχει σε ένα λιτζάρισμα βιαστή κι ένας τύπος που σιδέρωνε μέχρι θανάτου μια γιαγούλα για ένα 50ευρο.

Ύπάρχουν επίσης και εκείνοι που όσο ειδεχθή κι αν είναι ίσως τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει, χάρη σε συσχετισμούς δύναμης δε θα πειραχτούν ποτέ μάλλον. Και λοιπόν; Προκύπτει απο κάποιο αξιακό στάνταρ το “όλοι ή κανένας” ; Γιατι ενίοτε προκύπτουν και άνθρωποι ,μέσα σε αυτό το βάλτο που τσαλαβουτούν και βουλιάζουν τόσες ψυχές, που διατηρούν ένα πηγαίο μίσος για καθάρματα οπως είναι οι βιαστές και οι πρακτικές τους. Και ναι ειναι δυνατόν αν τους δωθεί η ευκαρία να επιβάλουν τη δική τους δικαιοσύνη έτσι όπως την αντιλαμβάνονται. Με βία. Πολύ ίσως. Σοκαριστική ενδεχομένως για ένα απλό μάτι. Και με τη συνοδεία βρώμικων ύβρεων και απειλών. Πριν προσπαθήσουμε να προβάλουμε τα υπερστάνταρ μας σε τέτοιου τύπου αυτοδικίες και πριν εξισώσουμε την ισοπέδωση ενός βιαστή-δολοφόνου με το μέχρι θανάτου λιτζάρισμα ενός απλώς διαφορετικού από την κανονικότητα ατόμου από δυο υπερασπιστές της ατομικής ιδιοκτησίας ας σκεφτούμε μήπως απλώς έχουμε παρασυρθεί από κάποια νεα μαζική υστερία του διαδικτύου χωρίς κριτήρια.

Ίσως αυτό το δευτερόλεπτο αυτοσυγκράτησης να είναι καθοριστικό πριν αποφάσίσουμε να κουνήσουμε το δάχτυλο μας.