Η Κανονικότητα στο απόσπασμα

Σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, η πολιτική διαχείρηση της κυριαρχίας στη δική μας επικράτεια, φροντίζει να επιβληθεί εκτός των άλλων και μέσα από την ηγεμονία των συμβόλων της. Είναι η ίδια η κυριαρχία που φροντίζει διαρκώς να μας υπενθυμίζει ότι η μακροημέρευση της εξαρτάται από την κανονικότητα. Που εμμένει στην ομαλή λειτουργία των ρυθμών της ζωής που μας εξαναγκάζουν να ζούμε θεωρώντας απειλητικό οτιδήποτε το διαταράσει, σκόπιμα ή μη. Που βασικό της και μόνιμα επαναλαμβανόμενο αφήγημα είναι το η Επιστροφή στην Κανονικότητα. Ταυτόχρονα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, εκεί που οι φλόγες της εξέγερσης φωτίζουν τον Ειρηνικό, ξεπροβάλει το σύνθημα ” Δε θα επιστρέψουμε στη κανονικότητα, επειδή η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα” .

Κάθε εικόνα λοιπόν μέσα από την οποία φαίνεται θρυμματισμένη η “κανονικότητα” της κυριαρχίας, είναι κι ένα πολιτικό μύνημα, είτε αυτό ειπώνεται ξεκάθαρα και με σαφήνεια ως τέτοιο, είτε ειπώνεται άρρητα αφήνοντας το αισθητό αποτύπωμα του στον υλικό κόσμο γύρω μας. Είναι μια απόδειξη ότι η Τάξη μετρά απώλειες, ότι δε δουλεύουν όλα ρολόι,ότι δεν γίνονται τα πράγματα όπως ήταν προγραμματισμένα να γίνουν, ότι δεν ακολουθούν τα παντα την προδιαγεγραμμένη τους πορεία. Είναι μια δήλωση ότι η αταξία θα βρεί το φυσικό της τρόπο να ξεπηδήσει, ότι η διατάραξη της ομαλότητας θα ξεπροβάλει μέσα από κάποια χαραμάδα που έμεινε ασφράγιστη ή από μια ρωγμή που δημιουργήθηκε στο ευ λειτουργείν της κανονικότητας.
Η κανονικότητα στο απόσπασμα λοιπόν μέχρι να γίνουν οι πόλεις μας απέραντα θέατρα βανδαλισμών σε οτιδήποτε μας τη θυμίζει. Τότε ίσως  αρχίσουν οι πιθανότητες να δουλεύουν για μας πραγματικά.

 

 

*Η φωτογραφία  στην οποία απεικονίζεται μια βανδαλισμένη στάση αστικού λεωφορείου αποτελεί στιγμιότυπο από τις ταραχές κατά τη διάρκεια της συγκρουσιακής γενικής απεργίας στη Γαλλία στις 5/6  για το ασφαλιστικό, τη μεγαλύτερη όλων των τελευταίων δεκαετίων.

Είναι ο τεχνοβιομηχανικός πολιτισμός, ηλίθιε

Κάθε φορά που γίνεται γνωστό κάποιο συνταρακτικό γεγονός που έχει να κάνει με ακόμα ένα πλήγμα στη φυσική ισορροπία του πλανήτη, (φωτιές στον Αμαζόνιο, φωτιές στη Σιβηρία κτλ ) αρχίζει ξανά όλη εκείνη η προπαγανδιστική παραφιλολογία που σε ένα ηθικό πανικό σπεύδει να αποδώσει στην καπιταλιστική ανάπτυξη την αποκλειστική ευθύνη για την περιβαλλοντική καταστροφή. Φυσικά πρόκειται περί ανοησιών και ατεκμηρίωτης μπουρδολογίας με στοιχεία από την νέα κουλτούρα μαζικής ηθικής υστερίας του διαδικτύου, επί παντός επιστητού κιόλας.
Όσο κι αν είναι γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη επελαύνει πάνω στα συντρίμμια του φυσικού κόσμου, σίγουρα δεν κατέχει το μοναδικό μερίδιο ευθύνης σε σχέση με τη λεγόμενη περιβαλλοντική καταστροφή.Το οικολογικό ζήτημα προκύπτει εξαιτίας του πολιτισμού του τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος στο οποίο συνέβαλε και ο υπαρκτός σοσιαλισμός, καθότι βιομηχανικός και καθόλου οικολογικός. Καπιταλισμός και Σοσιαλισμός ανταγωνίστηκαν πολύ σκληρά στην εξέλιξη του τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος , ιδιαίτερα την εποχή του Ψυχρού Πολέμου , απλά μόνο στα δυτικά κράτη έγινε δυνατό να εμφανιστούν οικολογικά κινήματα και να κάνουν ορατό το ζήτημα, καθώς οποιαδήποτε οικολογική φωνή σε σοσιαλιστικό κράτος θα θεωρούταν το λιγότερο “ύποπτη’ με ότι σήμαινε αυτό.
Είναι αφέλεια να θεωρούμε ότι στα σοσιαλιστικά κράτη δεν υπήρξαν ορυχεία που κατέστρεψαν αρχέγονα δάση, βιομηχανικές ζώνες που δεν μόλυναν υδροφόρους ορίζοντες, εκμετάλλευση ενεργειακών πηγών που δεν προκάλεσαν ζημιά σε οικοσυστήματα ή που δεν ανάγκασαν ολόκληρους πληθυσμούς σε εσωτερικές μετακινήσεις. Είναι αφέλεια επίσης στην καλύτερη, να θεωρείται ότι ο σοσιαλιστικός πολιτισμός υπήρξε περισσότερο οικολογικός από τον καπιταλιστικό και ότι διαθέτει δήθεν κάποιο ηθικό πλεονέκτημα ως προς αυτό, κάτι που πηγάζει υποτίθεται μάλιστα κιόλας από το ιδεολογικό υπόβαθρο του σοσιαλισμού. Αν με κάτι μάλιστα έχει ταυτιστεί το τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα στο κομμάτι που αφορά τον Υπαρκτό, αυτό είναι η δυστοπία που άφησε πίσω του το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ, ατύχημα που φυσικά αποτελεί παράπλευρη απώλεια του πυρηνικού ανταγωνισμού της ψυχροπολεμικής περιόδου.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που ονομάζεται τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα στις μέρες μας, αποτελεί το απαύγασμα ενός πολιτισμού διαμορφωμένου να εξυπηρετεί τις ανάγκες μαζικών κοινωνιών που ελέγχονται διοικητικά από κεντρικές εξουσίες διαφορετικών μορφών. Ανεξάρτητα από ποιο ιδεολογικό μανδύα έχουν ενδυθεί οι κεντρικές εξουσίες του τελευταίου αιώνα, όλες τους επένδυσαν στο βαθμό που μπορούσαν στην τεχνολογική ανάπτυξη και πρόοδο και συνεπώς στην οικοδόμηση του παγκόσμιου τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος που μολύνει νερό, γη και αέρα, εξαφανίζει ολόκληρα οικοσυστήματα και επιταχύνει την πορεία της έτσι κι αλλιώς συντελούμενης κλιματικής αλλαγής. Καμία κρατική οντότητα, και συνεπώς καμιά μορφή κεντρικής εξουσίας, δεν είναι δυνατόν να καταστεί ανταγωνιστική αν δεν διεκδικήσει το δικό της μέρισμα στην τεχνοβιομηχανική ανάπτυξη και είναι γεγονός ότι το προβάδισμα σε αυτόν τον ανταγωνισμό δε μπορεί να κερδίσει κάποιος με οικολογικές ευαισθησίες, καθότι αντιπαραγωγικές.
Δεν είναι ο Καπιταλισμός λοιπόν μόνο που οδηγεί τον πλανήτη στον αφανισμό του. Είναι στο σύνολο της η ανθρώπινη δραστηριότητα στο βαθμό που ολοένα και περισσότερο εξαρτάται σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας από τα αγαθά και τις υπηρεσίες της τεχνοβιομηχανικής ανάπτυξης. Αυτό είναι ένα τίμημα που θα κληθεί η ανθρωπότητα να πληρώσει για την πρόσδεση της σε ένα πολιτισμό στον οποίο θεωρείται φυσιολογικό να δημιουργούνται τεράστια μαζικοποιημένα κοινωνικά συστήματα με αστείρευτη καταναλωτικότητα και μηδενική δυνατότητα αυτάρκειας. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι μια αποκλειστικά κρατική διεύθυνση τέτοιων κοινωνικών συστημάτων, η μια αυτό-οργανωμένη, θα είναι σε θέση να είναι περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον ή ότι θα διαθέτει αυξημένα οικολογικά ένστικτα.
Η ανατροπή του καπιταλισμού είναι το ένα ζήτημα. Η αποκαθήλωση της εξάρτησης της κοινωνικής ζωής από έναν ανθρωποκεντρικό πολιτισμό που θεωρεί φυσικό του δικαίωμα την κυριαρχία άνευ όρων σε οποιοδήποτε σημείο του φυσικού κόσμου είναι κάτι εντελώς άλλο. Πιο ριζοσπαστικό και πιο τολμηρό. Κι αυτό γιατί ξεφεύγει πολύ από τις παραδοσιακές διαφωνίες περί διαχείρισης του κράτους, των αγορών, του εμπορίου και της παραγωγής. Αφορά την πολιτισμική ταυτότητα ολόκληρων κοινωνιών πράγμα που σημαίνει ότι ο αγώνας ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή ή θα είναι αγώνας για την καταστροφή του τεχνοβιομηχανικού πολιτισμού ή θα είναι τίποτα. Τα υπόλοιπα όλα είναι κλισέ ατάκες για φτηνή επίδειξη συναισθηματικού λαϊκισμού.

Κείμενο του Νίκου Ρωμανού σχετικά με την δικαστική απόφαση για τον Κορκονέα

“Καμία ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη…”

Ένα σύνθημα η αφετηρία του οποίου βρίσκεται στα μητροπολιτικά κέντρα των Η.Π.Α την δεκαετία του 80′ από τις κοινότητες των αφροαμερικανών οι οποίες μέσω αυτού προσπαθούσαν να αποτυπώσουν την ασυδοσία και την ατιμωρησία των αστυνομικών δυνάμεων και των ρατσιστών στις διαρκείς δολοφονικές επιθέσεις εις βάρος τους.

Για όποιον επιδιώξει να ξεφύγει από τον πολιτικό λαϊκισμό, τις κοντόφθαλμες διαπιστώσεις και τους φτηνούς θεατρινισμούς θα δει ότι τόσο οι αστυνομικές δολοφονίες όσο και η μετέπειτα ευνοϊκή ποινική μεταχείριση των δολοφόνων δεν είναι ένα σημείο εκτροπής από την δημοκρατική ομαλότητα, αλλά αντίθετα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της, σάρκα από την σάρκα της, αποτελεί προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της κρατικής μηχανής.

Ο Κορκονέας δεν θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση σε αυτή την συνθήκη. Mόνο στην σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία δεκάδες αστυνομικές αλλά και παρακρατικές δολοφονίες έχουν συγκαλυφθεί και οι δράστες έχουν απολαύσει την ιδιαίτερα επιλεκτική ευαισθησία της δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο θα δει κανείς και για όποιον μελετήσει την ιστορία της αστυνομικής βίας στις Η.Π.Α και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από τις δεκάδες προκλητικές αποφάσεις υπέρ των μπάτσων – δολοφόνων για τα θύματα της κοινότητας των μαύρων στις Η.Π.Α, στον Μελίστα που δολοφόνησε τον 15χρονο αναρχικό Μιχάλη Καλτεζά και τον δολοφόνο του Κάρλο Τζουλιάνι στην Ιταλία. Μια ματωμένη πραγματικότητα κρατικής βίας, δικαστικής αυθαιρεσίας, δημοσιογραφικής διαστρέβλωσης και πολιτικής αλητείας κρύβεται κάτω από τις στολισμένες βιτρίνες, την οικονομική ανάπτυξη, τους θετικούς δείκτες των οίκων αξιολόγησης και την κατασκευασμένη πεποίθηση ότι “όλα βαίνουν καλώς” που προσφέρει ο καπιταλισμός στους υπηκόους του.

Η προκλητική ποινή των 13 ετών στον Κορκονέα και η αθώωση του Σαραλιώτη που επιφύλαξε το εφετείο της Λαμίας στους μπάτσους – δολοφόνους ήταν μια πολιτική απόφαση με όλη την σημασία της λέξης.

Μια απόφαση που επιβραβεύει την δολοφονική αστυνομική βία ακόμα και αν στρέφεται ενάντια σε νεολαίους.

Μια απόφαση που στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προκλητικής ασυλίας στους κατασταλτικούς μηχανισμούς : “Έχετε το ελεύθερο να δολοφονήσετε όποιον δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις σας χωρίς συνέπειες”.

Μία απόφαση που ουσιαστικά οπλίζει την σφαίρα στην θαλάμη των ένοπλων φρουρών της έννομης τάξης μπροστά στις νέες κατασταλτικές σταυροφορίες που οργανώνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με στόχο το ανατρεπτικό κίνημα.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας και της πολιτικής χυδαιότητας εκ’ μέρους της Νέας Δημοκρατίας και των εκδοτικών ομίλων που την στηρίζουν όταν υποστηρίζουν ότι για την συγκεκριμένη δικαστική απόφαση ευθύνεται ο νέος ποινικός κώδικας, όταν γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις καμία σχέση δεν έχουν με ποινικούς κώδικες αλλά με την ουσία του κράτους.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν εδώ και δεκαετίες η δικαστική εξουσία με παλιούς και νέους ποινικούς κώδικες, δίνει προκλητική ποινική ασυλία στους ένστολους μισθοφόρους για κάθε πράξη αστυνομικής βίας, συγκαλύπτει τους διεφθαρμένους αξιωματούχους της πολιτικής ελίτ για κάθε τυχόν εμπλοκή τους σε οικονομικά σκάνδαλα, κλείνει τα μάτια όταν τα καράβια της επιχειρηματικής ελίτ περνάνε γεμάτα πρέζα από μπροστά της,

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν όλο αυτό το πολιτικό και επιχειρηματικό σκυλολόι ούρλιαζε στα τηλεοπτικά παράθυρα για τις νόμιμες ανάσες ελευθερίας του Δημήτρη Κουφουντίνα ενώ παράλληλα μεθόδευσε ενάντια στους ίδιους τους νόμους τους το νέο καθεστώς εξαίρεσης που βιώνει, να μιλάει για αποφάσεις της δικαιοσύνης που πρέπει να γίνουν σεβαστές.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν χιλιάδες κρατούμενοι και οι οικογένειες τους βιώνουν καθημερινά την σιδερένια πυγμή της αστικής δικαιοσύνης η οποία επικυρώνει τα διαβιβαστικά της αστυνομίας φορτώνοντας στις κλούβες που γυρνάνε στις φυλακές σώματα γεμάτα με απελπισία και κατεστραμμένη ψυχοσύνθεση.

Στον ψηφιακό κόσμο που διαρκώς κερδίζει έδαφος πάνω στον υλικό, η παραπληροφόρηση, οι τεχνικές μαζικής χειραγώγησης, ο έλεγχος της μαζικής ψυχολογίας μέσα από διαφημίσεις, δελτία ειδήσεων, δημοσιολόγους, κυβερνήσεις, είναι η νέα πραγματικότητα με την οποία πρέπει να αναμετρηθούν οι άνθρωποι που αγωνίζονται για την ελευθερία. Είναι η φωνή του σύγχρονου καπιταλιστικού Matrix μέσα στο κεφάλι του καθενός και της καθεμίας που μέσα από εικονικούς βομβαρδισμούς διατάζει, απειλεί, σαγηνεύει, δελεάζει, αποπροσανατολίζει. Είναι η φωνή που μας θέλει υπάκουους καταναλωτές, αδιάφορους πολίτες, πειθήνιους εκτελεστές των κρατικών διαταγών, υποταγμένους θεατές στα εγκλήματα του κράτους και του κεφαλαίου πάνω στις ζωές μας.

Είναι από την άλλη πλευρά η δική μας φωνή που θέλουμε να γίνει δυνατή. Είναι η φωνή της ανατρεπτικής συνείδησης που θα μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας για τον κόσμο της εξουσίας και τις προθέσεις του. Που θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο της αστικής δικαιοσύνης έναν σκληρό μηχανισμό ταξικής κυριαρχίας για την αναπαραγωγή των συμφερόντων του κράτους και του κεφαλαίου ανεξάρτητα από την πολιτική τους εκπροσώπηση, που θα αναλύσει με τρόπο διεξοδικό τις αντιφάσεις της, την εξόφθαλμη υποκρισία της, την ταξική της μεροληψία, την στρατηγική της στόχευση για την ποινική καταστολή του “εσωτερικού εχθρού”, την συγκάλυψη και την ευνοϊκή αντιμετώπιση όσων βρίσκονται στο δικό της στρατόπεδο.

“Δικαιοσύνη; Θα βρεις δικαιοσύνη στον άλλο κόσμο. Σ’ αυτή τη ζωή έχουμε μόνο νόμους” (William Gaddis)

Παραφράζοντας την φράση του William Gaddis μπορούμε να πούμε ότι δικαιοσύνη δεν θα βρουν σε αυτό τον κόσμο οι οικογένειες των θυμάτων της αστυνομικής βίας, όσοι ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν μέσα στα αστυνομικά τμήματα, όσοι αναζητούν την επιβίωση τους σε κάδους σκουπιδιών και φιλανθρωπικά συσσίτια, όσες οικογένειες είδαν τους ανθρώπους τους να βουτάνε από τις ταράτσες σπρωγμένοι από τα χέρια τραπεζιτών, πολιτικών και κάθε λογής άριστων, όσοι πρόσφυγες θαφτήκαν με ανώνυμες επιγραφές στον βυθό της Μεσογείου, όσοι περιμένουν στριμωγμένοι στις ουρές του ΟΑΕΔ, όσοι έχουν κάνει “σπίτι” τους τις υπόγειες διαβάσεις και τα πεζοδρόμια των εμπορικών δρόμων, όσοι πέθαναν σε κάποιο δολοφονικό “εργατικό ατύχημα” στον βωμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κερδοφορίας ανάμεσα σε σκαλωσιές και τσιμέντο.

Η απόφαση του εφετείου για τον Κορκονέα και τον Σαραλιώτη με όλες τις προκλητικές σημαιολογίες που αυτή κουβαλάει, και τα μηνύματα που εκπέμπει δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα στιγμιότυπο του κοινωνικού πολέμου της εποχής μας. Μια στιγμή νόμιμης αποκατάστασης της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας, μια στιγμή επαναδιατύπωσης των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, μια στιγμή επαναφοράς της συλλογικής ιστορικής μνήμης για το ανατρεπτικό κίνημα.

Στις δύσκολες μέρες που έρχονται για τους ανθρώπους που αγωνίζονται για την ισότητα και την ελευθερία η συγκεκριμένη στιγμή πρέπει και θα λειτουργήσει ως μια ακόμα απόδειξη της δικαιοπραξίας του ανατρεπτικού αγώνα.

Νίκος Ρωμανός

Υ.Γ : Έχει διατυπωθεί από διάφορα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε η άποψη ότι η απόφαση του εφετείου μου ήταν αυτή που οδήγησε στην αποφυλάκιση μου. Προς αποκατάσταση της αλήθειας λοιπόν η αποφυλάκιση μου ήταν προδιαγεγραμμένη για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έχοντας εκτίσει το σύνολο των ποινών μου χωρίς την απόφαση του συγκεκριμένου εφετείου. Ακόμα και με την συγκεκριμένη απόφαση το αποτέλεσμα δεν παύει να είναι προκλητικό αν σκεφτεί κανείς ότι καταδικάστηκα σε 14 χρόνια για τους εμπρησμούς στα προσωπικά οχήματα του Παπαντωνίου. Προφανώς τα καμμένα αμάξια του χρήζουν αυστηρότερης ποινικής αντιμετώπισης από μια κρατική δολοφονία στον μαγικό κόσμο της αστικής δημοκρατίας με τον απεριόριστο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή.

Πηγή: https://athens.indymedia.org/post/1599366/

Η πολιτική είναι και θέμα αισθητικής.

Πολλές φορές η μαζική προτίμηση σε κάποια πολιτική παράταξη μπορεί να έχει να πει πολλά για το επίπεδο, πρώτα από όλα, της συλλογικής αισθητικής, και μετά όλων των άλλων. Αυτό στη Ρωμαϊκή σκέψη κάπως ήταν κεκτημένο όπως προδίδει και το γνωστό ρητό με τη γυναίκα του Καίσαρος.
Ακόμα και σήμερα βέβαια παρατηρούμε ότι ολόκληρες πολιτικές ατζέντες, εκστρατείες, επικοινωνιακές στρατηγικές, εκπονούνται με γνώμονα την παλμογράφηση της κοινωνικής αισθητικής.
Η διακηρυγμένη επιστροφή στην κανονικότητα, κεντρικό μότο μιας συντηρητικής παράταξης που τραμπαλίζεται μεταξύ ακροδεξιάς, κλασικού φιλελευθερισμού, νεοφιλελευθερισμού, χριστιανοδημοκρατίας και ακραίου κέντρου ταυτόχρονα, αφορά περισσότερο από όλα μια σημειολογία. Σημειολογία η οποία έχει χτισμένη την κοινωνική της γείωση, όχι τώρα βεβαίως, αλλά αρκετά πίσω στο χρόνο.
Η σημειολογία αυτή εμπερικλείει όλες τις μορφές κοινωνικής υποκρισίας. Είναι η σημειολογία που επιβάλει να αποδεχόμαστε πχ έναν πολιτικό όχι επειδή είναι ικανός, καλός, αποδοτικός, ανιδιοτελής, και άλλα θετικά θεωρούμενα πράγματα, αλλά από το αν φαίνεται να τηρεί τα κοινωνικά προσχήματα και τύπους.
Φοράει γραβάτα; Δίνει θρησκευτικό όρκο; Φιλάει το χέρι του παπά με ευσέβεια; Εμφανίζεται 24/7 υπερασπιστής των πάτριων αξιών και παραδόσεων; Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για έναν διεφθαρμένο πολιτικό μέχρι τα μπούνια. Και πως να έχει. Η διαφθορά είναι μια κανονικότητα που έχουμε αποδεχθεί όλοι σιγά τα λάχανα. Δεν έχει σημασία αν η ίδια μάζα θυμάται τη χριστιανική ηθική μόνο σε κάτι πανηγύρια, σε κάτι βαφτίσια,γάμους, κηδείες και κάθε πάσχα και χριστούγεννα, και γενικά αν κατά τα άλλα σε επίπεδο καθημερινότητας απέχει έτη φωτός από αυτή. Και γιατί να έχει σημασία κάτι τέτοιο εξάλου;
Δεν έχει σημασία πάλι αν η ίδια μάζα νιώθει να καταπιέζεται από τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας,όταν βέβαια πρόκειται για προοδευτικές νόρμες στις οποίες έχει αλλεργία, ενώ ταυτόχρονα εξεγείρεται με την παραμικρή προσβολή των χρηστών ημών ηθών.
Στην προηγούμενη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο αυτό που συνέβη στο δημόσιο διάλογο ήταν αποκαλυπτικό, ως ένα βαθμό, της συλλογικής αισθητικής ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας, το οποίο λύσσαξε ενάντια στην σοσιαλδημοκρατική διαχείρηση της εξουσίας, (η οποία απεδείχθη μια χαρά ικανή και αποτελεσματική σε ζητήματα που οι προηγούμενες θα ζήλευαν) αν όχι για κάτι άλλο, κυρίως επειδή αυτή του προσέβαλε τα “γούστα”. Η πολιτική αντιπαράθεση διακυμάνθηκε τόσο πολύ γύρω από τι είναι και τι δεν είναι πρέπον να κάνει και να λέει ένας πολιτικός και ένα κόμμα γενικά, που αποκόμιζε κανείς την εντύπωση πως δεν έχουμε εκλογές μπροστά μας αλλά διαγωνισμό κοινωνικής ευπρέπειας.
Αυτό το βλέπει κανείς έντονα και στον καθημερινό σχολιασμό χρηστών μέσων δικτύωσης που αγαλλιάζουν, μετά τις εκλογές, με στιγμιότυπα της πολιτικής ζωής , όπως η ορκωμοσία στη βουλή, όπου η κανονικότητα επιστρέφει μέσα από τον εναγκαλισμό των παραδοσιακών “τύπων” που οι προηγούμενοι άπλυτοι “αριστεροκατσαπλιάδες” σνόμπαραν “προκλητικά”.
Όλη αυτή η τρέχουσα περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί καθωσπρεπισμού, κανονικότητας και προσχημάτων, αν κάτι μας βοηθούν σίγουρα να καταλάβουμε στο σήμερα, είναι ότι πολύ περισσότερο σοκάρει την κοινή γνώμη αν οι κληρονόμοι της πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας ανακαλύπτουν ότι οι προκάτοχοι τους τους παράδωσαν γραφεία που βρωμούσαν τσιγαρίλα, παρά αν ανακαλύπτουν ελείμματα και μαύρες τρύπες σε νευραλγικές δημόσιες υπηρεσίες, στον τομέα της υγείας πχ ή αλλού εξίσου σημαντικά.
Και αν μη τι άλλο αυτό δείχνει και το αντίστοιχο επίπεδο της κοινωνικής αισθητικής του σήμερα. Και όπως η πολιτική είναι και θέμα αισθητικής έτσι και η αισθητική είναι και θέμα πολιτικής.

Το λυκόφως των νομοτελειών

i) Μπαράζ διαψεύσεων
Το τέλος της δεκαετίας μας πλησιάζει και έρχεται συνοδεία μιας πλήρους κατάρρευσης όλων των βεβαιοτήτων, όλων των διακηρυγμένων νομοτελειών που μας πιπίλησαν τα μυαλά, σε σημείο οξύ πόνου, όλα αυτά τα χρόνια. Η ψήφος του περήφανου “Ελληνικού Λαού” στο παραπέντε της αλλαγής της δεκαετίας έδωσε σε μια συντηρητική παράταξη τη δυνατότητα μιας καθαρής και ξάστερης αυτοδυναμίας, ένα εκλογικό αποτέλεσμα πραγματικό ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής μας, μια εποχή που θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να είναι το σημείο μηδέν του ελληνικού καπιταλισμού και η αυγή μιας πιθανής κοινωνικής αλλαγής και επανάστασης. Γιατί αυτό; Επειδή έτσι. Το έγραψαν κάποια βιβλία, το λένε κάποιοι θεωρητικοί και πάνω από όλα βελτιώνουν τη ψυχολογία μας τέτοιες νέο-χιλιαστικές προφητείες, οπότε γιατί όχι.

Αντί να συμβούν όμως όλα αυτά είδαμε απλά την παταγώδη αποτυχία της παραδοσιακής αντιπολιτευτικής στρατηγικής του πεζοδρομίου, πετυχημένης σχετικά ως και το 2010, τη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους της εθνικοφροσύνης που στράφηκε στο πιο προωθήμενο τμήμα της- την νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε μια μίξη ροζ σοσιαλδημοκρατίας και πατριωτικής αριστεράς που επένδυσε πολιτικά στην καλλιέργεια ενός σχεδόν μεταφυσικού μεσσιανισμού, την πολιτική μπλόφα ως βασικό διαπραγματευτικό της ατού για να οδηγηθεί μετά τον εκλογικό της θρίαμβο, στη διενέργεια ενός δημοψηφίσματος του οποίου την έκβαση εν τέλει προσπέρασε περνώντας σε μια γραμμή πολιτικού ρεαλισμού ενός καθώς πρέπει δυτικού σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος ευρωπαϊκού τύπου.

Θα μπορούσε να είχε όμως συμβεί κάτι διαφορετικά; Είναι οι εξελίξεις των χρόνων αυτών αποτυχία του ριζοσπαστικού ανταγωνιστικού κινήματος, αναρχικού/αριστερού ή ξεπερνούν κατά πολύ τους σωστούς ή λάθος κινηματικούς χειρισμούς και επομένως άλλοι είναι οι παράγοντες που θα ήταν ωφέλιμο να αναζητήσουμε τους λόγους της μη εκπλήρωσης των επαναστατικών προφητειών;

ii) Τα σταφύλια της διαφθοράς

Σε αυτό το σημείο θα χρειαστεί να παραδεχτούμε κάτι στους εαυτούς μας. Το ευρύτερο ριζοσπαστικό ανταγωνιστικό κίνημα σε ένα μεγάλο του μερος, ποτέ δεν κατενόησε εις βάθος τους μηχανισμούς της, επί τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, διαφθοράς της κοινωνικής βάσης, μιας διαφθοράς κάθετης, οριζόντιας και διαγώνιας, διαφθοράς που εκτείνεται σε τρομακτικά μεγάλο κοινωνικό εύρος φτάνοντας στο σημείο να αποτελεί σημείο αναφοράς μιας συλλογικής ταυτότητας και ταυτόχρονα στοιχείο της πολιτισμικής παράδοσης και κουλτούρας της νέο-ελληνικής κοινωνίας. Είναι τέτοια η συλλογική συμμετοχή και η παραδοχή αυτής της πλατιάς λαϊκής διαφθοράς που γίνεται- εδώ και δεκαετίες- αντικείμενο ενός συλλογικού αυτοσαρκασμού και σάτυρας. Κάτι του τύπου όλοι ξέρουμε ότι συμβαίνει, όλοι μπορεί να το κάνουμε, λέμε και ένα χωρατό έτσι να περνάει η ώρα . Μιας διαφθοράς στην οποία διαπαιδαγωγήθηκε και γαλουχήθηκε επί μακρώ το σώμα των από τα κάτω από την προσφιλή και λαοφιλή Πασοκική Σοσιαλδημοκρατία. Το γνωστό τοις πάσι παλιό καλό και ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ.

Θα χρειαστεί επίσης να παραδεχτούμε ότι στο διάστημα της πασοκικής και μεταπασοκικής μεταπολιτευτικής περιόδου η πολιτισμική ηγεμονία του καπιταλισμού ισχυροποιήθηκε αλώνοντας ολοένα και περισσότερο τον κοινωνικό χώρο. Με στυλοβάτες τη συλλογική ψυχαγωγία, διασκέδαση και γενικά τον πολιτισμό αλλά και κυρίως μέσω της νέας τεχνολογικής επανάστασης και της καταναλωτικότητας που αυτή (μαζί με άλλους παράγοντες) ενέπνεε, εδραιώθηκε ως μια ισχυρότατη μορφή κοινωνικής συνείδησης, ψευδούς κατά τη μαρξιστική έννοια, αλλά αρκετά αληθούς ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της και το αποτύπωμα της στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

iii) Η αδιαφορία ως κοινωνική αρετή

Σε αυτό το διάστημα της τριακονταετούς απόλυτης επικράτησης της κοινωνικής διαφθοράς, της απόλυτης πολιτισμικής ηγεμονίας του καπιταλισμού, της κατίσχυσης των κοινωνικών αγώνων και της εντεινόμενης γραφικοποίησης αυτών, καθώς και του πλήρως εκφυλισμένου συνδικαλισμού όλων των μετώπων, (όπου τα μόνα casus belli που τίθονταν ήταν όταν επρόκειτο να θιχτούν στενά συντεχνιακά συμφέροντα , και αυτό ακόμα με δυσκολία, εκτός ίσως από μαθητικές/φοιτητικές κινητοποιήσεις που κατά καιρούς συνδέθηκαν και με επιπλέον ζητήματα πχ αντιπολεμικά) ,η κοινωνική βάση διαπαιδαγωγήθηκε στην επίδειξη μιας τρομερής και κυνικής αδιαφορίας και αδράνειας για όλα τα μείζονα ηθικά ζητήματα της εποχής, μιας αδιαφορίας και αδράνειας που έφτανε και ξεπερνούσε τα όρια της συλλογικής ενοχής. Πχ ήταν απολύτως αδιάφορο αν το τίμημα αυτής της κοινωνικής ευμάρειας ήταν η περιφρούρηση θαλάσσιων και χερσαίων συνόρων από τις μεταναστευτικές ροές με αποτέλεσμα εκατοντάδες νεκρούς κατά μήκος των συνόρων. Ήταν απολύτως αδιάφορο αν αυτή η συλλογική ευζωία και η δυνατότητα συμμετοχής στη διαφθορά χτίστηκε πάνω σε βασανισμένα κορμιά σε φυλακές, αστυνομικά τμήματα, ψυχιατρικά κολαστήρια, στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, εξαθλιωμένα μητροπολιτικά γκέτο, ήταν απολύτως αδιάφορο αν οι όροι αυτή της κοινωνικής αφθονίας πληρούνταν με τη στυγνή εκμετάλλευση του πλέον αναλώσιμου και παρανομοποιημένου μεταναστευτικού δυναμικού. Ήταν απολύτως αδιάφορο αν η εκτός νόμου οικιστική ανάπτυξη χιλιάδων εξοχικών συνοικισμών ήταν χτισμένη πάνω σε καμένες εκτάσεις δασικών πνευμόνων ή αν η ενίσχυση του ΑΕΠ από τον τουρισμό συντελούνταν στην πιο ανελέητη μορφή μικρομεσαίας αισχροκέρδειας εις βάρος αλλοδαπών αλλά και εγχώριων τουριστών.

Πως λοιπόν περιμέναμε ότι με όλο αυτό το κοινωνικό υπόβαθρο θα ξεσπάσει μόλις μέσα σε δυο χρόνια οικονομικής ύφεσης μια σαρωτική κοινωνική επαναστατική μεταβολή; Πως γίνεται να ανατραπούν τρεις ολόκληρες δεκαετίες τέτοιας ποιότητας κοινωνικής διαπαιδαγώγησης μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τη στιγμή κιόλας που δεν έχουν υπάρξει οι παραμικρές σχεδόν, ή έστω ισχνές, προσπάθειες ριζοσπαστικής διαπαιδαγώγησης “των μαζών” ;

Η διετία 2010-12 πόρρω απείχε από τη προ-εμφυλιακή κατάσταση στην Ισπανία του 1936, ή της προπολεμικής κατάστασης στην Ελλάδα του 1940 . Καμία ομονσπονδία, κανένα οργανωμένο επαναστατικό κίνημα, κόμμα, μέτωπο ή οτιδήποτε άλλο, ένοπλο ή μη , δε θα μπορούσε να είχε συντελέσει σε μια γενικότερη εκτροπή μέσα σε αυτή τη διετία γιατί καταρχάς δεν υπήρχε εκ των προτέρων κανένα τέτοιο έδαφος για τη δημιουργία τέτοιων υποδομών αλλά και γιατί ακόμα και αν αυτές υπήρχαν απουσίαζε πλήρως το υποκείμενο. Ένα υποκείμενο με συνείδηση του εχθρού που έχει απέναντι του, διατεθειμένο να πολεμήσει αν χρειαστεί με κάθε μέσο, να υποστεί κάθε είδους ταλαιπωρία, φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια, δολοφονίες, εκτελέσεις, απαγωγές, συλλογικά αντίποινα εις βάρος άμαχου πληθυσμού και γενικά να αντιμετωπίσει συνθήκες εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα. Δηλαδή για να είμαστε σοβαροί, ποιοι θα τα έκαναν όλα αυτά; Ένα κοινωνικό corpus μαθημένο στην απραξία, την αδιαφορία, την αρπαχτή, τον κυνισμό και την λαμογιά; Πως χωρίς σαφή συνείδηση της ύπαρξης ενός εχθρού-καταπιεστή και της αναγκαιότητας αγώνα εναντίον του θα υψωθούν τα λάβαρα της οποιαδήποτε εξέγερσης και διάθεσης για επαναστατική αλλαγή; Με τι υπόβαθρο, τι διαπαιδαγώγηση και τι κουλτούρα θα κινηθεί αυτός ο κόσμος να ρισκάρει τα πάντα για μια αμφιβόλου κιόλας επιτυχία κοινωνικής αλλαγής, μιας και κανείς δε μπορεί να εγγυηθεί την νίκη της; Και γιατί πιστεύουμε ότι η δική μας συμβολή ήταν τόσο σημαντική που να πρέπει η αποτυχία μιας τέτοιας προοπτικής να είναι δική μας αποτυχία και ήττα;

iv) Η γενοκτονία-φάντασμα

Ας έχουμε επίσης τη γενναιότητα να παραδεχτούμε το εξής. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια οικονομικής ύφεσης, χρόνια κατά τα οποία σημειώθηκε η κορύφωση των αντιδράσεων απέναντι στα μέτρα λιτότητας, η ελληνική κοινωνία δε γνώρισε μια πραγματική κοινωνική εξαθλίωση που να αντιστοιχούσε στο βερμπαλισμό και τον λαϊκισμό της γενοκτονολογίας που επικράτησε αυτά τα χρόνια . Ασφαλώς υπήρξε αύξηση της φτωχοποίησης, της επαιτείας, των αστέγων, των ανέργων και των ανθρώπων που στοιχίζονταν στα συσσίτια ή έψαχναν φαγητό σε κάδους σκουπιδιών. Σίγουρα υπήρξαν ιδιωτικοποιήσεις του δημοσίου και απολύσεις, σκλήρυνση του εργασιακού καθεστώτος ενώ πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις έκλεισαν και πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία από απελπισία. Οπωσδήποτε πολλά σπίτια και οικογένειες ένιωσαν το βάρος των οφειλών και της αύξησης των τιμών να τους πνίγει. Αλλά ας έχουμε την ειλικρίνεια να παραδεχτούμε ότι δε γέμισαν οι ελληνικές πόλεις φαβέλες βραζιλιάνικου τύπου, δεν είχαμε κρίση λοιμού και χιλιάδες νεκρά παιδιά στους δρόμους όπως στην κατοχή, δεν είχαμε πόλεμο συμμοριών στους δρόμους γύρω από τη διεκδίκηση των στοιχειωδών αναγκών, δεν είχαμε ανήλικα παιδιά να δουλεύουν σε βαριές βιομηχανίες για 14ωρα, δεν άφησαν τα ελληνόπουλα την οικογενειακή θαλπωρή για να θαλασσοπνιγούν στα καράβια ή να στελεχώσουν τις φάμπρικες κάθε πιθανής και απίθανης χώρας του εξωτερικού.

Η Ελλάδα ακόμα και στα χειρότερα της οικονομικής ύφεσης που ξέσπασε το 2009-2010 συνέχισε να παραμένει στο παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος ως μια καπιταλιστική περιφέρεια του Πρώτου Κόσμου, απόλυτα εξαρτημένη φυσικά και με τεράστιο χρέος αλλά σίγουρα δεν μετατράπηκε σε κάποια αφρικανική χώρα της μετά-αποικιακής εποχής. Το μέσο βιωτικό επίπεδο στην Ελλάδα παρέμεινε κατά πολύ πιο πάνω από το μέσο βιωτικό επίπεδο σε πολλές άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, της Ασίας ή της Μέσης Ανατολής. Χώρες στις οποίες δε σημειώνεται και κάποια τρομερή επαναστατική δραστηριότητα εξαιτίας της κατά πολύ μεγαλύτερης κοινωνικής εξαθλίωσης.
v) Ο φόβος της ταξικής «έκπτωσης»

Η ελληνική ύφεση του 2009 όπως αυτή εκδηλώθηκε ήρθε να αναιρέσει μια εποχή γενικής αφθονίας, που μπορεί τώρα να γίνεται παραδεχτή ότι υπήρξε και να θεωρείται επίπλαστη αλλά τότε δεν φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα που θα μπορούσε να την απειλήσει. Η οργή των αγανακτισμένων που πλημμύρισαν τις πλατείες το 2011 και το 2012 ήταν εν πολλοίς μια οργή μικροαστική, παρά την εκρηκτικότητα της και διόλου ριζοσπαστική. Δεν ήταν μια οργή που κυοφορούσε μέσα της το σπόρο της αμφισβήτησης για το καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης, διότι πως, και από πού και ως που θα μπορούσε εν μια νυκτί να γεννηθεί τέτοια διάθεση αμφισβήτησης. Ήταν μια οργή απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που ερχόταν να πάρει αυτά που είχε εκπαιδεύσει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να διατηρούν για πάντα, μια προνομιούχα δηλαδή θέση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Ήταν η αγανακτισμένη μικροαστική οργή του νοικοκυραίου, του Κυρ Παντελή που δεν μπορούσε να καταδεχτεί ότι θα μετατραπόταν σε ένα φεγγάρι σε πληβείο, στον πληβείο που τόσο είχε μάθει να περιφρονεί και ενίοτε να ψευτολυπάται όποτε «αλήτες, προδότες, πολιτικοί».

Μπορεί λοιπόν, να ήταν μια οργή που στράφηκε κατά του πολιτικού κόσμου με δεκάδες προπηλακισμούς πολιτικών κατά μήκος όλης της χώρας, ή να εκφράστηκε και ιδιαίτερα βίαια στις μεγάλες αντί-μνημονιακές συγκεντρώσεις του 2011-2012 , αλλά σε τελική ανάλυση παρέμεινε κατά βάση οργή του μεσαίου χώρου που αντιλαμβανόταν ότι επίκειται μια βίαιη συρρίκνωση του, κάτι που αντανακλαστικά κινητοποίησε πλήθος ανθρώπων που τις προηγούμενες δεκαετίες το “πεζοδρόμιο” το είχαν δει μόνο σε ταινίες. Και ακριβώς επειδή το ιδεολογικό υπόβαθρο των αγανακτισμένων ήταν αυτή η αλαζονική υπερηφάνεια των μεσαίων και μικρομεσαίων που τους φαινόταν αδιανόητη η προοπτική έκπτωσης της κοινωνικής τους θέσης και status, ο βίαιος δηλαδή ταξικός εκτοπισμός τους από το βάθρο της μεσαίας ή μικρομεσαίας τάξης, σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα προσπάθησε μέσα σε αυτή τη δεκαετία να μιλήσει στην αγανακτισμένη τους ψυχή και να τους προσεταιριστεί με διαφορετικό τρόπο ανά περίπτωση, ανάλογα και το ποιος μιλούσε.

Κοινή συνισταμένη ολόκληρου του πολιτικού τόξου, από την πιο συντηρητική πτέρυγα ως την πιο προοδευτική, από τη ριζοσπαστική ακροδεξιά ως και τη ριζοσπαστική ακροαριστερά (αλλά και μέρους της αναρχίας) ήταν το αφήγημα της Ελλάδας ως αποικίας χρέους που εκμεταλλεύονται οι κακοί ξένοι, γερμανοί και άλλοι. Η κεντρικοποίηση αυτού του αφηγήματος προφανώς και ευνοούσε τις πιο δεξιόστροφες και συντηρητικές αντί-μνημονιακές φωνές που έβρισκαν ευκαιρία να προωθήσουν την έτσι κι αλλιώς εθνικιστική τους ατζέντα. Παράλληλα ευνοούσε και κομμάτια της αριστεράς και του αναρχικού- αντί-εξουσιαστικού χώρου, τα οποία κατανοώντας ότι το αντί-καπιταλιστικό-και μάλιστα με ριζοσπαστικούς όρους- δεν κεντρικοποιείται το ίδιο εύκολα, το γύρισαν στον εθνο-πατριωτικό αλυτρωτισμό με μια ρητορική που ήθελε να ανασύρει μνήμες εθνικής αντίστασης και να μιλήσει στο πατριωτικό θυμικό των μαζών με έναν κατάφορο βερμπαλισμό στα όρια της αυτό-αναφορικής γραφικότητας. Λες και η διετία 2010-2012 είχε την παραμικρή σχέση με τα όσα βίωνε ένας- δοκιμασμένος από τρεις πολέμους την προηγούμενη από το 1940 25ετία-πληθυσμός που καλούταν να αντιμετωπίσει ένα από τα πιο σκληρά και τρομοκρατικά καθεστώτα εξουσίας που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει ως τότε, το ναζιστικό.

Η αποτυχία όμως της πάγιας λογικής του πεζοδρομίου, επιτυχής στη μεγαλύτερη διάρκεια της μεταπολίτευσης, να ανακόψει με μαζικότητα και μαχητικότητα τα μνημονιακά νομοθετήματα, μια αποτυχία που εδράζεται κυρίως στην Θατσερικής εμπνεύσεως γραμμή μηδενικής ανοχής του κράτους απέναντι στις πολιτικές διαμαρτυρίες, ανέδειξε ακριβώς αυτήν την έλειψη ριζοσπαστικοποίησης που διέκρινε το σώμα των αγανακτισμένων, μια έλειψη που είχε σχέση με την ποιότητα του ίδιου του μαζικού υποκειμένου.
Τα κινήματα της Αραβικής Άνοιξης, τα οποία φιλοδοξούσαν δήθεν να αντιγράψουν οι ευρωπαίοι- και οι έλληνες προφανώς ανάμεσα τους- όπως αυτά της Τυνησίας ή της Αιγύπτου (βλέπε πλατεία Ταχρίρ) δεν αντιμετωπίστηκαν με λιγότερη καταστολή. Ίσα ίσα η κρατική βία που εκδηλώθηκε μετρούσε πολλές συλλήψεις, βασανισμούς, αθρόες φυλακίσεις , ακόμα και δολοφονίες στους δρόμους, τα αστυνομικά τμήματα ή τις φυλακές. Ωστόσο ο κόσμος δεν εγκατέλειψε τους δρόμους ή τις πλατείες και παρέμεινε μέχρι να δει τους ηγέτες να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Η διαφορά είναι εμφανής, και μπορούμε να την αναζητήσουμε στην επί δεκαετίες σκληρή και στυγνή εκμετάλλευση των τοπικών πληθυσμών από τα εν λόγω καθεστώτα, καθώς και της σκληρής και διαρκούς τρομοκρατίας της εξουσίας πάνω τους επί δεκαετίες, χωρίς μάλιστα την αστικοδημοκρατική πολυτέλεια της εναλλαγής κάποιας πιο δημοκρατικής και ήπιας διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, η οποία θα έδινε μια κάποια ανάσα για όσο κρατούσε. Η διαφορά λοιπόν είναι ότι εκεί ο αντικαθεστωτισμός των πληθυσμών είχε καταφέρει να ριζώσει για δεκαετίες και να ριζοσπαστικοποιηθεί, όσο και αν διατηρούσε προσωπαγή χαρακτήρα, και αυτό αποτέλεσε και την κολώνα που στήριξε την αποφασιστικότητα και την επιμονή των ανθρώπων στον αγώνα τους ενάντια στις τυραννίες που ζούσαν. Βλέπουμε εδώ καμιά ομοιότητα με την ελληνική πραγματικότητα του 2010;

vi) Η ελπίδα έρχεται

Ακριβώς αυτή η αστικοδημοκρατική πολυτέλεια που αναφέραμε προηγουμένως ήταν που έκανε την διαφορά ωστόσο στη δική μας περίπτωση. Η δυνατότητα μιας εναλλαγής της εξουσίας, και της θητείας μιας κυβερνητικής δυναμικής που υποσχόταν αφειδώς ότι θα επαναφέρει όλα τα προηγούμενα κοινωνικά προνόμια που είχαν χαθεί, ή ότι θα φρόντιζε να μην απειληθούν περαιτέρω κι άλλα, ώθησε τις πιο προοδευτικές συνιστώσες του μεσαίου και κατώτερου κοινωνικού χώρου, να στηρίξουν τις ελπίδες τους σε μια σοσιαλδημοκρατική δύναμη που εμφανιζόταν να είναι κάτι σαν την επανάσταση της Κούβας και της κοινωνικής μεταρρύθμισης της Χιλής του Αλιέντε, την ίδια στιγμή που οι αντίστοιχες συντηρητικές υποστήριξαν λαϊκοδεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις του πολιτικού φάσματος, ακόμα και περιθωριακές σαν τη Χρυσή Αυγή.

Η επί τεσσεράμιση χρόνια θητεία της πάλαι ποτέ ανανεωτικής αριστεράς και νυν καραμπινάτης σοσιαλδημοκρατίας δεν εκπλήρωσε επουδενί τις προσδοκίες του μικρομεσαίου χώρου ο οποίος και στο εσωτερικό του άρχισε να πολώνεται έντονα αυτά τα χρόνια ιδίως σε ότι αφορούσε τις προσπάθειες του κυβερνητικού σχήματος να χαράξει τομές στον προοδευτικό τομέα: σύμφωνο συμβίωσης και δυνατότητα υιοθεσίας από ομόφυλα ζεύγη, μετριοπαθής περιορισμό της θρησκευτικής προπαγάνδας στη δημόσια εκπαίδευση και ακόμα πιο μετριοπαθή διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, διατάξεις για την αποσυμφόρηση στις φυλακές και κυρίως την προώθηση μιας πολύ επικερδούς, στα πλαίσια των δεδομένων γεωπολιτικών συσχετισμών, συμφωνίας με τη γείτονα χώρα της Βορείου Μακεδονίας, σε σχέση με το ονοματολογικό.

Ωστόσο η πόλωση αυτή έγειρε σαφέστατα υπέρ της εθνικοφροσύνης η οποία συσπειρώθηκε σε ένα άνευ προηγουμένου (για τα δεδομένα της δεκαετίας μας) μέτωπο με σκοπό να ρίξει μια κυβέρνηση που υποτίθεται ήταν αριστερή, υποτίθεται ήταν επικίνδυνη για τα εθνικά θέματα και που υποτίθεται ήθελε να καταστρέψει τη χώρα εκ των έσω παραδίδοντας την στον έλεος τρομοκρατών και υπερασπιστών της αναρχικής εξεγερτικής δραστηριότητας. Και όλα αυτά για μια κυβέρνηση με πλούσιο έργο στον τομέα της καταστολής του ριζοσπαστικού κινήματος, κάτι το οποίο έκανε με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα και χωρίς να συναντήσει πολλές αντιδράσεις, κι ενώ παράλληλα κατάφερε να σταθεροποιήσει την οικονομία, να ανεβάσει τους δείκτες, να παράξει πλεονάσματα και να προβεί και σε μια περιορισμένη κοινωνική επιδοματική πολιτική.
Το αποτέλεσμα όμως, όπως αυτό αποτιμάται εκλογικά, ευνόησε την παράταξη που ηγήθηκε του εθνικόφρονος μετώπου, το οποίο πέρα από όλες τις υπόλοιπες κορώνες περί παλινόρθωσης της δημοκρατίας και εκδίωξης των μαδουριστών, έπαιξε και το χαρτί του προσεταιρισμού των μικρομεσαίων, οι οποίοι άλλα περίμεναν από την προηγούμενη κυβέρνηση, ένιωσαν προδομένοι που δεν εκπληρώθηκαν οι προσδοκίες τους, και αποφάσισαν να τις ξανά-τοποθετήσουν στον νέο πλειοδότη της μικρομεσαίας ελπίδας, κάνοντας φανερό με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο ποιος είναι ο πραγματικός συντελεστής των εσωτερικών εξελίξεων στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, αυτός που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις δίνοντας εύνοια πότε σε συντηρητικές, πότε σε προοδευτικές, πότε σε νέο-φιλελεύθερες ,πότε σε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, πότε φωνάζοντας για μνημονιακή κατοχή, πότε φωνάζοντας για το ξεπούλημα της μακεδονίας. Και ο οποίος δεν είναι άλλος από την κατά τον Λένιν κοινωνική βάση του οπουρτουνισμού, αυτό το εμποτισμένο με διαφθορά κοινωνικό στρώμα που κοιτάει να υπερασπιστεί πάντοτε τα ταξικά συμφέροντα του, είτε από το πεζοδρόμιο είτε από την κάλπη, γνωστό και ως Μεσαία Τάξη.

Αντί επιλόγου…

Με έναν πολύ πρόχειρο απολογισμό της δεκαετίας που φεύγει, και αναμένεται να αφήσει πίσω της συντρίμμια ( αν υλοποιηθεί τουλάχιστον η προεκλογική ατζέντα του νέου κυβερνητικού σχήματος) βλέπουμε ότι πλέον καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα το νομοτελειακό αφήγημα των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων, που απορρέοντας από τη δομική αντιφατική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής αναπόφευκτα θα σηματοδοτήσουν από μόνες τους και την πτώση του.
Αν υπάρχει επίσης κάτι να καταπιστευθεί σε μεγάλο κομμάτι του ριζοσπαστικού χώρου και κινήματος, αυτό δεν αφορά τόσο το τι έκανε ή τι δεν έκανε τα χρόνια της κρίσης. Με τέτοια συζήτηση υπερτιμάμε κατά πολύ τις περιορισμένες δυνατότητες αποτελεσματικής παρέμβασης του κινήματος και αυτομαστιγωνόμαστε για ανεπάρκειες που κι ακόμα κι αν δεν είχαμε είναι πολύ αμφίβολο πόσο πιο πολύ θα είχαμε επηρεάσει τα γεγονότα. Είναι αυτό που λέμε, μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, οπότε θεωρούμε πως και μας αναλογούν πολύ περισσότερες ευθύνες για την όποια αποτυχία κάποιας κοινωνικής επανάστασης. Πιο καίρια θα ήταν μια συζήτηση για το τι θα μπορούσε ίσως να είχε καταφέρει ο ριζοσπαστικός χώρος την προηγούμενη από την κρίση εποχή. Κατά πόσο θα μπορούσε να θέτει και να εγείρει κεντρικά, ζήτημα μιας μετωπικής πολιτικής σύγκρουσης με την ιδεολογία της μεσαίας τάξης, κατά πόσο μπορούσε να αντισταθεί ή και να επιτεθεί στη μαζική κουλτούρα των χρόνων εκείνων και στα αλλότρια φαινόμενα που αυτή γεννούσε και κατά πόσο εν τέλει ήταν σε θέση επάρκειας να αντιληφθεί το ίδιο το Πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής , να καταφέρει δηλαδή να συλλάβει το zeitgeist της νεοελληνικής κουλτούρας και να υψώσει ηθικά και πολιτισμικά αναχώματα εναντίον του, θέτοντας μια άλλη βάση ζύμωσης συνειδήσεων, οι οποίες ενδεχομένως σε μια αποσταθεροποίηση που θα γεννούσε μια οικονομική κρίση, να είχαν περισσότερες πιθανότητες να αποσαθρώσουν τη βάση του εγχώριου καπιταλιστικού συστήματος.

Αν μη τι άλλο είναι μια συζήτηση που πάντα έχει μια αξία να ξεκινήσει…

Ο φθόνος του συμβιβασμένου

Στις αχανείς εκτάσεις της κοινωνικής ζούγκλας μπορούν να παρατηρηθούν διαφορετικά είδη ανθρωποτύπων που όντας συμβιβασμένοι με τον κόσμο γύρω τους προσπαθούν να βρουν μια φόρμουλα επιβίωσης. Διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι που κατανοούν την αδύναμη θέση που έχουν ως καταπιεσμένοι απέναντι στον κόσμο της εξουσίας και των καταναγκασμών που τους επιβάλλονται και εφευρίσκουν διάφορους τρόπους να αντιμετωπίζουν αυτήν την πραγματικότητα.

Κάποιοι προσπαθούν να κρατήσουν μια ισορροπία στη ζωή τους, να θέτουν κάποιες κόκκινες γραμμές οι οποίες αν προσβληθούν θα ξεσηκωθούν και θα εξεγερθούν, προσπαθώντας λιγότερο ή περισσότερο να αγωνίζονται, έστω και πιο μετριοπαθώς, για παραπάνω χαλάρωση των όρων καταπίεσης και εκμετάλλευσης που τους υποβάλλονται. Κάποιοι άλλοι, κουρασμένοι ενδεχομένως ψυχολογικά από τη συνεχόμενη αναγκαστική αποδοχή των καταπιεστικών συμβάσεων, μπορεί να επιλέξουν μια ζωή πλήρως ρηξιακή, σε πλήρη σύγκρουση με το πλαίσιο κυριαρχίας και να το φτάσουν στα άκρα ακόμα κι αν αυτό είναι πλήρως αυτοκαταστροφικό. Κάποιοι μπορεί να βρίσκονται σε μια γραμμή αποδοχής πολλών συμβάσεων στη ζωή τους αλλά έχοντας επίγνωση αυτής της σύμβασης, αποδέχονται την κατάσταση στην οποία τους φέρνει η αδυναμία τους να αντιδράσουν, αλλά συγκινούνται ή ενθουσιάζονται με μια πράξη αντίδρασης όταν προέρχεται από άλλους. Τέτοιοι άνθρωποι παρόλο που μπορεί να μην τολμούν να προβούν σε ηρωικές υπερβάσεις και να μπουν στη φωτιά της ιστορίας, εν τούτοις πολλές φορές όταν έχει χρειαστεί έχουν σταθεί ψυχικά αλλά και πρακτικά υπέρ όσων το κάνουν. Σε κρίσιμες στιγμές έχουν παράσχει καταφύγιο, έχουν διασώσει, έχουν αρνηθεί να καταδώσουν ακόμα και με κίνδυνο της ελευθερίας ή της ζωής τους. Αλλά αυτό βέβαια δε συμβαίνει τυχαία. Συμβαίνει γιατί μέσα τους γνωρίζουν με ποιο στρατόπεδο τάσσονται. Αναγνωρίζουν την πηγή της καταπίεσης και της καταδυνάστευσης που υφίστανται όπως και τους φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς αυτής. Περιττό να πούμε πως πλέον, στη δική μας εποχή, άνθρωποι σαν κι αυτούς βρίσκονται κυρίως στις σελίδες των βιβλίων.

Υπάρχει όμως και ένα άλλος είδος καταπιεσμένου που αφθονεί γύρω μας. Είναι αυτός που συμβιβάζεται , όχι αναγκαστικά γιατί νιώθει ότι είναι θύμα εκβιαστικών απαιτήσεων από την πλευρά της κυριαρχίας και ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά κυρίως γιατί “ΠΡΕΠΕΙ”. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί διαρκώς φροντίζει να κάνει γνωστό σε όλους γύρω του, ακόμα και αν κανείς δεν τον έχει ρωτήσει, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να υπακούμε τους ανώτερους μας, πρέπει να ακολουθούμε τους κανονισμούς, τους νόμους, τις διατάξεις ,πρέπει να είμαστε τίμιοι και να μη δίνουμε δικαιώματα περί του αντιθέτου, πρέπει να καθόμαστε στα αυγά μας όταν έχει φασαρίες, να μην μπλέκουμε, να μην ασχολιόμαστε με πράγματα πέρα από τα πλαίσια που προβλέπει το άγραφο δίκαιο της οικογενείας ή το επίσημο γραμμένο δίκαιο της πολιτείας.

Τέτοιους ανθρώπους όλοι ξέρουμε, όλες έχουμε γνωρίσει και έχουμε δει. Για την ακρίβεια είναι παντού γύρω μας. Το είδος του καταπιεσμένου για τον οποίο μιλάμε, αυτός ο homo conformer έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να γίνεται αντιληπτός και να δίνει το στίγμα του. Έχει μια αστείρευτη διάθεση για γκρίνια, μια ξινίλα μόνιμα χαραγμένη στα μούτρα του και του φταίνε διαρκώς όλα όσα γίνονται εκτός πλαισίων. Θα τον δούμε ας πούμε σε κάποιο μέσο μεταφοράς να δυσφορεί με όσους δεν κόβουν εισιτήριο στα ΜΜΜ γιατί “αν λειτουργούσαν όλοι έτσι τι νόημα έχουν οι κανονισμοί, μαλάκες είμαστε οι υπόλοιποι που κόβουμε εισιτήριο κανονικά;” Το ίδιο μοτίβο γκρίνιας μπορεί να επαναληφθεί σε άπειρες παραλλαγές καθώς τα πράγματα που ενοχλούν το homo conformer δεν έχουν τελειωμό.

Βασικά είναι το ίδιο άτομο που πάντα θέλει να κάνει μάθημα όταν γίνονται καταλήψεις σε σχολεία και σχολές ( “μαλάκες είμαστε εμείς δηλαδή που έχουμε κάνει τόση προετοιμασία και μελέτη;”) , που πάντα ενοχλείται όταν κάποια κοινωνική κινητοποίηση μπλοκάρει κάτι, είτε είναι κάποια διαδήλωση στο κέντρο της πόλης, είτε κάποια απεργία που βραχυκυκλώνει κοινωφελής υπηρεσίες όπως ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τομέας καθαριότητας, ΜΜΜ, αεροδρόμια, λιμάνια, εθνικές οδοί, τελωνεία, νοσοκομεία, (“δηλαδή εμείς τι φταίμε να ταλαιπωριόμαστε σα μαλάκες”) ή που πάντα θέλει να εργαστεί στη δουλειά του όταν γίνεται κάποια απεργία (“μαλάκας είμαι δηλαδή εγώ να ρισκάρω να με απολύσουν;”)Φυσικά ο homo conformer δεν είναι μαλάκας όπως κάτι άλλα χάπατα να παρασέρνεται σαν πρόβατο από ιδεολογίες, κόμματα και παρατάξεις ωστόσο δηλώνει ενεργός πολίτης και ψηφίζει κάθε τετραετία φροντίζοντας να δείξει σε όλους τους τόνους την δυσφορία του για επιλογές τύπου άκυρα/λευκά (“ εγώ γιατί πάω σα μαλάκας και ψηφίζω”).

Τον homo conformer βέβαια τον ενοχλούν και πολλά άλλα πράγματα. Τον ενοχλούν όσοι άλλοι δεν κάθονται στα αυγά τους όπως αυτός αλλά αντιδρούν με διάφορους τρόπους απέναντι σε εκφάνσεις της καταπίεσης και της εξουσίας ειδικά αν μια τέτοια αντίδραση εμπεριέχει και ένα ποσοστό βίας (“ δηλάδη τι, μαλάκες είμαστε εμείς; δε ξέραμε και εμείς άμα είναι να το κάναμε αυτό, ;”). Μολονότι βέβαια δεν αντιδρά σχεδόν ποτέ για το οτιδήποτε , και παρά το γεγονός ότι πάντα είναι κατά της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, έχχει παρόλα αυτά άποψη και για το επιχειρησιακό κομμάτι δράσεων ή ακόμα και για τη στοχοθεσία (“ σιγά μην ήμουν μαλάκας να παίξω τον κώλο μου για κάτι τέτοιο” ή “ εγώ αν ήταν να κάνω κάτι δε θα πήγαινα σα το μαλάκα σε κάτι τόσο εύκολο θα χτυπούσα κάτι πολύ πιο δυνατό” ). Τον ενοχλούν επίσης, και τον ενοχλούν πολύ τα συνθήματα στους τοίχους, ότι  κι αν γράφουν. Είναι από αυτούς που συχνά αν δουν κάποιον να γράφει στη γειτονιά τους ή κάτω από το σπίτι τους θα αρχίσουν αμέσως τα “γιατί δε τα γράφεις αυτά στο σπίτι σου ρε;”

O homo conformer μπορεί να μην ξεσηκώνεται ποτέ αλλά ξέρει ότι αν θέλει μπορεί (παρόλο που δε θέλει) να τα κάνει όλα όπα. Μόνιμη επωδός του όταν βλέπει στις ειδήσεις μια σπασιματική ή έναν εμπρησμό είναι το “ε καλά αυτή τη μαλακία θα μπορούσε να την κάνει οποιοσδήποτε, γιατί δεν πάνε σε καμιά βουλή να τους παραδεχτώ;”. Φυσικά ακόμα κι αν γίνει αυτό πάλι θα έχουν μια απάντηση , θα γυρίσουν και θα πουν “ μπράβο ρε, καλοί μαλάκες είστε, κάνατε μια τρύπα στο νερό , ρίξατε το κράτος”.
Αυτό το συμβιβασμένο ανθρωπάκι, παρά το γεγονός ότι αρκετά συχνά βλέπει ταινίες ή σειρές με κυριλέ τύπους που κλέβουν με θεαματικούς τρόπους καζίνο, γκαλερί, τράπεζες κτλ. και καραγουστάρει, αν στην πραγματική ζωή μάθει ότι ληστεύθηκε κάποια τράπεζα, ειδικά αν οι δράστες είναι αναρχικοί, θίγεται κατάφορα, η αξιοπρέπεια του και βγαίνει από τα ρούχα του( να τους μπαγλαρώσουν να μάθουν, μαλάκες είμαστε εμείς που δουλεύουμε μια ζωή, δεν ξέραμε να κλέψουμε άμα θέλαμε;)

Όπως θα έχει γίνει μάλλον σαφές μέχρι τώρα, ο συγκεκριμένος τύπος συμβιβασμένου ανθρώπου δεν είναι και πολύ συμπαθητικός. Για την ακρίβεια είναι ακριβώς αυτό που αναρωτιέται διαρκώς: μαλάκας, και μάλιστα τιτανοτεράστιος. Κάθε φορά που μπορεί να μας τύχει μια απρογραμμάτιστη συζήτηση με κάποιον του είδους τους μετά έχουμε τόσα νεύρα που νιώθουμε ότι θα μπορούσαμε να πέσουμε με αμάξι σε μια στάση λεωφορείου γεμάτη κόσμο. Ακόμα και οι πλέον επίμονοι μέσα στο κίνημα που είναι κατά των εύκολων αφορισμών γιατί πιστεύουν ότι οι πάντες θα μπορούσαν να μεταστραφούν, αν κάτσουν να συνομιλήσουν 5 λεπτά με έναν τέτοιο άνθρωπο θα θέλουν να τον πατήσουν με τρακτέρ. Και θα έχουν δίκιο.

Οι ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες δεν διαμορφώνονται μόνο βάση ορθολογικών κριτηρίων και ψυχρών υπολογισμών. Από μια τέτοια άποψη δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμιά απολύτως εξήγηση για το πώς άτομα από την τάξη των καταπιεσμένων και των εκμεταλευόμενων θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια τόσο lawful προσωπικότητα, υποτακτική πέρα ως πέρα και ικανή να προκαλεί μια απαξία και μια αποστροφή όχι μόνο με πολιτικά και ηθικά κριτήρια αλλά ακόμα και με αισθητικά.
Είτε ένα άτομο αντιδρά σε όλες τις περιπτώσεις με τους παραπάνω τρόπους , ή σε ορισμένες από αυτές, το ψυχολογικό του υπόβαθρο παραμένει κάπως ίδιο. Κατά βάση πρόκειται για άτομα, που αν και νομιμόφρονα και υποτακτικά, ενίοτε έχουν κρίσεις συνείδησης και ηθικών αμφιβολιών ως προς τη ζωή και τις επιλογές τους. Αντί όμως να στραφούν σε μια, έστω μερική, ρήξη με όσα τους καταπιέζουν, αναπτύσσουν ένα σύνδρομο τρομερής μικρόψυχης ζήλιας απέναντι σε όσους και όσες τολμούν κάποια υπέρβαση στη ζωή τους. Αυτή η αντιδραστική ζήλια μετατρέπεται σε έναν δηλητηριώδη φθόνο που κατατρώει τον εσωτερικό τους ψυχισμό με την μεθοδικότητα που ένας καρκίνος καταστρέφει το σώμα ενός οργανισμού, οδηγώντας τους στο να μισούν και να εχθρεύονται πλέον όλα εκείνα τα οποία θεωρούν ή νιώθουν ότι δε μπορούν να κάνουν. Έτσι , αντί να μισούν και να εχθρεύονται όσους τους αναγκάζουν να ζουν σε συνθήκες αναξιοπρέπειας, όσους τους καταπιέζουν και τους εκμεταλλεύονται, όσους παίρνουν αποφάσεις για τις δικές τους ζωές, μισούν μέσα από τα βάθη της ψυχής τους, τους εξεγερμένους, τους αρνητές, τις ιερόσυλες και αποίθαρχες αυτού του κόσμου.

Αυτού του τύπου η αντίδραση είναι το τελευταίο ψυχολογικό αποκούμπι, ένα ultimum refugium ή αλλιώς η έσχατη καταφυγή των ανθρώπων που δε μπορούν να υποφέρουν την ίδια τους την αναξιοπρέπεια και δουλοπρέπεια. Διαρκώς πρέπει να φταίνε οι άλλοι, όσοι και όσες κινητοποιούνται, καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους, συμμετέχουν σε διαδηλώσεις, συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής, προβαίνουν σε οργανωμένα σαμποτάζ, λεηλατούν τους ναούς του πλούτου ή βγάζουν από τη μέση καθάρματα που υπηρετούν τον κόσμο της εξουσίας, της βαρβαρότητας και της εκμετάλευσης. Για αυτά τα άτομα εχθρός είναι κάθε άνθρωπος που τολμά να υψώνει το ανάστημα του απέναντι στη μπότα της εξουσίας ενώ εκείνος που κάθεται να τον τσαλαπατούν σαν το σκουλήκι μέσα στη λάσπη, είναι υπόδειγμα ανθρώπου στην κοινωνία, ένας καθώς πρέπει πολίτης με πρόσωπο στον κόσμο.

Τα επιχειρήματα δε με τα οποία στρέφονται ενάντια σε κάθε μικρή ή μεγάλη πράξη ανταρσίας, έχουν την τάση να παραλλάσσονται ανάλογα την περίσταση και τη συγκυρία. Μπορεί να κάνουν επίκληση στον πολιτισμό, τον ανθρωπισμό, τον αντί-φανατισμό ή ακόμα και στο ρίσκο επιδείνωσης των όρων επιβολής και καταστολής μιας εξουσίας. Έτσι διαμορφώνεται διαρκώς ένα πλαίσιο στο οποίο τα υποκείμενα κάποιας ανταρσίας να καθίστανται απολίτιστοι, βάρβαροι, φανατικοί ή στη χειρότερη άτομα ανεύθυνα χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεων τους, τις οποίες θα πληρώσουν όσοι κάθονται στα αυγά τους και δεν προκαλούν. Η ποικιλία αυτών των αιτιάσεων ενάντια σε εκφάνσεις ανταρσίας υποδηλώνουν σε πολλές περιπτώσεις και διαφορά προέλευσης. Μπορεί να προέρχονται από συντηρητικά ή προοδευτικά χείλη, από δεξιά ή αριστερά, μερικές (ελάχιστες είναι η αλήθεια) φορές ακόμα και αναρχικά.

Ωστόσο αυτό το σώμα των νομιμοφρόνων δεν είναι διόλου αμελητέο. Τουναντίον είναι πολύ υπολογίσιμο μέγεθος και δυναμική εντός της κοινωνίας, από τη στιγμή κιόλας ειδικά που καταλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο κοινωνικό χώρο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως το κοινωνικό corpus των ζηλόφθονων συμβιβασμένων αποτελεί την Πέμπτη φάλλαγγα της ψυχολογικής καταστολής των εξεγερμένων. Κι αυτό γιατί η ψυχολογική επίδραση που μπορεί να προκαλούν στα εξεγερμένα υποκείμενα είναι καταλυτική. Είναι δυνατόν έτσι η ίδια η ζωτική θέληση για εξέγερση, αντίσταση και επίθεση στον κόσμο της εξουσίας να στραγγαλίζεται από συνεχόμενες τύψεις, υπαρξιακές κρίσεις για το ποιοι είμαστε, που πάμε, τι θέλουμε, σε ποιους απευθυνόμαστε ως και τύψεις ή ενοχές για ενδεχόμενα αντίποινα της εξουσίας ή κάποια δυσχέρεια των όρων κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Αρχίζουν να παρουσιάζονται διαρκείς προβληματισμοί γύρω από το πώς φανούμε αν κάνουμε το Α ή το Β , ή αν γράψουμε την τάδε αντί της δείνα πρότασης. Μπορεί να μας καταλάβει ένα τεράστιο άγχος για το πώς δε θα φανούμε βάρβαροι, απολίτιστοι , φανατικοί, ανεύθυνοι και χίλια άλλα δύο που μπορεί να μας επισύρουν και σ τη συνέχεια αρχίζει ο αυτό- περιορισμός. Περιορισμός στην κλίμακα της δράσης, περιορισμός στην κλίμακα του ριζοσπαστικού λόγου και προταγμάτων και εν συνεχεία μια πλήρη διολίσθηση στην αποριζοσπαστικοποίηση, το συντηρητισμό , την αυτό- λογοκρισία και την ηττοπάθεια. Πολλές φορές είναι τέτοια η αμυντική θέση που νιώθουν ότι πρέπει να πάρουν άτομα του κόσμου του αγώνα, ώστε συχνά όταν κατά τη διάρκεια δημόσιων παρεμβάσεων τους κράζουν διερχόμενοι περαστικοί , απαντούν ως άλλοι Ιωβ “μα εμείς για εσάς το κάνουμε, για σας αγωνιζόμαστε” .

Ε όχι λοιπόν. Δεν το κάνουμε για αυτούς και δεν αγωνιζόμαστε για λογαριασμό κανενός και καμίας που δε θέλει να αγωνιστεί. Το σύνθημα “ Το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι και όχι οι ρουφιάνοι και οι προσκυνημένοι” δεν έχει βγει τυχαία. Αποτελεί πρώτα και κύρια το πρώτο και σημαντικότερο ψυχολογικό ανάχωμα μας απέναντι σε αυτήν την αυτό-καταστολή των τύψεων, των ενοχών και των υπαρξιακών αγχών που έρχεται να μας υποβάλει το corpus της νομιμοφροσύνης. Δεν είμαστε εμείς, όσοι και όσες πνιγόμαστε από την υπάρχουσα πραγματικότητα και εξεγειρόμαστε, απολογούμενοι για κάτι. Σε ποιον και γιατί θα απολογηθούμε; Δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν. Σε κανέναν δε χρωστάμε κάτι. Πόσο μάλλον σε άτομα που αισθάνονται διαρκώς ανώτερα και πιο έξυπνα από όλους μας ενώ είναι πρωταθλητές στην γονυκλισία και την υποκτακτικότητα.

Όταν αντιληφθούμε πως αυτό το κοινωνικό κομμάτι δεν είναι φίλα προσκείμενο σε μια προοπτική κοινωνικής σύγκρουσης και πως δε μπορούμε, και ούτε θα έπρεπε να θέλαμε εξαρχής, να το κατευνάσουμε ή να το πάρουμε με το μέρος μας , θα νιώσουμε πραγματικά τόσο απελευθερωμένοι/ες που θα αντιληφθούμε ότι η πραγματική μας δυναμική σαν χώρος, σαν κίνημα, σαν κόσμος της εξέγερσης και της ρήξης με το υπάρχον βρίσκεται πολύ πιο πάνω από όσο πιστεύαμε και ότι κατά βάση εμείς οι ίδιοι την περιορίζαμε μην τυχόν και δυσαρεστήσουμε τον συμβιβασμένο που φθονεί…..

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ και ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΟ

Αλίκη: “Πως μπορείς να δώσεις τόσο διαφορετικές σημασίες στις λέξεις που χρησιμοποιείς;”
Humpty Dumpty: “Το ερώτημα είναι ποιος είναι ο κυρίαρχος… αυτό είναι όλο”.
Lewis Carroll
(Η Αλίκη μέσα στον καθρέπτη)

Στη προηγούμενη θεματική ενότητα (Η μάχη των εννοιών: Η κοινωνία) επιχειρήθηκε μια εξέταση της ιστορικότητας της έννοιας κοινωνίας μέσα από της προσέγγιση που της προσδίδουν διαφορετικές θεωρητικές και πολιτικές φιλοσοφίες καθώς και η εργαλειακή της χρήση ως έννοιας-σημείου αναφοράς, από διαφορετικού τύπου πολιτικές ρητορικές. Τέλος επιχειρήθηκε μια κριτική ανάλυση της έννοιας μέσα από μια προσέγγιση που αντιλαμβάνεται την “κοινωνία” ως ένα περιβάλλον με συγκεκριμένες μεν ισορροπίες και συσχετισμούς, αλλά διαφορετικές ενδεχομένως στο χώρο και το χρόνο κάθε φορά, και συνεπώς μια έννοια που το μόνο πάγιο και σταθερό της χαρακτηριστικό είναι πως αναφέρεται στη συγκρότηση μιας συλλογικής συνύπαρξης ανθρώπων, χωρίς να προκύπτει πως οι όροι κάθε τέτοιας συγκρότησης είναι οπωσδήποτε είτε θετικοί είτε αρνητικοί. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα θα επιχειρηθεί να προσεγγιστεί πιο διεξοδικά το εννοιολογικό σχήμα της αντίθεσης κοινωνικό και αντικοινωνικό, σε μια ακόμη προσπάθεια κατανόησης του εδάφους από το οποίο μιλάει (ένα κομμάτι τουλάχιστον) της αντικοινωνικής τάσης της Αναρχίας.

I) Αναπαραστάσεις, νοήματα και σημασίες

“Παιχνίδι με τις λέξεις, θα πουν κάποιοι. Βυζαντινολογίες…
Οι λέξεις, όμως, δεν είναι απλά πυροτεχνήματα, είναι κομμάτι της ιστορικής ύλης και της ιστορικής διαδικασίας. “Το να τις εγκαταλείψεις στους σφετεριστές τους, να επινοήσεις νέες λέξεις ή να χρησιμοποιήσεις άλλες λέξεις εξαιτίας της δυσκολίας να ανακτήσεις τις αληθινές, ιστορικές λέξεις, σημαίνει να εγκαταλείπεις το πεδίο στον εχθρό. Είναι μια θεωρητική παραχώρηση που δεν μπορούμε να ανεχθούμε. Το να κάνουμε μια τέτοια παραχώρηση θα σήμαινε μόνο το να συμβάλουμε στη σύγχυση, σε μια σύγχυση που, εν μέρει, σχηματίζει βάση της κατεστημένης τάξης. Η εκ μέρους μας αντιστροφή της προοπτικής, αντιθέτως, προχωρεί στη διαύγαση των ίδιων των όρων της σύγχυσης.”
halastor.blogspot 20/03/2008

Οι κοινωνικές σχέσεις αρθρώνονται μέσα σε ένα διαρκή αγώνα για ηγεμονία. Στον αγώνα αυτό, αναπτύσσονται διαφορετικές δυνάμεις και σημασίες από τις οποίες κάποιες ηγεμονεύουν και συναρθρώνουν το αντίστοιχο νόημα, ενώ άλλες δεν επικρατούν και εξαρθρώνονται. Έτσι η συνάρθρωση του λόγου που εκφράζει κάθε φορά κάποιο νόημα, εμφανίζεται ως συνέπεια αυτής ακριβώς της σύγκρουσης και του πολιτικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε υπαρκτές δυνάμεις που διεκδικούν να επικρατήσουν στην πάλη για το νόημα. Ταυτόχρονα αυτή η σύγκρουση και η αντιπαράθεση είναι που διαμορφώνει, όχι μόνο το πλαίσιο των υφιστάμενων κοινωνικών συσχετισμών στο επίπεδο των σημασιών (στο ποιες καταφέρνουν δηλαδή να ηγεμονεύσουν συναρθρώνοντας το νόημα που φέρουν, και ποιες υποχωρούν και εξαρθρώνονται) αλλά και σε ποιες πραγματικές κοινωνικές δυναμικές επιβάλουν με υλικό τρόπο την κυριαρχία τους εντός μιας κοινωνίας, διαμορφώνοντας ευνοϊκές για αυτές ισορροπίες και καταλαμβάνοντας περισσότερο χώρο εντός του κοινωνικού πεδίο. Είναι σε τελική ανάλυση οι ρυθμιστές για το τι μπορεί να θεωρείται κοινωνικό ή αντικοινωνικό μέσα σε κάθε κοινωνία.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα διαφορετικά γεγονότα έχουν ταράξει βίαια την καθημερινότητα μας (δολοφονίες Ζακ Κώστοπουλου, Ελένης Τοπαλούδη, Αγγελικής Πέτρου, βουλγάρας συζύγου ηλικειωμένου πρώην στρατιωτικού, Petrit Ziffle, 13χρονου κοριτσιού Ρομά στην Άμφισσα, νεαρού Ρομά στην Κόρινθο και άλλες) και έχουν αποδείξει ότι ο κόσμος και το κοινωνικό περιβάλλον που ζούμε δεν είναι σε καμία περίπτωση ενιαίο, τουναντίον υφίστανται διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, πολλές φορές αντιθετικές, σε βαθμό ρηξιακό και συγκρουσιακό μεταξύ τους.

Αυτή η μη ενιαιότητα του κόσμου γύρω μας και της κοινωνίας που μας περιβάλλει, δε φαίνεται μονάχα από τα γεγονότα αυτά κάθε αυτά, αλλά και από τον αντίχτυπο που επέφεραν, την κοινωνική πόλωση που προκάλεσαν και το ποιες ατζέντες αναδείχτηκαν στο δημόσιο διάλογο με την αντίστοιχη μάλιστα ένταση. Οι οπτικές που κατατέθηκαν, οι αφηγήσεις που συγκρούστηκαν, η φόρτιση που υπήρξε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε κάθε μια ξεχωριστά, είναι σε θέση να καταδείξουν, με έναν αρκετά αποκαλυπτικό τρόπο μάλιστα, αν συμπυκνώνουν μια γενικότερη αντιπαράθεση αξιών, ιδεολογιών, σχέσεων, ή αν πρόκειται για τυχαία, αποσπασματικά γεγονότα χωρίς καμιά ευρύτερη κοινωνική αλληλεπίδραση. Σαν να λέμε τυχαία συμβάντα στο χώρο και το χρόνο, κάτι σαν ατυχήματα, χωρίς καμιά περαιτέρω σύνδεση με τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίχθηκαν. Είναι όμως έτσι;

Μια εμβάθυνση στους όρους της δημόσιας αντιπαράθεσης πάνω στα γεγονότα που αναφέρθηκαν είναι δυνατόν να μας αποκαλύψει ποιες σημασίες κατορθώνουν να ηγεμονεύσουν και να συναρθρωθούν ως κυρίαρχα νοήματα και ποιες υποχωρούν και εξαρθρώνονται. Κατά συνέπεια μπορούμε να αντιληφθούμε αντίστοιχα και ποιες υφέρπουσες αξίες καταλαμβάνουν περισσότερο κοινωνικό χώρο και ποιες λιγότερο, άρα σε ποιες περιπτώσεις μπορούμε να μιλάμε όντως για μεμονωμένα και αποσπασματικά γεγονότα ή για ακραίες εκφάνσεις μιας, κατά τα άλλα, διάχυτης κοινωνικής κανονικότητας, και κατά συνέπεια ποιες πρακτικές/νοοτροπίες/συμπεριφορές θεωρούνται κυρίαρχες και πιο αποδεκτές (επομένως κοινωνικές) και ποιες περιθωριακές και αποκλίνουσες (επομένως αντικοινωνικές).

Στην περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου για παράδειγμα έχουμε τη σύγκρουση δυο βασικών αφηγήσεων (που υπερισχύουν της σύγκρουσης άλλων). Από τη μια πλευρά έχουμε τη ρητορική που μιλά για αυτοδικία, υπεράσπιση της ιδιοκτησίας (ακόμα και επί της υπόνοιας κλοπής) με τη χρήση βίας (ακόμα και δολοφονικής αν χρειαστεί), η οποία εκφράζεται ιδιαιτέρως επιθετικά, ωμά, κυνικά και που διεκδικεί να εμφανίζεται ως κυρίαρχη άποψη στο κοινωνικό πεδίο (ότι έχει την κοινωνική πλειοψηφεία με το μέρος της δηλαδή). Η ρητορική αυτή βρήκε την έκφραση της σε μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ακόμα και από τον θεωρούμενο mainstream δημοσιογραφικό κόσμο, ενώ βρήκε τεράστια απήχηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο πυρήνας της ενοχοποιούσε την ίδια την παρουσία του Ζακ στο κοσμηματοπωλείο, όπου και λιντσαρίστηκε μέχρι θανάτου, είτε γιατί δήθεν είχε σκοπό να κλέψει (κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ), είτε γιατί οπλοφορούσε (κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ) , είτε τέλος γιατί ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών (κάτι που επίσης δεν αποδείχτηκε ποτέ). Συνέχισε δε να εκφράζεται με τον ίδιο κυνικό τρόπο καλλιεργώντας ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας παραβλέπει την ωμή βία ενός λιντσαρίσματος σε έναν αβοήθητο άνθρωπο, την θεσμική κατάχρηση βίας της αστυνομίας που ξυλοκόπησε και συνέλαβε έναν λυπόθυμο τραυματία, την προκλητική αναλγησία του προσωπικού του ΕΚΑΒ που ανέλαβε τη μεταφορά ενός τραυματία σε κρίσιμη κατάσταση δεμένου με χειροπέδες, με ότι μακάβριο συνειρμό μπορεί να γεννηθεί από το γεγονός ότι το προσωπικό του νοσοκομείου τον παρέλαβε νεκρό.

Από την άλλη έχουμε μια ρητορική που δειλά, απολογητικά, σχεδόν ενοχικά, προσπαθεί να θέσει το επίδικο της αξίας της ανθρώπινης ζωής στο όνομα κάποιων συμβατικών ανθρώπινων δικαιωμάτων και μιας απροσδιόριστης υπεροχής του νομικού πολιτισμού έναντι στη βαρβαρότητα της αυτοδικίας. Αυτή η ρητορική, αδύναμη μπροστά στην συντριπτική υπεροχή της πρώτης, προσπαθεί να βρει σημεία, στα οποία να μη χρειαστεί να συγκρουστεί κατά μέτωπο με την επικρατούσα νομιμοφροσύνη. Έτσι πασχίζει να καταρρίψει το σενάριο της κλοπής ή της χρήσης ναρκωτικών, για να μετατοπιστεί η ατζέντα στο απαράδεκτο λιντσάρισμα ενός αθώου, αποδεχόμενη τους διαμορφωμένους κοινωνικούς συσχετισμούς που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την ηθική υπεράσπιση ενός κλέφτη ή εν δυνάμει ληστή, ακόμα και τοξικό-εξαρτημένου, σε μια πολύπαθη περιοχή σαν αυτή των στενών γύρω από την Ομόνοια.

Την ίδια τύπου σύγκρουση διακρίνουμε και σε κάποιες από τις άλλες περιπτώσεις που απασχόλησαν την επικαιρότητα. Τόσο η περίπτωση του οξύθυμου έλληνα κρεοπώλη που πυροβόλησε με καραμπίνα εναντίον συγκεντρωμένου πλήθους Ρομά με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένα 13χρονο κορίτσι Ρομά στην Άμφισσα όσο και η περίπτωση του Έλληνα κατοίκου στην Κόρινθο που πυροβόλησε και σκότωσε έναν ακόμα νεαρό Ρομά που φέρεται να επιχείρησε να κλέψει δυο κότες από την αυλή του (και ο οποίος μάλιστα επιχείρησε να κρύψει το πτώμα σε ένα λατομείο) άνοιξαν το ίδιο debate περί δικαιώματος της υπεράσπισης της ιδιοκτησίας ακόμα και με φονική βία από τη μία και περί αξίας της ανθρώπινης ζωής από την άλλη. Ο ντόπιος χασάπης στο χωριό της Άμφισσας, συχνό θύμα της παραβατικότητας των Ρομά, πνιγόταν από το δίκιο του και στην πρώτη αντιπαράθεση με κάποιους από αυτούς για άσχετο λόγο, βούτηξε μια καραμπίνα και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως και ακολούθως μετά τον θάνατο του άτυχου κοριτσιού το οποίο αποκεφαλίστηκε από τα πυρά εξαφανίστηκε για να γλυτώσει τυχόν αντίποινα και εμφανίστηκε μόνο όταν μπορούσε να παραδοθεί στις αρχές με ασφάλεια. Αντίστοιχα ο κάτοικος Κορίνθου αντιλαμβανόμενος ότι γίνεται θύμα κλοπής αργά το βράδυ, εξήλθε ένοπλος εκ της οικείας του και άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Και στις δυο περιπτώσεις η τοπική κοινωνία έδειξε τη συμπαράσταση της στους δύο δράστες, ενώ επιχειρήθηκε να αντιστραφούν οι ρόλοι θύτη-θύματος με τους δύο δολοφόνους να εμφανίζονται από επιφανή μέλη των κοινοτήτων τους, ως άτυχα θύματα που η κακιά η ώρα, το δίκιο και η αγανάκτηση όπλισε όπλισε το χέρι τους. Αντίστοιχη ήταν και η μιντιακή διαχείρηση του θέματος με ένα πλήθος δημοσιογράφων, που κατά τα άλλα είναι εύγλωττοι κατήγοροι κατά της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, να θέτουν γενικότερο ζήτημα εγκληματικότητας των Ρομά, καλώντας ειδικούς σε πάνελ και εκπομπές ώστε να θέσουν και ένα επιστημονικό κύρος στο διάχυτο ρατσιστικό λόγο κατά των ρομά, να μιλήσουν για το πόσο κινδυνεύουν οι τοπικές κοινωνίες και οι φιλήσυχοι πολίτες από την δράση επίκίνδυνων κυκλωμάτων και πόσο ανύπαρκτη είναι η οργανωμένη πολιτεία και η αστυνομία με αποτέλεσμα οι καημένοι κάτοικοι να αναγκάζονται να παίρνουν τα όπλα για να προστατευτούν. Το ίδιο κλίμα επικράτησε και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τα πληκτρολόγια να παίρνουν φωτιά κατά των τσιγγάνων εγκληματιών που τρομοκρατούν τους τοπικούς πληθυσμούς και βασανίζουν την ελληνική κοινωνία με την απροθυμία τους να ενσωματωθούν, κάτι που είναι εξ΄ολοκλήρου δικη τους επιλογή. Το ίδιο μοτίβο βλέπουμε να επαναλαμβάνεται και με την επιθετικότητα σε εκείνες τις απόψεις που τολμούν να εκφράσουν ένα εύρος προοδευτικών προβληματισμών και ανησυχιών σχετικά με την επικινδυνότητα της κοινωνικής νομιμοποίησης τέτοιου τύπου βίας, προβληματισμοί και ανησυχίες οι οποίοι σημειωτέον προέρχονται από το ίδιο το ιδεολογικό background που τάσσεται κατά της τρομοκρατίας και της πολιτικής βίας, επειδή “στις οργανωμένες δημοκρατικές κοινωνίες η βία δε μπορεί να είναι λύση”. Η επιθετικότητα μάλιστα ενάντια στο εύρος αυτών των απόψεων που αποτελούν την ιδεολογική προμετωπίδα κατά του πολιτικού εξτρεμισμού, είναι τόσο έντονη, δυναμική και αφοριστική που καταλήγει να κατηγορεί ότι επιχείρηματα τέτοιου είδους είναι ξέπλυμα εγκληματικών συμπεριφορών με προοδευτική προβιά.

Αντίστοιχα στις πρόσφατες περιπτώσεις γυναικοκτονιών, που συγκλόνισαν υποτίθεται την κοινή γνώμη, παρατηρούνται δύο κατηγορίες debate: από τη μια σχόλια που επιτίθενται στα θύματα (η άπλυτη που ήθελε να παντρευτεί λάθρο, το ξεκολακι που πήγαινε γυρεύοντας για παρτούζες, η βουλγάρα γυναίκα-αράχνη που ήθελε να φάει τα λεφτά του τίμιου συνταξιούχου στρατιωτικού ) ενώ ταυτόχρονα εξαπολύεται μια πολεμική σε όσες φωνές προσπαθούν να συνδέσουν τα περιστατικά μεταξύ τους και να σπάσουν την αφήγηση περί ακραίων μεμονωμένων περιστατικών. Παράλληλα η δολοφονία του μετανάστη εργάτη γης από Έλληνα ακροδεξιό επειδή τόλμησε να διαφωνήσει δημόσια επί εθνικών θεμάτων σε επαρχιακό καφενείο, αντιμετώπιζεται ως ένα τυχαίο γεγονός μιας καθημερινής διένεξης επαρχιωτών, θάβεται σαν θέμα και δεν απασχολεί καν.

Όλες όμως αυτές οι περιπτώσεις αντανακλούν κάτι παραπάνω, κάτι βαθύτερο. Τα περιστατικά δολοφονικών αυτοδικιών στο όνομα της ιδιοκτησίας αυξάνονται ολοένα και περισσότερο. Αν σε όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προσθέσουμε την περίπτωση ηλικιωμένου στη Βόρειο Ελλάδα που πυροβόλησε εναντίον διαρρήκτη σκοτώνοντας τον, καθώς και έτερου ηλικιωμένου στη Μυτιλήνη που πυροβόλησε εναντίον παιδιών μεταναστών που επιχείρησαν να μπουν στην αυλή του, καθώς και το πως και αυτές οι περιπτώσεις εισήχθησαν στο δημόσιο διάλογο με κοινά μοτίβα με τις προηγούμενες, θα διαπιστώσουμε πως παρατηρείται ένας αυξανόμενος μικροαστικός ριζοσπαστισμός. Ολοένα και περισσότερα κοινωνικά κομμάτια φαίνονται διατεθειμένα να αυτοδικήσουν (ή να υποστηρίξουν την αυτοδικία) ενάντια στους μικρό-κακοποιούς και τους φτωχό-διαβόλους που απειλούν την μικρό-ιδιοκτησία τους, την ίδια στιγμή που δεν προβάλουν την παραμικρή αντίσταση στις τραπεζικές κατασχέσεις, τις μειώσεις ή και διακοπές προνοιακών επιδομάτων και μισθών, κάτι που αν μη τι άλλο δείχνει πόσο γειωμένη είναι η μικροαστική ιδεολογία περί προστασίας της ιδιοκτησίας εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος. Επομένως τα γεγονότα αυτά προφανώς και αντανακλούν μια δομική κοινωνική σχέση, μια διάχυτη κοινωνική ιδεολογία και την υπεράσπιση της και δε μπορούν ούτε να εκληφθούν ως μεμονωμένα περιστατικά, αλλά ως η ακραία έκφανση του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και της επιταχυνόμενης συντηρητικοποίησης περισσότερων κοινωνικών κομματιών.

Αντίστοιχα στις περιπτώσεις των προαναφερθέντων γυναικοκτονιών θα δούμε πως δεν είναι ξεκομμένες περιπτώσεις βίας αλλά αποτελούν επίσης την ακραία έκφανση μιας γενικευμένης κακοποιητικής συμπεριφοράς με χαρακτηριστικά έμφυλης βίας που υπάγονται στην επικράτηση διάχυτων νοοτροπιών (όπως η κουλτούρα του βιασμού) και στην κοινωνική υπερδομή της πατριαρχίας. Από την άλλη η δολοφονία του Αλβανού εργάτη από Έλληνα εθνικιστή για μια διαφωνία σε ένα εθνικό θέμα, αλλά κυρίως η ευκολία με την οποία αποσοβήθηκε το θέμα και δεν αναδείχτηκε ούτε καν από την τοπική κοινότητα, αποδεικνύει πόσο δομικά χτισμένος είναι ο ρατσισμός στην κοινωνία της υπαίθρου, όπου οι μετανάστες είναι καλοί μόνο για να δουλεύουν σαν σκλάβοι στα χωράφια των ντόπιων αλλά όχι για να αντιμιλούν δημοσίως επί εθνικών θεμάτων που δεν τους αφορούν, ειδικά σε μια συγκυρία που διακυβεύονται τα εθνικά μας συμφέροντα.

Αν κάτι αναδεικνύουν τα παραπάνω παραδείγματα, αν είμαστε αρκετά γενναίοι στην ανάγνωση των συνθηκών και στην αποτίμηση του ποιες αφηγήσεις κυριαρχούν και ποια νοήματα κατορθώνουν να συναρθρωθούν με ηγεμονικούς όρους, θα δούμε πως στο εύρος του κοινωνικού τοποθετούνται οι πρακτικές που υπερασπίζονται την ιδιοκτησία, την πατριαρχική επιβολή και το πατριωτικό αίσθημα. Αντίθετα στο εύρος του αντικοινωνικού υπάγονται de facto όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έρχονται (συνειδητά ή όχι) σε ρήξη με τις κυρίαρχες και επιβεβλημένες κανονικότητες. Όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση έτσι και εδώ γίνεται σαφές πως το κοινωνικό είναι άμεσα συνυφασμένο με το κανονικό, ενώ το αντικοινωνικό με το περιθωριακό, την εξαίρεση, την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Και το είναι κανονικό και τι απόκλιση διαμορφώνεται βάση γενικότερων συσχετισμών που προκύπτουν από τον αδιάκοπο κοινωνικό ανταγωνισμό μέσα σε έτσι κι αλλιώς ετερόκλητα κοινωνικά περιβάλλοντα. Δεν προκύπτει από πουθενά λοιπόν μια de jur υπεράσπιση του κοινωνικού ως κάτι το θετικό ή ως κάτι γενικά το προοδευτικό. Είναι απλώς κάτι εύηχο στο αυτιά της πλειοψηφίας.

II) Ο λόγος της κυριαρχίας και ο κοινωνικός ανταγωνισμός

“Ο κοινωνικός πόλεμος προκαλώντας το αίσθημα της βίας μπορεί να εξαφανίσει τα πρόστυχα ένστικτα έναντι στα οποία η επίκληση της ηθικής θα ήταν ανίσχυρη”.
Geogres Sorel

O κοινωνικός ανταγωνισμός λοιπόν δεν είναι μονάχα η αναμέτρηση υλικών δυνάμεων, των κυρίαρχων από την μία και των ανατρεπτικών από την άλλη. Όπως αναλύθηκε και πιο πάνω είναι ένας ολόκληρος πόλεμος για την ηγεμονία των σημασιών και των νοημάτων. Εν αρχή ήν ο λόγος, και ο λόγος είναι αυτός που δίνει νόημα στα πάντα, που δίνει κίνητρα στους ανθρώπους, κίνητρα να μάχονται την κυριαρχία ή κίνητρα να την υπερασπίζονται. Ο λόγος δεν είναι κάτι άυλο που πλανάται στον αέρα αλλά μια πλήρως υλική δύναμη που σπρώχνει τους ανθρώπους να δέχονται στην πλάτη το μαστίγιο, να γίνονται τροφή στα κανόνια, να σκοτώνουν και να διαπράττουν φρικαλεότητες, να αποδέχονται τη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής από την κυβέρνηση τους ή να λειτουργούν κρεματόρια μαζικού αφανισμού μειονοτήτων δίπλα από το σπίτι τους. Ο λόγος είναι δύναμη και όποιος τον ελέγχει, ελέγχει πληθυσμούς, ελέγχει την ίδια την ιστορία.

Ο λόγος λοιπόν της κυριαρχίας, έχει καταφέρει να συναρθρωθεί όχι μόνο σε ένα σύνολο νοημάτων που κυριαρχούν, αλλά να καταστεί και μια επικρατούσα ιδεολογία με γείωση στην κοινωνική πλειοψηφεία, κάτι που βρίσκει την υλική του αποτύπωση και στην ποιότητα των διαμορφωμένων κοινωνικών σχέσεων. Ακόμα περισσότερο καταφέρνει να φτιάξει και να διαδοσει το δικό του κυρίαρχο πολιτισμό, τη δικιά του κυρίαρχη κουλτούρα και κατά αυτόν τον τρόπο να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των ανθρώπων και των συνηθειών τους, με τρόπο που να αποτελεί την έκφραση της πολιτιστικής παράδοσης του καιρού μας, αυτο που κωδικά ονομάζουμε Πνεύμα Εποχής. Για να μην αερολογούμε ακατάσχετα, ο καπιταλισμός της πρωτοκοσμικής δύσης έχει καταφέρει να κατακτήσει την πλειοψηφεία του κοινωνικού χώρου σε συντριπτικό επίπεδο. Οι διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις δεν ήταν ποτέ, μονάχα και αποκλειστικά, ως προς τη θέση των υποκειμένων στη διαδικασία της παραγωγής, αλλά ήταν και διαφορές κοινωνικές. Κάθε τάξη είχε το δικό της ξεχωριστό πολιτισμικό, πολιτιστικο και κοινωνικό υπόβαθρο, είχε κατά μία έννοια μια δική της πραγματικότητα, κάτι που η επικράτηση της Μαζικής κουλτούρας έχει ισοπεδώσει με αποτέλεσμα ο κοινωνικός χώρος να μοιάζει όλο και πιο ενιαίος, όλο και πιο κομφορμιστικός. Η δυνατότητα δε του καπιταλισμού να αφομειώνει διαρκώς νέες πολιτισμικές και πολιτιστικές προτάσεις που εμφανιζονται ως αντικομφορμιστικές στο κοινωνικό γίγνεσθαι, του δίνουν τη δυνατότητα να καταφερνει να ισχυροποιείται ακριβώς μέσα από “ρεύματα” που αμφισβητούν το “παλιό”.

Κάθε εμφάνιση λοιπόν ενός ριζοσπαστικού λόγου που θα αμφισβητεί δομικά πτυχές ή και το σύνολου του κόσμου γύρω μας, έρχεται σε ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό φαντασιακό, επομένως είναι ένας λόγος de facto αντι-κοινωνικός, μας αρέσει δεν μας αρέσει. Και ένα ριζοσπαστικό κίνημα που τολμά να έρχεται αξιακά σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες αξίες, είναι de facto ένα αντί-κοινωνικό κίνημα.

Το αναρχικό κίνημα έρχεται σε ρήξη με τις αξίες του καπιταλιστικού-εξουσιαστικού συμπλέγματος. Αμφισβητεί μία μία όλες τις δομικές κοινωνικές σχέσεις, ιδεολογίες, πρότυπα, νοοτροπίες, και προβαίνει στην παραγωγή λόγου και δράσης που στον πυρήνα τους στέκονται απέναντι σε μία δύναμη που κυριαρχεί στο κοινωνικό πεδίο. Είναι αναπόφευκτο οι πρακτικές λοιπόν τις οποίες θα υιοθετεί να είναι apriori αντίθετες με την κοινωνική πλειοψηφεία.

Για παράδειγμα ας πάρουμε το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία είναι κυρίαρχη κοινωνική αξία, και ως τέτοια καταλαμβάνει τέραστιο κοινωνικό χώρο. Η κοινωνική πλειοψηφία όχι απλά την αποδεχεται και την εγκρίνει αλλά πολύ περισσότερο τη φετιχοποιεί. Ο κοινωνικός προγραμματισμός εγγράφει στις συνειδήσεις μας από την πιο τρυφερή ηλικία, διαμέσω των ανθρώπων που μας μεγαλώνουν και υποθετικά μας αγαπούν πιο πολύ από τον καθένα, ότι η ιδιοκτησία είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή. Για αυτό πρέπει να μαθητέψουμε, να σπουδάσουμε, να δουλέψουμε , για να μπορούμε να έχουμε ιδιοκτησία, διότι αυτό μετράει στην κοινωνία μας. Άρα κάθε πρακτική που αντιτίθεται στην αξία της ιδιοκτησίας θα είναι εξ’ ορισμού μια πρακτική αντι-κοινωνική. Οι καταλήψεις στέγης, οι απαλλοτροιώσεις προϊόντων από καταστήματα και σούπερ μάρκετ, οι ληστείες τραπεζών, είναι πρακτικές που στοχεύουν στον πυρήνα της ιδιοκτησίας. Επιπλέον καθότι παράνομες πράξεις επιτίθενται και στην αξία της νομιμότητας, μια αξία που επίσης καταλαμβάνει σημαντικό κοινωνικό χώρο. Είναι de facto αντι-κοινωνικές πρακτικές επομένως.

Κατ’ επέκταση οι ριζοσπαστικές πρακτικές και ο λόγος που τις συνοδεύει είναι εξίσου ρηξιακές με άλλες κοινωνικές αξίες. Για να το πούμε απλά, στον κοινωνικό χώρο κυριαρχούν η αποδοχή των δημοκρατικών αξιών, της αναγκαιότητας του κράτους και των οργανωμένων θεσμών του, η αξία της ιδιοκτησίας και του επιχειρείν, η πατριαρχική κουλτούρα, το πατριωτικο φρόνημα, ένας υποδόριος κοινωνικός ρατσισμός που σημειώνει εξάρσεις και υφέσεις, η λατρεία του χρήματος και της επιτυχημένης ζωής, ο καταναλωτισμός, το γκλάμουρ της μαζικής κουλτούρας. Ακόμα παρά το γεγονός ότι η ίδια η νομιμοφροσύνη είναι δυνατή αξία μέσα στο κοινωνικό πεδίο παρουσιάζεται η κραυγαλέα αντίφαση της μεγάλης διασποράς της διαφθοράς μέσα στην κοινωνική βάση. Την ίδια στιγμή δηλαδή που ένα σώμα νοικοκυραίων μπορεί να ωρίεται για τις καταλήψεις που αποτελούν εστιες ανομίας, την ίδια στιγμή θεωρουν πλήρως αποδεκτό το να υπάρχουν καταπατήσεις σε δασικές εκτάσεις, αυθαίρετα εξοχικά και ολόκληροι οικισμοί εκτός σχεδίου πόλης που κόβουν την πρόσβαση στη θάλασσα.

Όλα τα παραπάνω καταλαμβάνουν με πλειοψηφικούς όρους τον κοινωνικό χώρο και προσπαθούν να εξορίσουν εντελώς μάλιστα οτιδήποτε αντιστέκεται. Έτσι κάθε πολιτική πρόταση αντίθετη στις κυρίαρχες χαρακτηρίζεται απολίτικη, περιθωριακή, αντικοινωνική. Ο λόγος της κυριαρχίας προσπαθεί να χτυπήσει τον κόσμο που αγωνίζεται, για διαφορετικές από τις επιβεβλημένες αξίες, στην πιο ευαίσθητη χορδή του. Έτσι οι καταλήψεις στέγης είναι αντικοινωνικές ως εστίες ανομίας, οι απαλλοτροιώσεις και οι ληστείες αντικοινωνικές γιατί στρεφονται κατά εννόμων αγαθών, οι συγκρούσεις με την αστυνομία, οι βανδαλισμοί και οι εμπρησμοί αντικοινωνικές πρακτικές γιατί διασαλεύουν την δημόσια τάξη, την κοινωνική ειρήνη και προσβάλλουν το κοινωνικό σύνολο, ενώ η ένοπλη βία είναι τρομοκρατία με αντικοινωνικό χαρακτήρα καθώς προσβάλει την καρδιά του πολιτεύματος, τη Δημοκρατία και τρομοκρατεί τον πληθυσμό.

Η διαρκής προπαγάνδα της κυριαρχίας απέναντι στο εύρος των ριζοσπαστικών πρακτικών έχει δύο στόχους: αφενός την συσπείρωση της κοινωνικής βάσης γύρω από τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες οι οποίες απειλούνται, και από την άλλη την ψυχολογική καταστολή των ριζοσπαστικών υποκειμένων και συλλογικοτήτων που προσπαθούν να έχουν μέσω της πολιτικής τους δράσης μια κάποια κοινωνική διείσδυση.

Η αντι-κοινωνική τάση της Αναρχίας λοιπόν επιχείρησε να συγκρουστεί μετωπικά με αυτήν ακριβώς την κυρίαρχη προπαγάνδα που αποσκοπεί στην ψυχολογική καταστολή των αγωνιστών, μια καταστολή στην οποία διαφορετικές πλευρές του κινήματος απαντούν διαφορετικά. Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει κόσμος που νιώθει ψυχολογικά την ανάγκη να πιστεύει ότι υπάρχουν άλλοι συσχετισμοί στο κοινωνικό πεδίο, επομένως βλέπει αντεστραμένες τις κοινωνικές ισορροπίες και πιστεύει αυθαίρετα ότι ο κόσμος επικροτεί τις πρακτικές του κινήματος όπως καταλήψεις, απαλλοτροιώσεις σούπερ μάρκετ, ή ακόμα και ένοπλες ενέργειες. Ενσωματώνει αυτήν την πεποίθεση στον πολιτικό λόγο και χαρακτηρίζει ελιτίστικες όσες άλλες φωνές προχωρούν σε μια άλλη ανάγνωση. Στο φαντασιακό αυτού του κόσμου οι καταπιεσμένοι καταλαβαίνουν ενδόμυχα ότι υπάρχουν κάποιες κακές αντικοινωνικές δυνάμεις που τους καταδυναστεύουν και χαίρονται όταν συμβαίνει κάποια ανατρεπτική ενέργεια. Από την άλλη υπάρχει κόσμος που βλέπει και διακρίνει τις πραγματικές κοινωνικές δυναμικές αλλά θεωρεί ότι για λόγους τακτικής και πολιτικής σκοπιμότητας η δική μας προπαγάνδα δεν θα πρέπει να το προβάλει, ούτε να μιλάει για αυτό, αντίθετα να εμφανίζουμε ότι οι δικές μας αξίες και πρακτικές, έχουν κοινωνικη νομιμοποίηση (έχουν τον κόσμο με το μέρος τους). Η λογική αυτή έχει ανάγκη να χρησιμοποιεί ως προγανδιστικό εργαλείο μια συνάρτηση του δίκαιου του αγώνα με την κοινωνική νομιμοποίηση που αυτός έχει. Όσο μεγαλύτερη η νομιμοποίηση, όσο πιο μαζική η κοινωνική αποδοχή, τόσο πιο δίκαιος και επιβεβλημένος ένας αγώνας. Όσο λιγότερο κοινωνική νομιμοποίηση και αποδοχή έχει κάτι τόσο περισσότερο απομακρύνεται απο το εύρος του δίκαιου. Καταλαβαίνουμε όμως ότι αυτό το σχήμα πάσχει. Πάσχει γιατί καταλήγει να ταυτίζει το μαζικό με το δίκαιο, και να θεωρεί πως οτιδήποτε καταφέρνει να αποσπάσει ευρεία κοινωνική αποδοχή δε μπορεί παρά να είναι κάτι καλό. Επειδή κάπως με κάποιο μεταφυσικό τρόπο ο λαός, η κοινωνία ξέρουν πάντα ποιο είναι το δίκιο τους. Έτσι κακά πράγματα σαν τον φασισμό τον εθνικισμό κτλ δεν μπορούν ποτέ να αποκτήσουν απήχηση στις μάζες γιατί ακριβώς είναι άδικα και κακά. Η επίκληση βέβαια της κοινωνικής νομιμοποίησης για την απόδωση του ηθικού πλεονεκτήματος σε μια ιδεολογία ειναι ένα παιγνίδι που ξέρουν να το παίζουν, και το παίζουν, όλες οι πλευρές, με νικητή σε αυτό το παιγνίδι σαφέστατα την Κυριαρχία που φυσικά εχει συντριπτική κοινωνική νομιμοποίηση. Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται μια άλλη αντιμετωπιση, η οποία αν και διακρίνει τις πραγματικές ισορροπίες και συσχετισμούς στο κοινωνικό περιβάλλον, θεωρεί ότι η πολιτική δράση και λόγος πρέπει να προσαρμόζονται στο τι μπορεί να γίνεται κοινωνικά αποδεκτό ανά συγκυρία, ακριβώς επειδή η κυριαρχία έχει κατορθώσει να αποσπάσει μαζική κοινωνική αποδοχή. Έτσι σωστή πολιτική δράση θεωρείται εκείνη που κατορθώνει να πετυχαίνει τη μέγιστη κοινωνική διείσδυση. Αυτή η τελευταία λογική καταλήγει να βαφτίζει κοινωνικό οτιδήποτε (σύμφωνα με τα δικα της αυθαίρετα κριτήρια) πετυχαίνει κοινωνική διείσδυση (η λεγόμενη κοινωνική απεύθυνση, και αντικοινωνικό (πάλι με τα δικά της αυθαίρετα κριτηρια) οτιδήποτε δεν πετυχαίνει κάτι τέτοιο.

Οι εκφραστές των παραπάνω λογικών δεν αποτελούν σαφώς κάποιο ενιαίο μέτωπο, ίσα ίσα που παραμένουν πολυδιασπασμένοι, πολύ συχνά σημειώνονται κόντρες και μεταξύ τους για το τι έχει ή τι δεν έχει κοινωνική νομιμοποίηση, τι είναι και τι δεν είναι εξωστρεφές, τι κερδίζει και τι δεν κερδίζει κόσμο. Κάποτε θεωρούταν ότι συνολικά οι ενέργειες άμεσης δράσης, οι συγκρούσεις με την αστυνομια στις διαδηλώσεις, οι νυχτερινοί εμπρησμοί τραπεζών, τα εξαρχειακά “μπάχαλα” και τα καγκελάκια , δεν έχουν κοινωνική νομιμοποίηση, δεν γίνονται κατανοητά και αποδεκτά από την κοινωνική βάση, και επομένως έχουν αντικοινωνικό χαρακτήρα και ο κόσμος του αγώνα θα έπρεπε να κρατά απόσταση και να αποφεύγει τέτοιες πρακτικές. Μια απο τις σημαντικότερες διαφωνίες γύρω από τον ένοπλο αγώνα αφορά το ίδιο debate, δηλαδή αν καταφερνουν τα αντάρτικα χτυπήματα να έχουν μια ευρεία κοινωνική απεύθυνση η αν λόγω της βιαιότητας που επιστρατεύουν “στρέφουν τον κόσμο εναντίον μας” . Παρόμοιες κριτικές έχουν φτάσει στο παρελθόν να ακούγονται βάση του ίδιου σκεπτικού ακόμα και για καταλήψεις στέγης. Το σκεπτικό αυτής της κριτικής εμφανίζει τις καταλήψεις ως πρακτικές μη κατανοητές απο το κοινωνικό σώμα, οι οποίες μας εγκλωβίζουν σε έναν αυτοαναφορικό φαύλο κύκλο: υπεράσπιση καταληψεων, κρατική καταστολή, συλληφθέντες, αλληλεγγύη στους συλληφθέντες καταληψίες, αλληλεγγύη στους συλληφθέντες αλληλέγγυους κτλ. Ένας δήθεν αυτοαναφορικός φαύλος κύκλος δράσεων που υποτίθεται είναι απομακρυσμένος από το κοινωνικό και αφορά εμάς κι εμάς.

Η αντικοινωνική τάση λοιπόν επιχείρησε να απομακρυνθεί από αυτές τις λογικές. Επιχειρησε να αποσυνδέσει την ριζοσπαστική πολιτική δράση και λόγο από την εγκλωβιστική συνάρτηση που τη θέλει να προσαρμόζεται στην κοινωνική συμπάθεια που μπορεί να προκαλέσει. Προσπάθησε να επικοινωνήσει το σκεπτικό ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός είναι μια μάχη για να κερδίσουν έδαφος μέσα στο κοινωνικό πεδίο οι δικές μας αξίες, τα δικά μας προτάγματα και προτάσεις, ο δικός μας πολιτισμός και κουλτούρα, η δική μας πρόταση για την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Και αυτή η μάχη δε μπορεί να διεξαχθεί με όρους ευγενείας, με όρους λαϊκισμού και οπισθοχώρησης από δράσεις και προτάγματα που θεωρούνται “υπερ-ριζοσπαστικά”, αλλά ακριβώς μέσα από την μετωπική σύγκρουση με κάθε κυρίαρχη αξία, με τη νομιμοφροσύνη, την ηθική της εργασίας, τον πατριωτισμό, την πατριαρχική κουλτούρα. Αλλά ακόμα περισσότερο μια μάχη με γενικευμένες κοινωνικές συμπεριφορές με μεγάλη ηθική απαξία, όπως ο διάχυτος κοινωνικός κανιβαλισμός, η κοινωνική αδιαφορία και απάθεια, η μαζική αποδοχή της πολιτισμικής και πολιτιστικης σαπίλας που κυοφορεί ο σύγχρονος πολιτισμός.

Αυτού του τύπου η πρόσληψη του κοινωνικού ανταγωνισμού δεν εγκλωβίζεται σε λογικές του “να πάρουμε τον κόσμο με το μέρος μας”. Η ριζοσπαστική πολιτική δράση δεν κάνει χατήρια ούτε ζητά χάρες. Αυτός είναι ο τρόπος άσκησης της αστικής πολιτικής, που καλλιεργεί πελατειακές σχέσεις και οδηγεί στην ενσωμάτωση. Εξάλου το να μιλάς διαρκώς στο όνομα του Λαού και της Κοινωνίας και να νομίζεις ότι αυτά που κάνεις μιλούν στη λαϊκή ψυχή ή στην καρδιά της κοινωνίας, δεν καθιστά τη δράση σου πιο πετυχημένη από άποψη κοινωνικής διείσδυσης. Μπορείς κάλιστα να παραμένεις μια ατομικότητα ή συλλογικότητα ή οργάνωση με την ψευδαίσθηση ότι έχει συντριπτική κοινωνική απεύθυνση τη στιγμή που η γενικότερη κοινωνική σου αλληλεπιδραση μπορεί να είναι σχεδόν μηδενική, και η δράση σου να θεωρείται εξίσου εχθρική (ή γραφική στην καλύτερη) με τη δράση εκείνων που αυτοαποκαλουνται αντικοινωνικοί, και οι μεταξύ σας διαφωνίες και εσωτερικές ίντριγκες και διαμάχες να είναι σημαντικές μόνο για σας, στα πλαίσια του χωρικού σας μικρόκοσμου.

Επιπλέον το σκεπτικό της αντικοινωνικής τάσης εμπεριείχε στον πυρήνα του και μια αντιμετώπιση της ψυχολογικής καταστολής που επιχειρεί η κυρίαρχη προπαγάνδα εναντια σε οτιδήποτε ριζοσπαστικό λαμβάνει χώρα. Γιατί να αισθανόμαστε ενοχές αν οι καταλήψεις μας είναι ενάντια στο κοινό αίσθημα λόγω γενικής αποδοχής της ιδιοκτησίας; Για ποιο λόγο να ντρεπόμαστε; Γιατί να θεωρούμε ότι πρέπει εμείς να ειμαστε σε αμυντική, απολογητική θέση όταν η πολιτική βία οποιασδήποτε έντασης υψώνει το ανάστημα της μπροστά στη νομιμοφροσύνη; Γιατί συνεχώς να σκεφτόμαστε σε κάθε βήμα που έχουμε να κάνουμε αν η “πλατεία του θεάτρου” χειροκροτά ή όχι; Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι τρομερά εγκλωβιστικός, δεσμεύει την πολιτική δράση σε αλυσίδες που την κάνουν να σέρνεται ενώ της στραγγαλίζουν κάθε στοιχείο της ζωτικής δύναμης, αποτρέπει δυναμικές ενέργειες που θα κορυφώσουν την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού και ανοίγει την πόρτα στην αποριζοσπαστικοποίηση των προταγμάτων μας, την εγκατάλειψη πολιτικών ατζεντών που συγκρουόνται με ισχυρές κοινωνικές αξίες, την ολοκληρωτική παράδοση στο λαϊκισμό ως επίσημη πολιτική στρατηγική, τη σύναψη μετώπων ακόμα και με δυνάμεις και παρατάξεις που έχουν υψώσει προ πολλού το λάβαρο της πολιτικής ενσωματωσης και εν τέλει την ίδια την απομάκρυνση από τις αναρχικές αξίες και τη υιοθέτηση δήθεν πιο ώριμων και πολιτικά ρεαλιστικών προτάσεων που “έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία”.

Αντίθετα η αντικοινωνική οπτική αποδεσμεύει την αναρχική δράση από αυτές τις αλυσίδες. Απεμπολεί το ενοχικό και απολογητικό πνεύμα (αυτό που πολλές φορές εκφράζεται σε πορείες, συγκεντρώσεις με την ατάκα “μα εμείς για σας αγωνιζόμαστε”) , αποδέχεται ότι οι πολιτικές δυνάμεις της αναρχίας αποτελούν μια μικρή, μειοψηφική, δυναμικη εντός της κοινωνίας που αντιμάχεται όλα όσα αποτελούν τη συγκρότηση της ίδιας της κοινωνίας, επομένως είναι δυνάμεις αντικοινωνικές που καθόλου δεν πρέπει να ντρέπονται , να αισθάνονται τύψεις και να απολογούνται διαρκώς για αυτό. Εμπεριέχει τη λογική ότι στον κοινωνικό ανταγωνισμό δεν παρακαλάμε ούτε εκλιπαρούμε για να μας χαριστεί κοινωνικό έδαφος , αλλά το καταλαμβάνουμε βίαια εισβάλοντας ορμητικά στον κοινωνικό χώρο με τις αξίες και τα προτάγματα μας διακριτά και ξεκάθαρα. Αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα διασάλευσης της κοινωνικής κανονικότητας σε κάθε πεδίο, σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, οπουδήποτε μπορεί να είναι εφικτό. Εξάλου κάθε στρατηγική κινητοποίηση που ενοχλεί το σύστημα αυτό ακριβώς δεν κάνει; Οι απεργίες στα ΜΜΜ, στα αεροδρόμια, στα λιμάνια, στη ΔΕΗ, στον τομέα της καθαριότητας, τα μπλόκα στις εθνικές οδούς από τρακτερ, οι καταλήψεις σχολείων και σχολών ακριβώς σε αυτή τη λογική δεν πατάνε; Στην υιοθέτηση μέσων κοινωνικής παρεμπόδισης που μπλοκάρουν την κανονική λειτουργία της κοινωνικής ζωής, σαμποτάρουν την εύρυθμη κανονικότητα, ταλαιπωρούν τα υπόλοιπα κοινωνικά σύνολα με αποτελέσμα τις συχνές εκδηλώσεις κοινωνικού αυτοματισμού που στρεφονται εναντίον τους; Και μήπως δεν χαρακτηρίζονται από το πολιτικό σύστημα και τα μιντια ως αντικοινωνικές πρακτικές;

Βεβαίως μιλάμε για κοινωνικούς αγώνες, η για κοινωνικά κινήματα, με την έννοια όμως ότι είναι αγώνες και κινήματα εντός της κοινωνίας και όχι αγώνες και κινήματα της κοινωνίας. Οι αγώνες και τα κινήματα μπορεί να είναι κοινωνικά ως κομμάτια του κοινωνικού πολέμου και ανταγωνισμού, αλλα μπορει ταυτόχρονα να έχουν αντι-κοινωνικό χαρακτήρα από τη στιγμή που συγκροτούνται σε μια βάση εχθρική προς την κυρίαρχη ιδεολογία και ηθική, αλλά και τις σχέσεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες που επικρατούν στον κοινωνικό χώρο. Ακόμα και η έννοια της κοινωνικής επανάστασης δεν αναφέρεται στην επανάσταση που θα κάνει η κοινωνία αλλά στον κοινωνικό μετασχηματισμό που θα επέλθει όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες μέσα σε ένα περιβάλλον, όταν δηλαδή δυνάμεις που μέχρι πρότινος ήταν περιθωριακές και αντικοινωνικές, κατόρθωσουν μέσω του κοινωνικού ανταγωνισμού να επικρατήσουν και να αλλάξουν τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου.

Το ότι το αντι-κοινωνικό πρέπει οπωσδήποτε να έχει αρνητικό πρόσημο δεν προκύπτει από κάποια αντικειμενικότητα. Όταν μιλάμε για αντι-κουλτούρα είναι κατανοητό ότι δεν μιλάμε ενάντια σε κάθε είδους κουλτούρας, δεν προτάσουμε την καταστροφή των τεχνών και των γραμμάτων , ούτε υποστηρίζουμε κάποια σταυροφορία ενάντια σε κάθε καλιτεχνική έκφραση, αλλά ότι υιοθετούμε μια εναλακτική υποκουλτούρα ενάντια στην κυριάρχη. Όταν πάλι μιλάμε για αντι-δομές αναφερόμαστε σε δομές που αντιπροσωπεύουν αντιθετικές αξίες και προτάγματα από αυτά των κυρίαρχων κοινωνικών δομών. Μόνο όταν έρχεται η κουβέντα στο αντικοινωνικό υπάρχει τόση πρεμούρα να καταδειχτεί σώνει και ντε ως κάτι το αρνητικό.

Το χειρότερο από όλα είναι ότι ενώ μετά από μια δεκαετία αντιπαραθεσεων έχει γίνει σαφέστατο από το ποια θέση μιλάει και εκφράζεται η αντικοινωνική τάση, (ή τουλάχιστον κάποια κομμάτια της) εξακολουθεί να καλιεργείται μια σκόπιμη σύγχηση γύρω από αυτήν ταυτόχρονα με μια διαρκή πρόθεση πόλωσης γενικά ενάντια σε “αντικοινωνικές πρακτικές” που μπορεί ανά πάσα στιγμή να είναι οτιδήποτε. Διαμορφώνεται έτσι ένα πλαίσιο λόγου που διεκδικεί να καταστεί ηγεμονικό, που χρησιμοποιεί αυτή τη συγκεκριμένη πλαισίωση σε κάθε τι που θεωρεί πρόβλημα. Έτσι φέρμες, ντίλια, εξαρχειακά επεισόδια, επιθέσεις σε ΜΜΜ, βιασμοί, καταλήψεις, τσαμπουκάδες παρεών, και γενικά πράγματα εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους, μπορούν ανά πάσα στιγμή να ενταχθούν σε εκστρατείες εμφορούμενες από ιστορικές αποστολές και ταξικά καθήκοντα, ανάλογα τη χρονική συγκυρία και τους κινηματικούς συσχετισμούς. Εξάλου δεν είναι δυνατόν να ξεχαστεί ότι για ορισμένες πλευρές του κινήματος η σταυροφορία ενάντια στον “αντικοινωνικό -εσμο”, μια σταυροφορία που κυρήχθηκε με τους πιο κανιβαλικούς και πολικάντικους όρους, εργαλειοποιόντας τους νεκρούς της Μαρφιν το 2010, παραμένει ακόμα μια ανοιχτή υπόθεση.

Η εντρύφηση επομένως στην ουσία της διάκρισης αυτής, και η διαρκής επιμονή στην αποδόμηση της, επικρατούσας μέσα στο κίνημα, εννοιολόγησης του αντιθετικού ζεύγους κοινωνικού- αντικοινωνικού, προκύπτει ότι δεν είναι απλά μια εμμονή ακαδημαϊκού τύπου, ή ένα θεωρητικό κόλλημα. Αντίθετα είναι ένας τρόπος να επεξεργαζόμαστε διαρκώς τους συσχετισμούς γύρω μας, πως διαμορφώνονται, πως εμείς υπάρχουμε και αλληλεπιδρούμε με αυτούς, και κυρίως αν τολμούμε να ερχόμαστε σε σύγκρουση μαζί τους ή αν ενδίδουμε στην ευκολία του λαϊκισμού και της άκρατης λαϊκολογίας. Το πιο σημαντικό όμως είναι να μπορούμε να κατανοήσουμε τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της κυριαρχίας, το πως αυτοί συναρθρώνονται σε αφηγήσεις με τις δικές τους κυρίαρχες σημασίες και νόηματα, τα οποία με τη σειρά τους συναρθρώνονται σε ρητορικές και προπαγανδιστικά σχήματα τα οποία στοχεύουν στην ψυχολογική καταστολή των ριζοσπαστικών υποκειμένων, τον εξαναγκασμό τους σε μια διαρκή αυτολογοκρισία, σε μια διαρκης αποριζοσπαστικοποίηση (η οποία βαφτίζεται μάχη ενάντια στον ελιτισμό), και σε μια οπισθοχώρηση από εξωστρεφείς δράσεις που τολμούν να συγκρουστούν με τη μαζική κουλτούρα και το Πνεύμα της Εποχής μας, επιλογή αν μη τι άλλο τολμηρή και σίγουρα αντι-κοινωνική.

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ(2)

Ξεψαχνίζοντας το παρελθόν: μαθητική μπροσούρα του 2006

Η τριετία 2002-2005 αποτελεί μια κρίσημη χρονική περίοδος για την ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος τη δεκαετία του 2000, περίοδος με σημαντικές αυξομειωτικές τάσεις στη δυναμική και την εξωστρέφεια των κινηματικών δυνάμεων. Το 2002 σημαδεύεται από τις συγκλονιστικές εξελίξεις της “εξάρθρωσης της 17 Νοέμβρη και του πανηγυρικού ρεβανσισμού του πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου (με όλο το όργιο κρατικής τρομοκρατίας και των δεκάδων συλλήψεων, προσαγωγών και στοχοποίησεων που ακολούθησε) και από την αποφασιστικη μετωπική σύγκρουση του κόσμου της αναρχίας με ακριβώς αυτό το κλίμα ζόφου. Στη συνέχεια σημειώνεται μια ανάκαμψη που χαρακτηρίζεται από την αντεπίθεση των ριζοσπαστικών δυνάμεων, ήδη από τις αρχές του 2003, με αφορμή τα μεγάλα και συγκρουσιακά αντιπολεμικά συλλαλητήρια που αντιτίθονταν στην εισβολή των δυτικών δυνάμεων στο Ιράκ (χωρίς να χρειάζεται να εκδηλωθεί κάποια τάση αλληλεγγύης που θα ξέπλενε το Χουσεϊνικό καθεστώς) και μετέπειτα με τη διοργάνωση της αντι-συνόδου ενάντια στη μάζωξη των Ευρωπαίων ηγετών στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, που την χαρακτήρισε η πολιτική επιλογή σπασίματος του κλίματος τρομοκρατίας στην πόλη και του διακηρυγμένου δόγματος μηδενικής ανοχής. Η επόμενη περίοδος θα σημαδευτεί από το μαζικό κίνημα αλληλεγγύης στους 7 αναρχικούς απεργούς πείνας, προφυλακισμένους για τα γεγονότα της αντισυνόδου που απαιτούσαν την απελευθέρωση τους. Η έντονη ριζοσπαστικοποίηση του 2003 θα υποχωρήσει ραγδαία μέσα στο 2004, χρονιά εκλογών και εναλλαγής στην εξουσία της λαϊκοδεξιάς κυβέρνησης της ΝΔ. Το 2004 είναι μια χρονιά με τεράστιο αρνητικό ειδικό βάρος και μεγάλης κινηματικής άμπωτης. Μια χρονιά εθνικής φρενίτιδας που προκαλείται τόσο από την διοργάνωση της Ολυμπιάδας και τον παράλογο παροξυσμό που προκαλεί, όσο και από τη νίκη της Εθνικής ομάδας στο Euro του 2004 στην Πορτογαλία που ανύψωσε την σύγχρονη εθνικοφροσύνη στα ύψη ( προ-άγγελος του εθνικιστικού πογκρόμ εναντίον αλβανών μεταναστών το φθινόπορο της ίδιας χρονιάς). Είναι παράλληλα η χρονιά που περνάμε σε μια εποχή άλλου τύπου μητροπολιτικής καταστολής, με την εγκαινίαση των συστημάτων δημόσιας παρακολούθησης και τις εκατοντάδες κάμερες που άρχιζαν να τοποθετούνται παντού, ενώ το υπουργείο δημοσίας τάξης με την πολιτική εποπτεία του Βουλγαράκη θα εγκαταστούσε μόνιμες διμοιρίες των ΜΑΤ στην πλατεία Εξαρχείων για να προστατεύουν τα έργα που θα ξεκινούσαν για το σταθμό του Μετρό στην περιοχή. Το 2005 το κλίμα αρχίζει να αντιστρέφεται σιγά σιγά. Οι κινηματικές δυνάμεις αρχίζουν να αναδιοργανώνονται. Συγκροτούν ένα μαζικό ανάχωμα στις πολυάριθμες φασιστικές επιθέσεις εκείνης της περιόδου, ένα ανάχωμα που εκδήλωνεται με πολλές μορφές είτε με σποραδικές γειτονικές αντιφασιστικές πορείες, είτε με μαζικές καταδρομικές επιθέσεις στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, είτε με την σύγκρουση με οργανωμένα τάγματα εφόδου στο Πάντειο με αφορμή την ομηρία οπλοφόρου φασίστα που εντοπίστηκε στη σχολή, είτε με τη μαζικότερη αντιφασιστική διαδήλωση εκείνης της εποχής . Παράλληλα οι αναρχικές δυνάμεις εξαπολύουν ένα δυναμικό κύμα σαμποτάζ ενάντια στην κοινωνία ελέγχου και επίτηρησης (με συντονισμένους εμπρησμούς καμερών) , εμποδίζουν την απόπειρα λειτουργίας εργοταξίου στην πλατεία εξαρχείων και απομακρύνουν εν τέλει με απανωτές καταδρομικές επιθέσεις τις διμοιρίες των ΜΑΤ από την πλατεία Εξαρχειων και τα γύρω στενά , σε μια συγκυρία όπου η καταστολή μέσα στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα σκληρή και μερικές μόνο μολότοφ μπορούσαν να προκαλέσουν κυνηγητό ως την κορυφή του Λόφου του Στρέφη και πογκρόμ μαζικών προσαγωγών ακόμα και της τάξως των 100 plus ατόμων ( Μάης 2005).

Με φόντο την προηγούμενη τριετία και τις εξελίξεις που την είχαν στιγματίσει, εμφανίζεται ήδη από τις αρχές του 2005 ένας σχηματισμός αναρχικών μαθητών που θα προσπαθήσει – παρά τις εναλλαγές στην σύνθεση του- να διατηρηθεί έως και το 2007. Αυτός ο σχηματισμός, αποτελούμενος από αναρχικούς/ές που στην πλειοψηφία τους ήταν ήδη δραστηριοποιημένοι/ες, έδρασε την επόμενη διετία μέσα στα μέγάλα και μικρά γεγονότα που καθόρισαν την εξέλιξη του αναρχικού κινήματος το επόμενο μισό αυτής της δεκαετίας. Παρά την ετερόκλητη σύνθεση του, και κόντρα στην παράδοση που ήθελε όλες τις αναρχικές μαθητικές ομάδες έως τότε, να γίνονται θυγατρικά παραρτήματα μεγάλων κεντρικών συλλογικοτήτων, ο σχηματισμός αυτός διεκδίκησε και κατάφερε να διατηρήσει την αυτονομία του, πράγμα που ήταν και ένα από τα μεγαλύτερα στοίχηματα που εξαρχής είχε θέσει.
Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, η συγκεκριμένη ομάδα αναρχικών μαθητών έθεσε επιπλέον στοιχήματα επιχειρώντας να αντιμετωπίσει κι άλλες προκλήσεις. Εξαρχής ζητούμενο ήταν η σύνδεση με το μαθητικό υποκείμενο στους δρόμους, κάτι που συνεχώς προκαλούσε την εχθρική αντιμετώπιση της καθοδήγησης του ΚΚΕ που είχε αναλάβει να ποδηγετεί τις μαθητικές κινητοποιήσεις. Η όλη ιδέα για δημιουργία αυτονομημένων σχολικών μπλοκ στις μαθητικές πορείες που διοργάνωνε το ΣΑΣΑ ( Συντονιστικό Αγώνα Σχολείων Αθήνας), ήταν κάτι αδιανόητο για τις δυνάμεις του κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ, ενός μηχανισμού εθισμένου στον απόλυτο έλεγχο και χειράγωγηση κάθε είδους κινητοποιήσεων. Παρά τη διαρκής εχθρικότητα ωστόσο οι παρεμβάσεις στις συγκεντρώσεις του ΣΑΣΑ ηταν διαρκής τόσο με την διακίνηση αναρχικού υλικού (τρικάκια, κείμενα, μπροσούρες) όσο και με την προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητων και ακηδεμόνευτων μαθητικών μπλοκ όπου και όποτε αυτό ήταν δυνατό. Οι παρεμβάσεις φυσικά δεν περιορίστηκαν μόνο στις μαθητικές πορείες που καλούνταν από το ΣΑΣΑ. Στόχος ήταν η μεγαλύτερη δυνατή σύνδεση με το υποκείμενο των μαθητών που ασφυκτιούσε στους καθορισμενους ως τότε τρόπους αντίδρασης. Ετσι οι παρεμβάσεις επεκτείνονταν σε αρκετά κατά τόπους σχολεία, που μπορεί να τελούσαν υπό κατάληψη , όπου μοιράζονταν κείμενα και γινόντουσαν απόπειρες ζύμωσης με τους μαθητές. Πάντα με πυρήνα το σκεπτικό ότι τα σχολεια είναι τα θεμέλια του κοινωνικού προγραμματισμού, με σημαντικότερο σύνθημα το “Το σύστημα διδασκαλίας είναι η διδασκαλια του συστήματος” και το ” Μπουρλούτο και φωτιά στα σχολικά κελιά” γινόταν μια απόπειρα επικοινωνίας πιο προωθημένων σκεπτικών και προταγμάτων. Με εμφανής πάντα, τη κριτική στην εκπαιδευτική διαδικασία και την κανονικότητα της, ήταν εξαιρετικά σημαντικό να ξεφύγει η κουβέντα γύρω από τα παραδοσιακά συνδικαλιστικά αιτήματα των μαθητών,  που πολλές φορές φοριούντουσαν καπέλο από αλλού ( έτσι για να φαίνονται τάχα πιο μεγαλίστικα ). Οι συζητήσεις που γίνονταν, αποσκοπούσαν στη διαχυση σκεπτικών που είχαν σχέση με την ομορφιά του απελευθερωμένου χρόνου, το πνεύμα ανταρσίας και ανυπακοής και το σαμποταζ των ίδιων των σχολικών υποδομών ως κομμάτι έκφρασης των αρνήσεων απέναντι στην κανονικοποίηση των ζωών μας, ήδη απο τα πιο τρυφερά μας χρόνια. Έτσι συχνά πυκνά αντικέιμενο των συζητήσεων αυτών έφτανε να είναι η αξία βανδαλισμών εναντια στις σχολικές υποδομές, ειδικά στα γραφεία των καθηγητών και στα αρχεία με τα απουσιολόγια κτλ. σε αντιδιαστολή με τις κομματικές παραινέσεις του ΚΚΕ που προέτασε αγώνες σε ένα πνεύμα περισσότερο προσκοπικό παρά πολιτικό. Η συμβολή της συγκεκριμένης δουλειάς μεταξύ άλλων, είχε μια κάποια αντανάκλαση, τουλάχιστον σε ένα σχολείο του Χολαργού, οπου κατάφερνε να βάζει αναρχικό πλαίσιο κατάληψης την κλασικη περίοδο των κατάληψεων, ( για κάποιες χρονιές της περιόδου εκείνης), να κατεβάζει την ελληνική σημαιά ανεβάζοντας αναρχική , και να κλεινει τις πύλες του σχολείου με κάδους για οδοφράγματα. Πέραν όμως της περίπτωσης αυτής,  η δουλειά στα σχολεία περιελάμβανε διαρκείς παρεμβάσεις με αναγραφές συνθημάτων και πεταγμα τρικακίων με αναρχικά συνθήματα, ειδικά την προηγούμενη πορειών, είτε μαθητικών είτε φοιτητικών. Δεν ήταν λίγες οι φορές επίσης που η συγκεκριμένη ομάδα εμφανίστηκε διακριτά ακόμα και σε εργατικές απεργίες που καλούσαν ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.

Την περίοδο έναρξης των φοιτητικών κινητοποιήσεων έγιναν κάποιες απόπειρες να δημιουργηθεί κεντρικό συντονιστικο αναρχικών μαθητών, με σκοπό την πιο ευρεία σύνδεση των μαθητικών και φοιτητικών υποκειμένων, οι οποίες ωστόσο δεν ευόδωσαν. Το καλοκαίρι του 2006 και με τις αριστερές παρατάξεις να οδηγούν σε φάση εκτόνωσης το φοιτητικό κίνημα, μια πρωτοβούλια ανένταχτων φοιτητών κατέλαβε την Πρυτανεία στα Προπύλαια με σκοπό να διατηρήσει το πνεύμα και το κλίμα του αγώνα ζωντανό σε μια προσπάθεια καταδειξης μεταξύ άλλων, και το ρόλου των φοιτητικών παρατάξεων μέσα στο κίνημα της εποχής. Η κατάληψη αυτή ενθουσίασε τον κόσμο της συγκεκριμένης αναρχικής ομάδας,  που την στήριξε και ήρθε σε επαφή με συντρόφους/σσες από στέκια σχολών που ασχολούνταν ενεργά με την προσπάθεια δημιουργίας μιας οριζόντιας και απο τα κάτω,  συσπείρωσης φοιτητικών συλλόγων , μακριά από την ποδηγέτηση των αριστερών (κάτι που εν μερει επετέυχθη την επομενη σεζόν). Η γνωριμία και η σύνδεση αυτή υπήρξε μια ζωογόνα διαδικασια ζύμωσης, η οποία  που στο βαθμό που της αναλογούσε και οσο ήταν εφικτό, συνέδεσε διαφορετικές εμπειρίες και ταχύτητες αγώνων. Εκεί επίσης έγιναν γνωριμίες και συναντήσεις με άλλα άτομα που θα ανανέωναν το σχήμα.
Το επόμενο Φθινόπωρο, και παρά την κριτική του στάση απεναντι στο ρόλο των καθηγητών στα σχολεία ως εκφραστών του κοινωνικού προγραμματισμού, το ίδιο σχήμα (που πλέον η σύνθεση του αποτελούνταν πιο πολύ από φοιτητές πλέον), κατέβαινε στις απεργίες των δασκάλων, συμμετείχε στις συντονιστικές επιτροπές της ΔΟΕ , προσπαθώντας να γειώσει και να επικοινωνήσει τις πάγια ριζοσπαστικές θέσεις σχετικά με την εκπαιδευτική διαδικασία, το θεσμικό ρόλο των εκπαιδευτικών αλλά και το ρόλο των συνδικαλιστικών φορέων στην ίδια την απεργία. Το επόμενο διάστημα, διάστημα έντασης του φοιτητικού κινήματος, η παρουσία στις καταλήψεις, τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις ήταν πάντα δεδομένη, πότε πιο διακριτά, πότε πιο άτακτα, αλλά πάντα σε μια μίνιμουμ εσωτερική συνενόηση , και με λόγο που στρεφόταν κλασικά προς την ανάδειξη του θεσμικού ρόλου που εξυπηρετούν τα ανώτατα θεσμικά ιδρύματα. Από τα μέσα του 2007, έπειτα από πολλές διαδοχικές ανασυνθέσεις της ομάδας, που πλέον άρχισε και να απομακρύνεται από τη σύνδεση της με τα σχολεία και το μαθητικό υποκείμενο, ο κόσμος αρχίζει να σπάει και έτσι  να χαλαρώνει ο συνδετικός κρίκος και ο ειδικός χαρακτήρας ύπαρξης της.
Η ανανεωσιμότητα της ομάδας, οι συχνές αποχωρήσεις μελών και οι αφίξεις νέων, βοηθούσαν το σχήμα να ελίσεται και να αναπροσαρμόζεται συνεχώς αλλά στο τέλος είχε απομείνει μόνο ένας πολύ μικρός πυρήνας ατόμων. Ωστόσο αυτό το διάστημα ήταν μια μεγάλη και δυνατή εμπειρία αγώνα που σίγουρα άφησε πολλά διδάγματα πίσω της, διαφορετικά ίσως για τον καθένα. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, διαμορφώθηκαν σχέσεις που άλλες ξεθύμαναν γρήγορα, και άλλες υπήρξαν στενές για αρκετά χρόνια. Κάποιοι χάθηκαν οριστικά μεταξύ τους, μεταξύ άλλων όμως σφυρηλατήθηκαν  δυνατές συντροφικές και φιλικές σχέσεις.
Στα χρόνια που ακουλούθησαν, πάρθηκαν διαφορετικοί δρόμοι. Πολλές φορές εκ διαμετρου αντίθετοι. Κάποιοι εγκατέλειψαν τελείως, κάποιοι αποροφήθηκαν αλλού, κάποιοι κατέληξαν στις παρανομίες και τις φυλακές. Σχέσεις δοκιμάστηκαν, συγκρούστηκαν, πέρασαν δια πυρός και σιδήρου,  μέσα από διαδοχικούς ενθουσιασμούς, απογοητεύσεις, ξενερώματα και πίκρες,  αλλά και απόπειρες να ξαναβρεθεί κάπου το νήμα της  αρχικής σύνδεσης. Έστω σε σκληρούς καιρούς, σε σκληρές συνθήκες, με σκληρές τριβές στις σχέσεις… Γιατί πάνω από όλα εκείνα ήταν χρόνια που,  αν μη τι άλλο , κυριαρχούσε έντονα η εφηβική ψευδαίσθηση ότι “ζούμε στην αυθεντική πλευρά της ζωής” , ότι όλα είναι πιθανά και ότι όλα μπορούν να συμβούν , και κυρίως, το πιο αφελές: ότι αυτό το συναίσθημα μπορεί να κρατήσει για πάντα. Ακόμα όμως κι αν η ζωή με την ωμότητα και τον κυνισμό της, ποδοπάτησε αυτές τις αφέλειες , ισως πραγματικά μια τέτοια σύνδεση να μην μπορεί να σβήσει ποτέ της τελείως . Ίσως , κάπου, άγνωστο με ποιο τρόπο και κάτω υπο ποιές συνθήκες, η φλόγα της καταφέρει να ξαναλάμψει. Ίσως και όχι.

Ανεξάρτητα από όλα αυτά, η καταγραφή της ιστορίας, κάτω υπό όποιες συνθήκες είναι σημαντική , γιατι αποτελεί την καύσιμη ύλη που χρειαζονται οι εμπειρίες του μέλλοντος. Έτσι το παραπάνω χρονικό αποτελεί και  κατά κάποιο τρόπο, παρουσίαση του ιστορικού υποβάθρου της συγκεκριμένης  μπροσούρας, καθώς και δείγμα της πολιτικής κατεύθυνσης και προσανατολισμού αυτής  της  αναρχικής μαθητικής ομάδας την εποχή εκείνη.  Στις λιγοστές της σελίδες,  διακρίνεται ξεκάθαρα το πνεύμα ριζοσπαστικοποίησης της συγγραφικής ομάδας και των προταγμάτων που ήθελε να επικοινωνήσει. Αποτελεί ταυτόχρονα ντοκουμέντο μιας ιστορικής περιόδου κάπως παρεμελημένης απο την κινηματική μας ιστοριογραφία,  και απόδειξη ότι το μαθητικό υποκείμενο δεν είναι πάντα μια περιφέρεια που παρασιτεί στους κόλπους του κινήματος και που “σε δυο χρονάκια θα ναι σπιτάκι του ασούμε”. Αποτελεί πάνω από όλα την απόδειξη ότι μπορεί να υπάρχουν συνειδητοποιημένες ομαδώσεις αναρχικών μαθητών (μια ταυτότητα που εδω και 10 χρόνια πολλοί αρνούνταια αναγνωρίσουν στον αναρχικό μαθητή Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο).   Η μπροσούρα τυπώθηκε στην κατειλειμμένη Πρυτανεία του Φθινοπόρου του 2006, με αίτημα τότε την απελευθέρωση του Σάββα Ξηρού για λόγους υγείας, μιας κατάληψης που υποστηρίχθηκε θερμά από τον κόσμο της ομάδας. Μάλιστα επιχείρησε να θέσει εντός συλλογικών πλαισίων  με πείσμα κιόλας, τη συζήτηση για απαλλοτροιώσεις του εξοπλισμού της Πρυτανείας (υπολογιστές και εκτυπωτές) για κινηματικούς λόγους , κάτι που προσέκρουσε σε μια αδιάλακτου τύπου στάση από το υπόλοιπο σώμα της διαδικασίας , μια στάση που καμία απολύτως σχέση δεν είχε με χαρακτηριστικά αναρχικής συνδιαμορφώσης, συντροφικής ζύμωσης και επικοινωνίας ,αλλά που έδωσε ένα πολύτιμο μάθημα για το τι εστί “συλλογικές διαδικασίες χώρου” και “συλλογικές αποφάσεις”, ένα μάθημα που δε θα ξεχνιώταν ποτέ.
Ο λόγος της μπροσούρας, μπορεί να είναι απλοϊκός αλλά τα νοήματα της δεν παύουν να παραμένουν επικαιροποιημένα και ζωτικά σε κάθε εποχή , ειδικά στη δική μας,  που μαθητές προχωρούν σε καταλήψεις για εθνικιστικά θέματα. Ο σκοπός παράθεσης της, πέρα απο την χρησιμότητα της σαν στοιχείο και τεκμήριο ενός κομματιού της κινηματικής ιστορίας, είναι, αν τα καταφέρει, να προκαλέσει παρόμοιους προβληματισμούς με αυτούς που επιδίωκε τότε.

Σημείωση: Η μπροσούρα εντοπίστηκε μετά απο πάνω απο μια δεκαετία στο κινηματικο αρχείου του αντιεξουσιαστικού στεκιού της Παντείου , κάτι που αναδεικνύει πόσο πολύτιμη και διαχρονική είναι η διατήρηση τέτοιων αρχείων.

Αναρχική μαθητική μπροσούρα 2006

 

 

Το Μακεδονικό και η αθλιότητα της αριστεράς

i) Το κίνημα του νέο-σκοταδισμού και οι συνιστώσες του

Τον τελευταίο ένα χρόνο, η ανακίνηση του Μακεδονικού ζητήματος έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό αντιπολιτευτικό ρεύμα εθνικιστικής υφής ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτόν τον ένα χρόνο έχει αναπτυχθεί ένα μεγάλο κοινωνικό κίνημα κατά της συμφωνίας για τη λύση του ονοματολογικού της γείτονος ,που πήρε μάλιστα και αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Η σύσταση του κινήματος αυτού είναι θολή από τη πρώτη στιγμή της συγκρότησης του, αντιπροσωπεύοντας μια ευρεία και πολύμορφη πολιτική και κοινωνική γεωγραφία.
Από τη μια έχουμε την αξιωματική αντιπολίτευση να κινητοποιεί την ευρύτερη κομματική της βάση, με τη συνδρομή πολλών ΜΜΕ, φίλα προσκείμενων σε αυτήν, η οποία αξιωματική αντιπολίτευση φυσικά έχει αρκετούς λόγους να εντάξει κάτι τέτοιο στην ατζέντα της, με προεξάρχοντα την πρόκληση κοινωνικής αναταραχής ενάντια στην κυβέρνηση. Από την άποψη αυτή εκμεταλλεύεται ,και, εργαλειακά το ζήτημα του Μακεδονικού, ενώ πολύ πιθανόν αν ήταν στην κυβέρνηση να υποχρεούταν λόγω συνθηκών να εφαρμόσει το ίδιο δείγμα πολιτικής που εφαρμόζει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην ίδια κατεύθυνση κινητοποιούνται και πολλές διαφορετικές φωνές του νέο- φιλελεύθερου πολιτικού και μιντιακού μπλοκ, που επίσης έχουν περισσότερους από έναν λόγο να θέλουν μια κυβερνητική αποσταθεροποίηση. Έχουμε παράλληλα τους μηχανισμούς της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, και των διάφορων μηχανισμών, οργανώσεων, παρά-οργανώσεων αλλά και επίσημων εκπροσώπων της, να κινητοποιούν τη κοινωνική βάση των πιστών, εκπροσώπους απόστρατων αξιωματικών στρατού ξηράς, ναυτικού ή αεροπορίας και συλλόγους φίλων στρατού και ενόπλων δυνάμεως να απευθύνονται στο δικό τους στρατόκαυλο κοινό, τις κάθε είδους εθνικιστικές διακλαδώσεις (από τη σοβαρή πλέον, αλλά ακόμα μάχιμη κοινοβουλευτική Χρυσή Αυγή, μέχρι τις πιο ριζοσπαστικές και εξτρεμιστικές ακροδεξιές οργανώσεις και γκρουπούσκουλα), μια ευρύτερη κοινωνική βάση ψεκασμένων που αποτελούν το κοινό κόμματων και οργανώσεων όπως οι ΑΝΕΛ το ΛΑΟΣ και η Ελλήνων Συνέλευσις του Αρτέμη Σώρρα, ένα πληθυσμιακό κράμα πατριδόπληκτων που ζουν ακόμα στο κλίμα του 2004 και των ξέφρενων κιτς πανηγυρισμών για τη νίκη της Εθνικής Ελλάδος (που περιλαμβάνουν αρχαιοελληνικές στολές, περικεφαλαίες, μακιγιάζ στο χρώμα της εθνικής σημαίας και διάφορες άλλες ηλιθιότητες) αλλά και κόμματα της πατριωτικής έξω-κοινοβουλευτικής αριστεράς όπως η Λαϊκή Ενότητα του Παναγιώτη Λαφαζάνη και η Πλεύσης Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Να σημειωθεί επίσης πως το στίγμα τους υπέρ των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας για το Μακεδονικό δίνουν στο δημόσιο διάλογο και επιφανείς καλλιτεχνικές περσόνες κοινής αποδοχής είτε με ομιλίες τους, όπως στην περίπτωση του αριστερού Μίκη Θεοδωράκη, είτε με παρεμβάσεις τους υπέρ της συλλογής υπογραφών για διενέργεια δημοψηφίσματος με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών όπως στην περίπτωση της γνωστής ερμηνεύτριας-στιχουργού Αφροδίτης Μάνου που ανακοίνωσε ότι έχουν υπογράψει γνωστά ονόματα όπως ο μουσικοσυνθέτης Σταύρος Ξαρχάκος, οι τραγουδιστές Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Γιάννης Κότσιρας, Μανώλης Μητσιάς, ο ηθοποιός Θοδωρής Αθερίδης, ο σεναριογράφος και ηθοποιός Μιχάλης Ρέππας, η δημοσιογράφος, Σεμίνα Διγενή και άλλοι. Σε δηλώσεις επίσης κατά της Συμφωνίας έχουν προχωρήσει και γνωστοί επιχειρηματίες-παράγοντες του κόσμου του ποδοσφαίρου, όπως ο Μαρινάκης ενώ σε πολλές περιπτώσεις, ομάδες οπαδών έχουν διακριτά συμμετάσχει σε διαμαρτυρίες, έχουν αναρτήσει πανό σε αγώνες ή έχουν εκδώσει ανακοινώσεις για το θέμα.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε επίσης το πώς διαμορφώνεται αυτό το κίνημα σε επίπεδο πρακτικών μέσα σε αυτόν τον ένα χρόνο. Από τη μία έχουμε τις μαζικές συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια σε πόλεις όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, οι οποίες σημειώνουν σταδιακή ύφεση με αποκορύφωμα την ημέρα ψήφισης του επίμαχου νομοσχεδίου, όπου οι διαδηλωτές ήταν αναμφισβήτητα ελάχιστοι. Δεν πρέπει, ωστόσο, να μας διαφεύγει ότι οι μαζικές κινητοποιήσεις αυτές ,στο πικ τους ακούμπησαν το όριο του μισού εκατομμυρίου το Ιανουάριο του 2018 στη Θεσσαλονίκη (σε αντιδιαστολή με τις αντισυγκεντρώσεις, οι οποίες στο πικ τους συγκέντρωσαν μόλις 2.000 με 2.5000 άτομα στα Προπύλαια το Φλεβάρη του 2018). Διακρίνεται επίσης μια αυξανόμενη συγκρουσιακή διάθεση των διαδηλωτών, η οποία από τη μία υποκινείται από τις ακροδεξιές συνιστώσες του κινήματος αυτού, από την άλλη όμως δεν γίνεται και να μην παρατηρήσουμε πως στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα στις 20/01/2019, οι συγκρούσεις με την αστυνομία ήταν αρκετά μαζικές και δυναμικές. Επιπλέον, μέσα σε αυτόν τον ένα χρόνο, έχουμε δει να εξελίσσονται στο περιθώριο των συγκεντρώσεων καταδρομικές επιθέσεις εναντίον ελευθεριακών και αυτό-οργανωμένων χώρων του ευρύτερου αντί- εξουσιαστικού και ανταγωνιστικού κινήματος (άλλες πιο πετυχημένες και άλλες όχι) ,μεμονωμένες επιθέσεις κατά μεταναστών ή προσβολές εβραϊκών μνημείων αλλά και μια αναβίωση πρακτικών διαμαρτυρίας, που είχαμε ξαναδεί στα χρόνια των μετωπικών αντί-μνημονιακών αγώνων, που περιλαμβάνουν στοχοποιήσεις βουλευτών στις περιφέρειες τους και απόπειρες σαμποτάζ ομιλιών πολιτικών σε εκδηλώσεις, ενώ εσχάτως παρακολουθήσαμε και το φαινόμενο των μαθητικών καταλήψεων με αφορμή το μακεδονικό.
Θα πει κανείς όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία. Οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις αυτού του έτους ήταν πολύ πιο αναιμικές σε σχέση με αυτές του ΄92, οι φασίστες πολλά από τα σκηνικά τα έκαναν με την ανοχή ή την κάλυψη των μπάτσων, οι εθνικιστικές καταλήψεις δεν εξαπλώθηκαν σε όλα τα σχολεία ενώ σε αντίθεση με το παρελθόν πλέον ο αντιφασιστικός λόγος εκφράστηκε πολύ πιο εξωστρεφώς, πολύ πιο δυναμικά και πολύ πιο συγκροτημένα. Αρκεί αυτό για να εφησυχαστούμε;
Είναι γεγονός ότι το κίνημα κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών , βρίσκεται επί του παρόντος ,σε μια κατακόρυφη από-μαζικοποίηση καθώς η αδυναμία του να μπλοκάρει τη Συμφωνία επέφερε απογοήτευση προφανώς σε μεγάλο κομμάτι της βάσης του. Την ίδια απογοήτευση που προκλήθηκε και από την αδυναμία του αντί- μνημονιακού μετώπου να μπλοκάρει την ψήφιση των μνημονιακών νομοσχεδίων. Ωστόσο, όπως και στην τελευταία περίπτωση υπήρχαν ευρύτερες ριζοσπαστικοποιήσεις ατόμων που ζυμώθηκαν στα γεγονότα και απογοητεύτηκαν από την κατάληξη τους, έτσι υπάρχουν, κι ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία επ’αυτού, και τώρα. Πέραν αυτού έχει τεράστια σημασία ότι ενώ διανύουμε μια εποχή, όπου γενικά τα κοινωνικά κινήματα είναι αποδυναμωμένα και μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις έχουν να εκδηλωθούν από το 2012, ξαφνικά η πολιτική ατμόσφαιρα και ο δημόσιος λόγος φορτίζονται για τόσο καιρό, και με τέτοια ένταση ,πάνω σε μια ατζέντα τέτοιου προσανατολισμού, που οπωσδήποτε κάτι θα μείνει πίσω. Κι αυτό το κάτι στην περίπτωση αυτή θα έχει το στίγμα του εθνικισμού.
Από την πλευρά της η Κυβέρνηση έχει να επιχαίρει ότι λύνει ένα χρόνιο πρόβλημα μεταξύ των δύο χωρών με τρόπο που να μην υπερβαίνει τη λεγόμενη εθνική γραμμή, προωθώντας ένα αφήγημα περί ειρηνικής συνεργασίας και συναδέλφωσης των δύο λαών, ενώ η αντιπολίτευση την κατηγορεί ότι παραβίασε την εθνική γραμμή διαπραγματεύσεων πάνω στο ζήτημα παραχωρώντας πράγματα που δεν έπρεπε, όπως η γλώσσα και η ιθαγένεια, και σύσσωμος ο λαϊκοδεξιός, ακροδεξιός, χριστιανορθόδοξος και πατριωτικός χώρος, κραυγάζουν πως ξεπουλήθηκε η Μακεδονία μας.
Παράλληλα κομμάτια της αριστεράς εμμένουν να αναγνωρίζουν τη Συμφωνία αυτή, αποκλειστικά ως ένα νταραβέρι της Κυβέρνησης με το ΝΑΤΟ προκειμένου να προσδεθεί η χώρα πιο στενά στο άρμα του ευρω-ατλαντικού ιμπεριαλισμού με την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο δυτικό στρατιωτικό συνασπισμό και την περαιτέρω περικύκλωση της Ρωσίας στα Βαλκάνια (για να είμαστε δίκαιοι βέβαια κάποιες αριστερές συνιστώσες τολμούν να ψελλίζουν δειλά δειλά τον τελευταίο καιρό κριτικές θέσεις περί ενίσχυσης της Ελληνικής θέσης στο Βαλκανικό χώρο).
Αξίζει ωστόσο να ξεχωρίσουμε τις δηλώσεις εκείνες του ΚΚΕ και διαφόρων στελεχών του, το οποίο προχώρησε κιόλας σε κινητοποιήσεις κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών (με το δικό του πλαίσιο πάντα βέβαια και φροντίζοντας να παραμείνει μακριά από τις μαζικές κεντρικές συγκεντρώσεις), οι οποίες προστέθηκαν στο σύνολο εκείνων των δηλώσεων, των προερχόμενων από τα αριστερά,οι οποίες μιλούν για “σκοπιανό” αλυτρωτισμό, και για πλαστή δημιουργία μειονοτικού μακεδονικού ζητήματος από τις δυνάμεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. (Βλ. https://www.iefimerida.gr/news/473967/kke-skarfalose-stin-akropoli-ta-terastia-pano-kata-tis-symfonias-ton-prespon-eikona )

 

Η στάση του ΚΚΕ, και αρκετών άλλων κομματιών της αριστεράς, και δη της λεγόμενης αντί- ιμπεριαλιστικής αριστεράς, παίζει το δικό της ρόλο στη γενικευμένη διάδοση του εθνικιστικού παροξυσμού των ημερών μας όπως θα δούμε και παρακάτω. Για να κατανοήσουμε όμως καλύτερα το μέγεθος της ηθικής και πολιτικής κατάπτωσης της επίσημης κομμουνιστικής και αντί- ιμπεριαλιστικής αριστεράς είναι σημαντική πρώτα μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή.

ii) Η Μακεδονία είναι μία;;;

Πλέον είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί η έντονη παρουσία του σλαβικού στοιχείου στο γεωγραφικό χώρο, που διαδοχικά η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η Οθωμανική αυτοκρατορία, αναγνώριζαν διοικητικά ως επαρχία της Μακεδονίας, ήδη από τον 6ο αιώνα Μ.Χ. (κι αυτό γιατί προκύπτουν όλο και περισσότερα στοιχεία που το πιστοποιούν). Για οποιονδήποτε πληθυσμό με τόσο βαθιές ρίζες σε μια περιοχή, ρίζες που μετρούν κοντά 1.500 χρόνια, δε μπορεί παρά να θεωρείται αυτονόητο το δικαίωμα του στον αυτοπροσδιορισμό τους βάση γεωγραφίας. Οι συγκεκριμένοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας λοιπόν, είναι Μακεδόνες, όχι επειδή έλκουν την οποιαδήποτε καταγωγή τους από την αρχαία μακεδονική φυλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου (αυτά είναι πράγματι εθνικιστικές μπούρδες), αλλά ακριβώς επειδή για σχεδόν δυο χιλιετίες, γενιές επί γενιών τους γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και πέθαναν σε μακεδονικό έδαφός. Επειδή η Μακεδονία πλέον έχει καταστεί και γη των δικών τους πατέρων, άρα σύμφωνα και με αυτήν την πιο εκλαϊκευμένη ερμηνεία, και δική τους πατρίδα.

Το όποιο πρόβλημα λοιπόν σε σχέση με αυτόν τον πληθυσμό, που defacto έχει κατεκτημένη την μακεδονική εντοπιότητα, ξεκινάει από πολύ νωρίς και δεν είναι στην πραγματικότητα το πώς θα αυτό-προσδιορίζεται, αλλά το που θα ανήκει. Κι αυτό γιατί είχε την ατυχία να ριζώσει σε ένα γεωγραφικό μήκος και πλάτος των Βαλκανίων που έμελε να αποτελέσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, μήλον της έριδος για τρία νεοσύστατα εθνικά κράτη, τα οποία δεν είναι άλλα από το Ελληνικό, το Σερβικό και το Βουλγαρικό. Καθένα από τα τρία αυτά νεογνά κράτη επιθυμούσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της μακεδονικής πίτας, όσο αυτή ακόμα ήταν Οθωμανική επαρχία, και όπως είναι γνωστό εκείνη την εποχή οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν κάπως πρόθυμες να αναγνωρίσουν νέα εθνικά κράτη, αρκεί φυσικά αυτά να μετατρέπονταν σε προτεκτοράτα τους, και να μπορούσαν βεβαίως να φέρουν αξιόπιστους ισχυρισμούς σχετικά με την εθνική καταγωγή του πληθυσμού στο εσωτερικό τους. Δεν είναι τυχαίο που από τα μέσα του 19ου αιώνα αρχίζουν να κυκλοφορούν διαφορετικές απογραφές που ανάλογα την προέλευση τους παρουσιάζουν διαφορετικά δημογραφικά αποτελέσματα: οι ελληνικές δείχνουν πλειοψηφία ελληνόφωνων ορθοδόξων, οι σερβικές πλειοψηφία σλαβόφωνων ορθοδόξων, και η Βουλγαρία πλειοψηφία βουλγαρόφωνων ορθοδόξων ακολούθων της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Μαζί με τα δημογραφικά μαγειρέματα που αποσκοπούσαν στο να παρουσιάζει καθένα από τα τρία αυτά κράτη μια δική του πλειοψηφική μειονότητα εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πήγαινε και η αντίστοιχη προπαγάνδα και προσηλυτισμός των κατοίκων της περιοχής, σε ένα ανταγωνισμό για την επικράτηση κάποιας εθνικής συνείδησης εκ των τριών, έναντι των άλλων. Ταυτόχρονα με την διεκδίκηση της περιοχής επομένως έχουμε και την διεκδίκηση των πληθυσμών που διαμένουν σε αυτήν, οι οποίοι είναι εξαιρετικά αναμεμειγμένοι μεταξύ τους.
Αυτό που στην ουσία έχουμε δηλαδή, είναι μια καταφανής άρνηση των τριών αυτών κρατώ, ακόμα και να εξετάσουν σε μια υποθετική βάση, την πιθανότητα δημιουργίας ενός νέου αυτόνομου κράτους στην περιοχή της Μακεδονίας ,που θα τα αποκόψει από τα εδάφη που θεωρούν προνομιακά δικά τους. Στα χρόνια του λεγόμενου Μακεδονικού αγώνα και των Βαλκανικών πολέμων ο ανταγωνισμός Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας επί της Μακεδονίας περιλαμβάνει ακραία φαινόμενα βίας, τρομοκρατίας και εθνοκαθάρσεων εις βάρος του σλαβομακεδονικού στοιχείου, προκειμένου είτε να αναγνωρίσει κάποια από τις τρείς αυτές δυνάμεις ως μητρική πατρίδα, είτε απλά να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη τους , είτε τέλος να «εξαφανιστούν» με κάποιο τρόπο από το χάρτη, σταματώντας να αποτελούν πρόβλημα.

Δεν είναι τυχαίο ότι η εξέγερση των πληθυσμών αυτών που είχε προηγηθεί το 1903, με σκοπό την διεκδίκηση της αυτονομίας τους από την Οθωμανική αυτοκρατορία, έτυχε σκληρής και αιματηρής καταστολής με την αρωγή των παραπάνω κρατών, και ιδιαίτερα του ελληνικού, στις Οθωμανικές αρχές. Το ότι το κίνημα του Ίλιντεν υπήρξε αυτονομιστικό και επιχείρησε να κινηθεί μακριά από σχέσεις επιρροής με οποιοδήποτε από τα τρία γειτονικά κράτη το επιβεβαιώνουν πρώτα από όλα οι διακηρύξεις των Τσεντραλιστών που υπήρξαν δυναμική πρωτοπορία στην εξέγερση: “Αφού πρώτον ο λαός διαφωτισθή περί της καταστάσεώς του, πρέπει να διδαχθή ότι, εν η περιπτώσει αλλάξη αύτη θα αντικατασταθή υπό νέου καθεστώτος παρέχοντος τελείας εγγυήσεις ασφαλείας ζωής και τιμής, αλλά προς επιτυχίαν τούτου πρέπει να κατηχηθή ότι έχει ανάγκην πολέμου καλώς ωργανωμένου και δυναμένου να διαρκέση πολύν χρόνον. Καθ’ ην ώρανγίνηται η κατήχησις, όταν υπάρχουσι και Τούρκοι πρέπει να εμπνεύσητε ότι αποβλέπετε προς εν καθεστώς συνταγματικόν παρέχον εγγυήσεις απονομής δικαιοσύνης εξ ίσου εις όλας τας τάξεις και φυλάς και να επιστήσητε την προσοχήν του λαού εις αυτό το σημείον. Καθ’ ον χρόνον διαφωτίζετε τα πνεύματα των πολεμιστών δεν πρέπει να παραμελήτε να επισύρητε την προσοχήν αυτών επί του Μακεδονικού ζητήματος υπό έποψινδιεθνήν. Πρέπει να εθίσητε αυτούς να μη αναμένωσικαμμίανβοήθειαν παρά της Ρωσσίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδος, αλλά να βασίζωνται επί της ιδίας αυτών δυνάμεως. Πρέπει ν’ αναπτύξετε αυτοίς ότι η ελευθερία δεν δίδεται ως ελεημοσύνη εις τους λαούς αλλ’ αυτή αποκτάται δια των όπλων, και όταν το όπλον ευρίσκεται εις την χείρα τότε και η δύναμις αυξάνει”[…]“δεν πρέπει να εξαπατάται εκ των λόγων ότι θα δυνηθή να απαλλαγή του ζυγού, είτε διά της Βουλγαρίας, είτε διά τινος άλλης δυνάμεως, απ’ εναντίας πρέπει να έχη την πεποίθησιν ότι διά των εν δουλεία μεν διατελουσών, αλλ’ εσχάτως διοργανωθεισών ιδίων αυτού δυνάμεων θα δυνηθή ν’ ανακτήση την ανεξαρτησίαν αυτού” […]Πρέπει, σημειώνεται, να διαφωτισθή ο λαός περί του Μακεδονικού ζητήματος υπό διεθνή έποψιν και να πεισθή ότι η Μακεδονία ένεκα λόγων εθνολογικών είναι αδύνατον να προσαρτηθή εις οιονδήποτε άλλο κράτος. Είναι ανάγκη να διαφωτισθή ο λαός ότι σκοπός των ομόρων κρατών δεν αποβλέπει εις την απολύτρωσιν αυτού αλλ’ εις την διά προσαρτήσεως επαύξησιν της χώρας των διά διαμελισμού της Μακεδονίας. Η ιδέα της ενώσεως των Βαλκανικών κρατών θα χρησιμεύση ως βάσις προς ένωσιν αυτών, τα δε ειρημένα κράτη πρέπει να πεισθώσιν ότι η σωτηρία όλων εν τούτω έγκειται, η Μακεδονία θέλει χρησιμεύση ως κέντρον της Ενώσεως ταύτης”. (Λιθοξόου Δημήτρης, Η Επανάσταση του Ίλιντεν,  http://www.lithoksou.net/p/2-i-epanastasi-toy-ilinten)

 

Με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 η Μακεδονία ως γεωγραφικός χώρος διαμοιράζεται στα τρία, με την Ελλάδα να κερδίζει το πιο προνομιακό κομμάτι της, αυτό που βλέπει στο Αιγαίο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στα τρία διαμοιράζεται και ο σλαβομακεδονικός πληθυσμός που διέμενε στα εδάφη που τριχοτομήθηκαν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο κουρδικός πληθυσμός διαμοιράστηκε στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα τέσσερα δηλαδή, σε Τουρκία, Ιράκ, Ιράν, και Συρία. Και όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις έτσι και στην περίπτωση του Σλαβομακεδονικού πληθυσμού ακολουθήθηκε το γνωστό modus operandi αφομοίωσης μειονοτικών πληθυσμών που περιλαμβάνει ανελέητη πλύση εγκεφάλου για την εμπέδωση της νέας εθνικής ταυτότητας τους, απαγόρευση ομιλίας της μητρικής τους γλώσσας με την απειλή διώξεων, αλλαγές στην ονομασία τοπωνυμίων, χωριών κωμοπόλεων ακόμα και πόλεων, βία και τρομοκρατία που μπορεί να κυμαίνεται από απλούς τραμπουκισμούς μέχρι δολοφονίες και βιασμούς, αυθαίρετες απαλλοτριώσεις ακίνητων περιουσιών όπως αγροτικές γαίες ή κατοικίες και παράνομους εποικισμούς. Μια πολιτική γνωστή και ως «πολιτική Ισραήλ» καθώς το κράτος του Ισραήλ, ως το πιο κακό και μοχθηρό κράτος από όλα τα κράτη του ντουνιά, μόνο αυτό εφαρμόζει αυτές τις πρωτότυπες τακτικές.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, έως και το 1940, οι σλαβομακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας υπέστησαν όλα τα παραπάνω με αποκορύφωμα τις εκτεταμένες εκτοπίσεις τους και τους παράνομους εποικισμούς στα εδάφη τους κατά την περίοδο υποδοχής των εκατοντάδων χιλιάδων εκτοπισμένων Ποντίων από την Οθωμανική αυτοκρατορία το 1914, και του ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων της Μικράς Ασίας μετά το 1922 και τη Μικρασιατική καταστροφή. Μάλιστα όλα τα παραπάνω τα κατάγγελλαν οι έλληνες κομμουνιστές της εποχής και φυσικά και το ΚΚΕ, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1930 , γιατί αυτό επέβαλε η στρατηγική της Τρίτης Διεθνούς την εποχή εκείνη. Ωστόσο, είτε εκπορευόταν από έξω, είτε όχι, η στάση των κομμουνιστών εκείνης της εποχής υπήρξε πραγματικά προοδευτική, διεθνιστική και θαρραλέα (καθώς κόστισε πολλές διώξεις, εξορίες, φυλακίσεις και ήταν και από τους βασικούς λόγους ψήφισης του Ιδιώνυμου).

Είναι χαρακτηριστικές οι αφηγήσεις του Ριζοσπάστη της εποχής για τα τεκταινόμενα εις βάρος του μακεδονικού πληθυσμού: “Χωρίς άλλο δεν υπάρχει άλλος λαός απ’ το μακεδονικό – μέσα στη Βαλκανική που να βασανίστηκε όσο αυτός. Πάνω από 50 χρόνια βρίσκεται κάτω από διαρκή διωγμό – εξόντωση. Στην αρχή ο βούρδουλας της τούρκικης εξουσίας, ύστερα της ελληνικής και βουλγάρικης. Απ’ τη στιγμή που επενέβησαν η βουλγαρική, σερβική και ελληνική κεφαλαιοκρατία για να πάρουν υπό την “προστασία” τους Μακεδόνες, αρχίζει μια πιο τρανή συμφορά. Η εποχή των συμμοριτών, ανταρτών και κομιτατζήδων θα παραμείνει στην ιστορία σαν μια περίοδος άγριου πρωτοφανούς διωγμού της μακεδονικής μειονότητας. Ολόκληρες δεκάδες ετών, έσφαζαν, έκαιαν, σκότωναν, ρήμαζαν σε βάρος του μακεδονικού λαού. Θα περάσουν χρόνια ακόμα πολλά κι ο Μακεδόνας θα μιλάει με τον μεγαλύτερο αποτροπιασμό για τη θηριωδία των Τσακαλάρωφ, των Καπετάν Ζάκηδων και Βάρδηδων. Ολόκληρα χωριά βάφηκαν με αίμα που έρευσε ποταμηδόν. Ήρθαν κατόπιν οι βαλκανικοί πόλεμοι. Ελληνική, βουλγάρικη και σέρβικη κεφαλαιοκρατία συναγωνίστηκαν ποια να καταπιέσει πιο πολύ, ν’ αρπάξει, να εξοντώσει. Κι αυτά όλα εν ονόματι του “πατριωτισμού”, της “απελευθέρωσης υπόδουλων αδελφών” και σε βάρος ενός λαού – της μακεδονικής εθνότητας – που ούτε βουλγάρικος, ούτε ελληνικός, ούτε σέρβικος είναι, παρά μακεδονικός. […}Μιλάνε λανθασμένα πολλές φορές για βουλγάρικη μειονότητα μέσα στην καπιταλιστική Ελλάδα ή για ελληνική μειονότητα μέσα στην επίσης καπιταλιστική Βουλγαρία. Δεν είναι σωστό. Στη Μακεδονία, τη βουλγαροκρατούμενη, την ελληνοκρατούμενη, τη σερβοκρατούμενη δεν υπάρχουν Έλληνες, ούτε Βούλγαροι, ούτε Σέρβοι. Υπάρχουν Μακεδόνες (φυσικά δεν μιλάμε για εκείνους που εγκαταστάθηκαν τελευταία στη Μακεδονία).Αρκεί και μια απλή επίσκεψη στους κάμπους και τα βουνά της Μακεδονίας (Καστοριά, Φλώρινα) για να το νοιώσεις. Την απάντηση αυτή την παίρνεις ακόμα απ’ τα ήθη και τα έθιμά τους, που δεν είναι καθόλου ελληνικά, ούτε βουλγαρικά, ούτε σερβικά.  […]Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα: Δεν έχουμε να κάνουμε με Έλληνες ή Βούλγαρους ή Σέρβους της Μακεδονίας, παρά με μακεδονικό λαό, με μακεδονική μειονότητα, που παρ’ όλα τα χτυπήματα, παρ’ όλες τις καταπιέσεις διατηρεί την οικονομική και εθνική της οντότητα, τον ιδιαίτερο πολιτισμό της. Έχει εν τοιαύτη περιπτώσει και εθνική συνείδηση ο μακεδονικός λαός; Το πράγμα είναι πολύ φανερό μα και αποδείχνεται και από ντοκουμέντα.

Ενδεικτικά είναι όσα περιγράφει ο Ριζοσπάστης της εποχής και για όσα υπομένουν οι σλαβομακεδόνες της Σερβικής και Βουλγαρικής Μακεδονίας: “Και φυσικά αυτά τα βασανιστήρια δεν τα υφίστανται μονάχα οι Μακεδόνες που ζουν κάτω απ’ την εξουσία της ελληνικής μπουρζουαζίας. Τα ίδια περνούν κι οι Μακεδόνες που ζουν στις βουλγαροκρατούμενες και σερβοκρατούμενες περιοχές. Η βουλγαρική κυβέρνηση του λεγόμενου σλαβικού συνασπισμού – μαζί και οι αγροτοφασίστες – με τη βοήθεια της Ο.Ρ.Ι.Μ., της οργάνωσης των κομιτατζήδων, βασανίζει κυριολεκτικά τους φτωχούς Μακεδόνες. Παραδείγματα: Στις περιφέρειες Πετριτσίου και Νευροκοπίου δεν υπάρχουν ούτε ίχνη “ελευθεριών”. Παντού εδώ κυβερνούν οι κομιτατζήδες. Έχουν επιβληθεί επί πλέον στη ράχη της φτωχολογιάς και οι “μαύροι” λεγόμενοι φόροι. Τα στελέχη των κομιτατζήδων εδώ είναι ανώτεροι υπάλληλοι και διευθυντές των καπνικών εταιριών κλπ. Κάθε διαμαρτυρία κατά της καταπίεσης πνίγεται στο αίμα. Αφού φανταστείτε, σε πληθυσμό 180 χιλιάδες δολοφονήθηκαν δύο χιλιάδες Μακεδόνες μέσα σε εννέα μόνο χρόνια. Εργάτες και αγρότες των άλλων περιφερειών που κρίνονται “επικίνδυνοι” στέλνονται στο Πετρίτσι, όπου οι ορδές του αρχικομιτατζή Μιχαήλωφ τους καθιστούν “ακίνδυνους” – δολοφονώντας τους ακόμα.Μόλις τον περασμένο μήνα πάνω από 300 άτομα εγκατέλειψαν το Νευροκόπι – σπίτια χωράφια κλπ. – κι’ έφυγαν σ’ άλλες περιφέρειες για να γλιτώσουν απ’ τους κομιτατζήδες, που τους έθεσαν εκτός νόμου.Κι η φασιστική μπότα του βασιλιά Αλέξανδρου της Σερβίας δεν πάει πίσω. Από τότε που εγκαθιδρύθηκε η ανοιχτή φασιστική δικτατορία δολοφονήθηκαν 1.500 Μακεδόνες, καταδικάστηκαν 3.400 σε διάφορες βαριές ποινές καταναγκαστικών έργων και πολλές χιλιάδες πέρασαν κατά περιόδους απ’ τις φυλακές.Να μια ωχρή, ωχρότατη εικόνα των μαρτυριών που τραβάει η μακεδονική εθνότητα, είτε βρίσκεται στα νύχια της ελληνικής κεφαλαιοκρατικής, είτε της σερβικής, είτε της βουλγαρικής. Το βέβαιο είναι πως η κάθε μία συναγωνίζεται την άλλη στην καταπίεση σε βάρος των φτωχών Μακεδόνων για τους εκμεταλλευτικούς της σκοπούς.” (Λιθοξόου Δημήτρης, Το ΚΚΕ υπερασπίζεται την εθνική μακεδονική μειονότητα – κείμενο του Ριζοσπάστη του 1932 [2008], http://www.lithoksou.net/p/kke-yperaspizetai-tin-ethniki-makedoniki-meionotita-keimeno-toy-rizospasti-toy-1932-2008) 

Το ελληνικό κράτος λοιπόν (όπως και το σερβικό και το βουλγαρικό) έκανε από την πρώτη στιγμή τα πάντα ώστε οι σλαβομακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας να μην αποκτήσουν ποτέ τους μειονοτική συνείδηση, να μην ιδρύσουν δικούς τους συλλόγους πνευματικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, να μην διατηρήσουν την ιδιαιτερότητα μιας αλλόγλωσσης συμπαγούς κοινότητας και πάνω από όλα να μην διατηρήσουν ίχνος από την ιστορική τους μνήμη ως σλαβικός πληθυσμός με μακεδονική εντοπιότητα.
Το ΚΚΕ στάθηκε η μόνη πολιτική δύναμη εντός της χώρας που τολμούσε όπως φάνηκε παραπάνω να θέτει ζήτημα μακεδονικής μειονότητας κάτι το οποίο, ανεξάρτητα από το ποια συμφέροντα εξυπηρετούσε, δεν παύει να είναι ένα δείγμα προοδευτικών και ριζοσπαστικών αξιών. Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου μάλιστα πολλοί σλαβομακεδόνες επάνδρωσαν το ΔΣΕ συγκροτώντας μάλιστα διακριτό μακεδονικό σώμα στο εσωτερικό του, με διακηρυγμένες τις αρχές της μακεδονικής αυτονομίας κάτι που όχι μόνο ήταν υπό όψιν της ηγεσίας του κόμματος, αλλά πολύ περισσότερο αφηνόταν να διαφανεί ότι σε περίπτωση νίκης του ΔΣΕ θα εξεταστεί και αυτό το θέμα. Όμως η νίκη δεν ήρθε. Το ΚΚΕ έχασε, ο δημοκρατικός στρατός συνετρίβη, και οι πλειοψηφία των μαχητών που επέζησε, ανάμεσα τους χιλιάδες σλαβομακεδόνες, κατέληξαν πολιτικοί πρόσφυγες στις ανατολικές χώρες της Σοβιετικής Ένωσης. Μεταπολιτευτικά και αφού δρομολογήθηκε η ομαλή επιστροφή τους στην χώρα, οι σλαβομακεδόνες αντάρτες μαχητές του ΔΣΕ και οι απόγονοι τους εξαιρέθηκαν με το ΚΚΕ να μην βγάζει άχνα. Και από εκεί και μετά η κατρακύλα της αριστεράς δεν έχει τελειωμό πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

iii) Η αριστερή όψη της αθλιότητας

Είναι δεδομένο ότι η αριστερά και το ΚΚΕ δεν έχασαν μόνο στρατιωτικά στον εμφύλιο. Το 1949 οι κομμουνιστές έχασαν και επί του πεδίου της ιδεολογικής μάχης μένοντας καταδικασμένοι στην μαζική συνείδηση ως «εθνοπροδότες», «εαμοβούλγαροι», «σλαβόφιλοι», «εγκληματίες κατά του έθνους» και άλλα τέτοια κομψά. Η μετεμφυλιακή περίοδος δεν χαρακτηρίζεται μονάχα από τη συνέχιση των διώξεων, των εξοριών, των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων, των εκτελέσεων ή και των ύποπτων δολοφονιών, αλλά και από την επικράτηση της νέας ελληνικής ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης, που συνταιριάζει με έναν ιδιαίτερο ελληνικό τρόπο, το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, τον δυτικισμό, και τον αντί- κομμουνιστικό αντί- ολοκληρωτισμό.

Είναι κατανοητό ότι μετά από 25 χρόνια απολύτου κυριαρχίας της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης στο ελληνικό πολιτικό σύστημα (1949-1974), και προκειμένου κατά τον ιστορικό συμβιβασμό της ελληνικής εκδοχής, να ξανά ενταχθεί εντός κοινοβουλευτισμού και εντός δημοκρατικού τόξου, η αριστερά στην πιο επίσημη εκδοχή της, δε θα δίσταζε να προχωρήσει σε πλήρη σχεδόν αποδοχή των βασικών γραμμών της δεξιάς στα λεγόμενα εθνικά θέματα. Έχει λοιπόν σημασία να ανιχνευθεί η επιπλέον στροφή της αριστεράς προς τον συντηρητικό πατριωτισμό που δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως μια ακόμα γονυκλισία του πλήρως υποταγμένου στις αστικές και εθνικιστικές δυνάμεις ΚΚΕ. Το βασικό μεταπολιτευτικό αφήγημα της αριστεράς, με το οποίο φροντίζει να χτυπά τη δεξιά τη εθνικοφροσύνης και του εθνικισμού,είναι αυτό που της παραχώρησαν οι συγκυρίες (και ως εκ τούτου εκ φύσεως οπορτουνιστικό) και συγκεκριμένα η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

Έκτοτε επιστρατεύει εκ νέου την επιχειρηματολογία περί εθνικιστικής ανευθυνότητας που προκαλεί εθνικές καταστροφές, αθροίζοντας τα τεκταινόμενα στην Κύπρο (την ευθύνη των οποίων έφερε η Δικτατορία των Συνταγματαρχών), με την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 (και τον επακόλουθο ξεριζωμό 1.500.000 προσφύγων), και με τον εθνικόφρων δωσιλογισμό της κατοχικής περιόδου και της πλήρους ενσωμάτωσης του στον εθνικό κορμό μετά το 1945 για την καταπολέμηση του κομμουνιστικού κινδύνου.

Για να ειπωθεί πιο απλά, για να μπορεί η αριστερά να παίξει ξανά μπάλα στα ίσια την δεξιά, στο τερέν του πατριωτισμού, και να αντιστρέψει το κλίμα όλων των προηγούμενων δεκαετιών, ξαναχρησιμοποίησε την παλιά καλή συνταγή του “ οι καλοί πατριώτες είμαστε εμείς, οι κακοί και δήθεν πατριώτες εσείς”.

Το αφήγημα αυτό, που θα αποτελέσει κεντρικό αφήγημα της αριστεράς σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, δεν είχε ενοχλήσει και πάρα πολύ το παραδοσιακό δεξιό πολιτικό κόσμο που ήθελε να αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά της Χούντας και να υιοθετήσει μια πιο πολύ αστικό-δημοκρατική αύρα. Ενοχλούσε κυρίως το περιθώριο των φιλοβασιλικών, φιλοχουντικών, χριστιανοκεντρικών και κάθε είδους ακροδεξιών μορφωμάτων που μιλούσαν, και μιλούν ακόμη, για μεταπολιτευτική πολιτική ηγεμονία της αριστεράς. Πέραν τούτου η ίδια η αριστερά περιορίστηκε στο στείρο αντί- αμερικανισμό και τον αντί- ιμπεριαλισμό σταματώντας να προκαλεί το εθνικό αίσθημα περαιτέρω, και άρχισε συστηματικά να αποφεύγει να αποδομήσει εθνικούς μύθους που χαλκεύουν τις ιστορικές συνειδήσεις των μαθητών όλες αυτές τις δεκαετίες.

Η ηρωοποίηση της προσωπικότητας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η εξιδανίκευση της μεγάλης μακεδονικής αυτοκρατορίας με την δήθεν συνεισφορά της στη διάδοση του πολιτισμού και του ελληνικού πνεύματος στους “βαρβάρους” , η υιοθέτηση της πλήρους αντί-επιστημονικής θεωρίας περί αναλλοίωτου και αμετάβλητου τρισχιλιετούς ελληνισμού (την οποία βεβαίως υιοθετεί και την περίοδο της Εθνικής αντίστασης, αρκεί να διαβάσει κανείς τους λόγους του Βελουχιώτη για να το διαπιστώσει) οι εθνικοί μύθοι περί σκληρής θρησκευτικής καταπίεσης των χριστιανών στην Οθωμανική αυτοκρατορία και της πανηγυρικής συμμετοχής της εκκλησίας στην εξέγερση του 1821, καθώς και των κρυφών σχολειών, η αποσόβηση των εθνοκαθαρτικών σφαγών αμάχων πληθυσμών στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Οθωμανικής Μακεδονίας από ελληνικές παραστρατιωτικές οργανώσεις, και η σιωπή για τα ελληνικά εγκλήματα πολέμου εναντίον τούρκων αμάχων πληθυσμών κατά την ιμπεριαλιαστική Μικρασιατική εκστρατεία (που αν δεν είχε αποτύχει ίσως η Ελλάδα να είχε τη θέση που έχει σήμερα η Τουρκία στη νοτιο-ανατολική μεσόγειο), είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά ζητήματα που λόγω τακτικής τα περισσότερα κομμάτια της αριστεράς αποφεύγουν να θίξουν σε μια κεντρική αντιπαράθεση για να αποφύγουν την επανάληψη παλιών κατηγοριών ως εθνομηδενιστές, εαμοβούλγαροι, εθνοπροδότες, κτλ.

Προφανώς, και προς τιμήν τους, έχουν υπάρξει όλα αυτά τα χρόνια, αριστεροί και εν γένει προοδευτικοί διανοητές, ιστορικοί, αρθρογράφοι, μελετητές ή ερευνητές που μιλούν ακόμα για όλα αυτά. Αλλά μεμονωμένα και διακριτικά. Η κεντρική αντιπαράθεση σε αυτά τα ζητήματα είναι σαν να έχει απαγορευτεί, και αποφεύγεται όπως ο διάολος το λιβάνι. Επιπλέον έχουν εκλείψει εκείνες οι φωνές της προοδευτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς που τολμούσαν σε δύσκολες εποχές να έρθουν δημοσίως σε σύγκρουση με την εθνικοφροσύνη. Πλέον δύσκολα θα δούμε σχετικές αντιπαραθέσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα, στα κοινοβουλευτικά έδρανα ή σε κεντρικού τύπου εκδηλώσεις, φιέστες κτλ. Κι αυτό λέει προφανώς αρκετά.

Είναι ενδεικτικό ότι εν έτη 2019, στο κατά τα άλλα εξευρωπαϊσμένο ελληνικό κράτος, συνεχίζεται η αναχρονιστική παράδοση των μιλιταριστικών μαθητικών παρελάσεων, της δημόσιας προσευχής στα σχολεία, ενώ η Εκκλησία εξακολουθεί να λειτουργεί ως πολιτικός παράγοντας που έχει δικαίωμα λόγου στο τι θα μαθαίνουν οι μαθητές, πως θα παντρεύονται και θα υιοθετούν παιδιά τα κάθε είδους ζευγάρια ενηλίκων, ποιες θεατρικές παραστάσεις θα παίζονται και ποιες όχι, ενώ κάθε συζήτηση έστω και για μερικό διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, είναι δυνατόν να προκαλέσει μείζων πολιτική κρίση. Και για όλα αυτά η επίσημη αριστερά ποιεί την νήσσαν καθώς «η κοινωνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να δεχτεί τέτοιες αλλαγές».

Η συντηρητικοποίηση της νέας πολιτικής της μεταπολιτευτικής αριστεράς φαίνεται από το στυλ που που προσπαθεί να γαλουχήσει την κομματική νεολαία, ένα στυλ που υιοθετεί τα δυο στοιχεία του τρίπτυχου Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, χωρίς αυτό της θρησκείας, κάνοντας την ΚΝΕ να μοιάζει τη δεκαετία του 1970 περισσότερο με οργάνωση κατηχητικού παρά με αριστερή νεολαία. Την ίδια στιγμή που σχεδόν τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της αριστεράς στις δυτικές χώρες, συνταράσσονταν από το εξεγερσιακό, ατίθασο και αναιδές πνεύμα του ’68, από το διάχυτο αντικομφορμισμό, την αντισυμβατικότητά και την αντικουλτούρα των ’60s και ’70s, βασικός ομιλητής στην εισήγηση του Γραφείου του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ τον Ιούνιο του 1977, κηρύσσει εκ του κομματικού άμβωνος: “Νομίζω ότι τα κυριότερα εμπόδια για τις όχι καλές σχέσεις με το σπίτι μπαίνουν από εμάς. Ο πρώτος λόγος για τις συγκρούσεις προκύπτει από την κακή συμπεριφορά προς τους γονείς. […] Δεύτερο, οι συγκρούσεις προκύπτουν από τη χειροτέρευση των επιδόσεων στα μαθήματα ή τις σπουδές. Και τρίτο, από το ότι κάνουμε ξενύχτια πολλά, ώρες πολλές χάνουμε σε άλλες απασχολήσεις, πάντως όχι εξαιτίας της ΚΝΕ. […] Και ιδιαίτερα σοβαρό είναι το πρόβλημα με τα κορίτσια. Το ξέρετε πολύ καλά. Είναι μια παράδοση της ελληνικής οικογένειας. Τέλος πάντων, δεν μπορεί η κοπέλα να πηγαίνει συνέχεια κάθε βράδυ στις 1 και στις 2 τη νύχτα σπίτι της. Και λέει τότε ο γονιός, φταίει η ΚΝΕ, ενώ είναι γνωστό ότι δεν οφείλονται τα ξενύχτια σε δουλειά της ΚΝΕ”. ( http://xyzcontagion.wordpress.com/2011/02/26/kne-gia-tin-agonistiki-taksiki-diapaidagogisi/)

Οι νέες συνθήκες της μεταπολίτευσης ,πέρα από την υποταγή της αριστεράς στην εθνικοφροσύνη, που είναι δεδομένη (και η οποία εθνικοφροσύνη παρεμπιπτόντως δεν υποχώρησε κοινωνικά λόγω του αναρχικού ή αριστερού κινήματος αλλά λόγω της κυριαρχίας της πασοκικής σοσιαλδημοκρατίας κι ενός προοδευτικού αστικού κοσμοπολιτισμού στα πολιτικά πράγματα ) δημιουργεί νέες προκλήσεις όπως η αναγκαιότητα συμπόρευσης του πατριωτικού στοιχείου με αυτό του αντί-νατοϊσμού και του αντί-ιμπεριαλισμού, κάτι που έχει διαπεράσει σύσσωμη όλη τη ραχοκοκαλιά της αριστεράς, τόσο της υποτελούς στον ιστορικό συμβιβασμό, τον κοινοβουλευτισμό και τον ευρώ-κομμουνισμό όσο και της επαναστατικής αντικοινοβουλευτικής αριστεράς, ένοπλης ή μη.

Υπό αυτό το πρίσμα,καμία εντύπωση δεν πρέπει να μας προκαλεί η εγκατάλειψη από ολοένα και περισσότερα αριστερά σχήματα (δεδομένου του κατακερματισμού του χώρου) παλιότερων πιο ριζοσπαστικών και διεθνιστικών θέσεων. Η πρόσδεση σε μια πιο real politic γραμμή, επιτάσσει την παραδοχή, ότι όσο νεφελώδες και μεταφυσικό κι αν είναι το πατριωτικό αφήγημα, άλλο τόσο λαοφιλές μπορεί να είναι, όποτε δεν υπάρχει τίποτα κακό στην εργαλειοποίηση οτιδήποτε λαοφιλούς. Πρόκειται για δύο διαφορετικές στάσεις οι οποίες στο δια ταύτα συναντιούνται στην ίδια ποιότητα λαϊκισμού: από τη μία η αριστερή υποταγή στην εθνικοφροσύνη υπό το φόβο της σύγκρουσης με την εθνικιστική υστερία, και από την άλλη η εργαλειοποίηση του πατριωτισμού με αντί- ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά για λόγους εισοδισμού στην πατριωτική πολυκατοικία. Μάλιστα όσες άλλες φωνές τολμούν να αντιστέκονται σε αυτόν τον πειρασμό του λαϊκισμού, αφορίζονται αναφανδόν ως “πολιτική ουρά του μεταμοντερνισμού” και νοσηρά προϊόντα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, στο ίδιο μήκος κύματος που η λαϊκή συνωμοσιολογική δεξιά μιλάει για θολοκουλτουριάρικο προοδευτισμό της Νέας Τάξης Πραγμάτων.

Επομένως, είτε έτσι είτε αλλιώς, η σύγκρουση, ειδικά σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, με θεωρίες και εθνικούς μύθους που ξεπλένουν τον τρόπο που έχουν χαραχτεί τα ελληνικά σύνορα ή την καταπίεση μειονοτήτων στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν,  δεν εξυπηρετεί σε τίποτα. Και δεν είναι τυχαία η ισχνή καταγγελτική αναφορά τέτοιων ιστοριών (ή για την ακρίβεια ορισμένων μάλιστα πτυχών τους) σχεδόν πάντα στο περιθώριο κειμένων, σχεδόν πάντα με αστερίσκους και παρενθέσεις και σχεδόν πάντα με ένα ενοχικό ύφος ντροπής.

Καμία εντύπωση επομένως δεν μπορεί να προκαλεί και η στάση κομματιών της αριστεράς στο ζήτημα του Μακεδονικού και τη Συμφωνίας των Πρεσπών, όπου και εκεί φαίνεται να τηρούν την ίδια στάση συμπόρευσης με την εθνικοφροσύνη κάτω από το λάβαρο του αντί- ιμπεριαλισμού.
Μιλώντας για την Συμφωνία ωστόσο, καλό είναι να διευκρινιστούν και κάποια θέματα αναφορικά με αυτήν και πως αντιτάσσονται από αντί- ιμπεριαλιστική σκοπιά διάφορες δυνάμεις της αριστεράς.
Η Συμφωνία των Πρεσπών απο τη στιγμή που θα είναι τετελεσμένο γεγονός, θα επιταχύνει εξελίξεις, που αναμφίβολα εξυπηρετούν τις δυτικές δυνάμεις. Η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, εφόσον έχει λυθεί το ονοματολογικό, συντείνει στην περικύκλωση της Ρωσίας και στον περιορισμό της Τουρκικής διείσδυσης στα Βαλκάνια, οπότε από αυτήν την άποψη η Συμφωνία έχει προφανώς και έναν συγκεκριμένο ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα που ευνοεί ξεκάθαρα τις Δυτικές δυνάμεις.

Από την άλλη η Συμφωνία αυτή δεν παύει να είναι μια επίδειξη ισχύος της Ελληνικής πλευράς επί της γειτονικής χώρας, την οποία αναγκάζει πέραν της αλλαγής του ονόματος της, να προβεί και σε συνταγματικές αλλαγές οι οποίες ( πολύ σημαντικό σημείο αυτό) παύουν να αναγνωρίζουν την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας έξω από τα σύνορα της, πράγμα το οποίο είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με την λεγόμενη εθνική γραμμή για πάνω από 100 χρόνια.

Από την πρώτη στιγμή που ξανά προέκυψε το θέμα στην επικαιρότητα το 1992 με την σταδιακή κατάτμηση της Γιουγκοσλαβίας και την αυτονομιστική διάθεση των σλαβομακεδόνων της γιουσκοσλαβίας το Ελληνικό κράτος άρχισε από τη μία να αγχώνεται μήπως εκδηλωθούν αντίστοιχες τάσεις στις εναπομείνασες σλαβομακεδονικές μειονότητες της Ελλάδας, ενώ από την άλλη διαφάνηκε μια ευκαιρία για την εκπλήρωση ενός ακόμα μεγάλου εθνικού στόχου που άκουγε στο όνομα “σύνορα με τη Σερβία”. Πλέον είναι γνωστό ότι υπήρχαν, έστω επί χάρτου ή σε επίπεδο διαβουλεύσεων, σχέδια σύμπραξης με το καθεστώς Μιλόσεβιτς και το ανάδελφων έθνος των Σέρβων ομόθρησκων μας, ακριβώς με στόχο τη μεθόδευση αυτής της γειτνίασης. Η εθνικιστική υστερία της δεκαετίας του 1990 με αφορμή το Μακεδονικό κινιόταν σε αυτούς τους δύο άξονες. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα κεντρικά συνθήματα που δονούσαν τις κατά πολύ μαζικότερες από τις σύγχρονες τους συγκεντρώσεις, ήταν το ” Η Μακεδονία είναι μία – Σύνορα με τη Σερβία”. Ούτε τυχαία ήταν η πλύση εγκεφάλου και η ανελέητη προπαγάνδα των ΜΜΕ για την προ-αιώνια ελληνο-σερβική φιλία, και σίγουρα δεν ήταν καθόλου τυχαία η εθελοντική συμμετοχή κομματιών της ελληνικής ακροδεξιάς στις εχθροπραξίες του γιουγκοσλαβικού μετώπου, πλάι πλάι με τους Σέρβους αδερφούς τους, των οποίων τα μαχαίρια στόμωναν στην Σεμπρένιτσα. Όμως για την αντί-ιμπεριαλιστική αριστερά αυτά ήταν ψιλά γράμματα, σημασία έχει ο καημένος ο Μιλόσεβιτς, αυτό το παρεξηγημένο παιδί, εκθρονίστηκε πριν κατασφάξει ολόκληρη τη Βοσνία.

Από τότε ως τώρα η αντί- ιμπεριαλιστική αριστερά παραμένει εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δυο γραμμές: πως θα καταφέρει από τη μία, και να μην υιοθετήσει ένα λόγο που θα την κολλήσει στον τοίχο με χαρακτηρισμούς του παρελθόντος, που είναι εύκολο να βγουν από το συρτάρι ,και πως θα διατηρήσει ταυτόχρονα μια αντί- αμερικανική και αντί-ιμπεριαλιστική στάση. Αυτή η σχιζοειδής πολιτική συμπεριφορά οδηγεί και στα γνωστά σουρεαλιστικά έκτροπα του να βλέπουμε τον Μίκυ Θεοδωράκη βασικό ομιλητή στις συγκεντρώσεις με χειροκροτητές μέλη της Χρυσής Αυγής, ενώ το παρόν στα συλλαλητήρια δίνουν αριστερά κόμματα όπως η Λαϊκή Ενότητα και η Πλεύση Ελευθερίας με το Λαφαζάνη και την Κωνσταντοπούλου και τους οπαδούς τους, να λένε οπού βρεθούν και όπου σταθούν, πως δεν είναι όλοι οσοι κατεβαίνουν στα συλλαλητήρια φασίστες ή το άλλο, το ακόμα πιο νόστιμο: ” ας μη χαρίζουμε όλον αυτόν τον κόσμο στη Χρυσή Αυγή”. Ακόμα και η παρουσία του Λαφαζάνη σε μια εκπομπή φασιστικών προδιαγραφών, σε κανάλι ξεκάθαρης αντίστοιχης πολιτικής κατεύθυνσης, είναι πλήρως κατανοητή και συνεπέστατη το διχως άλλο, ειδικά αν λάβουμε υπό όψιν μας τα παραπάνω.

Στην όλη φαιδρότητα αυτού του κλίματος συγκαταλέγεται και η σε βαθμό εμμονής άρνηση αρκετών αριστερών ομάδων και παρατάξεων να αναφέρονται στην γειτονική χώρα με την επίσημη προσωρινή ονομασία της ολόκληρη, δηλαδή ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ή εστω με τα ελληνικά αρτικόλεξα Π.Γ.Δ.Μ., αλλά κάνοντας χρήση των αγγλικών αρτικόλεξων που προκύπτουν από τη διεθνή ονομασία Former Yugoslav Republic of Macedonia, ήττοι FYROM. Η δικαιολογία φυσικά για αυτό είναι ότι η διεθνής ονομασία είναι πιο επίσημη αλλά κάνει μπαμ πως πρόκειται απλώς για ένα γελοίο πρόσχημα που δεν παύει παράλληλα να αποτελεί και ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση. Η πραγματικότητα είναι, όσο αστείο κι αν φαίνεται, ότι απλά αποφεύγουν κάθε χρήση της ελληνικής σύνθετης ονομασίας που περιέχει τον όρο Μακεδονία για λόγους ακροατηρίου, ενώ με το FYROM, καθότι ξενόγλωσσο, και φέρνοντας πιο πολύ σε κανονική και ενιαία ονομασία παρά σε αρτικόλεξα, κρατούν την ισορροπία που θέλουν. (Μια μεγάλη πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία εξακολουθεί βλακωδώς και από άγνοια να θεωρεί το FYROM κανονικό όνομα και όχι αρτικόλεξα).

 

Εξάλλου όλη η επιχειρηματολογία της αντί-ιμπεριαλιστικής αριστεράς στο θέμα του Μακεδονικού είναι φαιδρή. Μιλούν ας πούμε αναφερόμενοι στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ένα κράτος κατασκεύασμα των ΝΑΤΟικών επιδιώξεων και ένα έθνος φάντασμα, ξεχνώντας ότι αποτελούν πολίτες ενός κράτους, εξίσου κατασκευάσματος των Μεγάλων Δυνάμεων και μέλη ταυτόχρονα του μεγαλύτερου στρατιωτικού συνασπισμού της εποχής, της Ιεράς Συμμαχίας, χωρίς τη βοήθεια των οποίων ελληνικό κράτος δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Βέβαια εδώ έχουμε άλλον έναν ακόμα μύθο που αποφεύγει η αριστερά να συγκρουστεί μετωπικά μαζί του που δεν είναι άλλος απο το μύθο της περήφανης εθνικής παλιγγενεσίας που επετεύχθη με το σπαθί στο χέρι και χάρη στην εθνική ελληνική λεβεντιά, και όχι επειδή οι ραγιάδες της εποχής ήταν διατεθειμένοι να υποσχεθούν μέχρι και στους Εσκιμώους ότι θα γίνουμε ταπεινό προτεκτοράτο τους. Ακόμα μια αριστερή υπόκλιση στην Εθνικοφροσύνη.

Παραβλέποντας όμως την προφανή παραπάνω γελοιότητα, καλό είναι να αναλογιστούμε τι συνεπάγεται αυτή η διαρκής άρνηση αναγνώρισης της γειτονικής κρατικής οντότητας σε μια ιδεολογική μάλιστα συμπόρευση με την ακροδεξιά. Αν δεν είναι αυθεντικό κρατικό μόρφωμα και έθνος τότε ποιανού κράτους επικράτεια είναι η ΠΓΔΜ, και ποιανού έθνους τμήμα αποτελεί ο πληθυσμός της; Μήπως της Σερβίας η μήπως της Αλβανίας; Ή μήπως της Βουλγαρίας; Ή τέλος μήπως της Ελλάδας που στιγμή δεν έχει σταματήσει να ονειρεύεται σύνορα με την Σερβία;
Προκύπτει λοιπόν ότι ανεξάρτητα από την αποδοχή ή μη, του δικαιώματος των γειτόνων μας στον αυτοπροσδιορισμό τους ως Μακεδόνες, αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει, είναι η μη αποδοχή του δικαιώματος τους στην αυτονομία. Όντας σε ομηρία το γειτονικό κράτος για το πως θα ονομάζεται και επομένως με ποιούς όρους θα αναγνωριστεί επίσημα η αυτοδιάθεση του ως έθνος και λαός, παραμένει σε ένα διαρκές καθεστώς ανασφάλειας, που ευνοεί όλους τους γειτονικούς μεγαλοιδεατισμούς να αναπτύσσονται και να προσπαθούν να βρουν ευκαιρία να αναζητήσουν διεύρυνση του ζωτικού τους χώρου.

Εξάλλου  επίσης δεν ειναι τυχαίο ότι τα προηγούμενα από την ανακίνηση του ζητήματος χρόνια, υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα διεθνή φόρα, τους κύκλους διπλωματών αλλά και στις διαρροές μυστικών υπηρεσιών και υπουργείων εξωτερικών διαφόρων χωρών, σενάρια περί διαμελισμού της ΠΓΔΜ και διαμοιρασμού της στις γειτονικές βαλκανικές χώρες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Σταχυολογώντας δηλώσεις επισήμων διεθνών παραγόντων την εποχή αυτή θα διαπιστώσουμε πόσο διαδεδομένη υπήρξε η σεναριολογία διαμελισμού της Μακεδονίας: μεσα στο 2017 ο Αμερικανός πολιτικός, συνεργάτης του Τραμπ και πρόεδρος της υποεπιτροπής του Κογκρέσου για θέματα Ευρώπης, Ντάνα Ροραμπάχερ, δηλώνει σε αλβανικό τηλεοπτικό δίκτυο ότι τα Σκόπια είναι ένα αποτυχημένο κράτος κατασκεύασμα, που πρέπει να διαλυθεί και τα εδάφη του να διαμοιραστούν στους γείτονές του. Δύο χρόνια πριν το Μαϊο του 2015 τον Μάιο του 2015, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, είχε αναφέρει, μιλώντας στην Ανω Βουλή, στη Μόσχα, ότι υφίσταται ζήτημα ενδεχόμενης μετατροπής του κράτους των Σκοπίων σε μια χαλαρή ομοσπονδία με καντόνια ή διχοτόμησης του μεταξύ Αλβανίας και Βουλγαρίας. (Βλ.https://m.tribune.gr/world/news/article/341092/allages-sinoron-sta-valkania-diamelismos-skopion-ke-aftonomia-tis-vorias-ipirou.html, 18 Μαρτίου 2017). Όχι πολύ καιρό μετά θα αρχίσουν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας ελληνικά δημοσιεύματα που μιλούν για απόρρητη έκθεση της Interpol που προβλέπει “ακυβερνησία, χάος και διαίρεση των Σκοπίων”. Πιο συγκεκριμένα η αρμόδια κοινοτική επίτροπος, Φεντερίκα Μογκερίνι, φέρεται να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και να προειδοποιεί “για εξελίξεις που μπορεί να βάλουν «φωτιά» σε ολόκληρη την περιοχή“, εμπλέκοντας στην κρίση των Σκοπίων την Αλβανία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα , ενώ η έκθεση φέρεται να αναφέρει ότι για πρώτη φορά εμφανίστηκαν μεσαία άρματα μάχης στο Τέτοβο, μια πόλη στην οποία κυριαρχεί το αλβανικό στοιχείο, προβλέποντας “ότι είναι ζήτημα χρόνου να ξεσπάσει σύγκρουση, η οποία θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στον διαμελισμό των Σκοπίων“. (Βλ. https://m.tribune.gr/world/news/article/345448/aporriti-ekthesi-tis-europol-vlepi-chaos-sta-skopia-ke-pithano-diamelismo.html, 1 Απριλίου, 2017) .

Ένα χρόνο περίπου νωρίτερα, κάπου μέσα στο 2016 γνωστή αλβανική ιστοσελίδα ( Lajmi.net ) θα αποκαλύψει πως ο πρώην επικεφαλής της βρετανικής πρεσβείας στη Μπάνια Λούκα και διευθυντής του οργανισμού «Νιου Γιούροπ» που ασχολείται με την αξιολόγηση των κινδύνων στη νοτιοανατολική Ευρώπη, Τίμοτι Λες, σε βιβλίο που έχει γράψει περιγράφει πως θα διαμελιστούν σταδιακά τα ” ΣΚΟΠΙΑ” μέσα στο προσεχές χρονικό διάστημα, με την Αλβανία να είναι πρώτη στο χωρό των διεκδικήσεων. Όλα αυτά θα δρομολογηθούν, όπως περιγράφει ο Τίμοτι Λες, απο την διαδοχική επανάφλεξη διαφόρων μειονοτικών ζητημάτων στο Βαλκανικό χώρο που θα σαρώσουν την ΠΓΔΜ με όλες τις γειτονικές της χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, να βγαίνουν κερδισμένες. ( Βλ. https://amp.newsbomb.gr/bomber/prionokordela/story/704079/vretanos-diplomatis-vlepei-diamelismo-ton-skopion-se-alvania-voylgaria-ellada, 12 Ιουνίου 2016).

Το κατα πόσον όλα αυτά τα σχόλια, δηλώσεις, εκθέσεις κτλ, το παρασκήνιο πίσω απο αυτά και το κλίμα που δημιουργούσαν, απηχούσαν έναν πραγματικό κίνδυνο διαμελισμού της ΠΓΔΜ ή αν ήταν απλώς μια τεχνητή συνθήκη πίεσης για να προετοιμαστεί το έδαφος να υποκύψουν στους ελληνικούς εκβιασμούς προκειμένου να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, μικρή σημασία έχει. Είτε έτσι είτε αλλιώς, είτε ως πραγματικός κίνδυνος, είτε απλά ως απειλή και εκβιασμός, το κλίμα ήταν αρκετό ώστε να ξαναθρέψει μεταξύ άλλων τον υποβόσκων ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό.

Η Συμφωνία των Πρεσπων επομένως κινείται, εκτός των άλλων, σε ένα πνεύμα πολιτικού ρεαλισμού, παρόμοιο με εκείνο του Συμφώνου Ελληνοτουρκικής Φίλιας του 1930, που υπογράφηκε ανάμεσα σε Βενιζέλο και Κεμάλ, τερματίζοντας τα απομεινάρια του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού για επανάκτηση της Πόλης και της Αγιάς Σοφιάς (όταν δηλαδή εξισώθηκαν οι περιουσίες των ανταλλάξιμων πληθυσμών) . Έτσι και τώρα, με αυτή τη Συμφωνία τερματίζονται τα θλιβερά, αλλα διόλου αμελητέα, απομεινάρια του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού για “σύνορα με τη Σερβία” και από αυτήν την άποψη μόνο έτσι εξηγείται το κεντρικό μότο” πουλήσατε τη Μακεδονία”. Ποια Μακεδονία πουλήθηκε αλήθεια ; Μα φυσικά η “Βόρεια Μακεδονία της Ελλάδος”, την οποία αναγνωρίζοντας την επίσημα, ως άλλο κράτος υπό αυτό το όνομα, κάθε προσπάθεια διεκδίκηση της θα μας εξέθετε διεθνώς και πιθανόν να προκαλούσε αντιδράσεις ακόμα και την πιθανότητα ξένης επέμβασης. Γιατί κάπως έτσι λειτουργούν αυτά τα πράγματα από ότι έχει δείξει μέχρι τώρα η ιστορική εμπειρία. Να γιατί βλέπουμε να ξεσηκώνεται κάθε είδους εθνικιστικό κατακάθι που ποιος ξέρει που ήταν καταχωνιασμένο προηγουμένως, όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Η στάση της αριστεράς λοιπόν, και μάλιστα εκείνης της αριστεράς που σε ένα ντελίριο πατριωτικού αντί-ιμπεριαλισμού συμπλέει σε κοινά μέτωπα με κάθε πτυχή της εθνικοφροσύνης,φτάνοντας στο σημείο του να λέει πως δεν υπάρχει και πως δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα μακεδονικής μειονότητας, αλλά ότι πρόκειται περί νατοικής προπαγάνδας, δε φτύνει μόνο το παρελθόν της. Κάνει κάτι πολύ χειρότερο. Ξεπλένει τις εγκληματικές πολιτικές ενός επεκτατικού στις αρχές του 19ου αιώνα κράτους, που χαρακτηρίζονται από μεγάλης κλίμακας σφαγές που ίσως μόνο για τεχνοκρατικούς λόγους ( επι της διαφοράς των ποσοστών δηλαδή) να μη μπορούν να χαρακτηριστούν ως εθνοκάθαρση, αλλά που στην ουσία τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους έχουν αυτά τα στοιχεία. Χρησιμοποιεί μάλιστα το προκλητικό επιχείρημα ότι “εντάξει και οι άλλοι τα ίδια έκαναν”.

Ξεπλένει επίσης και τα εγκλήματα του ελληνικού κράτους στη μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου εποχή, καθώς αν δεν υπήρξε ποτέ μακεδονική μειονότητα, τότε δεν θα υπήρξαν και τα φερόμενα ως εγκλήματα εναντίον της. Εμπνευσμένη πολιτική αλήθεια. Υπάρχουν πολλά κράτη που θα έπρεπε να τη ζηλεύουν παριστάνοντας ότι οι μειονότητες εναντίον των οποίων εγκλημάτησαν στο παρελθόν απλώς δεν υπήρξαν, άρα δεν υπήρξαν και εγκλήματα εναντίον τους. Εδώ στο Ελλάντα φημιζόμαστε για την πονηριά μας εξάλλου.

Το αστείο όμως είναι ότι τελικά, και παρά τις σχετικές κορώνες για ξεπούλημα της Μακεδονίας, την επισημοποίηση της άρνησης της ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας και επομένως και των εγκλημάτων εις βάρος της, έρχεται να σφραγίσει η ίδια η Συμφωνία των Πρεσπών που αναγκάζει το γειτονικό κράτος να παραδεχτεί και Συνταγματικά πλέον ότι δεν αναγνωρίζει μακεδονικές μειονότητες στην Ελληνική επικράτεια. Ξέρουμε τι σημαίνει αυτό; Ότι έτσι όλα αυτά τα εγκλήματα δε θα αναγνωριστούν ποτέ. Ότι ποτέ κανένας επίσημος φορέας δε θα μπορέσει να θέσει υπο όψιν κάποιου διεθνούς οργανισμού τα γεγονότα της περιόδου 1904-1913 αλλά και της επόμενης από αυτής ως το 1949, ή να μιλήσει για το ότι σλαβομακεδόνες με ελληνική υπηκοότητα και οι απόγονοι τους , παρέμειναν εξόριστοι χωρίς δικαίωμα επιστροφής, και μετά το 1980 και ότι οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν παράνομα. Σημαίνει ότι κανένας ποτέ δε μπορέσει να εγείρει ζήτημα οικονομικών αποζημιώσεων όυτε άλλων αντίστοιχων αξιώσεων και ότι μια ανοικτή πληγή για την ελληνική εξωτερική και εσωτερική πολιτική έκλεισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τηρουμένων των αναλογιών. Και ουρά αυτής της πολιτικής γίνεται κάθε αριστερή φωνή που κραυγάζει σε αντί- ιμπεριαλιστικό παροξυσμό ότι το μακεδονικό μειονοτικό ζήτημα το δημιουργεί ο ευρο-ατλαντικός ιμπεριαλισμός και οι κακοί Αμερικάνοι.

Τέλος τα πιο γελοία όλων των επιχειρημάτων που ακούγονται απο αντί- ιμπεριαλιστικά χείλη, είναι εκείνα που στεκόμενα κριτικά (sic) στον εθνικιστικό παροξυσμό των γειτόνων μας, που βλέπουν τους εαυτούς τους ως απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επισημαίνουν την ύπαρξη ατζέντας σκοπιανού αλυτρωτισμού και αναθεωρητισμού της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.

Προσπερνώντας τα περί “Σκοπιανου Αλυτρωτισμού”, που ξεπερνούν σε αστειότητα μεχρι και τις φωνές που μιλούν για παλαιστινιακό αλυτρωτισμό έναντι του Ισραήλ, δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε την παρανοϊκή στάση των αριστερών πάνω στις διεθνείς συμφωνίες που επιβάλουν Μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε κατώτερες. Ενώ είναι γνωστό ότι όλοι οι όροι του Διεθνούς Δικαίου αλλά και η φιλοσοφία του είναι κτισμένη πάνω σε διεθνείς συμφωνίες που υπεγράφησαν, ακριβώς βάση ιμπεριαλιστικών βλέψεων και αντίστοιχων συσχετισμών δυνάμεων, η αριστερά άλλες φορές προχωρά σε καταγγελία του Διεθνούς Δικαίου και άλλες το επικαλείται ξανά, κατά πως την συμφέρει, σε μια ξεκάθαρη συμφεροντολογική αλα καρτ λογική .

Απόρροια της παραπάνω λογικής είναι και το γεγονός ότι  η ελληνική αντί-ιμπεριαλιστική αριστερά μπορεί να καταγγέλλει βάση διεθνούς δικαίου την Τουρκική εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου, αλλά να θεωρεί διεθνιστικό καθήκον τη Ρωσική εισβολή και κατοχή της Κριμαίας, ενώ και οι δύο περιπτώσεις είχαν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά: τόσο η Τουρκία το 1974 όσο και η Ρωσία το 2014, προχώρησαν στις προαναφερόμενες εισβολές με το επιχείρημα της διασφάλισης της ακεραιότητας των μειονοτήτων τους από εθνικιστικές πραξικοπηματικές κυβερνήσεις που τις έθεταν σε κίνδυνο. Το γιατί η μια περίπτωση είναι εισβολή και κατοχή ενώ η άλλη διεθνιστικό καθήκον βέβαια μόνο το μυαλό ενός έλληνα αντί-ιμπεριαλιστή μπορεί να το καταλάβει. Ίσως μάλλον γιατί το ποσοστό επι του συνολικού πληθυσμού, των ρωσόφωνων της Ουκρανίας να ήταν μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό τουρκοκυπρίων. Βέβαια αυτό είναι μια καθαρά ποσοτική διαφορά και ουδόλως ουσιαστική αλλά μικρή σημασία έχει μπροστά στο αντι- ιμπεριαλιστικό τυφλοσούρτη.

Το ανησυχητικό σε όλα αυτά βέβαια, και ο λόγος που χρειάζεται να αντιληφθούμε τη σχετική αντιπαράθεση πάνω στο Μακεδονικό σε μια σφαιρικότητα, είναι ότι παρατηρείται η επανενεργοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της πατριωτικής και εθνικιστικής βάσης που βρισκόταν εν υπνώσει, και ότι αυτή η βάση έχει ερείσματα σε νευραλγικούς θεσμούς και υπηρεσίες του συστήματος, που σε αντίστοιχες καμπές στο παρελθόν είχαν αντιδράσει σπαμωδικά, κι ενω κάτι τέτοιο φάνταζε μάλλον απίθανο.

Αυτό που θα πρέπει να μας ανησυχεί λοιπον στην περίοδο που διανύουμε, δεν είναι μονάχα οι δυναμικές που βλέπουμε στο προσκήνιο αλλά κι αυτές που δεν βλέπουμε, γιατί μένοντας μόνο στις υπεραπλουστεύσεις περί αρμονικής σχέσης αστικού κράτους-παρακράτους, ξεχνάμε, ότι ουκ ολίγες φορές αυτές έχουν διασαλευτεί και περιέλθει σε μια πλήρως αντιδιαλεκτική φάση. Το γεγονός μάλιστα ότι σε όλο αυτό το κλίμα έχουν υπάρξει και αριστερές αντί- ιμπεριαλιστικές πινελιές κάνει τα πράγματα να φαντάζουν ακόμα πιο δυσοίωνα. Γιατί όταν όλα μπλέκουν και όταν όλα συναντιούνται σε ένα θολό πεδίο επίκλησης του Έλληνα λαού, που πάντα ξέρει και ποτέ δεν καταλαβαίνει που παν τα τέσσερα, οι κριτικές στάσεις υποχωρούν ολοένα και περισσότερο και αυξάνει η σύγχηση η θολούρα και ο λαϊκισμός. Παράγοντες που γεννάνε τέρατα. Αν μη τι άλλο κι αυτό ιστορικά βεβαιωμένο.

Τα λούνα παρκ της βίας

Ο δημόσιος διάλογος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει εξελιχθεί δραματικά στη νέα εποχή. Έχει αναχθεί σε μέγιστο διαμορφωτή των δημόσιων ατζεντών και έχει προχωρήσει εκρηκτικά στην με ολοένα και νέους τρόπους ανάδειξη νέων ζητημάτων και προβλημάτων , πράγμα που δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον τρόπο που διαδραματίζονται πλέον και οι ανταλλαγές απόψεων και αντιπαραθέσεις εντός των πολιτικών ριζοσπαστικών κινημάτων. Η ευκολία χάρη στην οποία μπορούν να κατατεθούν απόψεις και να υποστηριχθούν, πολλές φορές μάλιστα με μεγάλες δόσεις ειρωνίας, ξερολίασης, εριστικότητας κτλ, έχει προσδώσει ένα άλλο ποιοτικό επίπεδο σε αυτο που εως τώρα αποκαλούσαμε πολιτική ζύμωση. Υπάρχουν πολλά γνωρίσματα αυτής της νέας ποιότητας πολιτικής διαλεκτικής ένα από τα οποία είναι και η εύκολη πρόκληση κρίσεων ηθικού πανικού ειδικά πάνω σε αμφιλεγόμενα θέματα . Αυτές οι κρίσεις αποκτούν χαρακτηριστικά διαδικτυακής μαζικής υστερίας, η οποία εξαπλώνεται απλα με ένα κλικ και μετά παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας. Αυτό φυσικά είναι μια γενικότερη διαδικτυακή συμπεριφορά στις μέρες μας αλλά ειδικά σε ότι αφορά το ριζοσπαστικό κίνημα βλέπουμε να υπεισέρχεται ακόμα και σε πεδία μείζονας πολιτικής αντιπαράθεσης είτε σε κεντρικά είτε σε λιγότερο κεντρικά θέματα ενώ πολύ συχνά γίνεται και εργαλείο προώθησης πολιτικών ατζεντών.

Μπροστά σε αυτή την ακραία περίπτωση μαζικής υστερίας και κρίσης ηθικού πανικού που έχει προκληθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αφορμή τον ξυλοδαρμό ενός καθ’ ομολογίαν δολοφόνου-βιαστή της νεαρής κοπέλας στη Ρόδο από κρατούμενους στις φυλακές ανηλίκων στην Αυλώνα μάλλον θα πρέπει να επισημανθούν μερικά πράγματα που οι τόσοι πολλοί “φυλακολόγοι” της επικαιρότητας τείνουν να ξεχνούν.

Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν, σε περίπτωση που υπήρχε κανένα μπέρδεμα εως τώρα, ότι οι φυλακές δεν είναι ωραίο μέρος. Αν νόμιζε κανείς το αντίθετο έκανε λάθος. Οι φυλακές είναι άσχημες. Πολύ άσχημες.Έίναι περιβάλλοντα ακραίας βίας. Η ίδια τους η ύπαρξη είναι δομημένη πάνω στη βία και αποσκοπεί στην επιβολή της βίας. Η ίδια η φύση του εγκλεισμού και ο καθημερινός έλεγχος στα σώματα και τα μυαλά των κρατουμένων είναι βία. Η διαρκής επισφάλεια της διαρκούς ομηρίας απο εκδικητικούς μηχανισμούς και ανθρωποφύλακες είναι βία. Οι διαρκείς εξαναγκασμοί, οι προσβολές, οι εξευτελισμοί, τα ξεγυμνώματα, τα σκήψε βήξε και τα ψαχουλέματα, οι ψυχολογικοί εκβιασμοί, το δηλητήριο της ελπίδας για τα διάφορα ευεργετήματα που σου βγαίνει η ψυχή να τα περιμένεις μόνο και μόνο για να σου τα απορίψουν ξανά και ξανά και ξανά, οι άθλιες συνθήκες , η αδιαφορία των γιατρών, η αίσθηση ότι μπορεί να πεθάνεις από ένα απλό πονόδοντο, οι κακομεταχειρήσεις ακόμα και τα ξύλα ,όταν και όπου, όλα αυτά είναι βία. Μια βία που δεν έχει τη φιλμική γοητεία και την σκοτεινή λάμψη της νουάρ λογοτεχνίας. Μια βια απολύτως αληθινή, γήινη, ανελέητη, συντριπτική που δεν έχει τίποτα το ελκυστικό, και που δημιουργεί τους όρους αναπαραγωγής της και μεταξύ των ίδιων των κρατουμένων με διάφορες μορφές και ξεσπάσματα, ενώ ταυτόχρονα τους καταστρέφει, τους διαστρέφει βαθιά, χωρίς επιστροφή πολλές φορές, και άλλες τους τσακίζει, τους τρελαίνει, τους οδηγεί σε αυτοκτονίες… Αν οι πόλεμοι είναι η χώρα της βίας , οι φυλακές είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα της.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθεσουμε πως και ο κοινωνικός χάρτης είναι τέτοιος ώστε η κατανομή των κρατουμένων να έχει ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα. Η προέλευση των κρατουμένων στην πλειοψηφεία των περιπτώσεων προέρχεται από κοινωνικά περιβάλλοντα κατώτερης κοινωνικής υποστάθμης, περιβάλλοντα φτωχοποιημένα, περιθωριοποιημένα , εξαθλιωμένα με την κοινωνική αδικία να είναι ο δικός τους διάτων αστέρας , σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι σε συγκριτικά πιο προνομιούχες κοινωνικές πραγματικότητες. Και κοινωνική αδικία σημαίνει ξανά βία. Η βια λοιπόν είναι η μόνη γλώσσα που γνωρίζει, μιλάει και κατανοεί συνήθως η πλειοψηφεία των παραβατικών υποκειμένων που καταλήγουν στις φυλακές πριν καν καταλήξουν σε αυτές. Μιλάμε για κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία η βία μπορεί να είναι μόνιμη συνθήκη , πάντα και παντού παρούσα, σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Πολλές φορές η φυλακή μοιάζει ως απλώς η φυσική κατάληξη για τέτοια υποκείμενα, μια κατάσταση από την οποία η ζωή τους πολύ δύσκολα θα μπορέσει να απεμπλακεί, αν απεμπλακεί. Μια ζωή που ξοδεύεται σε αυτόφορα , σε κρατητήρια, σε ανακριτικά γραφεία τσαλακωμένη μέσα σε χαρτούρες και δικόγραφα, στριμωγμένη σε κλούβες και περιπολικά, τσακισμένη από το ξύλο των μπάτσων για να μιλήσεις ή επειδή απλά. Μια ζωή κατεστραμένη, βουλιαγμένη μέσα στη βία, χωρίς παράθυρο ελπίδας, χωρίς σωτηρία, χωρίς τίποτα απολύτως παρά μόνο απόγνωση και απελπισία. Ειδικά για τις περιπτώσεις ανηλίκων που ξεκινούν να γδέρνουν τις ζωές τους σε αυτό το μύλο από τα πιο τρυφερά τους χρόνια, και που πιθανότατα δε θα γνωρίσουν καμιά άλλη διέξοδο.

Αυτά όλα δε σημαίνουν ότι οι κρατούμενοι είναι αγγελούδια επειδή είναι και θύματα. Δεν αποτελούν κάποιο εξιδανικευμένο κοινωνικό υποκείμενο (όπως και κανένα άλλο) που αποκτά αυτόματη ευσυνειδησία λόγω της ακραίας κοινωνικής αδικίας στην οποία υποβάλεται. Η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας μπορεί να είναι κάλιστα κραταιή και εντός “σωφρονιστικών καταστημάτων” . Η κουλτούρα της επιβολής, της δύναμης, της επίδειξης, της μαγκιάς αποθεώνεται σε ένα κατεξοχήν πατριαρχικό χώρο όπως αυτός των φυλακών γιατί και η πατριαρχία πάνω στα αυτά τα δεκανίκια στηρίζεται. Και ναι στις φυλακές συμβαίνουν πολλά περιστατικά ακραίας κανιβαλικης βίας μεταξύ κρατουμένων και συνήθως πάντα γίνεται με όρους δύναμης. Βίας βάρβαρης, ωμής, που δύσκολα γίνεται πιστευτή κι ακόμα πιο δύσκολα ξεχνάει κανείς ότι υπήρξε μάρτυρας τέτοιων περιστατικών.

Είναι σίγουρο ότι υπάρχουν πάρα πολλά να πει κανείς για τις φυλακές και το σκατόκοσμο τους ειδικά αν έχει περασει αρκετό καιρό στην κοιλιά του κήτους. Πολλά μπορεί να πει και χωρίς να έχει βρεθεί ούτε μια μέρα. Ότι κι αν λέμε ομως, όποιοι κι αν το λέμε δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια πραγματικότητα πολύ έξω από τις συμβατικές, όπου η κοινωνική πλειοψηφεία έχει μάθει να κινείται. Θα ήταν πολύ ωραίο να χτυπά κανείς τα δάχτυλα του και να γεννιέται επιφοίτηση πάνω σε διάφορα θέματα όπως πχ του αντι-σεξισμού, ή επί άλλων θεμάτων όπως η στοιχειώδης ενσυναίσθηση απέναντι στις άπειρες αδικίες που γεννά η καταπίεση (πράγμα το οποίο για ένα περίεργο λόγο το απαιτούν αρκετοί από τις πιο περιθωριακές κοινωνικές ομάδες ενώ θεωρούν ελιτισμό την ίδια ακριβώς απαίτηση από πιο ευπρόσωπες κοινωνικες ομάδες με καλύτερο προφίλ ακροατηρίου). Θα ήταν ωραίο τόσο για τους εντός όσο και για τους εκτός των τοιχών. Όμως η ζωή μας διδάσκει πως τέτοιες απαιτήσεις είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Με όλα αυτά είναι δυνατόν να αντιληφθούμε πως η ενορχήστρωση μιας πράξης αυτοδικίας εναντίον ενός βιαστή μέσα στις φυλακές δε θα μπορούσε να γίνει με τον όμορφο και ωραίο τρόπο που θα ήθελαν να δουν τα οπτικά μας νεύρα. Είναι δυνατόν να εμπεριέχει βία, ακόμα πιο ακραία από αυτή που εμπεριέιχαν τα βίντεο από Αυλώνα. Είναι δυνατόν να ακουστούν πολύ πιο χυδαίες και σεξιστικές βρισιές από αυτές που ακούστηκαν τώρα . Αλλά μέσα σε ένα σύμπαν ακραίας βίας αυτά είναι μια κανονικότητα. Και είναι υποκρισία να σοκαριζόμαστε όταν ξέρουμε πολύ καλά ότι στην ημερήσια διάταξη των απειλών σχεδόν σε πάσα συνθήκη και ειδικα μεταξυ αντροπαρέων , βρίσκεται το ” θα σε γαμήσω ρε μουνόπανο” , ακόμα και μέσα στον αγγελικά και αντισεξιστικά φτιαγμένο αριστεροαναρχικό μας χώρο.

Η επιδίωξη της επικοινωνίας της πράξης με οπτικοακουστικό υλικό αντανακλά πολλά σημαινόμενα επίσης. Μέσα στις αντεστραμένες σκιές του θεάματος οι κρατούμενοι νιώθουν ότι τέτοιες δημόσιες περιπτώσεις κρατουμένων για τόσο απεχθή και ειδεχθή εγκλήματα προσφέρονται ώστε να βγει προς τα έξω στην κοινωνία ένα πιο “καλό” πρόσωπο των κρατουμένων. Για να πάρουμε τον κόσμο με το μέρος μας. Να στήριζει και καμιά φωνή τους αγώνες κρατουμένων δήθεν πειδη σε τελικη ανάλυση διατηρούν κάποια κριτήρια σε σχέση με κάποιες εγκληματικές πράξεις. Μας θυμίζει κάτι αυτό σαν λογική; Μας φέρνει τίποτα στο μυαλό αυτός ο πρωτόλειος λούμπεν φυλακίστικος λαϊκισμός;

Ωστόσο όπως πάντα και παντού η αλήθεια δεν είναι μια και δεν είναι μονοδιάστατη. Το μίσος για τους βιαστές στις φυλακές δεν προκύπτει μόνο από την ανάγκη μιας λαϊκίστικης εξωστρέφειας. Προκύπτει και από το αγνό πατριαρχικό αίσθημα υπεράσπισης της αρσενικής τιμής όταν βιάζεται κάποιο θυληκό της οικογένειας. Η αντίληψη ότι ο βιασμός των θυληκών προσβάλει τα αρσενικά προστάτες που δεν μπορούν να τα προστατέψουν είναι έστω και υποσυνείδητα πολύ ισχυρή, ακόμα κι αν τα θύματα είναι αγνωστα . Γιατί κατά τα άλλα θα μπορουσε να συμμετέχει σε ένα λιτζάρισμα βιαστή κι ένας τύπος που σιδέρωνε μέχρι θανάτου μια γιαγούλα για ένα 50ευρο.

Ύπάρχουν επίσης και εκείνοι που όσο ειδεχθή κι αν είναι ίσως τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει, χάρη σε συσχετισμούς δύναμης δε θα πειραχτούν ποτέ μάλλον. Και λοιπόν; Προκύπτει απο κάποιο αξιακό στάνταρ το “όλοι ή κανένας” ; Γιατι ενίοτε προκύπτουν και άνθρωποι ,μέσα σε αυτό το βάλτο που τσαλαβουτούν και βουλιάζουν τόσες ψυχές, που διατηρούν ένα πηγαίο μίσος για καθάρματα οπως είναι οι βιαστές και οι πρακτικές τους. Και ναι ειναι δυνατόν αν τους δωθεί η ευκαρία να επιβάλουν τη δική τους δικαιοσύνη έτσι όπως την αντιλαμβάνονται. Με βία. Πολύ ίσως. Σοκαριστική ενδεχομένως για ένα απλό μάτι. Και με τη συνοδεία βρώμικων ύβρεων και απειλών. Πριν προσπαθήσουμε να προβάλουμε τα υπερστάνταρ μας σε τέτοιου τύπου αυτοδικίες και πριν εξισώσουμε την ισοπέδωση ενός βιαστή-δολοφόνου με το μέχρι θανάτου λιτζάρισμα ενός απλώς διαφορετικού από την κανονικότητα ατόμου από δυο υπερασπιστές της ατομικής ιδιοκτησίας ας σκεφτούμε μήπως απλώς έχουμε παρασυρθεί από κάποια νεα μαζική υστερία του διαδικτύου χωρίς κριτήρια.

Ίσως αυτό το δευτερόλεπτο αυτοσυγκράτησης να είναι καθοριστικό πριν αποφάσίσουμε να κουνήσουμε το δάχτυλο μας.