Το τέλος ενός κύκλου;

 

 

Η πόλωση του πολιτικού σκηνικού στην μεταπολεμική Ελλάδα δεν άφηνε πολλά περιθώρια ώστε να είναι κανείς αδιάφορος προς την πολιτική. Ως αποτέλεσμα όλες οι πτέρυγες του πολιτικού φάσματος, από τη δεξιά ως το κέντρο και την αριστερά, είχαν μια μεγάλη κομματική δεξαμενή, έντονα πολιτικοποιημένη, και με την πλειοψηφία των μελών τους, αρκετά στρατευμένα ιδεολογικώς.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια ο κοινωνικός χάρτης στο ελληνικό τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Νέες τάσεις έχουν διαμορφωθεί, έχουν καταστεί κυρίαρχες, και έχουν επηρεάσει τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς.


Οι ανακατατάξεις της μεταπολίτευσης, η κοινωνική κοινωνικότητα και οι αντιφατικές ταξικές μετατοπίσεις που τη χαρακτήρισαν, καλλιέργησαν σταδιακά τις συνθήκες για την α-πολιτικοποίηση μεγάλου μέρους του δυναμικού κάθε πολιτικής πτέρυγας. Διαμορφώθηκε έτσι ένας μεγάλος κοινωνικός πόλος που εκτείνεται από τη μετριοπαθή συντήρηση ως τη μετριοπαθή πρόοδο, αδιάφορος για τα κοινά τον περισσότερο καιρό, εμποτισμένος από την κυρίαρχη ιδεολογία της ανάπτυξης και του καταναλωτισμού, πακέτο με την εξοικείωση πρακτικών διαφθοράς, σε αναλογία πάντα των κοινωνικών και ταξικών προνομίων του καθενός.


Ο συγκεκριμένος κοινωνικός πόλος, πέρα από συγκεκριμένες στιγμές που ενεργοποιήθηκε λόγω συγκυριών που είχαν σχέση με εθνικές ή οικονομικές κρίσεις, υπήρξε κατά κύριο λόγο ανενεργός, διατυμπανίζοντας περήφανα την α-πολιτικοποίηση του, ως κοινωνικά υπεύθυνη θέση, ενώ η αδιαφορία προς τα κοινά, μετατρεπόταν σε κυρίαρχη κοινωνική τάση, σε αντίθεση με το παρελθόν που ενδεχομένως ήταν πιο περιθωριακή. Η τάση αυτή, σε συνδυασμό με την επιρροή της μαζικής κουλτούρας των επόμενων δεκαετιών, καθιερώθηκε ως η απόλυτη νέα νόρμα και ήταν και αυτή που απορροφούσε τα μεγαλύτερα κύματα της νεολαίας.


Θεωρούμε ότι ο πόλος αυτός, που άλλοτε αποκαλείται σιωπηλή πλειοψηφία ή μέτωπο της λογικής, δεν έγινε άμεσα αντιληπτός, ως τέτοιος, από το ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα , με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αποξένωση με χαρακτηριστικά ιδρυματοποίησης, των ριζοσπαστικών υποκειμένων από το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτή η ιδρυματοποίηση δημιούργησε κάπως μια συλλογική αίσθηση ότι όσο περισσότερο φωνάζουμε, όσο περισσότερη βαβούρα κάνουμε, τόσο περισσότερο ακούγεται προς τα έξω το δίκιο μας, και μάλιστα γίνεται αποδεκτό. Κάπως σαν το σύνδρομο του φωνακλά που επειδή φωνάζει σε μια συζήτηση, νομίζει ότι οι χαμηλοί τόνοι των υπολοίπων είναι ένδειξη πειθούς.


Το χάσμα ανάμεσα στις ριζοσπαστικοποιημένες δυνάμεις της προόδου και τον κοινωνικό πόλο της α-πολιτικοποίησης βάθυνε κι άλλο στη πορεία της μεταπολίτευσης, καθώς χανόταν ολοένα και περισσότερο το πολιτισμικό κομμάτι της παράδοσης των αγώνων, των συλλογικών αντιστάσεων και κατακτήσεων, αφήνοντας πίσω ένα κενό που κάλυπτε η επελαύνουσα μαζική κουλτούρα των ΄90s και ΄00s. Η ενασχόληση με την πολιτική από την άλλη φαινόταν σα δείγμα γραφικού φανατισμού ή μια επιλογή καριέρας για τους πιο επιδέξιους και φιλόδοξους. Ήταν εποχές που ειδικά στις νεανικές παρέες ήταν στάνταρ οι φράσεις «έλα μωρέ τι ασχολείσαι με αυτά τώρα», «δε μπορούμε να κάνουμε μια κουβέντα όλο στο πολιτικό το πας», «καλό παιδί ο/η τάδε αλλά στα πρήζει με τα πολιτικά» .


Οι κοινωνικοί αγώνες λοιπόν έφθιναν στη μεταπολίτευση, οι πιο δυναμικές αντιστάσεις γίνονταν ολοένα και πιο περιθωριακές, και κάθε μεγάλο κοινωνικό κίνημα που ξεσπούσε δε ήταν παρά μια σκιά κάποιου προηγούμενου, κάποια χρόνια πίσω. Αν κοιτάξει κάποιος τη μεγάλη εικόνα των προηγούμενων δεκαετιών και μελετήσει την καμπύλη των κοινωνικών αγώνων στη μεταπολίτευση, θα διαπιστώσει μια διαρκώς φθίνουσα πορεία σχεδόν σε όλα τα μέτωπα. Από τις εργατικές μέχρι τις φοιτητικές και τις μαθητικές κινητοποιήσεις και από τα αντιπολεμικά μέχρι το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, σημειώνεται μια πτωτική τάση, αν όχι απαραίτητα σε δυναμικότητα, σίγουρα σε μαζικότητα. Οι εστίες κοινωνικής σύγκρουσης λιγοστεύουν διαρκώς, η ένοπλή αμφισβήτηση υποχωρεί καθώς καταγράφονται ολοένα και λιγότερες ενέργειες, ενώ μία από τις πιο εμβληματικές και πολυπληθέστερες οργανώσεις πολιτικής βίας, τερματίζει τη δράση της στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 .


Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, και ότι την ακολούθησε, ήταν βεβαίως μια εξαίρεση αλλά ταυτόχρονα ήταν και μια παρένθεση. Δυναμική αλλά παρένθεση. Η εξέγερση απέκτησε ένα δημόσιο πρόσωπο στις δυναμικές αντιδράσεις και διαδηλώσεις των μαθητών, αλλά η βασική εκρηκτική της ύλη, αν εξαιρέσουμε το αναρχικό κίνημα, υπήρξε το κοινωνικό περιθώριο, δηλαδή ένας διαρκής πληθυσμός υπό εξαίρεση. Ρομά, μετανάστες, με ή χωρίς χαρτιά, τοξικοεξαρτημένοι, λούμπεν παραβατικός πληθυσμός καθώς και χούλιγκαν των γηπέδων. Το γεγονός της έκρηξης του κοινωνικού περιθωρίου ταρακούνησε τα πιο συντηρητικά κομμάτια του κοινωνικού πόλου της α-πολιτικοποίησης, στρέφοντας τους στα πιο δεξιά του πολιτικού φάσματος από εκεί και ύστερα.


Τα πρώτα χρόνια της κρίσης και των αντιμνημονιακών αγώνων, η πόλωση που προκάλεσε η κοινωνική αγανάκτηση, υπήρξε ομολογουμένως μεγάλη, δημιουργώντας μια πολιτική αποσταθεροποίηση που άλλαξε τα δεδομένα του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Της κοινωνικής αγανάκτησης κατάφεραν να τεθούν πρωτοπορία δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και της ακροδεξιάς, οι μεν επενδύοντας στην ελπίδα μιας καλύτερης διαχείρισης, οι δε στην απογοήτευση και το θυμό εξαιτίας της «πολιτικής φαυλοκρατίας». Αμφότερες επένδυσαν στο χαρτί των πατριωτικών αισθημάτων με την ρητορική της καθεμιάς προσαρμοσμένη στις γενικότερες διακηρυγμένες αρχές της, και στα αυτιά του ευρύτερου ακροατήριου της. Εκλογικά επικράτησαν οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις διαψεύδοντας την ελπίδα που καλλιέργησαν ενώ την ίδια στιγμή οι ακροδεξιές δυνάμεις βάλλονταν ως εγκληματικές, και έβρισκαν απέναντι τους το «τείχος της Δημοκρατίας».


Αυτή ακριβώς η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας του 2015-2019 να καταφέρει, έστω και περιορισμένα, να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που η ίδια καλλιέργησε, ήταν καταλυτική ώστε να δημιουργηθεί το έδαφος για μια επερχόμενη επανασυσπείρωση του κοινωνικού πόλου της α-πολιτικοποίησης, της σιωπηλής πλειοψηφίας και του μετώπου της λογικής υπό την αδιαμφισβήτητή πολιτική ηγεμονία της δεξιάς πτέρυγας του πολιτικού συστήματος.


Το γεγονός αυτό δίνει την ευχέρεια στη νέα πολιτική διαχείριση της εξουσίας να ανακηρύξει το τέλος ενός ιστορικού κύκλου, αυτού της μεταπολίτευσης, και το άνοιγμα ενός νέου. Ενός νέου κεφαλαίου που θα κλείσει τα κεφαλαία που συνιστούσαν «παθογένειες του παρελθόντος», «γραφικότητες» και «σπασμωδικές αντιδράσεις μειοψηφικών ομάδων», καταστάσεις δηλαδή που δεν μας έκαναν να φαινόμαστε μια καθώς πρέπει ευρωπαϊκή ανεπτυγμένη χώρα, αλλά μια οπισθοδρομική βαλκανική μπανανία.


Έτσι η κυβέρνηση κλείνει το κεφάλαιο των διαδηλώσεων, κλείνει το κεφάλαιο των απεργιών, το κεφάλαιο του ριζοσπαστισμού στα πανεπιστήμια, το κεφάλαιο της πολιτικής βίας και της έμπρακτης αμφισβήτησης του καθεστώτος σε οποιαδήποτε μορφή, και ετοιμάζεται να κλείσει και άλλα κεφάλαια, με την πρόθεση να γράψει ιστορία και να αφήσει εποχή, ως η κυβέρνηση που έκανε αυτά που δεν τόλμησε να κάνει καμιά άλλη. Κι αυτό χωρίς κόμπλεξ και ενοχικά σύνδρομα για το βρώμικο παρελθόν της δεξιάς, πράγματα που αφορούν γεγονότα που έχουν ξεθυμάνει και οι νέες γενιές δεν έχουν ζήσει καν, χωρίς ταμπού, και πάνω από όλα, χωρίς πραγματικό αντίπαλο μέχρι στιγμής. Κι αυτό γιατί οι δυνάμεις της αριστεράς από τη μία, νόμιζαν πως τα μεταπολιτευτικά προνόμια τους θα κρατούσαν για πάντα και απέχουν πολύ από οποιοδήποτε επίπεδο ετοιμότητας, και η πιο δυναμική και συγκρουσιακή κοινωνική δυναμική από την άλλη, η αναρχία, παραμένει κατακερματισμένη και δεχόμενη συντριπτικά απανωτά πλήγματα, το ένα πίσω από το άλλο.


Πλέον το να φωνάζεις δυνατά και επαναλαμβανόμενα πόσο φασιστική είναι η κυβέρνηση και αυτά που κάνει, απλώς δεν έχει κανένα νόημα. Κι αυτό διότι τα χρόνια πέρασαν, και οι κυβερνώντες πλέον δεν τριγκάρονται με αυτή τη ρητορική. Περισσότερο διασκεδάζουν καθώς γνωρίζουν ότι έτσι δεν πείθεται παρά ένα πολύ μικρό κοινό μέσα στην κοινωνία, με έφεση να παρασύρεται από λεκτικές υπερβολές. Η πραγματικότητα, όσο κι αν μας ενοχλεί, είναι ότι πολλά από τα πράγματα που τώρα κάνει η κυβέρνηση ισχύουν, και είναι μια κανονικότητα σε πολλές χώρες στην Ευρώπη εδώ και χρόνια, δεκαετίες ίσως. Και ο περισσότερος κόσμος στον οποίο απευθυνόμαστε, ή τέλος πάντων αυτό πασχίζουμε να το κάνουμε, δεν έχει στο μυαλό του την Ευρώπη, γενικώς και αορίστως, ως μια ένωση φασιστικών κρατών, αλλά ως ισοδύναμο της προόδου και του εκσυγχρονισμού, τόσο σε ότι αφορά τα πανεπιστήμια, αλλά και τις κινητοποιήσεις, την καταστολή, τις φυλακές κτλ.


Ο περισσότερος κόσμος θα έχει ταξιδέψει σε κάποια χώρα της Ευρώπης, για τουρισμό, για σπουδές, για αναψυχή, και σίγουρα αυτό που σκέφτηκε δεν ήταν, «α τι φασιστική χώρα είναι αυτή», αλλά πόσο προχωρημένα, πολιτισμένα, εκσυγχρονισμένα και τακτοποιημένα είναι τα πράγματα εκεί πέρα. Αυτός είναι ο πυρήνας του φαντασιακού του κοινωνικό πόλου της α-πολιτικοποίησης όταν ακούει για Ευρώπη, η οποία περισσότερο σαν πρότυπο κάπως γίνεται αντιληπτή, παρά σαν παράδειγμα αποφυγής.
Βερμπαλισμοί τύπου Χούντα, Φασισμός, φασιστικές πρακτικές, δεν συγκινούν και δεν πείθουν παρά ελάχιστα αυτιά. Ακόμα χειρότερα ακούγονται σαν τις υστερίες ενός κακομαθημένου παιδιού που οι κηδεμόνες του αποφάσισαν να γίνουν πιο αυστηροί. Μια εικόνα που ενισχύεται από την προπαγάνδα του κυβερνητικού στρατοπέδου που χαρακτηρίζει την αριστερά (στο σύνολο της) ως το κακομαθημένο παιδί της μεταπολίτευσης που δεν έμαθε ποτέ τρόπους.


Σε μεγάλο βαθμό λοιπόν, ο πόλος της α-πολιτικοποίησης όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για τις προοδευτικές κατακτήσεις που χάνονται, αλλά τις εγκρίνει κιόλας, και τις θεωρεί δείγμα κυβερνητικής συνέπειας και αποφασιστικότητας. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι να θιγούν και τα δικά τους άμεσα συμφέροντα και προνόμια και να αναγκαστούν να λάβουν την όποια θέση διαμαρτυρίας, είμαστε μόνοι και μόνες μας, σε έναν αγώνα που μοιάζει με κούρσα επιβίωσης, με τις πιθανότητες αναχαίτησης αυτής της επίθεσης να μην αυξάνονται με μια ρητορική και μια στρατηγική που αποσκοπεί στο να κάνει τους κυβερνώντες να νιώσουν ντροπή για τα «φασιστικά πεπραγμένα» τους, ή να αγχωθούν μην ταυτιστούν με την επάρατο Δεξιά.


Η κυβέρνηση επιτίθεται ανελέητα σε όλο το προοδευτικό φάσμα θεωρώντας ότι το χει να το κάνει γιατί τόσα χρόνια «βρίσκαμε και τα κάναμε». Μπορεί οι συνθήκες της πανδημίας να ευνοούν τις αλλαγές των κοινωνικών συσχετισμών αλλά, μη γελιόμαστε, αυτές θα προχωρούσαν έτσι κι αλλιώς, με ή χωρίς πανδημία. Απλώς τώρα τσουλάνε πιο εύκολα. Η ανάσχεση τους από την άλλη, και η διάψευση της νέα πολιτικής διαχείρισης ότι δεν παίζει χωρίς αντίπαλο, δε θα είναι χωρίς βαρύ κόστος. Αυτό ας το λάβουμε υπόψη μας.

Η μάχη των εννοιών: κυρίαρχος λόγος και αντικοινωνικό

Η μάχη των εννοιών:
κυρίαρχος λόγος και αντικοινωνικό


Αλίκη: “Πως μπορείς να δώσεις τόσο διαφορετικές σημασίες στις λέξεις που χρησιμοποιείς;”
Humpty Dumpty: “Το ερώτημα είναι ποιος είναι ο κυρίαρχος… αυτό είναι όλο”.
Lewis Carroll
(Η Αλίκη μέσα στον καθρέπτη)

 

Κάθε καθεστώς που θα ήθελε να έχει λιγότερους αποσταθεροποιητικούς κραδασμούς, κατασκευάζει μια αφήγηση που να συσπειρώνει σε μια συναινετική βάση ένα σεβαστό ποσοστό της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Κάθε αφήγηση διαφέρει ανάλογα το καθεστώς, την εποχή και την ιδιομορφία κάθε περιοχής. Ωστόσο υπάρχει σχεδόν πάντα ένα κοινό μοτίβο.

Το μοτίβο αυτό περιλαμβάνει την αναγκαιότητα μιας ενότητας απέναντι σε έναν εχθρό. Ο εχθρός, και οι ταυτότητες του, μπορεί να αλλάζουν, αλλά το μοτίβο παραμένει.

Μπορεί άλλοτε να παρουσιάζεται ως αιρετικός ή ως προδότης ή ως κάτι άλλο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται είναι ανάλογος του τι μπορεί να συσπειρώσει κάθε φορά ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής βάσης.

Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα του μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής εποχής, ως και τη μετάβαση στη μεταπολίτευση, η αφήγηση που αποτελούσε συγκολλητική ουσία για την πολιτική τάξη πράγματων ήταν η εθνική απειλή.

Σε ένα ταραγμένο πολιτικό περιβάλλον όπως αυτό της Ελλάδας των δεκαετιών αυτών, η αφήγηση αυτή επιδίωξε να συσπειρώσει κομμάτια της κοινωνίας στη βάση της εθνικοφροσύνης και της πλειοδοσίας στον πατριωτισμό. Με εξαίρεση τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής όπου το βάρος της αντίστασης σήκωσε στο μεγαλύτερο κομμάτι η αριστερά, η αφήγηση αυτή πέτυχε πράγματι το στόχο της σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.

Ως εθνική απειλή παρουσιάστηκε ο κίνδυνος του κομμουνισμού και σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε η συνθήκη, της όποιας κοινωνικής αποδοχής της συνέχειας των παρακολουθήσεων, των εξοριών, των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων κομμουνιστών/στριών μέχρι και το 1974. Η ίδια η δικτατορία επιχείρησε να νομιμοποιηθεί κοινωνικά επικαλούμενη τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Χωρίς μια εθνική καταστροφή του μεγέθους της Κυπριακής κρίσης ενδεχομένως η μεταπολίτευση να αργούσε περισσότερο.

Στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης, και κυρίως στα χρόνια της πράσινης σοσιαλδημοκρατίας, το τοπίο της πολιτικής σκηνής μεταβάλλεται. Πλέον συγκολλητική ουσία είναι η νομιμοφροσύνη και εχθρός είναι τα υποκείμενα που την απειλούν.

Όσο θα βαθαίνει η μεταπολίτευση και η ελληνική εκδοχή του κεϋνσιανισμού θα φτανει το pic της (’90-’00), η συγκολλητική ουσία του νέου κοινωνικού συμβολαίου είναι η συσπείρωση γύρω από οτιδήποτε απειλεί τους όρους της νέου τύπου κοινωνικής συνοχής.

Οι αντιφατικές ταξικές μετατοπίσεις που προκαλούνται με την ποσοτική διόγκωση του κοινωνικού μπλοκ μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, τόσο στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές όσο και στην ύπαιθρο, δημιουργεί ένα ενιαίο διαταξικό ιδεολογικό μπλοκ νομιμοφρόνων.

Όσο περισσότερο κυριαρχούσε στο κοινωνικό πεδίο η μικροαστική ιδεολογία και ηθική, τόσο άλλαζαν και οι ευρύτεροι κοινωνικοί συσχετισμοί με την διεύρυνση του σώματος των νομιμοφρόνων, ή αλλιώς και νοικοκυραίων. Υπήρχε δηλαδή και υλικός αντίχτυπος καθώς το ζήτημα δεν ήταν αποκλειστικώς ποιοτικό.

Το κοινωνικό σώμα της νομιμοφροσύνης αρχίζει να συσπειρώνεται πλέον απέναντι σε μια απειλή που βαφτίζεται αντικοινωνική, και το εθνικόφρων πλαίσιο υποχωρεί σταδιακά από το δημόσιο διάλογο σε σχέση με το παρελθόν. Ο νέου τύπου κοινωνικός κορμός, ο νομιμόφρων πληθυσμός, καλείται να σταθεί απέναντι σε εκείνα τα στοιχεία που απειλούν την πολιτική τάξη και τη κοινωνική συνοχή, τη δημόσια ασφάλεια, την κυρίαρχη κοινωνική ηθική και γενικά απέναντι σε οτιδήποτε αποτελεί παραφωνία στη συνθήκη της νέας εποχής. Μιας εποχής στην οποία θα κυριαρχήσει μια γενικευμένη απληστία και διαφθορά, η οποία μάλιστα σε ένα μεγάλο βαθμό, κατέστη οριζόντια.

Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο αλλά και στα ΜΜΕ, ριζοσπαστικά υποκείμενα που αμφισβητούσαν το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, κομμάτια της νεολαίας που αποστρέφονταν τον κομφορμισμό της εποχής και τα κυρίαρχα αισθητικά και πολιτισμικά πρότυπα, τα όποια απομεινάρια μαχητικού συνδικαλισμού, άτομα τοξικοεξαρτημένα ή παραβατικά, με διαρκή τραβήγματα σε δικαστήρια ,φυλακές ή ψυχιατρικά ιδρύματα, αλλά και άλλα, με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή μη ετεροκανονικό έμφυλο αυτοπροσδιορισμό, μετανάστες και πρόσφυγες, αποτελούσαν ένα σύνολο αντικοινωνικών στοιχείων, που απειλούσε την κοινωνική ομαλότητα και κανονικότητα.

Προοδευτικά η κοινωνία, αντί για το ευρύτερο πλαίσιο συλλογικής συνύπαρξης διαφορετικών μίκρο- και μάκρο- συνόλων, γίνεται νοούμενη αποκλειστικά ως το σώμα της νομιμοφροσύνης. Οτιδήποτε έξω από αυτό είναι έξω και από την κοινωνία

Οι συνδηλώσεις που παράγονταν μέσα από την αυτήν τη διάκριση, καταλήγαν να ταυτίζουν το αντικοινωνικό με το αντικανονικό, με κάθε είδους δηλαδή αποκλίνουσα τάση και συμπεριφορά. Έτσι συχνά πολιτικές ομιλίες ακόμα και στο κοινοβούλιο έφταναν να ομιλούν για αντικοινωνικά στοιχεία που κάνουν καταλήψεις σε σχολεία, που κάνουν επεισόδια σε πορείες, που απειλούν την περιουσία και την ασφάλεια του Έλληνα, που μολύνουν τις γειτονιές ή το κέντρο της πόλης με την παρουσία τους (αναφορά κυρίως σε μετανάστες/πρόσφυγες και τοξικοεξαρτημένους), που αποτελούν πρόκληση για την επικρατούσα κοινωνική ηθική (αναφορά κυρίως σε άτομα απασχολούμενα σε μαύρη σεξεργασία ή σε δημόσιες εκδηλώσεις τρυφερότητας ομόφυλων ζευγαριών και συναφείς κοινωνικές διεκδικήσεις περί θεσμικής αναγνώρισης δικαιωμάτων) ενώ ο ίδιος λόγος περνούσε αυτούσιος σε τίτλους του Τύπου και σε τηλεοπτικά ενημερωτικά προγράμματα και εκπομπές.

Επιπλέον η σχηματική αυτή αντίθεση κανονικού-αντικοινωνικού, εισάγει στην ημερήσια διάταξη ένα λόγο ρατσιστικό και κανιβαλλιστικό, που εθίζει το κοινό σε σχήματα αντίληψης και αίσθησης ανωτερότητας από το «άλλο», το αντικοινωνικό, το οποίο σταδιακά, χάνει ακόμα και την ανθρώπινη υπόσταση του.

Πάνω στην ίδια διάκριση οικοδομείται και η κοινωνική αδιαφορία για συνθήκες εξαίρεσης που αφορούν πληθυσμούς-τμήματα αυτού του ενιαίου αντικοινωνικού συνόλου. Έτσι το κοινό δε πρόκειται να δείξει ενδιαφέρον για την αστυνομική καταστολή σε ριζοσπαστικά ή και απλά παραβατικά υποκείμενα, για τις συνθήκες στις φυλακές ή τα κέντρα κράτησης μεταναστών, για την αστυνομική βία και αυθαιρεσία στους δρόμους, για την εθνική πολιτική ασφάλειας στα σύνορα με ότι συνεπάγεται αυτή. Αυτά τα θέματα θα καταλήξουν να αποτελούν ατζέντες αδιάφορες έως και ενοχλητικές στα αυτιά του κοινού, και οι φωνές που τις αναδεικνύουν θα είναι και αυτές αδιάφορες, γραφικές, περιθωριακές, ενοχλητικές ή ακόμα και εχθρικές.

Δεδομένου ότι οι συνθήκες εξαίρεσης σχεδόν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις καταπατούν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα ή συνιστούν απόκλιση από την τήρηση κανόνων της διεθνούς κοινωνίας, αποτελούν μείζονα αντίφαση ως προς τις υποτιθέμενες αξίες και αρχές του ίδιου του πολιτικού συστήματος, που εντάσσει εαυτόν στο μπλοκ του πολιτισμένου κόσμου. Όσο αμβλύνεται ποσοτικά και ποιοτικά αυτή η αντίφαση, τόσο πιο μεγαλύτερη ηθική απαξία αποκτά και η αδιαφορία του κοινού ως προς τις συνθήκες εξαίρεσης που εφαρμόζονται σε αυτούς του πληθυσμούς, οι οποίοι δεν είναι ότι είναι αόρατοι, απλώς στην καλύτεροι είναι αδιάφοροι, και στη χειρότερη εχθρικοί.

Η νέα συναινετική βάση λοιπόν στην οποία συσπειρώνεται το κοινωνικό σώμα, είναι η βάση αυτή η οποία επιτρέπει να διαπράττονται επί δεκαετίες, σωρεία κρατικών εγκλημάτων χωρίς μαζικές αντιστάσεις, μέσα σε ένα πέπλο σιωπής, συγκάλυψης και αδιαφορίας. Όλα αυτά γιατί αυτή η συνθήκη δεν αφορά τους ίδιους, αλλά ένα ξένο σώμα, έναν άλλο πληθυσμό, που δυνητικά μπορεί να είναι και απειλή εναντίον της κοινωνίας (όντας αντικοινωνικά στοιχεία) και ίσως και να του αξίζει και λίγο στην τελική. Είναι η βάση στην οποία πατάει η κοινοτοπία του κακού της εποχής μας επιτρέποντας την κανονικοποίηση των κοινωνικών αποκλεισμών και της καθημερινής συστημικής βίας εναντίον κάποιων άλλων που είτε δεν μας αφορούν είτε μπορεί και να απειλούν την κοινωνία μας.

Δεδομένης της συγκεκριμένης επίδρασης του κυρίαρχου λόγου θα επηρεαστούν και τα ριζοσπαστικά-ανατρεπτικά κινήματα των δεκαετιών αυτών που καλούνται να διαχειριστούν τη νέα πραγματικότητα. Πολλές από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που θα επακολουθήσουν στο εσωτερικό τους τα επόμενα χρόνια, προκύπτουν από μια αδυναμία παρακολούθησης των κοινωνικών διεργασιών που συντελούνται μέσα στο πεδίο. Αναπόφευκτα θα τεθούν διλήμματα σχετικά με τη στρατηγική και την επικοινωνία των ριζοσπαστικών μηνυμάτων, διλήμματα που θα πάρουν τη μορφή ρήξεων, συγκρούσεων και σφοδρής πολεμικής ένθεν κι ένθεν.

Εμβληματική διαμάχη με αφορμή τη στάση ενός ριζοσπαστικού κινήματος μέσα σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες θα είναι η πολιτική σύγκρουση που κωδικοποιήθηκε ως κοινωνισμός vs αντικοινωνισμός. Είτε αυτές οι πολιτικές πλαισιώσεις υπήρξαν επιτυχείς είτε όχι, η διαμάχη αυτή δεν υπήρξε αποκλειστικά εννοιολογική ή  μια μάχη ορισμών, αλλά ως ένα ουσιαστικό πολιτικό debate που κατά κύριο λόγο αφορούσε πρώτα από όλα το αν αναγνωρίζεται η ύπαρξη του κοινωνικού corpus της νομιμοφροσύνης με τα ως άνω ποιοτικά χαρακτηριστικά, και ύστερα το πώς στεκόμαστε συνολικά απέναντι του.

Πέρα από συμφωνίες ή διαφωνίες επομένως η διαμάχη αυτή δεν ήταν υπερβατική, ούτε αφορούσε μεταφυσικές ανησυχίες γενικώς και αορίστως, αλλά υπήρξε γειωμένη σε απολύτως πρακτικά ζητήματα δράσης, κίνησης και απεύθυνσης.

Δίκη Χρυσής Αυγής: Γεγονότα και Συμπεράσματα

 

Δίκη Χρυσής Αυγής: Γεγονότα και Συμπεράσματα

 

 “Αν ακούγεται αδιανόητο στις μέρες μας, να μιλήσει κανείς ενάντια στη δημοκρατία χωρίς να χαρακτηριστεί συντηρητικός ή φασίστας είναι γιατί η προπαγάνδα κατοικεί στα σπίτια και στο μυαλό των υποτελών της.”

 

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς 12/01/2010 (από την ανάληψη για την βομβιστική επίθεση στο προαύλιο της ελληνικής βουλής).

 

Η Χρυσή Αυγή υπήρξε πολιτική οργάνωση με εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία (τον περισσότερο καιρό) και πρότυπο το Χιτλερικό καθεστώς εδώ και δεκαετίες. Για αυτό δεν καταδικάστηκε ρητά ποτέ πολιτικά και ηθικά από το σύνολο του πολιτικού συστήματος, παρά μέχρι πρόσφατα.

Η Χρυσή Αυγή είχε λάβει αποδεδειγμένα μέρος τη δεκαετία του ’90 μέσω αντιπροσωπείας εθελοντών της, σε εγκλήματα πολέμου στη Σερβο-βοσνιακή πολεμική σύγκρουση,  μνημείο ανθρωποσφαγής της οποίας είναι η εθνοκάθαρση της Σεμπρένιτσα. Για αυτό (παρά τη πλούσια δημοσιογραφική έρευνα) δεν υπήρξε καμία θεσμική έρευνα, καμία δίωξη, καμία καταδίκη. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η Χρυσή Αυγή υπήρξε οργάνωση αυξομειούμενης πολιτικής βίας που συμπεριλάμβανε  από βανδαλισμούς μέχρι και ανθρωποκτονίες από την ίδρυση της ως και τουλάχιστον το  2011 (πχ πογκρόμ εναντίον μεταναστών με αφορμή δολοφονία Μανώλη Καντάρη). Αν  αυτή η πολιτική δράση, με ακριβώς τα ίδια ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά, είχε κομμουνιστικό ή αναρχικό πρόσημο θα διωκόταν ως τρομοκρατική. Η Χρυσή Αυγή όμως, όντας τμήμα της εγχώριας εθνικοφροσύνης δε διώχτηκε και ούτε καταδικάστηκε ποτέ ως τρομοκρατική.

Η Χρυσή Αυγή υπήρξε οργάνωση με διασυνδέσεις με κομμάτια του εγχώριου πολιτικού συστήματος και με υπόγειες δοσοληψίες με ολόκληρα τμήματα των κρατικών μυστικών υπηρεσιών. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε γνώση και επομένως συνέργεια στη δράση της Χρυσής Αυγής. Για αυτό το σκοτεινό σημείο στην ιστορία της Χρυσής Αυγής δεν υπήρξε καμία θεσμική έρευνα και φυσικά δεν καταδικάστηκε κανείς. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η Χρυσή Αυγή ως οργάνωση πολιτικής βίας είχε αποδεδειγμένα σε πλείστες όσες περιπτώσεις, την αρωγή, την υποστήριξη και την έμπρακτη συνδρομή των αστυνομικών αρχών, κυρίως των επίλεκτων ομάδων καταστολής. Για αυτού του είδους προνομιακής μεταχείρισης της συγκεκριμένης οργάνωσης δεν υπήρξε καμία θεσμική έρευνα, δίωξη και καμία καταδίκη κανενός αστυνομικού, καμίας βαθμίδας. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η Χρυσή Αυγή, παρότι οργάνωση πολιτικής βίας με ανοιχτή ατζέντα, έτυχε θεσμικής αναγνώρισης ως πολιτικό κόμμα για να συμμετάσχει στις εκλογές. Καμία θεσμική έρευνα δεν έγινε για το πώς αυτό κατέστη δυνατό και υπό ποιους όρους.  Καμία δίωξη και καμία καταδίκη, κανενός υπευθύνου δεν υπήρξε σε αυτό το κομμάτι. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η Χρυσή Αυγή εν τέλη διώχθηκε και εν τέλη καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση, ως ένα είδους μαφίας που συστάθηκε με σκοπό το κέρδος από εγκληματικές δραστηριότητες. Η Χρυσή Αυγή ωστόσο δεν υπήρξε οργάνωση μαφιόζικων προδιαγραφών (το αν εμπλεκόταν και με τέτοιες δραστηριότητες είναι άλλο ζήτημα) αλλά όπως προ είπαμε, πάνω από όλα ήταν μια  πολιτικοστρατιωτική οργάνωση νεοναζιστικών προδιαγραφών.

Η καταδίκη της  Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση παρότι πολιτικό κόμμα ακυρώνει την πολιτική υπόσταση της και την πολιτική βαρύτητα της δράσης της περιορίζοντας την ουσία της υπόθεσης στο ποινικό κομμάτι.

Η καταδίκη της  Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση αυτομάτως καθιστά βάση της κείμενης νομοθεσίας και κατά περίπτωση, οποιονδήποτε την υποστήριξε με οποιονδήποτε τρόπο, οικονομικά ή ηθικά, συνεργό ή ηθικό αυτουργό στην θεωρούμενη εγκληματική της δράση. Αυτό περιλαμβάνει και το μισό εκατομμύριο πολιτών που την ξαναψήφισαν όταν ο αρχηγός της ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για μια ανθρωποκτονία. Καμία τέτοια δίωξη και καταδίκη δεν υπήρξε σε κανένα επίπεδο. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση συνεπάγεται εγκληματικές ευθύνες για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα που της παρείχε τη  χρηματοδότηση που αναλογεί σε ένα πολιτικό κόμμα ή έστω έρευνα για να διαπιστωθεί ποιος ήξερε και δεν ήξερε, ποιος έβλεπε και δεν έβλεπε, ποιος καταλάβαινε και ποιος όχι. Τέτοια έρευνα δεν έχει υπάρξει σε κανένα επίπεδο. Δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα.

 

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση από μόνη της, σηματοδοτεί απλώς μια μερική επιστροφή στην πολιτική μετριοπάθεια, στην οποία, πράγματι, ταυτόσημες με τη Χρυσή Αυγή θέσεις, ενδεχομένως δε θα έχουν τον ίδιο χώρο στην mainstream πολιτική γλώσσα. Τουλάχιστον όχι απροκάλυπτα. Αυτό το μίνιμουμ μπορεί πράγματι να θεωρηθεί προϊόν κοινωνικών συσχετισμών οι οποίοι ελήφθησαν υπόψη. Χωρίς αυτούς ούτε αυτό το ελάχιστο θα υπήρχε. Επίσης είναι ένα πλήγμα για την εγχώρια εθνικοφροσύνη που ίσως (δεν είναι και σίγουρο) αναγκαστεί σε μερική αναδίπλωση σε κάποιες (όχι όλες φυσικά) ακραίες τοποθετήσεις της, και ταυτόχρονα είναι ένα προβάδισμα του προοδευτικού κοινωνικού μπλοκ. Κι ας είναι ένα προβάδισμα που κρατάει όσο η μνήμη ενός χρυσόψαρου.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση είναι πράγματι  νίκη της Δημοκρατίας διότι ενισχύει την πίστη των μαζών στην πεποίθηση ότι υπάρχει ελπίδα και δικαιοσύνη με αυτούς τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου συνεπώς δεν υφίσταται καμία αναγκαιότητα αλλαγής τους, πόσο μάλλον  με βίαια μέσα. Η εντύπωση αυτής της παραπλανητικής πίστης σε μεγάλα κομμάτια του προοδευτικού κοινωνικού μπλοκ ενισχύει το μέτωπο του κοινωνικού και πολιτικού οπορτουνισμού δίνοντας του βήμα και χώρο στα πολιτικά πράγματα. Ταυτόχρονα ανοίγει δρόμο σε μια επόμενη Χρυσή Αυγή.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής  ως εγκληματική οργάνωση λειτουργεί ως παράγοντας αποριζοσπαστικοποίησης, αποδυνάμωσης της αδιαμεσολάβητης πολιτικής δράσης, της ίδιας δράσης που πολέμησε και  περιόρισε την κινητικότητα και  παρουσία της Χρυσής Αυγής εντός του κοινωνικού χώρου, με κόστος μαχαιρώματα, βασανιστήρια και  πολιτικές διώξεις. Της ίδιας δράσης που κάποτε βαφτιζόταν πόλεμος συμμοριών. Της ίδιας δράσης που από αύριο, αν όχι από σήμερα, θα χαρακτηρίζεται το “άλλο άκρο” παρόλο που το άκρο αυτό ποτέ δεν είχε επαφές με κομμάτια του κράτους, διασυνδέσεις με τμήματα των κρατικών μυστικών υπηρεσιών ή την αρωγή/συνδρομή/έμπρακτη υποστήριξη στελεχών και οργάνων της αστυνομίας.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση τέλος είναι αναμφίβολα ένα γεγονός με πολύπλοκες διαστάσεις, σημάνσεις αλλά και επιδράσεις. Εναπόκειται στην προσωπική ζυγαριά  του καθενός/μιας  από μας να  κρίνει ποιες είναι πιο αρνητικές και ποιες πιο θετικές. Ας το κρίνει τουλάχιστον με όσον δυνατόν περισσότερα δεδομένα μπροστά του/της. Αλλιώς εθελοτυφλεί. Κι αυτό ήταν εξαρχής ένας παράγοντας ενδυνάμωσης της Χρυσής Αυγής, (και κάθε Χρυσής Αυγής) από την πολύ αρχή της.

Η Δυστοπία ως εμπόρευμα

 

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε επ΄αφορμής της επικαιρότητας στην οποία γνωστό reality show δέχτηκε σφοδρή πολεμική στα social media λόγω αναπαραγωγής κουλτούρας βιασμού.

“Αν στις προηγούμενες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι διάφορες μορφές της συνείδησης παράγονταν κατά μία ορισμένη έννοια αυθόρμητα, φυσικά, σαν το παθητικό αποτέλεσμα της παραγωγής εμπορευμάτων, σήμερα πια είναι ένα συνειδητό, σκοπούμενο προϊόν του κεφαλαίου, ακριβώς όπως κάθε άλλο προϊόν. Αποτελούν πλέον συνειδήσεις διαποτισμένες με την κουλτούρα της κατανάλωσης, την ιδεολογία του εμπορεύματος και την παγκόσμια γλώσσα του κεφαλαίου, η οποία είναι συνειδητά προσανατολισμένη στην αναπαραγωγή του. Επομένως, σήμερα, η ανάλυση του κοινωνικού σχηματισμού, της πραγματικής κυριαρχίας, πρέπει απαραίτητα, αντικειμενικά, να λάβει υπόψην της σα θεμελιώδη την έννοια της παραγωγής με την πλατιά σημασία., μ΄ άλλα λόγια την ενότητα: παραγωγή αντικειμένων-εμπορευμάτων/παραγωγή κατανάλωσης, αναγκών, συνειδήσης”

Renato Curcio- Alberto Franceschini, Σταγόνες Ήλιου στη Στοιχειωμένη Πόλη (1982), Εκδ. Επανοικειοποίηση 2007

Μέχρι και σήμερα κάπως  έχει υποτιμηθεί αρκετά η επίδραση της κουλτούρας που προωθούν από την πρώτη στιγμή  συγκεκριμένα τηλεοπτικά προϊόντα, όπως τα reality και τα talent shows.  Έχει υποτιμηθεί παράλληλα και ο ρόλος τους μέσα στα πλαίσια της πραγματικής κυριαρχίας που δε μπορεί να παραγνωρίσει την παραγωγή του τρίπτυχου κατανάλωση, ανάγκες, συνείδηση. Ασφαλώς και γίνονται αντιληπτά στο πλαίσιο αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας αλλά από κει και ύστερα μάλλον υποτιμάται η δυναμική που αναπτύσσουν μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι ως τμήματα του εργοστασίου παραγωγής συνείδησης ως εμπόρευμα πλέον.

Ξεκινώντας λοιπόν από  την εκπομπή εκείνη που αποτέλεσε πρωτοπορία στο χώρο τέτοιων reality shows (όπως έγιναν γνωστά στο κοινό), που δεν είναι άλλη από το Big Brother, μπορούμε να αρχίσουμε να σχηματίζουμε μια εικόνα της δυναμικής τους αλληλεπίδρασης μέσα στο κοινωνικό. Το Big Brother είναι ένα  προϊόν που απευθύνεται στο καταναλωτικό  κοινό. Τι προϊόν όμως είναι αυτό; Δεν είναι τίποτα άλλο από μια προσομοίωση των παρενεργειών  του εγκλεισμού και της πανοπτικής παρακολούθησης πάνω σε ανθρώπινα υποκείμενα.

Στην περίπτωση αυτή ο εγκλεισμός δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα κάποιας τιμωρίας. Είναι εθελοντικός από υποκείμενα που θέλουν να αποτελέσουν κομμάτι της συγκεκριμένης προσομοίωσης και η πανοπτική επιτήρηση δεν αποσκοπεί στον έλεγχο και στην πειθάρχηση αλλά στο να μπορεί να  παρακολουθεί το κοινό τις καθημερινές παρενέργειες του εγκλεισμού σε μια σειρά ανθρώπινων πειραματόζωων. Σκοπός του πειράματος είναι να διαφανεί το πώς επηρεάζονται τα υποκείμενα  μένοντας έγκλειστα και απομονωμένα σε ένα συγκεκριμένο μέρος που μπορεί να είναι σπίτι, βίλα ή οτιδήποτε και πως διαμορφώνονται οι μεταξύ τους σχέσεις. Ποιες δυναμικές θα αναπτυχθούν μεταξύ των ανθρώπινων χαρακτήρων, πως θα καθοριστούν οι κλίκες, ποιες ανατροπές μπορούν να συμβούν μεταξύ των σχέσεων ανά πάσα στιγμή. Το περιβάλλον μάλιστα είναι όσο πιο ανταγωνιστικό μπορεί να γίνει ,δεδομένου ότι στην τελική το πείραμα αποτελεί ταυτόχρονα διαγωνισμό που θα χαρίσει τη νίκη και ένα μεγάλο χρηματικό έπαθλο  σε ένα από τα υποκείμενα, ενώ τα υπόλοιπα θα εκδιώχνονται-απελευθερώνονται προοδευτικά από το τόπο εγκλεισμού.

Χαρακτηριστικό είναι ότι η εκδίωξη-απελευθέρωση φέρει το στίγμα της αποτυχίας και της ήττας ενώ η παραμονή σε αυτό το χώρο επιτήρησης και εγκλεισμού μέχρι το τέλος αντιπροσωπεύει τον ιδεότυπο της επιτυχίας και της ικανότητας προσαρμογής σε αντίξοες συνθήκες. Μάλιστα το κοινό που παρακολουθεί το τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι και πως επηρεάζονται οι έγκλειστοι σε αυτό έχει συμμετοχικό ρόλο καθώς μπορεί να συμμετέχει σε ψηφοφορίες για το ποια υποκείμενα μένουν ή φεύγουν από το παιγνίδι ανάλογα προς τα πού κυμαίνεται η συμπάθεια και η αντιπάθεια του. Μάλιστα τα κριτήρια συμμετοχής των επιλαχόντων είναι διαμορφωμένα έτσι ώστε τα διαγωνιζόμενα άτομα να προέρχονται υποτίθεται  αντιπροσωπευτικά, από διάφορα κοινωνικά target group, ώστε να επιτυγχάνεται μια δήθεν συμπεριληπτικότητα στο όλο πρότζεκτ και οι συμπάθειες/αντιπάθειες να κατανέμονται ανάλογα και με τις πραγματικές κοινωνικές δυναμικές εκτός παιγνιδιού. Έτσι και το show είναι σε θέση να ισχυρίζεται ότι πουλάει ωμό ρεαλισμό και το άτομο-νικητής υποτίθεται ότι αντανακλά το ποιοι ανθρώπινοι χαρακτήρες πληρούν τα κριτήρια της μέγιστης κοινωνικής αποδοχής.

Τώρα αν η παραπάνω περιγραφή ακούγεται ενδεχομένως πολύ δραματική και ίσως προκαλεί την εντύπωση ότι επιχειρεί να εκβιάσει μια αίσθηση περί δυστοπίας, τότε ας αναλογιστούμε την ονομασία του ίδιου του show. Το Big Brother ή Μεγάλος Αδερφός στα ελληνικά, αποτελεί μια ευθεία και ξεκάθαρη αναφορά σε ένα από τα πλέον δυστοπικά έργα της ξένης λογοτεχνίας το 1984, συγγραφής Τζορτζ Όργουελ. Στο συγκεκριμένο έργο περιγράφεται ένα εφιαλτικό και αποκρουστικό καθεστώς, απολύτως ολοκληρωτικό, το οποίο έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί διαρκώς τους πολίτες ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι καθιστώντας τους ουσιαστικά έγκλειστους και επιτηρούμενους διαρκείας. Μάλιστα προκειμένου να υπάρχει μια αίσθηση εγγύτητας στην όλη αυτή διαδικασία μόνιμη επωδός του καθεστώτος, η οποία υπάρχει παντού μέσα στο χώρο της μητρόπολης αλλά επίσης ανακοινώνεται και μεγαφωνικά είναι το διαβόητο “Ο Μεγάλος Αδερφός σε παρακολουθεί”. Από μόνοι τους λοιπόν οι συντελεστές και οι παραγωγοί του show φρόντισαν ώστε το πρότζεκτ να έχει ευθεία αναφορά στη δυστοπία που πραγματεύεται το έργο του Τζορτζ Όργουελ κάτι που δεν περιορίζεται μόνο στο όνομα της εκπομπής αλλά ακούγεται διαρκώς μέσα και από το τηλεοπτικό σποτ προώθησης που εν μέσω μουσικής ακούγεται επαναλαμβανόμενα το “Big Brother is watching you” ( Ο Μεγάλος Αδερφός σε παρακολουθεί).

Δεδομένου λοιπόν ότι το ίδιο show διεκδικεί να έχει μια ευθεία συσχέτιση με ένα από τα πιο δυστοπικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και δεδομένου ότι θέλει το  ίδιο να αποπνέει μια αισθητική δυστοπίας, (ακόμα και το logo είναι ένα μεγάλο μάτι που φαινομενικά βλέπει τα πάντα) και φυσικά λαμβάνοντας υπόψη και τη συνολική ιδέα του πρότζεκτ, είναι σαφές τι είδους προϊόν αποτελεί εν τέλει το Big Brother στη διαδικασία παραγωγής συνείδησης.

Η όλη ιδέα ότι ο κόσμος, το καταναλωτικό κοινό θα ανταποκριθεί στη προσφορά ενός προϊόντος που προσομοιάζει το πώς οι συνθήκες απομόνωσης, εγκλεισμού και επιτήρησης επηρεάζουν τους ανθρώπους και τις μεταξύ  τους σχέσεις  και ενδεχομένως να θέλει και να συμμετέχει σε αυτό, ίσως να ήταν εξωφρενική το 1960, το 1970 και το 1980. Από τα τέλη του 1990 και μετά όμως είναι μια ιδέα που κατάφερε να πουλήσει και να αποφέρει εκατομμύρια στις αντίστοιχες παραγωγές, σε μια σειρά από χώρες φτάνοντας και στην Ελλάδα αρχές του 2000, για την ακρίβεια του 2001. Η ευρεία του αποδοχή από το κοινό του χάρισε μεγάλη επιτυχία ενώ κάθε κριτική για την ποιότητα ενός τέτοιου πρότζεκτ στιγματιζόταν ως εκδήλωση ενός στείρου και ελιτίστικου hating από κουρασέλες κουλτουριάρηδες, που μπορεί να κρυφοβλέπουν κιόλας το show.

Με το δεδομένο ότι το show είχε τόση επιτυχία που γεννήθηκαν πολλές διαφορετικές παραλλαγές του χωρίς να αλλάζει ο βασικός πυρήνας, με ανάλογη επιτυχία μάλιστα, γεννάται το εξής ερώτημα: τι σημαίνει για την ποιότητα της κοινωνικής συνείδησης ότι ο κόσμος θέλει να απολαμβάνει στους τηλεοπτικούς του δέκτες τέτοια «ψυχαγωγικά» προϊόντα, τι είναι αυτό που διεγείρει τους ανθρώπους στο να παρακολουθούν τέτοιου τύπου προσομοιώσεις, και εν τέλει πόσο δυστοπικό είναι αυτό από μόνο του;

Μέσα σε μια εικοσαπενταετία ο κόσμος πλέον δείχνει πως αυτό που απολαμβάνει περισσότερο από όλα είναι η προοπτική αλληλοφαγίας που γεννάται μέσα από τέτοιας ποιότητας ψυχαγωγικά προγράμματα. Το κοινό, ειδικά μετά από τόσα shows, έχει αποκτήσει πλέον την ανάγκη  να βλέπει ανθρώπους να βγάζουν το χειρότερο εαυτό τους, να στήνουν ίντριγκες, να ελίσσονται ο ένας εναντίον του αλλουνού.  Εκείνο όμως που φαίνεται να  τους αρέσει περισσότερο είναι να  βλέπει ανθρώπους να πέφτουν. Να πέφτουν μέχρι εκεί που δεν πάει. Να φτάνουν στο κατώτερο κομμάτι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του αυτό-εξευτελισμού και έτσι να αισθάνονται ανώτεροι, πιο πετυχημένοι και πιο ηθικοί οι ίδιοι.

Την ανάγκη αυτή λοιπόν ήρθαν να καλύψουν τα talent shows τα οποία αποτελούν διαφορετικού τύπου πρότζεκτς καθώς αναπαριστούν το πρότυπο εκπλήρωσης του αμερικάνικου ονείρου καθώς μέσα από μια μεγάλη δεξαμενή ανθρώπων που θα θελήσουν να προβάλουν το ταλέντο τους και να  κερδίσουν μια θέση σε αυτόν τον κόσμο που θα τους χαρίσει αναγνώριση, φήμη και λεφτά, προβλέπεται  να κερδίσει μόνο ένα άτομο. Η όλη φιλοσοφία αυτών των shows βασίζεται στην προβολή των ρεαλιστικών συστατικών της επιτυχίας σε αυτόν τον κόσμο: να έχεις ικανότητες, ταλέντο, ανταγωνιστικό πνεύμα και να σε συμπαθεί το κοινό. Το ξεδιάλεγμα των παιχτών γίνεται σε δοκιμαστικές οντισιόν στις οποίες προσέρχονται πολλά άτομα με το όνειρο της επιτυχίας τα οποία θα εξευτελιστούν, θα κανιβαλιστούν και θα λοιδορηθούν live  από μια αυστηρή κριτική επιτροπή, μέλη της οποίας είναι άτομα με κατοχυρωμένη επιτυχία, έκαστο  στο χώρο του.  Στη συνέχεια του show η κριτική επιτροπή, αλλά και το  κοινό που θα έχει τον τελευταίο λόγο, επιλέγουν ποιοι από την ομάδα των επιλαχόντων θα παραμένουν στο παιγνίδι και ποιοι θα φεύγουν μέχρι η διαδικασία να αναδείξει τον τελικό νικητή.

Μια όχι και πολύ διεξοδική μελέτη στα social αλλά και τα mainstream media μπορεί να δείξει ότι  περισσότερο σχολιασμό σηκώνουν εκείνα τα videos – που γίνονται και πιο viral- με άτομα που είτε καταλήγουν να αυτογελοιοποιούνται στις οντισιόν ή τα γελοιοποιεί η ίδια η κριτική επιτροπή, επειδή προφανώς είχαν το θράσος να πιστεύουν ότι μπορεί να επιτύχουν χωρίς να διαθέτουν τα απαιτούμενα στάνταρς. Πολλά από αυτά τα shows δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση σε αυτό το στάδιο των δοκιμασιών ακριβώς γιατί αποτελεί ένα από τα βασικότερα σημεία κλειδιά της επιτυχίας τους. Το κοινό θέλει να δει το διασυρμό των ατόμων εκείνων που τόλμησαν να πιστέψουν ότι θα μπορούσαν να γίνουν διάσημα, πετυχημένα και πλούσια και έτσι ουσιαστικά στη συσκευασία αυτού του συγκεκριμένου προϊόντος εμπεριέχεται ο πλήρης  νομιμοποιημένος κοινωνικός κανιβαλισμός. Και τον κοινό τον αγοράζει, τον παρακολουθεί και διασκεδάζει με αυτόν. Μια ακόμα δυστοπική πτυχή του παρόντος που ζούμε.

Η μαζική προτίμηση του κοινού  στα δύο αυτά ψυχαγωγικά προϊόντα που έχουν τα χαρακτηριστικά που αναλύσαμε, αποδεικνύει πως η κυριαρχία νιώθει ελεύθερη να πουλήσει ως προϊόν στον κόσμο, κάποιες από τις πιο σκοτεινές πτυχές της, παρουσιάζοντας τις ως διασκέδαση και με αυτόν τον τρόπο καταλήγει να μεταμορφώνει την ίδια τη κοινωνική συναίνεση σε ένα προϊόν που το κοινό αγοράζει και καταναλώνει με μανία. Το αξιοσημείωτο σε αυτό είναι η αυτοπεποίθηση που διαπνέει ένα τέτοιο σύστημα αγοράς, αυτοπεποίθηση που οφείλεται στην κατοχυρωμένη εμπειρία πλέον της κυριαρχίας να μπορεί να κατασκευάζει και να πουλάει ακόμα και την ανάγκη του να δει το κοινό κάτι τέτοιο.

Η ηθική ποιότητα τώρα μιας κοινωνίας στην οποία αυτά τα προγράμματα προβάλλονται χωρίς να προκαλείται το κοινό αίσθημα, από μια κλίμακα 1-10 έστω κάπου στη μέση, είναι επίσης κάτι που δεν παύει να προβληματίζει για τη διαμορφωμένη κανονικότητα που βιώνουμε και το μέγεθος της δυστοπίας που είναι ήδη εδώ και δεν αποτελεί καρέ κάποιας πετυχημένης φουτουριστικής τηλεοπτικής παραγωγής μαζικής απήχησης. Αυτό από μόνο του εξηγεί πολλά.

Αυτά από μας,

Καληνύχτα και καλή τύχη

Η άλλη η όψη της σχετικοποίησης του φασισμού.

Κάποια στιγμή είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε ότι το να μιλάμε με μια ορισμένη ακρίβεια όταν κάνουμε πολιτική δεν είναι ακριβώς αγκύλωση ούτε εμμονή με στείρο ακαδημαϊσμό. Ο φασισμός για παράδειγμα έχει υπάρξει ιστορικά ένα πολυ συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό κίνημα στην Ιταλία, η ανάπτυξη και εδραίωση του οποίου αξίζει μελέτης και κατανόησης από τους ριζοσπαστικούς κύκλους διαχρονικά. Ωστόσο παρατηρείται μια ανεξάντλητη σχετικοποίηση της έννοιας που έχει καταλήξει να φοριέται καπέλο σχεδόν στα πάντα.
Η σχετικοποίηση του φασισμού έχει δύο βασικές αφετηρίες. Τόσο το φιλελεύθερο όσο και το αριστερό μπλοκ στη Δύση  έχουν προχωρήσει (για τους δικούς τους λόγους) σε μια συσχέτιση του κρατικού αυταρχισμού με το φασισμό, προκειμένου να προσεγγίζουν το μεσσαίο και κεντρώο χώρο, αυτόν που κοινωνικά τραμπαλίζεται μεταξύ συντήρησης και προόδου, μένοντας πότε στον έναν πόλο πότε στον άλλο.
Το φιλελευθερο μπλοκ ιστορικα προέβη σε αυτή την στρατηγική για να πάρει τον προοδευτικό κόσμο μαζί του προβάλλοντας το φάντασμα του σοβιετικού ολοκληρωτισμού και να θίξει το χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κρατικού προστατευτισμού. Από την η άλλη η δυτική αριστερά έκανε το ίδιο για να αποδώσει στις καταπιταλιστικές δημοκρατίες μια φασίζουσα διάσταση όταν αυτές γίνονται λίγοτερο ή περισσότερο αυταρχικές και έτσι να συνδέει διαρκώς ιστορικά το φασισμό με τον καπιταλισμό ως δύο αλληλοσυμπληρούμενα πράγματα.
Το αποτέλεσμα αυτής της επί μακρόν συσχέτισης που γίνεται εργαλείο προπαγάνδας και ενίοτε αποτελεί κομβική πολιτική στρατηγική και των δυο πλευρών, είναι η βασική γενεσιουργός συνθήκη της θεωρίας των δύο άκρων.
Αν οτιδήποτε αυταρχικό είναι δείγμα φασισμού, τότε τα φασιστικά καθεστώτα ειναι φασιστικά καθότι αυταρχικά, τα σοβιετικά καθεστώτα είναι φασιστικά καθότι αυταρχικά και αυτά, οι λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικές δημοκρατίες είναι φασιστικές και αυτές εξαιτίας της αυταρχικότητας τους, και βασικά με λίγα λόγια, όλα είναι φασισμός διαφορετικών διαβαθμίσεων.
Φυσικά ο ακραίος αυτός βερμπαλισμος, όταν τουλάχιστον συμβαίνει από την πλευρά του ευρύτερου αναταγωνιστικού κινήματος και η αντίστοιχη σχετικοποίηση του φασισμού, δεν παράγουν κανένα γενικευμένο ριζοσπαστικό αντιφασιστικό αντανακλαστικό. Τουναντίον ωθεί μια μεγάλη μάζα ημί-προοδευτικών ημι-συντητηρικών πολιτών που έχουν γαλουχηθεί από δεξιά και αριστερά σε όλη αυτή τη παραφιλλολογία, να υιοθετούν με περισσή ευκολία την άμεση συσχέτιση οτιδηποτε αυταρχικού με το φασισμό.
Συνέπεια αυτής της επίδρασης είναι η και στάση καταδίκης απέναντι στη βία από όπου και αν πρόερχεται , γιατί και αυτή είναι χαρακτηριστικό φασισμού. Όταν δε πολλές τέτοιες απόψεις ακούγονται από ανθρώπους γύρω μας πολλά ριζοσπαστικά υποκείμενα παθαίνουν trigger και καταλήγουν να τους θεωρούν και τους ίδιους κρυφοφασίστες, φασιστοφιλελέδες κτλ.
Αυτη η άκρατη “φασιστολογία” καταλήγει να ρίχνει ομίχλη στην ίδια τη γέννηση του φασιστικού φαινομένου και πως εγκολπώθηκε μέσα στις κοινωνίες σε συγκεκριμένες εποχές αλλά και να ζημιώνει και την αξιοπιστία του όποιου ριζοσπαστικού υποκείμενου απέναντι σε άλλους κοινωνικούς εταίρους.
Μερικά πράγματα μπορεί να είναι σκληρά, αυταρχικά ακόμα και βάρβαρα αλλά δεν είναι απαραίτητα φασισμός. Δεν κερδίζει πόντους συμπάθειας ένα κίνημα που τα βαφτίζει όλα φασιστικά αντίθετα καταλήγει να φαίνεται γραφικό, να αποριζοσπαστικοποιείται διαρκώς και τελικά η κοινωνική απεύθυνση του να αφορά εκείνη την κοινωνική κάστα ανθρώπων που αύριο μεθαύριο εύκολα θα θεωρούν κάθε βία καταδικαστέα από όπου κι αν προέρχεται.  Κάτι που με τη σειρά του γεννά νέους διαλόγους εντός του ίδιου του κινήματος αναφορικά με την ποσόστοση της ανταγωνιστικής βίας και το αν γίνεται κατανοητή από τον “κόσμο”. 

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι είναι επιτακτικό το ξεπέρασμα αυτής της κακής  συνήθειας ως αναγκαία προϋπόθεση για να μιλάμε για ένα ανταγωνιστικό κίνημα που στοχεύει σε μια γενικότερη  ριζοσπαστικοποίηση και όχι γενικώς και αορίστως στο χάιδεμα των κεντρώων ακροατηρίων, χάιδεμα που μακροπρόθεσμα κιόλας γυρνάει μπούμερανγκ και που όχι, δε φέρνει απαραίτητα κόσμο με το μέρος μας ούτε μας κάνει πιο συμπαθείς κοινωνικά. Πιο εύκολα μας καθιστά έρμαια στη σάτυρα και τον κανιβαλισμό ακόμα και του τελευταίου τσαρλατάνου της mainstream ακροκεντρώας pop κουλτούρας παρά οτιδήποτε άλλο πιο σοβαρό. Αξίζει λοιπόν να το σκεφτούμε . 

Το Κόμμα που αγαπούσε τα συγχαρητήρια

Το ΚΚΕ, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά ΚΚ, έχει δεχθεί, από το 1974 και μετά όπου νομιμοποίηθηκε, να παίζει το ρόλο μιας καθεστωτικής αριστεράς που διεκδικεί την ηγεμονία του πεζοδρομίου, των κοινωνικών αγώνων και του κοινωνικού ανταγωνισμού εν γένει, ώστε να φροντίζει ότι η στάθμη της κοινωνικής πόλωσης θα παραμένει στάσιμη και ότι δε θα υπάρξει κοινωνική εκτροπή. Έχει αποδεχθεί οριστικά τον ιστορικό συμβιβασμό, και έχει βολευτεί στη θέση μιας πολιτικής διαμαρτυρίας όντας αντιπολίτευση εσαεί. Δεν διεκδικεί να καταστεί κόμμα εξουσίας, δεν διεκδικεί να είναι κόμμα ανατροπής, δεν διεκδικεί καν να επιφέρει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές μέσα στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο. Έχει αποκηρύξει κάθε μορφή οξυμένης πάλης, από την ένοπλη βία ως και τις μαχητικές διαδηλώσεις, έχει δηλητηριάσει το δημόσιο διάολογο με την ακράια χαφιεδολογία και προβοκατορολογία του, και έχει υπάρξει ουκ ολίγες φορές, αρωγός της Τάξης και της Ασφάλειας, επιχειρώντας βίαια και κατασταλτικα σε πιο ανεξέλεγκτες δυνάμεις του κινήματος.

Όλα αυτά δεν αφορούν μια αντιπαράθεση κομμουνισμού- αναρχίας. Δεν έχουν σχέση με υπαρκτές θεωρητικές ή άλλες διαφωνίες μεταξύ Μαρξ- Μπακούνιν και άλλων τεράτων της ριζοσπαστικής θεωρίας. Δεν έχουν να κάνουν καν με την όποια κριτική σε οποιαδήποτε βερσιόν του υπαρκτού σοσιαλισμού ούτε με την όποια κριτική στη προ 1974 εποχή του ΚΚΕ. Έχουν να κάνουν με την εγκόλπωση του μέσα στο πολιτικό κατεστημένο και την επιλογή του να είναι πυλώνας πολιτικής σταθερότητας σε οποιαδήποτε καίρια στιγμή του κοινωνικού ανταγωνισμού. Για αυτό και δέχεται και συγχαρητηρίων σε κάθε ευκαιρία. Γιατί το μέτωπο της ελληνικής εθνικοφροσύνης (οι πιο πραγματίστικες συνιστώσες της τουλάχιστον), γνωρίζει πως για τα ελληνικά δεδομένα, η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης έρχεται μέσα από τη διατήρηση του ΚΚΕ ως έναν εφεδρικό σύμμαχο. Ένα συμπέρασμα που έχει καθορίσει τον κεντρικό πολιτικό ρεαλισμό της μεταπολίτευσης, παρά τις όποιες αντι-κομμουνιστικές κορώνες πιο ακροδεξιών πτερύγων του πολιτικού φάσματος.

Το ζήτημα λοιπόν της σύγκρουσης με το μόρφωμα που λέγεται ΚΚΕ είναι ΠΟΛΙΤΙΚΟ και δεν αφορα μια βεντέτα αναρχίας-ΚΚΕ. Αφορά, ή θα έπρεπε να αφορά, όλα τα κομμάτια του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος, είτε από το φάσμα της αναρχίας, είτε από το φάσμα του κομμουνισμού, που επιμένουν να βλέπουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό με κριτήρια εκτροπής του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάτι που έρχεται μέσα από την παράδοση του διεθνούς επαναστατικού κινήματος με σημεία ορόσημα όπως η εκτέλεση μέλους του ΙΚΚ στην Ιταλία από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, για την επιλογή του να καταδώσει αγωνιστή στις αρχές.

Η μορφή που θα πάρει μια οποιαδήποτε τέτοια σύγκρουση στο μέλλον εξαρτάται από τα επίδικα της εποχής, των προκλήσεων και των διακυβευμάτων που τιθενται καθώς και από την πρωτοβουλία του ίδιου του ΚΚΕ να υπερασπιστεί την πολιτική σταθερότητα του συστήματος. Θα ειναι μάλιστα μια σύγκρουση που αναπόφευκτα θα καταλήξει να αφορά και τη βάση και την ηγεσία καθώς ανεξάρτητα από την ποιότητα και την βαρύτητα των ευθυνών για την πολιτική γραμμή του κόμματος, ένα μόρφωμα με τόση σκληρή και σφιχτή κομματική πειθαρχία θα καταφέρει να ελέγξει πλήρως τη βάση του στην κατεύθυνση που θέλει, και να στρέψει το ανθρώπινο  δυναμικό που διαθέτει ενάντια σε κόσμο που θα επιδιώξει μια μετωπική σύγκρουση με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Δε λέμε τίποτα περισσότερο λοιπόν από το ότι η όξυνση μιας τέτοιας σύγκρουσης είναι σχεδόν βέβαια ότι θα βρει (βρίσκει ήδη δηλαδή) αν όχι όλο το λαό του ΚΚΕ, εκείνο το σφιχτό κομματικό πυρήνα που θα αντέξει στις όποιες αυτομολήσεις, σε θέση υπεράσπισης της ίδιας της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. 

Επόμενως δεν είναι καγκουριά, δεν είναι τραμπουκισμός, δεν είναι στείρος αντικομμουνισμός.


Είναι απλά μονόδρομος προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ρήξης καθώς αποτελεί ένα ορατό και διόλου αμελητέο ανάχωμα προς αυτήν την κατεύθυνση, ένα ανάχωμα που θα χρειαστεί να προσπεραστεί με τον έναν τρόπο ή τον άλλο. 

Σκέψεις σχετικά με την πανδημία του κορονοϊού:

 

Ο κόσμος αλλάζει. Η εποχή που ξανοίγεται μπροστά μας είναι μια εποχή νέα, άγνωστη και τρομακτική. Παλιές ισορροπίες και συσχετισμοί μεταβάλλονται ,αναιρούνται και αναδιαμορφώνονται. Ζούμε μια καταιγίδα γεγονότων σε παγκόσμιο επίπεδο που ίσως αλλάξει ακόμα και τα εργαλεία με τα οποία θα διαβάζουμε τον κόσμο γύρω μας. Σε αυτή τη συγκυρία είναι επιτακτικό να μιλάμε, να συζητάμε, να γράφουμε, να προσπαθούμε να αποκτήσουμε ατομικά και συλλογικά τα εφόδια για αυτό που έρχεται. Η παρακάτω ενότητα όπως και άλλες που θα ακολουθήσουν είναι μια συμβολή στο γαλαξία των σκέψεων και απόψεων που κατατίθενται δημόσια προκείμενου να λειτουργήσουν ως ερέθισμα σκέψης και προβληματισμού.


i)Η ψευδαίσθηση του ελέγχου και η απώλεια αυτού


Και ξαφνικά εγένετο πανδημία. Κόσμος πεθαίνει, κόσμος αρρωσταίνει, συνθήκες έκτακτης ανάγκης παντού. Άνθρωποι με μάσκες και γάντια, άνθρωποι με άσπρες ρόμπες, στρατός στους δρόμους, βραχυκύκλωμα στην οικονομία, πτώση δεικτών χρηματιστηρίου παγκόσμιου και μη, κατάρρευση εθνικών συστημάτων υγείας, άπλετη συνωμοσιολογία καχυποψία, φόβος, πανικός, χειροκροτήματα σε μπαλκόνια, μέτρα εξαίρεσης, κι άλλα μέτρα, προπαγάνδα, κι άλλος πανικός, στρατιωτικά κομβόι να μεταφέρουν νεκρούς, κλινική απολύμανση σε ολόκληρες πόλεις, καραντίνα, απομόνωση, εγκλεισμός, απολύσεις, επιτάχυνση του τεχνο-ολοκληρωτισμού, δυστοπία. Πως φτάσαμε ως εδώ;


Τις τελευταίες δεκαετίες έχει εγκιβωτιστεί -σχεδόν οικουμενικά- στην ανθρώπινη συνείδηση, η αντίληψη ότι ελέγχουμε τα πάντα. Η αλματώδης πρόοδος των θετικών επιστημών και ο αναπόφευκτος εκσυγχρονισμός των κοινωνιών στην πλειοψηφία τους έχουν συμβάλει συντριπτικά σε αυτήν την ψευδαίσθηση ελέγχου. Η αντίληψη ότι τα πάντα βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο της ανθρώπινης βούλησης είναι τόσο εμπεδωμένη ώστε κάθε φορά που κάτι ξεφεύγει από τα ραντάρ αυτού του ελέγχου , ένας δυνατός σεισμός, μια πλημμύρα, μια ξαφνική φωτιά, ένα τσουνάμι, μια πανδημία, η άμεση αντανακλαστική εντύπωση είναι ότι δεχόμαστε επίθεση από ένα αόρατο εχθρό.


Φυσικά η αντίληψη αυτή του ελέγχου δομήθηκε πάνω σε μια αυθαίρετη συλλογική πεποίθηση ότι αυτός ο κόσμος μας ανήκει. Το παγκόσμιο συλλογικό πνεύμα, αν μπορούμε φυσικά να μιλάμε για κάτι τέτοιο, διακατέχεται σε τέτοιο βαθμό από αυτήν την πεποίθηση, ώστε αισθανόμαστε την εκδήλωση φυσικών φαινομένων, που φυσικά υπήρχαν πολύ πριν την εμφάνιση του ανθρώπου σε αυτόν τον πλανήτη, ως έναν απειλητικό εισβολέα στο ζωτικό μας χώρο τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι αυτός που ουσιαστικά έχει εισβάλει στο φυσικό τοπίο, προσπαθώντας να κατακτήσει, να κυριεύσει, να τιθασεύσει κάθε σπιθαμή του, κάθε στοιχείο του, οτιδήποτε βασικά μέσα σε αυτό. Οι επί αιώνες πανανθρώπινης εμπειρίας συμβίωσης (ή και απλής επιβίωσης) με τα κοσμογονικά φαινόμενα αυτού του πλανήτη, έχει λησμονηθεί και αντικατασταθεί από μια μανία, κυρίευσης, λεηλασίας και μιας αδιάκοπης προσπάθειας επιβολής των δικών μας όρων στο περιβάλλον το οποίο μας φιλοξενεί για κάτι δεκάδες χιλιάδες χρόνια.


Η ανθρωπότητα εδώ και καιρό δε προσπαθεί απλά να επιβιώσει, ή να συμβιώσει, με τις δυνάμεις που διέπουν το περιβάλλον μας. Δεν περιορίζεται καν στο να εξασκήσει την ατομική και συλλογική ευφυΐα του είδους μας ώστε οι συνθήκες ζωής μας να καλυτερεύουν, να γίνονται πιο άνετες, πιο εύκολες, πιο αξιοπρεπείς. Όχι. Η συνύπαρξη μας πλέον με το περιβάλλον κινείται έξω και από το όρια εκείνου του ανταγωνισμού που ισχύει με όλα τα υπόλοιπα είδη χλωρίδας και πανίδας. Κινείται σε όρια που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε πολεμικά. Η βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη, σύμφυτη και αναπόσπαστη με τις διάφορες εξουσίες, και τις ελίτ που τις διαχειρίζονται ενώ ταυτόχρονα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για δύναμη, κυριαρχία και πλούτο, είναι οι κυρίως υπεύθυνες για την κατάσταση στην οποία έχει οδηγηθεί η συνύπαρξη ανθρωπότητας-περιβάλλοντος.


Αυτή η συνθήκη όμως υπακούει πάνω στη σύγχρονη εκδοχή του πολιτισμού, και ταυτόχρονα βασικού πυρήνα των κοινωνικών συμβολαίων της εποχής μας, ειδικά στις πιο ανεπτυγμένες τεχνολογικά και οικονομικά περιφέρειες του κόσμου μας. Κοινωνικά συμβόλαια τα οποία, πέραν όλων των άλλων, είναι εδραιωμένα πλέον σε ένα άτυπο deal: ότι οι εξουσίες -και τα κράτη στα οποία είναι εδραιωμένες- στις οποίες εμπιστευόμαστε τη διαχείριση των ζωών, της ελευθερίας και της ασφάλειας μας, μπορούν να αντεπεξέλθουν σε οποιαδήποτε κατάσταση. Κι αυτό γιατί πλέον παράλληλα με την ανάπτυξη των θετικών επιστημών, έχει αναπτυχθεί αρκετά και το κριτήριο του ορθού λόγου και μέσα στις κοινωνικές βάσεις.

Τουλάχιστον αρκετά , ώστε να εγείρεται ως προοδευτική απαίτηση τα κράτη μέσα από τα οποία εδραιώνονται οι σύγχρονες μορφές εξουσίας, να έχουν και αυτόν τον ρόλο στην κοινωνική ζωή.
Τι συμβαίνει όμως όταν αυτός ο ρόλος διαψεύδεται; Όταν καθίσταται αδύνατη η εκπλήρωση του, από συνθήκες που όσο και να θέλει ο άνθρωπος, είναι μη ελέγξιμες; Κανένα κράτος δε μπορεί να μας προστατεύσει από τα πάντα. Κι αυτό γιατί πολύ απλά υπάρχουν στη Γη δυνάμεις που ξεφεύγουν του ελέγχου και της ανθρώπινης παρέμβασης. Για την ακρίβεια πάντα υπήρχαν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν είτε με τον άνθρωπο είτε χωρίς αυτόν. Δυνάμεις άλογες, που δεν έχουν ούτε θεϊκές ιδιότητες, ούτε εκδικητικές –ή οποιεσδήποτε άλλες- προθέσεις, αλλά που μας υπενθυμίζουν εν τούτοις πόσο πραγματικά μικρός είναι ο άνθρωπος μπροστά στον παράγοντα των τυχαίων ακολουθιών και των φυσικών δυνάμεων που ορίζουν τη δομή του κόσμου γύρω μας (του κόσμου με την πολύ ευρύτερη έννοια). Οι σεισμοί, οι καταποντισμοί, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, τα μικρόβια/βακτήρια/ιοί που προκαλούν τις μεγάλες πανδημίες, δεν είναι εχθροί που μας επιτίθενται. Αποτελούν τμήμα αυτού του κόσμου, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία από εμάς. Φυσικά έχουμε κάθε δικαίωμα να μην αφηνόμαστε στο έλεος τους. Μπορούμε να μάθουμε να προφυλασσόμαστε, να θεραπευόμαστε, να επιβιώνουμε με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, και να οργανώνουμε συλλογικά τις ζωές μας με τρόπους ώστε να είμαστε πιο κατάλληλα προετοιμασμένοι κάθε φορά. Υποθετικά αυτό είναι κρατικό μέλημα στην εποχή μας. Μέλημα των διαφορετικών εκφάνσεων εξουσίας που καταπιέζουν και καταδυναστεύουν εκατομμύρια, δισεκατομμύρια ζωές. Όταν όμως μπροστά σε αυτές τις δυνάμεις τα κράτη αδυνατούν να εκπληρώσουν τον υποτιθέμενο ρόλο τους, είτε λόγω δομικών ανεπαρκειών τους , είτε και λόγω αντικειμενικών συνθηκών, τότε όλα αλλάζουν. Και αλλάζουν δραματικά.


Η κρατική ανεπάρκεια μπροστά σε συνθήκες, όπως το ξέσπασμα της παρούσας πανδημίας που θερίζει χιλιάδες ζωές σε όλον τον πλανήτη, είναι δυνατόν να εντείνει τον σκεπτικισμό των υποτελών πολιτών απέναντι στον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξης του, ή έστω απέναντι στην εκάστοτε εποχική διαχείριση του, κάτι που προκαλεί μια άλλου τύπου εγρήγορση και κινητοποίηση του Κράτους. Ειδικά από τη στιγμή που οι συνέπειες μιας καταστροφής μπορεί να έχουν και παράπλευρες συνέπειες όπως μια μεγάλη οικονομική κρίση, τη φτωχοποίηση ευρύτερων κομματιών του πληθυσμού, το ξέσπασμα πείνας και φυσικά την πιθανότητα κοινωνικών εκρήξεων εδώ και εκεί.


Αυτή η εγρήγορση και η κινητοποίηση έρχεται μέσα από την κήρυξη πολέμου και την ενεργοποίηση μιας κατάστασης εξαίρεσης στην οποία οι κρατικές εξουσίες αποκτούν ολοένα και περισσότερες έκτακτες αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες, και αναλαμβάνουν το ρόλο του προστατευτικού αλλά αυστηρού πατέρα που αναλαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο για να προστατέψει και να γαλουχήσει τα ανήλικα τέκνα του. Ο εχθρός μεταμορφώνεται σε ένα ανελέητο, εξωπραγματικό και αδυσώπητο τέρας, απέναντι στο οποίο δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να εμπιστευτούμε το κράτος- πατέρα να τα βγάλει πέρα, και εμείς να υπακούσουμε σε οτιδήποτε μας λέει, χωρίς αντιρρήσεις, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς αντιδράσεις. Για το καλό μας.


Από τη στιγμή που ο κρατικός μηχανισμός αποδεικνύεται ανεπαρκής στην αποτελεσματική πρόληψη και αντιμετώπιση μιας συντελούμενης καταστροφής, (η ανεπάρκεια αυτή μπορεί φυσικά να είναι και προϊόν των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζει ή έχει εφαρμόσει ένα κράτος), διογκώνει το φόβο των μαζών για το «κακό» που ξέσπασε. Αφού ο φόβος διαχυθεί αρκετά καλά ώστε να επικρατήσει του όποιου σκεπτικισμού, στη συνέχεια επιχειρεί να ελέγξει τον ίδιο το φόβο που διόγκωσε προηγουμένως, ώστε να ανέβουν οι μετοχές εμπιστοσύνης απέναντι του, εμπιστοσύνη που ενδεχομένως μπορεί να είχε κλονιστεί σε προηγούμενο χρόνο. Έτσι η διολίσθηση στον αυταρχισμό, στην καταστρατήγηση δημοκρατικών κεκτημένων, στον τεχνο-ολοκληρωτισμό, στην κυριαρχία ενός νέου τύπου στρατιωτικοαστυνομικού συμπλέγματος εμφανίζονται ως προϊόντα συναίνεσης. Από τη στιγμή που το κλίμα είναι πολεμικό, η όποια ανυπακοή και απειθαρχία χαρακτηρίζονται ως απειλές ενάντια στην κοινωνία και η κριτική σε καιρό πολέμου ισοδυναμεί με προδοσία οπότε έτσι βρίσκουν το νομιμοποιητικό έδαφός τους η χωρίς όρια λογοκρισία και φίμωση.


Συγκεκριμένα στην περίπτωση της πολεμολογίας που παρατηρούμε την εποχή της πανδημίας του Covid-19 υπάρχουν κάποια κοινά μοτίβα στις εξαγγελίες διάφορων ηγετών. Αυτό που ακούγεται συχνά είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια ασύμμετρη απειλή, έναν αόρατο εχθρό, με τον οποίο δε μπορεί δε μπορεί να υπάρξει καμία διαπραγμάτευση συνεπώς απαιτείται μια συλλογική συστράτευση. «Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό» λένε παρόλο που είναι εμφανές πως οι πιο ισχυροί, οι πιο πλούσιοι, οι πιο προνομιούχοι, βρίσκονται σε πολύ ευνοϊκότερη μοίρα από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Όχι γιατί δε μπορούν να νοσήσουν αλλά γιατί δε θα χρειαστεί ούτε να εκτεθούν το ίδιο άσκοπα στον ιό, ούτε υπάρχει περίπτωση να τύχουν κακής ή και καθόλου νοσηλείας.


Το γεγονός ότι τα κράτη χρίζονται «οι υπερασπιστές των τειχών» απέναντι σε αυτό τον αόρατο εχθρό παραγκωνίζει την αξία και την πρακτική της κοινοτικής αλληλεγγύης. Πανδημίες ανέκαθεν ξεσπούσαν. Δεν είχαν πάντοτε οι πληθυσμοί το περιθώριο να μένουν σπίτια τους. Τα σπίτια των ανθρώπων δεν είχαν όλες τις εποχές ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση και θέρμανση επομένως πολλές εξωτερικές εργασίες αφορούσαν την εξασφάλιση βασικών αγαθών όπως το νερό ή τα ξύλα για το τζάκι. Επίσης οι αγορές δεν είχαν τις υποδομές των σουπερ μάρκετ και κανείς δε φρόντιζε για το μη συνωστισμό. Ειδικά στην επαρχία που οι αγροτικοί πληθυσμοί ζούσαν αποκλειστικά από τις δικές τους καλλιέργειες και την κτηνοτροφία, το μένουμε σπίτι ήταν μια πολυτέλεια που δεν υπήρχε καν στη σφαίρα της φαντασίας. Σε συνθήκες όπου οι κεντρικές εξουσίες ούτε είχαν τον ίδιο εποπτικό έλεγχο του συνόλου των επικρατειών τους, ούτε το κράτος πρόνοιας ήταν κάτι αυτονόητο, οι πληθυσμοί αντιμετώπιζαν μόνοι τους τα ξεσπάσματα φονικών επιδημιών, και η αλληλεγγύη ήταν η μόνη αναγκαία συνθήκη στην οποία μπορούσαν να καταφύγουν, εάν το επέλεγαν.
Αυτή η συνθήκη πλέον καταργείται με τις ολικές απαγορεύσεις κυκλοφορίας και εργολάβος της προστασίας μας γίνεται η κεντρική εξουσία ,βρίσκοντας την ευκαιρία να ενδυναμωθεί και ιδεολογικά η αναγκαιότητα ύπαρξης του. Τι θα κάναμε χωρίς το κράτος σε μια κατάσταση σαν και αυτή; Πως θα επιβιώναμε, πως θα αποφεύγαμε το χειρότερο, πως θα βγαίναμε όσον τον δυνατόν λιγότερο αλώβητοι από την πανδημία;


Το κράτος υπερενισχύοντας τον εαυτό του δεν λειτουργεί μόνο προληπτικά ως προς την αντιμετώπιση των πιθανών, και μάλλον αναπόφευκτων, κοινωνικών αντιδράσεων που θα προκαλέσουν οι παρενέργειες της πανδημίας. Δεν αποσκοπεί μονάχα στο να προσπαθήσει να καλύψει τις δομικές αντιφάσεις του (σε συνδυασμό και με αυτές της καπιταλιστικής οργάνωσης της οικονομίας), αλλά ουσιαστικά θέλει να κάνει τους πάντες, (η έστω τις πλειοψηφίες) να αποδεχθούν ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη εναλλακτική εκεί έξω. Ότι χωρίς μια κεντρική διαχείριση ελέγχου των ζωών μας θα αφανιστούμε. Εν τέλει η ίδια η καταστροφή μαζί με το γκρέμισμα της ψευδαίσθησης ότι έχουμε το έλεγχο στα πάντα, μετατρέπεται σε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία προκειμένου η ψευδαίσθηση αυτή να ξαναχτιστεί σε νέα θεμέλια, πιο στιβαρά, πιο σφιχτά, πιο εφιαλτικά και πολύ πιο δυστοπικά για τους πληθυσμούς που υπόκεινται στον έλεγχο των εξουσιών που κυβερνούν και ταυτόχρονα ρημάζουν τον κόσμο γύρω μας.


Πρόκληση λοιπόν της νέας εποχής που έρχεται, στην οποία ο κόσμος που ξέραμε αλλάζει ραγδαία, και αλλάζει προς το χειρότερο, είναι μεταξύ άλλων , περισσότερο από ποτέ, και η ανάδειξη της αλληλεγγύης ως αντίπαλου δέους απέναντι σε αυτήν ακριβώς τη ψευδαίσθηση ότι η κεντρική εξουσία νοιάζεται, και είναι εδώ για εμάς. Είναι εδώ αλλά για να διασφαλίσει την κυριαρχία της, να εντείνει τους όρους εκμετάλλευσης ανθρώπων και άλλων έμβιων όντων και των φυσικών πόρων του πλανήτη και να επιβάλει ασφυκτικότερες μορφές κοινωνικού ελέγχου και πειθαρχίας. Μια αλληλεγγύη από τα κάτω, μια αλληλεγγύη που θα λειτουργεί ως οργανική σχέση μεταξύ των μελών μιας κοινότητας που θα μπορούσε να είναι πρότυπο, μια αλληλεγγύη πολύμορφη, που θα θυμίζει όπου πρέπει ότι κανείς και καμία δεν είναι μόνος/η του στη συντελούμενη και επερχόμενη δυστοπία. Όχι γιατί αυτό είναι μια εγγυημένη συνταγή νίκης. Αλλά για να μην χάσουμε τα πάντα μέσα στην έρημο της κοινωνικής μοναξιάς.

Το σήμερα και το χτες

Δε φτάσαμε από τη μία μέρα στην άλλη στην σημερινή κοινωνική στάση απέναντι στο προσφυγικό δράμα, όπως την παρατηρούμε να αποτυπώνεται σχεδόν ολοένα και πιο μαζικά. Οι αντιδράσεις στις προσφυγικές δομές, που στην ουσία αποτελούν κολαστήρια η βαρβαρότητα των οποίων θα αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής μελέτης των επόμενων δεκαετιών, δεν έπεσαν από τον ουρανό. Έρχονται να πάρουν τη σκυτάλη από την εξίσου μνημειώδης κοινωνική αδιαφορία και απάθεια απέναντι στους εκατοντάδες νεκρούς του Έβρου και του Αιγαίου, των έγκλειστων στα κέντρα κράτησης, των βασανισμένων στα ΑΤ και μαχαιρωμένων από φασίστες τις τρεις δεκαετίες που προηγήθηκαν. Δεκαετίες στις οποίες η άγρια εκμετάλευση του μεταναστευτικού/προσφυγικού δυναμικού κατέστη διάχυτη και ευρέως οικοιοποιήσιμη πρακτική σε πόλεις και χωριά. Εποχές αδιανόητα πολλών ταξικών μετατοπίσεων. Εποχές κοινωνικού στάτους για όποιον πρωην φτωχομπινέ είχε τουλαχιστον έναν “βρωμοαλβανό” στο μαγαζί, η στο χωράφι και άφθονου ανδρισμού και σεξουαλικής εκτόνωσης στα σώματα των “ξέκολων” του ανατολικού μπλοκ. Εποχές που η Αγία Ελληνική οικογένεια μεσουρανούσε αποχαυνωμένη στα κοινωνικά προνόμια της που νόμιζε ότι θα κρατούσαν ακέραια για πάντα. Εποχές όπου ο ρατσισμός κατέστη δομικά κοινωνικός και κυρίαρχο συστατικό του νεο-ελληνικού κοινωνικού συμβολαίου. Η σημερινή εποχή επομένως βγάζει απίστευτο νόημα αν σκεφτούμε αυτές που διαδέχεται.

Τώρα μάλιστα που ο εφιάλτης παίρνει τη μορφή κανονικοποιημένων και νομιμοποιημένων κοινωνικών πογκρόμ ξαφνικά το νέο ριζοσπαστικό σπορ είναι η αναζήτηση εκείνων των ισχνών μειοψηφιών που κόντρα στην επικρατούσα κοινωνική ηθική του μίκρο- ή μάκρο- περιβάλλοντος τους , επιλέγουν την αλληλεγγύη αντί του κανιβαλισμού, τη συμπαράσταση αντί του πανικού, την ενσυναίσθηση αντί του μίσους, της ατομικής συνείδησης αντί του μαζανθρωπισμού, για να γυρίσουν και να μας πούν: να δεν είναι όλοι έτσι.

Ποτέ δεν ήταν όλοι έτσι όμως…