Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ- Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εδώ και αρκετά χρόνια (σχεδόν μία δεκαετία) σφοδρές αντιπαραθέσεις πλήττουν τον αναρχικό ριζοσπαστικό χώρο με αφορμή την πρόσληψη της έννοιας “κοινωνία”. Έχουν γραφτεί πολλά, έχουν ειπωθεί περισσότερα, έχουν διαμορφωθεί θέσεις, έχουν χωριστεί στρατόπεδα και έχουν σημειωθεί ρήξεις, εντάσεις και συγκρούσεις Ωστόσο αυτό που περισσότερο έχει μείνει στη δημόσια σφαίρα είναι ο καπνός από τις εντάσεις και τις προστριβές που εξακολουθεί να θολώνει το πεδίο και έτσι να μεγαλώνει το βαβελικό χάσμα που προκύπτει από την αμοιβαία πολλές φορές αδυναμία κατανόησης των θεωρητικών σχημάτων κάθε πλευράς.

Σε αυτό το σημείο θα ήταν ωφέλιμο να τεθούν οι βάσεις ενός ώριμου πολιτικού διαλόγου που ακόμα κι αν δεν καταφέρει να εξαφανίσει ως δια μαγείας όλες τις προκαταλήψεις που έχουν δημιουργηθεί, τουλάχιστον θα ξεκαθαρίσει λίγο το πεδίο γύρω από τη μυθολογία η οποία έχει περιβάλει τη λεγόμενη αντικοινωνική τάση της αναρχίας. Για να γίνει κάτι τέτοιο είναι μάλλον απαραίτητη μία σειρά διευκρινίσεων πάνω στην πρόσληψη κάποιων εννοιών όπως η κοινωνία, το αντικοινωνικό κτλ ώστε να μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος διάλογος. Ακόμα κι αν δεν προκύψουν συμφωνίες τουλάχιστον καλό είναι να ξέρουμε εμπεριστατωμένα γιατί διαφωνούμε.

i.Η κοινωνία ως έννοια και ιστορικές απαρχές των μεγάλων διαφωνιών

Θα υπάρχει ίσως σε κάποιους η εντύπωση πως η όλη αντιπαράθεση γύρω από την έννοια της κοινωνίας και τι είναι αυτή τελικά είναι κάπως πρόσφατη και απασχολεί αποκλειστικά τον ελληνικό αναρχικό χώρο. Οπωσδήποτε κάποιος κόσμος με περισσότερη εξοικείωση με την ιστορική παράδοση των ριζοσπαστικών κινημάτων θα είναι σε θέση να γνωρίζει ότι είναι ένα πολύ παλιό πεδίο γέννησης διαφωνιών και αντιπαραθέσεων και σίγουρα αυτός ο κόσμος δεν είναι λίγος. Ωστόσο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί κι εδώ πως το debate αυτό (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) ξεκινάει με το ξεπέρασμα του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα που κράτησε περίπου χίλια χρόνια και την επικράτηση του Αστικού Διαφωτισμού, των φιλελεύθερων ιδεών, την ανατροπή των παλιών συσχετισμών και τη δημιουργία νέων κοινωνικών διεργασιών που έφεραν στο προσκήνιο της ιστορίας τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Αρχικά η φιλελεύθερη σκέψη και διανόηση όπως αρχίζει και διατυπώνεται από τους πρώτους φιλοσόφους και διανοούμενους αυτού του ρεύματος αντιλαμβάνεται πως οι κοινωνίες εμφανίζονται ως το πλαίσιο των όρων συνύπαρξης μεταξύ των μελών μιας κοινότητας. Το λεγόμενο πέρασμά του ανθρώπου στην πολιτική κατάσταση συνοδεύεται ακριβώς από την αναγκαιότητα να τεθούν κάποια πλαίσια συλλογικής συνύπαρξης κι έτσι εμφανίζονται οι πολιτικές κοινωνίες που στην πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτά τα πλαίσια. Που όμως ακριβώς προκύπτει η διαφωνία και με ποιους;

Η “κοινωνία των πολιτών” αποτελεί για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία και ιδεολογία ένα σύνολο ατόμων που πρέπει να είναι ελεύθερα να συνέρχονται και να συνεταιρίζονται μεταξύ τους και καθώς το κάθε άτομο επιδιώκει το μέγιστο προσωπικό του συμφέρον , εν τέλει η συνολική επιδίωξη πολλών ατομικών προσωπικών συμφερόντων μαζί, λειτουργεί προς το συλλογικό συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας κρίνεται αναγκαία η τριπλή διάκριση των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική δηλαδή η πολιτική οργάνωση της κοινωνίας σε κράτος με σαφείς διαχωρισμένες αρμοδιότητες. Εδώ όμως προκύπτει η πρώτη σφοδρή ιδεολογική και φιλοσοφική σύγκρουση καθώς η Σοσιαλιστική σκέψη αντιλαμβάνεται την “κοινωνία των πολιτών” διαφορετικά. Για την ακρίβεια αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως το πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών, των τάξεων, οι οποίες έχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα και την μεταξύ τους σύγκρουση την ονομάζει ταξικό πόλεμο. Η σύγκρουση αυτή διεξάγεται με ευνοϊκούς όρους για μία τάξη, την αστική, η οποία και κατέχει τα μέσα παραγωγής που τροφοδοτούν την οικονομία της κοινωνίας και με δυσμενείς όρους για την άλλη τάξη την εργατική, της οποίας την δύναμη εκμεταλλεύεται η προηγούμενη. Στην σοσιαλιστική σκέψη το Κράτος είναι ο διαιτητής αυτής της σύγκρουσης με τρόπο που να υπερασπίζεται τη συνέχεια των συγκεκριμένων όρων με τους οποίους διεξάγεται η σύγκρουση, δηλαδή τη συνέχιση και μακροημέρευση της Ταξικής κοινωνίας.

Τετριμμένα και χιλιοειπωμένα πράγματα ωστόσο έχει μία σημασία να τα ξαναδούμε έστω και τόσο συνοπτικά για να σταθούμε σε ένα σημείο που ίσως φαντάζει λεπτομέρεια αλλά δεν είναι. Η σοσιαλιστική σκέψη δεν αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ταυτόσημη με την εργατική τάξη, δηλαδή το σώμα των καταπιεσμένων, των εκμεταλλευομένων, των κολασμένων, αλλά αντίθετα ως το ευρύτερο πεδίο μέσα στο οποίο μαίνεται ο ταξικός πόλεμος. Η κοινωνική επανάσταση λοιπόν δεν είναι η επανάσταση που θα κάνει η κοινωνία, αλλά η επανάσταση που θα κάνει η τάξη που είναι σε δυσμενέστερη θέση εντός της ταξικής κοινωνίας, δηλαδή το προλεταριάτο, κι αυτό με σκοπό να καταστρέψει την ταξική κοινωνία και να δημιουργήσει μία νέα, την αταξική κοινωνία. Λέξη κλειδί καταστρέψει. Η προλεταριακή κοινωνική επανάσταση πάνω από όλα είναι καταστροφή μιας κοινωνίας και δημιουργία μιας άλλης. Επομένως η προλεταριακή επανάσταση είναι εκ των πραγμάτων αντι-κοινωνική απέναντι στην ταξική κοινωνία. Δεδομένου ότι ανεξάρτητα από τις διαστάσεις που προέκυψαν εντός του σοσιαλιστικού κινήματος σε αναρχικό και κομμουνιστικό (και οι οποίες έχουν σχέση με το πώς θα διεξαχθεί η κοινωνική επανάσταση και πως θα οργανωθεί η αταξική κοινωνία μετέπειτα) το βασικό σκέλος περί ανατροπής των παλιών κοινωνικών συσχετισμών και της καταστροφής της προηγούμενης ταξικής κοινωνίας είναι κοινό στα περισσότερα σημεία επομένως και το πρόταγμα για την καταστροφη της παλιάς κοινωνιας για τη δημιουργία μιας νέας είναι κοινό και στα δύο ρεύματα. *1

ii. Η κοινωνία ως “μήλον της έριδος”

Στην διεξαγωγή της πολιτικής είναι πολύ σημαντικό να τίθεται πάντα ένα σημείο αναφοράς, ενα σύνολο, ένα σώμα, ένας πληθυσμός στο όνομα και για το συμφέρον του οποίου μιλάει κάθε πλευρά. Και επειδή ακριβώς αυτό είναι το επίδικο της πολιτικής βλέπουμε να σχηματίζονται όσο το δυνατόν πιο θολά και μη προσδιορισμένα σημεία αναφοράς στα οποία όλοι απευθύνονται και όλοι θέλουν το καλό τους και όλοι κατηγορούν τους άλλους για εχθρό των συμφερόντων αυτών των σημείων αναφοράς. Έτσι προκύπτει πως όλες οι πολιτικές προπαγάνδες απευθύνονται στο Λαό ή την Κοινωνία με σκοπό να τους πάρουν με το μέρος τους και να τους πάνε εκεί που υποτίθεται ότι βρίσκεται το συμφέρον τους. Λαός και Κοινωνία εξυπηρετούν σα σημεία αναφοράς την ίδια ακριβώς σκοπιμότητα αλλά επειδή η Κοινωνία φαντάζει κάπως πιο δόκιμη έννοια συνήθως επικρατεί η αναφορά σε αυτήν ενώ οι αναφορές στο Λαό είναι για λιγότερα εκλεπτυσμένα πλαίσια και πιο πλατιά ακροατήρια.

Βλέπουμε λοιπόν στον πολιτικό στίβο όλοι να μιλούν για την κοινωνία, όλοι να τη θέλουν με το μέρος τους και όλες οι πλευρές να επιζητούν το συμφέρον της. Για μεγάλο κομμάτι της αναρχίας και της αριστεράς για παράδειγμα η κοινωνία είναι μία οντότητα που αντιπροσωπεύει τους από τα κάτω και η οποία είναι δέσμια δύο άλλων οντοτήτων του Κράτους και του Κεφαλαίου που είναι αντικοινωνικές οντότητες γιατί καταδυναστεύουν και καταπιέζουν την κοινωνία. Μάλιστα όταν δυσκολεύονται στο έργο αυτό επιστρατεύουν μία ακόμα αντικοινωνική οντότητα το Παρακράτος για να τις συνδράμει στο αντικοινωνικό τους έργο που είναι η καταπίεση και η εκμετάλλευση της κοινωνίας. Αντίστοιχα το παραδοσιακό κομμάτι της Δεξιάς αντιλαμβάνεται ως κοινωνία το σώμα των ευυπόληπτων πολιτών που σέβονται τη νομιμότητα, την τάξη, την ιδιοκτησία και υπερασπίζονται τα εν λόγω κοινωνικά αγαθά ενώ οτιδήποτε και οποιοσδήποτε τα απειλεί τον θεωρούν αντικοινωνικό στοιχείο. Παρομοίως για το χώρο της ακροδεξιάς και του εθνικισμού κοινωνία είναι το σύνολο των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, την τιμούν και την υπερασπίζονται με κάθε τρόπο ενώ οι αναρχοάπλυτοι που καίνε σημαίες, το παρακράτος της αριστεράς και οι “λαθρομετανάστες” που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας είναι αντικοινωνικά στοιχεία. Για την σοσιαλδημοκρατία κοινωνία είναι οι πολίτες που σέβονται τα δημοκρατικά ιδεώδη, αποφεύγουν τον φανατισμό και την πόλωση και υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ενώ όσοι καταφεύγουν σε πολιτικούς φανατισμούς και σε λογικές των άκρων απ’ όπου κι αν προέρχονται είναι εξίσου αντικοινωνικά στοιχεία. Για την εκκλησία από την άλλη, κοινωνία είναι το σύνολο των πιστών, το χριστιανικό ποιμνίο και το σώμα των ευσεβών ενώ οι άθεοι, οι έχοντες και έχουσες αποκλίνουσες σεξουαλικές προτιμήσεις, οι αλλόθρησκοι αποτελούν αντικοινωνικά στοιχεία. Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά;

Το συμπέρασμα το οποίο αναπόφευκτα καταλήγουμε είναι πως η κοινωνία έχει μετατραπεί σε ένα μήλον της Έριδος μεταξύ διαφόρων διαφιλονικούμενων ιδεολογιών και ρητορειών που η κάθε μία επιλέγει ένα, ή και περισσότερα, πληθυσμιακά target group που κάπως ταιριάζουν στις προσλαμβάνουσες τους και τα βαφτίζουν τελείως αυθαίρετα “κοινωνία” και κατόπιν προσαρμόζουν το λόγο, τη δράση και την προπαγάνδα τους έτσι όπως φαντάζονται ότι θα έχει μεγαλύτερη απήχηση. Έτσι λοιπόν κάθε προπαγάνδα χτίζει το δικό της διαφορετικό αφήγημα για το τι είναι εν τέλει κοινωνία και κατά συνέπεια ποια πράγματα έχουν κοινωνικό ή αντικοινωνικό χαρακτήρα. Κοινός παρανομαστής όλων αυτών των ρητορειών είναι αυτό που περιγράφηκε και πριν ως ανάγκη για σημείο αναφοράς, όσο θολό εν τέλει κι αν προκύπτει αυτό, μία ανάγκη που μάλλον καταλήγει να είναι ψυχολογική περισσότερο και να υποκύπτει σε όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του πολιτικού λαϊκισμού, με μπόλικο δάνεια μάλιστα μεταφυσικής.

iii. Η κοινωνία ως ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης συσχετισμών και ισοροπιών

Όσο αυθαίρετες κι αν είναι οι αναλύσεις που επιλέγουν να βαφτίζουν συγκεκριμένα κοινωνικά σύνολα ως κοινωνία και να θεωρούν ότι δρουν υπέρ τους, στηρίζονται ωστόσο σε μία αλήθεια. Όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ένα ξεχωριστά και όλα μαζί ταυτόχρονα αποτελούν κομμάτια της κοινωνίας. Πρώτα από όλα το Κράτος και το Κεφάλαιο δεν είναι δύο ξεχωριστές οντότητες που έπεσαν από το διάστημα για να καταδυναστεύουν την κοινωνία. Το μεν Κράτος αποτελεί την πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας και το δε Κεφάλαιο την οικονομική. Και τα δύο αποτελούν εκφάνσεις μιας καπιταλιστικής κοινωνίας και ιστορικά έχουν προκύψει μάλιστα και τα δύο ως κοινωνικά προϊόντα συγκεκριμένων συσχετισμών, οι οποίοι μάλιστα είχαν το χαρακτήρα κοινωνικών επαναστάσεων στις οποίες οι μάζες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η πρόσληψη τους ως δύο ξεχωριστές οντότητες από την κοινωνία είναι ξεκάθαρα μεταφυσική και δεν πατάει πουθενά. Επιπλέον όλα τα προαναφερόμενα σύνολα, οι καταπιεσμένοι και οι κολασμένοι καθώς και οι ελίτ και οι ισχυροί, οι νομοταγείς και ευυπόληπτοι πολίτες καθώς και οι παραβατικοί και οι παράνομοι, οι ακροδεξιοί και οι εθνικιστές καθώς και οι αναρχικοί και οι αριστεροί, οι ευσεβείς και οι πιστοί χριστιανοί καθώς και οι άθεοι και τα άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, οι μετριοπαθείς και οι προοδευτικοί δημοκράτες καθώς και οι φανατικοί και οι ακραίοι, όλοι αυτοί λοιπόν, όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ξεχωριστά και ολα μαζί, είναι κομμάτια της κοινωνίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Η κοινωνία λοιπόν είναι το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα τα παραπάνω σύνολα μέσα από τα οποία μπορεί να εμφανιζονται άτομα που εναλλάσσονται σε διάφορους κοινωνικούς ρόλους. Ένας καταπιεσμένος μπορεί να είναι τόσο αναρχικός όσο και ακροδεξιός, τόσο αριστερός όσο και εθνικιστής, τόσο νομοταγής όσο και παραβατικός, τόσο χριστιανός όσο και άθεος. Επίσης, ακόμα και οι ισχυροί, οι κρατούντες ή τα μέλη της ελίτ μπορεί να έχουν διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς και συμφέροντα και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι αν όλες αυτές οι δυναμικές ήταν ελεύθερες να δράσουν κατά το δοκούν θα προέκυπτε το απόλυτο χάος και η αυτοδιάλυση της κοινωνίας. Αυτό που εμποδίζει όμως την επικράτηση του χάους είναι η διατήρηση μιας κανονικότητας, κι αυτή με την σειρά της, στηρίζεται στην διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, της κοινωνικής ομαλότητας και της κοινωνικής συνοχής. Αυτά τα τρία αποτελούν τους πυλώνες κάθε οργανωμένης κοινωνίας. Είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από μια διεργασία διαμόρφωσης κυρίαρχων συσχετισμών και ισοροπιών, τους οποίους αποδέχεται η πλειοψηφία (και στο βαθμό που δεν τους αποδέχεται της επιβάλλονται με ειδικό καθεστώς εξαίρεσης και τρομοκρατίας). Συνεπώς όταν εδώ και χρόνια διατυπώνονται φράσεις του τύπου: ” να σπάσουμε την κανονικότητα” , ” να διατάραξουμε την κοινωνική συνοχή” ” να ανατρέψουμε την κοινωνική ομαλότητα” στην ουσία έχουμε προτάγματα τα οποία μιλούν για την διάρηξη των ενοποιητικών παραγόντων μιας κοινωνίας , την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων ώστε να γίνει ορατή η ύπαρξη ενός κοινωνικού πολέμου που μαίνεται έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια, με το Κράτος να αποτελεί τον θεματοφύλακα μιας προσχηματικής,και μόνο στους τύπους, κοινωνικής ειρήνης.Η κοινωνία κατά συνέπεια δεν είναι ένα υποκείμενο ή κάποιο σώμα στο οποίο μπορούμε να μιλήσουμε ή να μην μιλήσουμε, να πάρουμε ή να μην πάρουμε με το μέρος μας , να του κάνουμε ή να μην του κάνουμε απεύθυνση. Τέτοιες προτάσεις έμπεριέχουν εξαρχής μια λάθος οπτική γωνία που γεννάει αρκετές στρεβλώσεις.

Η κοινωνία προκύπτει λοιπόν πως είναι αυτή η διαδικασία, ή το σύνολο των διαδικασιών ,( γνωστό και ως προτσές) που διαμορφώνουν τους όρους της συλλογικής συνύπαρξης των μελών μιας κοινότητας. Όροι οι οποίοι πλάθονται από την επικράτηση συσχετισμών και ισοροπιών, βάσει των οποίων είμαστε σε θέση να μιλάμε για συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού περιβάλλοντος και να το αξιολογούμε. Μιλάμε πχ για κλειστές και ανοιχτές κοινωνίες, για προοδευτικές και συντηρητικές, για κοινωνίες ανοικτές και κοινωνίες ξενοφοβικές. Εν πάση περιπτώσει είμαστε σε θέση να κατανοούμε πως υφίστανται διαφοροποιήσεις στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού περιβάλλοντος και ότι αυτό οφείλεται στο ότι από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή είναι διαφορετικές οι ιστορικές διεργασίες που διαμορφώνουν τους εκάστοτε κοινωνικούς συσχετισμούς και ισορροπίες. Όταν λέμε κλειστές κοινωνίες για παράδειγμα δεν εννοόυμε κάποιες κοινότητες των οποίων τα μελη είναι κλειστοί άνθρωποι και δςν εξωτερικεύουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους ή ότι ζουν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους αλλά κοινότητες μικρού μεγέθους συνήθως με πολύ σφιχτούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ των μελών τους και ελάχιστη ως μηδαμινή αλληλεπίδραση με τον έξω από αυτές κοσμο. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί ίσως να γίνουν πιο κατανοητά προτάγματα που ακούγονται χρόνια τώρα και που λένε ” να σαμποτάρουμε την κοινωνική μηχανή” ή ” ενάντια στην κοινωνία-εργόστασιο”. Προφανώς οι αναφορες σε κοινωνία-μηχανή ή κοινωνία-εργοστάσιο έχουν να κάνουν ακριβώς με την αντίληψη της κοινωνίας ως αυτήν ακριβώς τη διαδικασία που περιγραφηκε πως διαμορφώνει συγκεκριμένους συσχετισμούς και ισοροπίες κάθε φορά. Επίσης είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε την ουσία πολύ παλιών αναρχικών συνθημάτων όπως το ” Όλα τα ιδανικά αυτής της κοινωνίας βρίσκονται στις κλούβες της αστυνομίας” ή αναφορών σε κείμενα και αναλύσεις ακόμα και της πλέον κλασσικής αναρχίας περί ” κοινωνίας ελέγχου και επιτήρησης” ή “κοινωνιας φυλακής”. Προφανώς και στις δυο περιπτώσεις είναι δεδομένο πως γίνεται λόγος για κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία η αστυνομοκρατία η καταστολή , ο αυξημένος έλεγχος με κάθε μέσο ( κάμερες, παρακολουθήσεις, υποκλοπές) , η προστασία της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, όχι μόνο αποτελούν κυριάρχες κοινωνικές αξίες αλλά αποτελούν και κομμάτι μιας αντιλαμβανόμενης ως “φυσιολογικής” κοινωνικής κανονικότας. Κι αυτό λόγω διαμόρφωσης συγκεκριμένων συσχετισμών και ισοροπιών.

Κατά συνέπεια, λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο η έννοια του κοινωνικού, όσο και η έννοια του αντικοινωνικού είναι σχετικά ευέλικτες. Το τι είναι τι την κάθε φορά κρίνεται από το κατά πόσο είναι υπέρ ή κατά των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών, κι αυτό φυσικά αλλάζει από περιβάλλον σε περιβάλλον. Κάτι που σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Χ, θεωρείται αποδεκτή αξία και συμπεριφορά, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Υ μπορεί να εκλαμβάνεται ως αντικοινωνική αξία και συμπεριφορά. Το ίδιο προφανώς μπορεί να ισχύει με τις ιδέες, τα κινήματα κτλ. Κάθε τι κρίνεται σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία εμφανίζονται ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσο ήταν ή είναι κοινωνικό και αντικοινωνικό και δεν υπάγεται σε μία σταθερή και πάγια αξιολόγηση. Το χριστιανικό κίνημα για παράδειγμα υπήρξε μία εσωτερική αντικοινωνική απειλή για το Ρωμαϊκό κοινωνικό προτσες αλλά αφού κατόρθωσε να επιβάλλει την ιδεολογική του ηγεμονία (χωρίς να αλλάξει η πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας σημειωτέον) και να διαμορφώσει τους δικούς του συσχετισμούς έχτισε το δικό του προτσές με πυρήνα το χριστιανικό φονταμενταλισμό, με την περίοδο επικράτησης του να ονομάζεται ευρωπαϊκός μεσαίωνας. Μέχρι το μετασχηματισμό και αυτής της κοινωνίας με τη σειρά της στις πρόιμες καπιταλιστικές κοινωνίες, οτιδήποτε απειλούσε τα ειδοποιά ποιοτικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης κοινωνικής συνοχής προφανώς ήταν αντικοινωνικό και αντιμετωπιζόταν ως τέτοιο. Πέρα από τις παραστάσεις που έχουμε με τις δημόσιες εκτελέσεις και τα βασανιστήρια που οργάνωνε η πολιτική και θρησκευτική εξουσία έχουμε παραστάσεις εξάρσεων μαζικής υστερίας των απλών μαζών που προχωρούσαν σε λιντσαρίσματα μέχρι θανάτου σε οτιδήποτε ένιωθαν ότι απειλεί το ύψιστο κοινωνικό αγαθό τους : τη χριστιανική πίστη.

Αντίστοιχα μπορούμε να φανταστούμε πως μία σειρά από πράγματα τα οποία κάπως έχουν βρει τη θέση τους μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα κάπου αλλού αδυνατούν να τη βρουν επειδή δεν το επιτρέπουν ακόμα οι κυρίαρχοι συσχετισμοί και ισοροπίες. Ενώ πχ σε συγκεκριμένες δυτικές κοινωνίες σήμερα θεωρείται κάπως αυτονόητο οι γυναίκες να αποφασίζουν για τη συνέχιση ή τη διακοπή της κύησης τους, σε κάποιες άλλες όχι μόνο δεν είναι αυτονόητο αλλά είναι παράνομο και κοινωνικά κατακριτέο. Κι αυτό όχι μόνο σε χώρες και κοινωνίες όπου επικρατεί ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ως πυρήνας της κοινωνικής συνοχής αλλά και σε δυτικές κοινωνίες που μπορεί να θεωρούνται πιο προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές. Μόλις πρόσφατα καθιερώθηκε στην Ιρλανδία η αναγνώριση του δικαιώματος της άμβλωσης κι αυτό μετά από το ιστορικό δημοψήφισμα που διεξήχθη, ενώ στην Αργεντινή παρά το γεγονός ότι έχουν διαμορφωθεί αγώνες από ριζοσπαστικά κινήματα που προωθούν αυτό το αίτημα, δεν κατάφερε να περάσει από τη Βουλή τους ως σχέδιο νόμου. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για κοινωνίες στις οποίες η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία διατηρεί ακόμα σε αρκετά μεγάλο βαθμό την επιρροή της έτσι ώστε η χριστιανική καθολική ηθική να αποτελεί κομμάτι των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών.

Το παράδειγμα των αμβλώσεων δεν επιλέγεται τυχαία γιατί είναι ενδεικτικό για να καταλάβουμε πως δεν είναι μονάχα η πολιτική και η οικονομική εξουσία σε μια κοινωνία που διαμορφώνουν συσχετισμούς και ισορροπίες. Αν και ασφαλώς αποτελούν δύο πολύ βασικούς πυλώνες, δεν είναι παρά μόνο δύο εκφάνσεις σε ένα ευρύτερο σύνολο στοιχείων που συνθέτουν ένα κοινωνικό προτσές και που έχουν σχέση με τη συλλογική κουλτούρα και τις ιδεολογίες που μπορεί να επικρατούν, τις κυρίαρχες αξίες και ηθική που μπορεί να έχουν σχέση και με την επικράτηση κάποιας θρησκείας, τις κοινωνικά διαμορφωμένες συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό, τις τέχνες, τη συλλογική διασκεδαση και ψυχαγωγία. Στοιχεία τα οποία έχουν μια τεράστια δυναμική αλληλεπίδραση μέσα στους πληθυσμούς και που μπορεί να αποτελούν τόσο σφιχτούς συνεκτικούς αρμούς ενός κοινωνικού συνόλου που αν μια εξουσία τολμήσει να τα αμφισβητήσει, να τα καταστείλει και να τα ξεριζώσει από έναν πληθυσμό, ενδεχομένως να συναντήσει από τις πιο ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις που θα μπορούσε να συναντήσει ποτέ. Αντίστοιχα τις ίδιες αντιστάσεις μπορεί να συναντήσει και ένα ανατρεπτικό κίνημα που θα επιχειρήσει να ανατρέψει όλα τα παραπάνω ή έστω να αναμετρηθεί και να επιχειρήσει να υπερκεράσει αυτό που ο κομμουνιστής θεωρητικός Αντόνιο Γκράμσι, αναλύοντας την πνευματική ηγεμονία της κυριαρχίας, αποκαλούσε “προκεχωρημένο χαράκωμα, πίσω από το οποίο βρίσκεται μια ισχυρή αλυσίδα από οχυρά και πολυβολεία”. *2
Σε ένα φιλελεύθερο προοδευτικό καπιταλιστικό σύστημα σαν αυτό της Αργεντινής πχ η νομιμοποίηση των αμβλώσεων θα μπορούσε να ωφελήσει το κεφάλαιο καθώς η αγορά των αμβλώσεων ενδεχομένως να αποτελούσε ένα επικερδές επιχειρηματικό πεδίο. Ωστόσο η πολιτική εξουσία υποκύπτει στις πολιτικές πιέσεις που ασκούν οι κοινωνικές δυνάμεις που είναι ενάντια στις αμβλώσεις γιατί προφανώς αυτές είναι πιο ισχυρές. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αντικοινωνικό είναι το αίτημα για νομιμοποίηση των αμβλώσεων γιατί αυτό εναντιώνεται στους κυρίαρχους κοινωνικούς συσχετισμούς και ισοροπίες.

Αυτό μπορεί να σημαίνει στις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες ότι μια γυναίκα που θα θελήσει να προβεί για οποιονδήποτε λόγο σε μια διακοπή της κύησης της θα έχει να αντιμετωπίσει πέρα από τις όποιες ποινικές συνέπειες που ορίζει ο νόμος και την ενδεχόμενη σκληρότητα του κοινωνικού αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, της περιφρόνησης της από τον κοινωνικό της περίγυρο, ενδεχομένως και από το οικογενειακό της περιβάλλον, θα είναι θύμα ενός παντοδύναμου κοινωνικού ρατσισμού που είναι πιο δύσκολος να αντιμετωπιστεί. Ακόμα και οι ποινικές συνέπειες ίσως να φαντάζουν πιο ανώδυνες σε σχέση με το πόσο συντριπτική μπορεί να φτάσει να γίνει η δύναμη αυτής της κοινωνικής πίεσης.

Αντίστοιχα φυσικά με το θέμα των αμβλώσεων σε μια σειρά από χώρες μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλά ακόμα ζητήματα που ενώ μπορεί να θεωρούνται λυμένα ή μερικώς λυμένα σε κάποιες κοινωνίες, σε κάποιες άλλες αποτελούν σκληρά ταμπού. Η ανεξιθρησκεία, η υπεράσπιση των γυναικείων δικαιωμάτων, η ελευθερία στη σεξουαλική επιλογή δεν είναι σε όλες τις κοινωνίες το ίδιο εξασφαλισμένα. Ορισμένες κοινωνίες, για παράδειγμα στηρίζουν την κοινωνική τους συνοχή στο σκληροπυρηνικό ισλαμικό φονταμενταλισμό και την αδυσώπητη πατριαρχία. Η κοινωνική θέση της γυναίκας μπορεί να είναι στην χαμηλότερη υποστάθμη ενώ οι σεξουαλικές αποκλίσεις από την ετεροκανονικότητα μπορεί να τιμωρούνται ακόμα και με θάνατο. Η κοινωνική πρόοδος φαντάζει τόσο μακρινή όσον αφορά κάποια ζητήματα σε κάποιες κοινωνίες που αυτό που για άλλες κοινωνίες ίσως φαντάζει αυτονόητο, εκεί να εκλαμβάνεται πλήρως αντικοινωνικό.

Δε χρειάζεται να ταξιδέψουμε βέβαια πολύ μακριά για να βάλουμε με το μυαλό μας παρόμοιες καταστάσεις. Δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι συμβαίνει στη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν ή το Ιράν. Αρκεί να φέρουμε στο μυαλό μας μια τυπική κλειστή κοινωνία της ελληνικής υπαίθρου λίγες δεκαετίες πίσω και να συλλογιστούμε το μέγεθος της κοινωνικής πίεσης που θα μπορούσε να τεθεί πάνω σε μια γυναίκα που θα ήθελε να ζήσει σύμφωνα με τις αρχές του ελεύθερου έρωτα. Η προκατάληψη, ο ρατσισμός, η περιφρόνηση, το μίσος εναντίον της θα προερχόταν από όλο το κοινωνικό περιβάλλον της. Ακόμα και από την ίδια την οικογένεια της ενδεχομένως και πολύ πιθανόν θα δεχόταν τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχολογική, και ενδεχομένως και σωματική, βία πρώτα απ’ όλα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Γιατί καταλαβαίνουμε πως από τη στιγμή που σε ένα τέτοιο περιβάλλον η πατριαρχία είναι μια πανίσχυρη κοινωνική δομή, πλήρως αποδεκτή και αφομειώσιμη από όλα σχεδόν τα μέλη της κοινωνίας, οτιδήποτε απέκλινε από τα στάνταρντ της πατριαρχίας, θα προσέκρουε σε ένα τέτοιο κοινωνικό αυτοματισμό. Αλλά δε χρειάζεται να μπούμε καν σε χρονοκαψουλα και να ταξιδέψουμε στο παρελθόν των ελληνικών επαρχιών παλιότερων δεκαετιών , η πατριαρχία αποτελεί μια τόσο ισχυρή κοινωνική δομή ακομα και σήμερα που ο σεξισμός και ο κοινωνικός ρατσισμός ενάντια στο διαφορετικό είναι εξαιρετικά απλωμένος στον κοινωνικό ιστό. Για να μην μπούμε στον κόπο να αναφέρουμε κάποιο από τα απειράριθμα τέτοια κρούσματα αρκεί να σημειώσουμε τις ενστάσεις ενός προοδευτικού κιόλας υποτίθεται κόμματος όπως το ΚΚΕ κάθε φορά που έρχεται προς ψηφιση κάποιο νομοσχέδιο που αφορά τα δικαιώματα καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων με διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα και οι οποίες ξεκινούν πάντα με τη φράση ” Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να δεχτεί…” Τι να εννοεί άραγε το ΚΚΕ ( και άλλα συντηρητικά κομμάτια της αριστεράς) σε τέτοιες περιπτώσεις, και γιατί δεν μπορεί να τοποθετηθεί ξεκάθαρα είτε υπερ είτε κατά τέτοιων αλλαγών, παρά μονάχα κρύβεται πίσω απο το δάχτυλο του παίρνοντας στην ουσία πολεμική θέση ενάντια σε προοδευτικά αιτήματα χαρακτηρίζοντας τα μεταμοντέρνα ή νεοφιλελεύθερη δικαιωματική ατζέντα; Μα γιατί είτε τα θεωρεί είτε τα αντιμετωπίζει ως αντι-κοινωνικά επιδιώκοντας άνοιγμα σε πιο διευρυμένα ακροατήρια κι επειδή γνωρίζει πως μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνιάς ρέπουν ακόμα προς την παραδοσιακή συντήρηση . Τέτοιου τύπου πολιτική συμπεριφορά που συνειδητά επιλέγει την πολιτική οπισθοχώρηση απο προοδευτικές και ριζοσπαστικές θέσεις ώστε να μην προκύψει σύγκρουση με κάποιο συντηρητικό κοινωνικό αυτοματισμό, είναι που σχηματικά έχει ονομαστεί”κοινωνισμός”. Ίσως όχι ο πιο δόκιμος  όρος η αλήθεια είναι αλλά εν πάση περιπτώση αυτό το νοήμα αποπειράθηκε να πλαισιώσει άλλο που δεν κατάφερε να το κάνει κατανοητό.

Αυτού του είδους ωστόσο ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι τυπικό δείγμα της κοινωνικής ψυχολογίας και της συλλογικής συμπεριφοράς, αυτό που δηλαδή ονομάζεται και πιο κοινά , ψυχολογία του όχλου. Κάθε κοινωνικό σύνολο με μια ορισμένη συνοχή τείνει να συμπεριφέρεται σαν ένα σώμα, σαν ένας οργανισμός. Κι όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία ή την εισβολή ενός ξένου στοιχείου, κάτι διαφορετικού, αντιδρά όπως αντιδρά το ανοσοποιητικό σύστημα ενός οργανισμού απέναντι στην εισβολή ενός ιού ή ενός παθογόνου μικροοργανισμού: προσπαθεί να το καταστείλει και να εξαλείψει την απειλή της εξάπλωσης του. Κι αυτό το κάτι διαφορετικό, το κάτι ξένο, μπορεί να είναι στην περίπτωση ενός κοινωνικού συνόλου μια ιδέα, μια αξία ή και μια επιστημονική αλήθεια. Κάποτε σε κάποια εποχή θα μπορούσε να είναι απλά η διακήρυξη ότι η γη γυρίζει. Όλα αυτά κάτω υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είναι ή να έχουν υπάρξει αντικοινωνικά, και η προώθηση ή η υπεράσπιση τους να αποτελούν αντικοινωνικές πρακτικές. Από αυτήν την άποψη δε χωρά καμιά αμφιβολία πως φρασεολογίες τύπου ” Ενάντια στις αντικοινωνικές πρακτικές” που συναντάται σε κείμενα ή και σε υπογραφές συνελεύσεων (μετωπικών ή μη) είναι το λιγότερο ατυχείς, αν όχι σκόπιμα πολωτικές προφανώς για λόγους μικροπολιτικής. Επειδή δε μιλάμε για υποκείμενα που τα παραπάνω νοήματα τους διαφεύγουν.

Η διαπίστωση αυτή βοηθάει να γίνει αντιληπτό σε ποια βάση γειώνεται πλέον αυτή η διαμάχη γύρω από την κοινωνία, το τι είναι κοινωνικό και τι αντικοινωνικό, και κυρίως το ότι οι όποιες διαφωνίες, αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις δεν αφορούσαν απλά μια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος κουβέντα, αλλά μια ολόκληρη σειρά στρατηγικών, προταγμάτων και πολιτικών προτάσεων.

Γιατί όλα αυτά είναι ζητήματα που εν τέλει τα συναντάμε μπροστά μας, μέσα σε επιλογές αγώνα που έχουμε να κάνουμε κάθε φορά, μέσα σε διλήμματα, τα οποία προκύπτουν και χρήζουν απαντήσεων, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Το πως ζυγίζονται τα πράγματα κάθε φορά, τι βαραίνει περισσότερο και ποιες επιλογές αγώνα μπαίνουν επιτακτικά ως προτεραιότητα στρατηγικής, η επιλογή της συλλογικής δράσης, η ατομική εξέγερση, όλα αυτά λοιπόν ,έχουν άμεση σχέση με τα παραπάνω. Γιατί η συμπεριφορά του κοινωνικού αυτοματισμού που εχθροποιεί κάθε τι ξένο, διαφορετικό, νεοτερικό που εμφανίζεται μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αφορά ασφαλώς και τα ανατρεπτικά ριζοσπαστικά κινήματα αμφισβήτησης που έχουν πέρα από να αντιμετωπίσουν την θεσμική καταστολή της κυριαρχίας, και να συγκρουστούν και με τις κραταιές κοινωνικές προκαταλήψεις. Κάτι που σήμερα κιόλας με την έξαρση του εθνικισμού με αφορμή το Μακεδονικό αποκτά επικαιρο χαρακτήρα. Ακριβώς λοιπόν πάνω σε όλα αυτά προκύπτουν οι διαφοροποιήσεις και στους όρους και τις συνθήκες της κοινωνικής απεύθυνσης.
Αυτό όμως είναι μια ολόκληρη άλλη συζήτηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*1: Αξίζει να αναφερθεί πως στη σοσιαλιστική Μαρξιστική σκέψη ως κοινωνική επαναστάση δεν λογίζεται μονάχα η ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών ενός κοινωνικού περιβάλλοντος αποκλειστικά από μια προλεταριακή εξέγερση ή έστω από τον ξεσηκωμό ενός καταπιεσμένου πληθυσμού. Η κοινωνική επαναστάση μπορεί να συντελεστεί σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αν οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες στο εσωτερικό του μετασχηματιστούν με την έλευση της κοινωνικής προόδου όπως κι αν αυτή συντελεστεί. Για παράδειγμα περιγράφει ο Καρλ Μαρξ στο άρθρο του ” Η Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία” που γράφτηκε στις 10 Ιουνίου 1853 και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη New York Daily Tribune στις 25 Ιουνίου 1853 για το πως η αγγλική αποικιοκρατία επιτάχυνε την κοινωνική πρόοδο στην Ινδία συμβάλωντας στην κοινωνική επανάσταση του Ινδοσταν. Λέει συγκεκριμένα:
{” Η εγγλέζικη παρέμβαση έβαλε το κλωστήριο στο Λανκασάιαρ και τον αργαλειό στη Βεγγάλη ή σάρωνε τον Ινδό κλωστοϋφαντουργό, διαλύοντας αυτές τις μισοβάρβαρες-μισοπολιτισμένες κοινότητες, ανατινάζοντας την οικονομική τους βάση, και παράγοντας έτσι τη μεγαλύτερη και, για να πούμε την αλήθεια, τη μοναδική κοινωνική επανάσταση που συντελεστηκε ποτέ στην Ασία”.}
Στη συνέχεια κι αφού προχωρήσει σε μια εκτενή περιγραφή των προηγούμενων κοινωνικών συνθηκών που ανατράπηκαν ,όχι χωρίς να προβάλει έντονη την πρωτοκοσμική του αποστροφή απέναντι στην αναχρονιστική κοινωνια του ινδοστάν περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα τις αγροτικές παραδοσιακές κοινότητες (το “στέρεο θέμελιο του ανατολικού δεσποτισμού” που ” περιόριζαν το ανθρώπινο πνεύμα στη στενότερη δυνατη περίμετρο, μετατρέποντας το σε ένα χωρίς αντιστάσεις εργαλείο της πρόληψης, υποδουλώνοντάς το σε παραδοσιακούς κανόνες, στερώντας του κάθε μεγαλείο και ιστορική ενεργητικότητα…. δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτές οι μικρές κοινότητες ήταν μολυσμένες με διακρίσεις κάστας και με δουλεία) και την περιφρόνηση του για το παθητικό πνεύμα του λαού ( “προσηλωμένος μπροστά σε ένα κομματάκι γης, παρέμενε ατάραχος θεατής μπροστά στην ερείπωση ολόκληρων αυτοκρατοριών, μπροστά στην εκτέλεση ανείπωτων βιαιοπραγιών, τη σφαγή του πληθυσμού των μεγάλων πόλεων….. μένοντας ο ίδιος αβοήθητη λεία οποιουδήποτε επιδρομέα τον έβαζε στόχο”) κι αφού εκφραστεί όσο πιο απαξιωτικά μπορεί για το επίπεδο της προηγούμενης κοινωνικής ζωής ( ” αυτή η ανάξια, τελματωμένη και φυτοζοούσα ζωή, αυτό το παθητικό είδος ύπαρξης) θα προχωρήσει στην ριζοσπαστική διαπίστωση του πως επήλθε η μοναδική κοινωνική επανάσταση της Ασίας όπως την ονομάζει και ο ίδιος:

{“Η Αγγλία είναι η αλήθεια, προκαλώντας μια κοινωνική επανάσταση στο Ινδοστάν , έδρασε μονάχα προς όφελος των πιο βρομερών συμφερόντων της, και τα επέβαλε με τον πιο βλακώδη τρόπο. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι άλλο: Μπορεί η ανθρωπότητα να εκπληρώσει το πεπρωμένος της χωρίς μια ριζική επανάσταση στην κοινωνική κατάσταση της Ασίας; Αν όχι, τότε, όποια κι αν είναι τα εγκλήματα της Αγγλίας, αυτή ήταν το ασυνείδητο όργανο της Ιστορίας για να επέλθει η εν λόγω επανάσταση.
Τότε, όποια κι αν είναι η πικρία και τα προσωπικά μας αισθήματα μπροστά στο θέαμα του καταποντισμού ενός αρχαίου κόσμου, έχουμε το δικαίωμα από τη σκοπιά της Ιστορίας, να φωνάξουμε μαζί με τον Γκαίτε:
Sollte diese Qual uns quallen
Da sie unsre Lust vermehrt
Hat nicht myriaden Seelen
Timurs Herrschaft aufgezehrt?
(Γιατί το βάσανο εμάς να βασανίζει
Αφού στη μέγιστη χαρά μας οδηγεί,
Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν
Απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ;)”}

Αναμφίβολα εδώ η σκέψη του Μαρξ όσο ανατριχιαστική κι αν είναι, είναι παράλληλα βαθύτατα αποκαλυπτική της μαρξιστικής νομοτελειακής ντετερμινιστικής αντίληψης για την κοινωνική πρόοδο . Αν πρέπει να παραγνωρίζουμε την προσωπική μας πικρία για τα βάσανα του λαού της ινδίας απο την Αγγλική αποικιοκρατία, αν πρέπει να απαγγέλουμε χαρωπά Γκαίτε δηλώνοντας πως μας διακατέχει ύψιστη χαρά και πως βάσανο δε μας βασανίζει ακόμα κι αν μυριάδες ζωές χάθηκαν, επειδή το πεπρωμένο της ανθρωπότητας βαδίζει το δρόμο της εκπλήρωσης του με την κοινωνικη επανάσταση στην Ασία (η οποία δε θα συνέβαινε αν η Αγγλία δεν λειτουργούσε άθελα της ως ασυνείδητο όργανο της ιστορίας), τότε θα πρέπει να είμαστε πανευτυχείς που συνολικά η Γηραιά Ήπειρος υπήρξε το συλλογικό όργανο της ιστορίας που συνέβαλε στις κοινωνικές επαναστάσεις σε παρόμοια αναχρονιστικές και προ-νεοτερικές κοινωνίες της Ασιατικής, Αμερικανικής και Αφρικανικής Ηπείρου. Θα πρέπει να μαστε ευτυχείς για την μαζική γενοκτονία των εκατομυρίων γηγενών της Αμερικανικής Ηπείρου , για τους αιώνες της δουλοκτητικής αποικιοκρατικής περιόδου στην Αφρική και το δράμα του μαύρου πληθυσμού που υπέμενε τα πάνδεινα. Γιατί άλλωστε αυτά τα βάσανα εμάς να βασανίζουν; Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ; Αν εδώ δεν πρόκειται για τον ορισμό του πιο αμείλικτου ελιτισμού τότε απλά έχει υπερσχετικοποιηθεί η έννοια του ελιτισμού.

*2: Στα Τετράδια Φυλακής ο Γκράμσι αναφέρεται επίσης στην κοινωνία ως « πεδίο ελευθερίας, πεδίο δράσης των ιδεολογικών μηχανισμών που έχουν στόχο την άσκηση ηγεμονίας και μέσω αυτής την εξασφάλιση της συναίνεσης..»

Η συλλογική ευθύνη ως εργαλειο μικροπολιτικής

Η “παραβατικότητα” μεταξύ των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων μιας κοινωνίας είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί παρά να αναδεικνύει εν πρώτοις τις δομικές κοινωνικές αντιθέσεις ενός εξουσιαστικού εκμεταλλευτικού συστήματος. Είναι (ή θα όφειλε να είναι) δεδομένο ότι ελλείψει μιας συγκροτημένης συνείδησης που θα αναγνώριζε τη δομική προέλευση και πηγή, αυτών των αντιθέσεων ότι και η παραβατικότητα για την οποία μιλάμε δε θα έχει κριτήρια, δεν θα έχει στόχευση και μπορεί να στρέφεται και ενάντια και σε άλλα ασθενέστερα κομμάτια της κοινωνίας.

Αυτό το είδος της “παραβατικότητας” ή τέλοσπάντων των εγκληματικών συμπεριφορών των από τα κάτω που στρέφονται ενάντια στους από τα κάτω, επιδεινώνεται αναπόφευκτα με τις οποίες μεταναστευτικές ροές που σημειώνονται, που κι αυτές δεν μπορούν να ιδωθούν ξέχωρα από τις διεθνείς ανταγωνιστικές σχέσεις κρατικών μηχανισμών, ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, ανηλεούς εκμετάλλευσης τριτοκοσμικών χωρών κτλ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αλλάζει ο χάρτης της εγκληματικότητας, να δημιουργούνται ολόκληρες ζώνες εντός των αστικών -ή μη- ζωνών όπου υπάρχει αυξημένη παραβατική δραστηριότητα και δράση υποκειμένων που λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένα, απορροφούνται από το κεφάλαιο της μαύρης οικονομίας. Με τη διαφορά ότι στις στατιστικές είναι δυνατόν να εμφανίζονται περισσότεροι “ξένοι” ανάμεσα στους “εγκληματίες”.

Κάθε προπαγάνδα, όσο ακραία και αν είναι, πατάει πάνω σε κάποια πραγματικότητα, μικρότερη ή μεγαλύτερη. Η πιο πάνω πραγματικότητα είναι αυτή η οποία διαμορφώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την προπαγάνδα και την πολιτική ατζέντα της συντηρητικής πολιτικής πτέρυγας. Η αναγκαιότητα της μητροπολιτικής αποστείρωσης, της αστυνομοκρατίας, του δόγματος διαρκούς ελέγχου και επιτήρησης, της πολεοδομικής καταστολής, της μηδενικής ανοχής δεν προκύπτει στο κενό αλλά πατάει ακριβώς πάνω στη λογική αντιμετώπισης του παραβατικού φαινομένου, της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, και του υπέρτατου αγαθού που είναι η προστασία της ιδιοκτησίας και της περιουσίας των πολιτών.

Στην ίδια λογική, η ακόμα πιο συντηρητική πτέρυγα της κυριαρχίας, η ακροδεξιά θα εκμεταλλευτεί το ίδιο ακριβώς κοινωνικό φαινόμενο για να δικαιολογήσει κιόλας τους όρους ύπαρξης της. Τα αφηγήματα τα οποία προέρχονται από αυτήν την πτέρυγα του πολιτικού φάσματος αρνούνται (επίτηδες ή αφελώς, δεν μας αφορά επί της παρούσης) να δουν και να αναλύσουν από πού προκύπτει το συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο και έχουν πάνω-κάτω μία ανάγνωση περί ενός κοινωνικού κορμού και κάποιων παρασίτων, κατακαθιών και αντικοινωνικών στοιχείων που είναι απειλή και πρέπει να εκκαθαριστούν. Σε αυτή την ανάγνωση κυριαρχεί προφανώς η οπτική ότι οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις δεν παίζουν κανέναν ρόλο ή και να παίζουν δεν πρέπει να μας αφορούν γιατί αυτό είναι θολοκουλτουριάρικα πράγματα που μας μπερδεύουν. Με λίγα λόγια όλα τα παραπάνω παρασιτικά και αντικοινωνικά στοιχεία είναι αποκλειστικά “οι επιλογές τους” και έτσι πρέπει να κρίνονται και να αντιμετωπίζονται.

Θα ήταν παράξενο και παράλογο να μην έχει η ακροδεξιά την ίδια αφήγηση και για το μεταναστευτικό ειδικά τη στιγμή που αυτό έρχεται να δημιουργήσει εκρηκτικές συνθήκες, καθώς οι χειρισμοί του συστήματος είναι τέτοιοι ώστε μεγάλα κομμάτια των μεταναστευτικών ροών να μένουν στο περιθώριο, να εγκλωβίζονται σε κέντρα κράτησης ή σε μητροπολιτικές περιοχές στις οποίες αναγκαστικά γκετοποιούνται, κι ελλείψει πολλών άλλων εναλλακτικών θα στραφούν σε ενέργειες που θεωρούνται παραβατικές. Για την ακροδεξιά δεν έχουν σημασία όλα τα παραπάνω αλλά μονάχα το αποτέλεσμα το οποίο είναι οι στατιστικές των αστυνομικών δελτίων που καταγράφουν αυξημένη συμμετοχή του “αλλοδαπού στοιχείου” στην εγκληματικότητα. Οπότε και όπως είναι αναμενόμενο προκειμένου να πάρουν τον κόσμο με το μέρος τους θα σπεύσουν σε σημεία και περιοχές όπου όντως υπάρχει πραγματικό ζήτημα αυξημένης εγκληματικότητας, θα τονίσουν την απουσία και ανικανότητα ή αβουλία του κρατικού μηχανισμού, την οποία και θα αποδώσουν σε σκοτεινές προθέσεις και στη συνέχεια θα επιδοθούν σε λογικές εκκαθαρίσεων, σε συλλογικά πογκρόμ, σε λογική συλλογικής ευθύνης. οι οποίες φυσικά εσωκλείουν 100% αγνό καθαρό ρατσισμό.
Για πάρα πολλά χρόνια ήταν αυτονόητο στους κόλπους του ριζοσπαστικού προοδευτικού χώρου ότι στεκόμαστε ενάντια στους φασίστες και τους ακροδεξιούς στις περιοχές όπου δρουν με αυτό τον τρόπο γιατί συνολικά είμαστε ενάντια στη λογική τέτοιων αντιμετωπίσεων. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζεται ότι υπάρχει πρόβλημα σε μία σειρά περιπτώσεων όπου έχουν δραστηριοποιηθεί ακροδεξιοί θύλακες. Σην κατάληψη του Παλιού Εφετείου για παράδειγμα στο κέντρο της Αθήνας (όπως και στην περιοχή του ευρύτερου κέντρου και ειδικά στον Άγιο Παντελεήμονα), στον άτυπο προσφυγικό καταυλισμό της Πάτρας ή και σε περιοχές που έχουν φτιαχτεί κέντρα κράτησης, υπήρξε στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όντως πρόβλημα. Πρόβλημα με την έννοια ότι υπήρχαν συμμορίες και μαφιόζικα κυκλώματα αποτελούμενα από πρόσφυγες ή μετανάστες, κρούσματα κλοπών, διαρρήξεων, ληστειών, δολοφονιών ή και απόπειρων βιασμών. Ολόκληρες περιοχές στιγματίστηκαν ως κακόφημες και γενικά ένα κομμάτι των τοπικών κοινωνιών, δυσαρεστημένο, απογοητευμένο, εξοργισμένο είδε τους φασίστες ως σωτήρες που επιτέλους θα κάνουν κάτι.

Το πρόβλημα με αυτό το κάτι, είναι ότι πρόκειται για μία κουλτούρα διάχυτου ρατσισμού με πολλές προεκτάσεις και διακλαδώσεις, ο οποίος διαμοιράζει την ευθύνη για την όποια δύσμορφη κοινωνική πραγματικότητα συμβαίνει σε τέτοια σημεία σε όλο το υποκείμενο των μεταναστών. Αν γύρω από μια κατάληψη μεταναστών υπάρχει πρόβλημα τότε πρέπει να εκκενωθεί όλη η κατάληψη βίαια αν χρειαστεί. Αν το ίδιο συμβαίνει γύρω από τον καταυλισμό τότε το ίδιο πράγμα πρέπει να συμβεί κι εκεί. Αν η ίδια κατάσταση παρατηρείται σε περιοχές που έχουν φτιαχτεί κέντρα φιλοξενίας ή κράτησης τότε και πάλι πρέπει να γίνει το ίδιο και ακόμα καλύτερα θα πρέπει να αντιδράσει προληπτικά ο ο κόσμος για να μην δημιουργηθεί καν το πρόβλημα. Εξού και οι διαμαρτυρίες κατοίκων που είναι ενάντια στη δημιουργία κέντρων φιλοξενίας στις περιοχές τους. Συχνά τους ακούμε να λένε το επιχείρημα ότι “δεν είναι ότι είμαστε ρατσιστές αλλά θέλουμε να προστατεύσουμε τις ζωές μας και τις περιουσίες μας”.

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν άδικο. Όντως πολλοί από αυτούς διαμαρτύρονται κάθε φορά σε ανάλογες περιπτώσεις, και που μπορεί να φτάνουν στο σημείο να διαδηλώνουν, να πολιορκούν καταλήψεις ή καταυλισμούς μεταναστών, να προχωρούν σε πογκρόμ κτλ, κτλ όντως δεν είναι ρατσιστές κατά ιδεολογία απλώς δεν τους ενδιαφέρει αν στους 10 ενόχους την πληρώσουν και 100 ή 200 αθώοι. Δεν τους ενδιαφέρει γιατί ζυγίζουν το αποτέλεσμα – την προστασία της ζωής και της περιουσίας τους- πιο πάνω από οτιδήποτε άλλο και σίγουρα πιο πάνω από αριστερές και αναρχικές θολοκουλτούρες που τους μπερδεύουν, όπως το να μην στοχοποιούνται όλοι ανεξαιρέτως λόγω ιδιότητας.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις λιγότερο ή περισσότερο το ανταγωνιστικό κίνημα αντέδρασε, ήρθε σε σύγκρουση με τους φασίστες, ήρθε σε σύγκρουση πάνω από όλα με τη λογική της συλλογικής ευθύνης με το ρατσιστικό δηλητήριο που κρύβεται πίσω από λογικές υπεράσπισης της νομιμότητας, ακόμα και αν χρειάστηκε να έρθει σε αντιπαράθεση με το κοινό αίσθημα των τοπικών κοινοτήτων που αγανακτούσαν για όντως υπαρκτά προβλήματα. Το ότι υπήρχε εγκληματικότητα σε όλες τις περιοχές δεν ήταν ένας μύθος και μια προπαγάνδα των φασιστών αλλά μία δυσάρεστη κοινωνική πραγματικότητα. Απέναντι στα επιχειρήματα των προοδευτικών φωνών πολλές φορές ακουγόταν το αφοπλιστικό “πάρτε τους στο σπίτι σας να δούμε τι θα λέτε”.

Αν τα Εξάρχεια μπορούν να θεωρηθούν με κάποιο τρόπο το ευρύτερο σπίτι μας τότε με όσα συμβαίνουν τελευταία στην περιοχή δεν μπορεί παρά να νιώθουν δικαιωμένοι εκείνοι και εκείνες που προέβαιναν σε παρόμοιες προτροπές.

Είναι γεγονός πως μονάχα με ιδεολογήματα και συνθηματολογία δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα, που δημιουργούνται εξάλλου από δομικές αντιφάσεις της ίδιας της κυριαρχίας. Είναι επίσης γεγονός ότι για πολύ καιρό υπήρχανε αντιλήψεις εντός του ευρύτερου προοδευτικού χώρου που όντως αγιοποιούσαν το μεταναστευτικό υποκείμενο και που όταν υπήρχαν φωνές που έλεγαν ότι η ιδιότητα κάποιου ως μετανάστη ή πρόσφυγα από μόνη της δεν λέει απαραίτητα κάτι, έσκουζαν για υποδόριο ναζισμό και υφέρποντα φασισμό (πχ αντιδράσεις μετά την ανάληψη ευθύνης για την ανατίναξη των γραφείων της Χρυσής Αυγής το 2010). Είναι όμως γεγονός και το ότι όταν επιχειρεί κανείς να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο σύνθετο και πολύπλοκο φαινόμενο αποκλειστικά με όρους φιλανθρωπίας, με όρους επαγγελματικής αλληλεγγύης, με όρους βιτρίνας, με όρους χυδαίους και ρηχούς που σίγουρα δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με οτιδήποτε ριζοσπαστικό, τότε αργά ή γρήγορα θα ανακυκλωθεί το ίδιο πρόβλημα με αποτέλεσμα η μόνη λύση που θα σου έχει μείνει να είναι αυτή που προωθεί και η ακροδεξιά για να πάρει τον κόσμο με το μέρος της: απόδοση συλλογικής ευθύνης και πογκρόμ.
Βέβαια ότι φέρνει τον κόσμο με το μέρος μας δεν μπορεί παρά να είναι καλό. Έτσι δεν είναι;

Υποτίθεται ότι θα ήμασταν καλύτεροι. Ότι θα είχαμε άλλους τρόπους διαχείρησης τέτοιων ζητημάτων. Αυτό απλώς που αποδεικνύεται (για μια ακόμα φορά) είναι ότι το μόνο που ενδιαφέρει είναι μια κούρσα ανταγωνισμού για την πλειοδοσία σε λογικές “κοινωνικής εξυγίανσης” και όχι μια προοδευτική και ριζοσπαστική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων.
Αυτό δε μπορεί παρά να δημιουργεί τα εξής εύλογα ερωτήματα: αν η εκκένωση της Αραχώβης 44 ήταν ο πιο σωστός τρόπος να λυθεί το πρόβλημα της όποιας εγκληματικής δραστηριότητας πέριξ αυτής τότε οι προοδευτικές δυνάμεις του κινήματος κάνουν λάθος τόσα χρόνια που εκχωρούν το πεδίο να προβαίνουν σε ανάλογες περιπτώσεις σε παρόμοιες κινήσεις άτομα και ομαδες του ακροδεξιού χώρου; Και ακόμα περισσότερο οι διαμαρτυρίες και οι αντιστάσεις του κινήματος απέναντι σε παρόμοιες κινήσεις από άτομα και ομαδες του ακροδεξιού χώρου στο παρελθόν ξέπλεναν τις μαφίες, το εμπόριο ναρκωτικών και τα κυκλώματα μαστροπείας που ελέγχονταν από μετανάστες; Η κινηματική κατακραυγή του φασιστικού πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας το 2011 που άφησε πίσω του δυο νεκρούς και πάνω απο 100 τραυματίες είχε σκοπό να ξεπλύνει τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη; Μήπως το λάθος του κινήματος τότε ήταν οτι αντέδρασε σε αυτούς που πήραν την πρωτοβουλία “επιτέλους” να κανουν κάτι αντί να διοργανώσει το ίδιο το κίνημα ταξικό και λαϊκό πογκρόμ ενάντια στον αντικοινωνισμό για να επαναοικειοποιηθεί την Ομόνοια και τα γύρω στενά; Μήπως η αντιπαράθεση των οργανωμένων αντιφασιστών με τις οργανωμένες συμμορίες της Χρυσής Αυγής στον Άγιο Παντελεήμονα ήταν μια αντιπαράθεση “ηλίθιων και πανιλήθιων” μπροστα στην οποία οι “έξυπνοι και πανέξυπνοι” όφειλαν να κρατήσουν ίσες αποστάσεις και όχι μια σύγκρουση πάνω από όλα ενάντια σε συγκεκριμένες λογικές διαχείρησης κοινωνικών προβλημάτων; Γιατί θεωρούμε αυτομάτως φασίστες η ρατσιστές όσους κατοίκους διαμαρτυρονται για την εγκληματικότητα των “ξένων” σε περιοχές εκτός Εξαρχείων ; Αυτοί οι κάτοικοι δεν έχουν ψυχή ,μόνο των Εξαρχείων οι κάτοικοι έχουν; Είναι τελικά τα παραβατικά υποκείμενα του κοινωνικού περιθωρίου -και- αποτέλεσμα των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων του ευρύτερου περιβάλλοντος τους ή είναι αποκλειστικά οι επιλογές τους ; Μόνο όταν λες πως οι αδιάφοροι για την κοινωνική αδικία μικροαστοί και νοικοκυραίοι είναι οι επιλογές τους αναπαράγεις επιχειρήματα θατσερικής και φιλελεύθερης κοπής; Όταν αναφέρεσαι σε “κατακάθια” και “αντικοινωνικά στοιχεία” τότε όλα κομπλέ;
Και τέλοσπάντων τι λύση δόθηκε απο το κίνημα σε αυτές τις περιοχές που αντιμετωπίζουν τέτοια εγκληματικότητα ; Εξαφάνισε τις μαφιες και τα παράνομα κυκλώματα που ελέγχουν μετανάστες από τον Άγιο Παντελεήμονα ; Γιατί από ότι φαίνεται μάλλον, απαραίτητη προυπόθεση για να αναλάβει πρωτοβουλίες το κίνημα απέναντι σε λογικές συλλογικής ευθύνης είναι να λύσει πρώτα ως δια μαγείας το εκάστοτε κοινωνικό πρόβλημα προκύπτει και μετά να αντιδράσει αλλίως ξεπλένει το πρόβλημα.

Ας σοβαρευτούμε. Αν κάτι βγαίνει σαν συμπέρασμα μέσα από τα γεγονότα στην Αραχώβης 44 που στην τελική δεν ειναι καθόλου ξεκομμένα από λογικές “κοινωνικής καθαρότητας” αλλα ίσα ίσα αποτελούν το κερασάκι στην τούρτα μιας ολόκληρης κουλτούρας επιβολής της “δικτατορίας του αγώνα” ακόμα και με αντι-εξουσιαστικό ή αμεσοδημοκρατικό μανδύα είναι ότι απλώς προστέθηκε ακόμα μια ατζέντα που ευννοεί τον ανταγωνισμό για την ηγεμονία, τον έλεγχο, το κουμάντο κατα τα κοινώς λεγόμενα στην πολύπαθη γειτονιά των Εξαρχείων κι αυτή δεν είναι άλλη απο το μεταναστευτικό φυσικά.
Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς μια υπενθύμηση ότι η πολιτική είναι η τέχνη του να κάνεις αυτά που καταδικάζεις παρουσιάζοντας ότι κάνεις κάτι τελείως διαφορετικό.

Ενημέρωση σχετικά με τις νέες διώξεις σε βάρος πολιτικών κρατουμένων και την ποινικοποίηση της αλληλεγγύης και των αντιστάσεων

https://athens.indymedia.org/post/1589600/

Ένα νέο πολιτικό και δικαστικό πραξικόπημα είναι αυτή την στιγμή εν εξελίξει σε βάρος των πολιτικών κρατουμένων. Ο συγκεκριμένος κατασταλτικός σχεδιασμός δεν αποτελεί κεραυνός εν αιθρία αλλά την συνέχεια της ολομέτωπης κατασταλτικής επίθεσης που διεξάγεται εναντίων των φυλακισμένων αγωνιστών του ανατρεπτικού κινήματος. Αστυνομικές εισβολές και «απαγωγή» του απεργού πείνας Ντίνου Γιατζόγλου, πειθαρχικές διώξεις σε εισαγγελείς που τήρησαν τον νόμο τους και χορήγησαν άδεια στον Δημήτρη Κουφοντίνα, εξοντωτικές ποινές και νέες κατασταλτικές καινοτομίες (ατομική τρομοκρατία, απόπειρα αναίρεσης της αθωωτικής απόφασης στον Τάσο Θεοφίλου ) με εργαλείο τον αντιτρομοκρατικό νόμο, συνεχής απόπειρα διεύρυνσης του ειδικού καθεστώτος εξαίρεσης σε βάρος των πολιτικών κρατουμένων.

Το νέο κεφάλαιο σε αυτό το κατασταλτικό σπιράλ διώξεων ξεκίνησε πριν λίγο καιρό από τα εισαγγελικά γραφεία του Αρείου Πάγου, ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Μετά την βίαιη μεταγωγή του απεργού πείνας Ντίνου Γιατζόγλου και τον μαζικό ξεσηκωμό από τους κρατούμενους των φυλακών Κορυδαλλού ως διαμαρτυρία σε αυτή την πρωτοφανή ενέργεια, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης που είχε βρεθεί στις φυλακές για να ακούσει τα αιτήματα των κρατουμένων είχε δεσμευτεί ρητά μπροστά τόσο στους κρατούμενους όσο και σε υπαλλήλους και αρχιφύλακες της φυλακής ότι δεν θα ασκηθούν πειθαρχικές και ποινικές διώξεις σε βάρος των κρατουμένων και ότι θα συγκληθεί άμεσα η ΚΕΜ για την έγκριση της μεταγωγής του απεργού πείνας Ντίνου Γιατζόγλου στον Κορυδαλλό.
Η συγκεκριμένη ρητή δέσμευση από πλευράς Υπουργείου αποδείχτηκε για μια ακόμα φορά κενό γράμμα, αποδεικνύοντας το μέγεθος της πολιτικής εξαπάτησης και της σοσιαλδημοκρατικής κατασταλτικής τακτικής που εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ σφυρίζοντας αδιάφορα την ίδια στιγμή που διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τους εκτελεστές των συγκεκριμένων κατασταλτικών σχεδιασμών, αποδεικνύοντας τον βρώμικο ρόλο του στην υλοποίηση τους.

Η αφετηρία του νέου κατασταλτικού σχεδιασμού ξεκινά από την Εισαγγελέα Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου, γνωστή εκφραστής της αντιτρομοκρατικής πολιτικής και εμμονική στην στοχοποίηση πολιτικών κρατουμένων. Ήταν αυτή που πρωτοστάτησε στην άσκηση πειθαρχικών διώξεων, καθ υπόδειξη γνωστών ντόπιων και διεθνών κέντρων εξουσίας, στους εισαγγελείς των φυλακών Κορυδαλλού που με εφτά χρόνια καθυστέρηση τήρησαν τον δικό τους νόμο χορηγώντας στον Δημήτρη Κουφοντίνα την άδεια που δικαιούταν.

Η συγκεκριμένη λοιπόν απέστειλε μια σειρά δημοσιευμάτων από τον καθεστωτικό τύπο καθώς και άρθρα αντιπληροφόρησης από το indymedia στην εισαγγελία Πειραιά ζητώντας «την διενέργεια ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης για την διακρίβωση τέλεσης ή μη αυτεπαγγέλτως διωκόμενων πράξεων εντός του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού κατά τις επίμαχες ημερομηνίες που αναφέρονται στα παραπάνω δημοσιεύματα.»

Τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα αφορούν τις γνωστές δημοσιογραφικές αναφορές σχετικά με την μαζική διαμαρτυρία στις φυλακές Κορυδαλλού ενώ το πιο εξωφρενικό της υπόθεσης είναι η απόπειρα ποινικοποίησης ακόμα και της γραπτής έκφρασης αλληλεγγύης καθώς ένα κείμενο αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Ντίνο Γιατζόγλου από πολιτικούς κρατούμενους γίνεται αφορμή για την απόπειρα να διωχθούν ως «συμμετέχοντες και υποκινητές της εξέγερσης».

Λίγες μέρες πριν η εισαγγελία Πειραιά απέστειλε κλήσεις για ανωμοτί κατάθεση στους πολιτικούς κρατούμενους Κώστα Γουρνά, Δημήτρη Κουφοντίνα, Δαμιανό Μπολάνο, Γιώργο Νικολόπουλο, Μιχάλη Νικολόπουλο, Παναγιώτη Αργυρού, Χρήστο Τσάκαλο, Γεράσιμο Τσάκαλο ως ύποπτοι για «συμμετοχή και υποκίνηση σε εξέγερση». Σε περίπτωση που επικυρωθούν οι συγκεκριμένες διώξεις και σχηματιστεί δικογραφία αυτό σημαίνει το κόψιμο των αδειών σε όσους πολιτικούς κρατούμενους τους δίνονται και το μπλοκάρισμα τους σε όσους τις δικαιούνται.

Ταυτόχρονα μέσα από τα στοιχεία της κατασταλτικής μεθόδευσης γίνεται σαφές η απόπειρα διεύρυνσης των συγκεκριμένων διώξεων και σε άλλους πολιτικούς κρατούμενους με βάση ένα πολιτικό κείμενο αλληλεγγύης που είχαν δημοσιεύσει σε αλληλεγγύη στον απεργό πείνας.

Οι συγκεκριμένες πολιτικές διώξεις που επιχειρούνται αφορούν το σύνολο του ανατρεπτικού κινήματος, η ποινικοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων στις αστυνομικές εισβολές και την βία μέσα στις φυλακές, η φασισμός της ποινικοποίησης ακόμα και του γραπτού πολιτικού λόγου από πλευράς των αναρχικών κρατουμένων, η αυξανόμενη ένταση της ποινικής καταστολής σε βάρος των πολιτικών κρατουμένων, η απόπειρα περιστολής και κατάργησης των κατακτημένων με αγώνες δικαιωμάτων τους (τακτικές και εκπαιδευτικές άδειες) με όχημα στημένες δικογραφίες από την δικαστική μαφία, δεν μπορούν και δεν πρέπει να περάσουν αναπάντητα.

Το κίνημα αλληλεγγύης μαζί με τους πολιτικούς κρατούμενους θα δώσουν για μια ακόμα φορά την μάχη για να τσακίσουν στην πράξη το ειδικό καθεστώς εξαίρεσης, τους πολιτικούς εμπνευστές του και τα πιστά τους μαντρόσκυλα. Οι σχεδιασμοί σε βάρος των πολιτικών κρατουμένων θα πέσουν στο κενό.

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

ΚΑΜΙΑ ΔΙΩΞΗ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ

ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΚΕΛΙΑ

Υ.Γ Θα ακολουθήσει αναλυτικότερη ενημέρωση μόλις λάβουμε ακριβή γνώση του περιεχόμενου της δικογραφίας

Αλληλέγγυοι / Αλληλέγγυες

Η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία και η πρόσφατη καταδικαστική απόφαση περί «ατομικής τρομοκρατίας»

Η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία και η πρόσφατη καταδικαστική απόφαση περί «ατομικής τρομοκρατίας»

Ποια είναι η σημασία της συγκεκριμένης καταδικαστικής απόφασης πάνω σε εσάς, όσον αφορά τα χρόνια κάθειρξης; Πως αξιολογείται αυτή η κίνηση του καθεστώτος εναντίον σας;

Η συγκεκριμένη καταδικαστική απόφαση έχει καθοριστική επιρροή πάνω μας, καθώς σημαίνει την παράταση της αιχμαλωσίας μας από δύο έως και τρία χρόνια για κάποιους από εμάς. Δεδομένου του γεγονότος ότι βρισκόμαστε ήδη περισσότερα από πέντε χρόνια στη φυλακή μεταφράζεται σε ένα διαρκές καθεστώς αιχμαλωσίας που βασίζεται στον αντιτρομοκρατικό νόμο (187Α) και την εφαρμογή που αυτός έχει πάνω στον «εσωτερικό εχθρό».

Εξοντωτικές ποινές, καινούριες κατασταλτικές ερμηνείες του 187Α, νομικές ακροβασίες, ποινικοποίηση της αναρχικής πολιτικής ταυτότητας, συνθέτουν ένα πλέγμα ποινικής καταστολής που τυλίγεται μεθοδικά και με σχέδιο γύρω από το αναρχικό κίνημα και τους φυλακισμένους αγωνιστές του. Η συγκεκριμένη καταδικαστική απόφαση λοιπόν, δεν πρέπει να αναλυθεί μέσα από ένα προσωποκεντρικό πρίσμα, αλλά να ερμηνευτεί και να αξιολογηθεί ως συνέχεια της ντόπιας έκφρασης της αντιτρομοκρατικής πολιτικής, που επιδιώκει να σφίξει τη θηλιά γύρω από τον λαιμό του αναρχικού κινήματος. Εκμεταλλευόμενοι τον κατακερματισμό, την πολυδιάσπαση και την απουσία ριζοσπαστικοποίησης τόσο στο κινηματικό, όσο και στα ευρύτερα πεδία του κοινωνικού πολέμου, το κράτος και οι μηχανισμοί του οξύνουν την κατασταλτική επίθεση με αιχμή του δόρατος τη δικαστική εξουσία και τη διαρκώς αυξανόμενη ένταση της ποινικής καταστολής εναντίον των αναρχικών με εργαλείο τον 187Α.
Είναι μια απόφαση πρωτόγνωρη. Ο χώρος που εντέχνως αφήνει ο τρομονόμος (187Α) για διάφορες αναγνώσεις από τον κάθε δικαστικό, δημιουργεί ακριβώς αυτή τη συνθήκη η οποία φέρνει νέες προσθήκες στη φαρέτρα της καταστολής. Ποιες θα πρέπει να είναι οι απαντήσεις μας πάνω σε αυτό, αλλά και σε άλλα παρόμοια καινούρια δικαστικά δεδικασμένα;

Εγώ θα ήθελα να προσθέσω πάνω σε αυτό που λέτε ότι είναι η ίδια η πολιτική φύση του 187Α τέτοια, που οποιαδήποτε ερμηνεία γίνει από τη σκοπιά της θωράκισης και της υπεράσπισης του καθεστώτος είναι νομιμοποιημένη και θεμιτή. Στην ουσία του, μιλάμε για έναν νόμο που αποτελεί την πρακτική εφαρμογή του αμερικανικού δόγματος για τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία». Έναν νόμο, που η ύπαρξή του βρίσκει νόημα στο ανελέητο κυνήγι εναντίον του εσωτερικού εχθρού και εναντίον όσων απειλούν τα κρατικά και καπιταλιστικά συμφέροντα.

Όσον αφορά τις απαντήσεις μας πάνω σε αυτή τη συνθήκη για μένα ξεκινάνε από την γενική αποδοχή ότι απαιτείται η οργάνωση ενός ανατρεπτικού κινήματος που θα λειτουργεί αποσταθεροποιητικά και υπονομευτικά απέναντι στους κρατικούς και καπιταλιστικούς σχεδιασμούς των αφεντικών και του πολιτικού τους προσωπικού, στη δική μας επικράτεια. Εξειδικεύοντας τον παραπάνω συλλογισμό, πρέπει να μπούμε σε μια διαδικασία αυτοκριτικής για τα λάθη, τις ελλείψεις μας, τις οργανωτικές μας αδυναμίες, μια αυτοκριτική που δεν πρέπει να χαϊδέψει αυτιά, αλλά ούτε και να είναι ισοπεδωτική. Απεναντίας, πρέπει να έχει ως κεντρικό στόχο την όξυνση του ανατρεπτικού αγώνα σε όλες του τις μορφές, τη μετατροπή του σε έναν υπαρκτό κίνδυνο για τους σχεδιασμούς των κυρίαρχων. Κομμάτι αυτής της διαδικασίας λοιπόν δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την ανασυγκρότηση της ιστορικής μνήμης η οποία θα αποτελέσει την πυξίδα για τις στρατηγικές αγώνα που θα ακολουθήσουμε. Θα πρέπει λοιπόν, να μιλήσουμε ξανά για την οργάνωση της επαναστατικής βίας σε όλες τις μορφές της, για τις πρακτικές του επαναστατικού ιλλεγκαλισμού και την ανάγκη διάχυσής τους μέσα στο κίνημα, για την αποβολή της «πολιτικής» με τη βρώμικη και αστική έννοια που έχει μολύνει τους κύκλους μας. Μια συζήτηση που θα ήταν κενή και άνευ περιεχομένου αν δεν συνοδευόταν από πολιτικές πρωτοβουλίες συντρόφων να καλύψουν τα πολιτικά κενά καθώς και να ενισχύσουν τις προοπτικές που σχηματίζονται μέσα από τα εξαγόμενα συμπεράσματα. Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι η καλύτερη απάντηση στα δικαστικά πραξικοπήματα δεν είναι άλλη από τη δημιουργία ενός ισχυρού πολιτικού κόστους που μετατοπίζεται σε όλη την εξουσιαστική πυραμίδα καταμερίζοντας ευθύνες από τους πολιτικούς εμπνευστές των δικαστικών πραξικοπημάτων μέχρι των αχυράνθρωπων που τα υλοποιούν. Μια απάντηση που εντάσσεται στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής και την πολιτική μας πρόταση που δεν είναι άλλη από τον απελευθερωτικό πόλεμο στις καπιταλιστικές μητροπόλεις ως απάντηση στους διακρατικούς πολέμους και τον πόλεμο όλων εναντίον όλων που προωθεί ο καπιταλισμός.

Κατά πόσο αυτή η απόφαση επηρεάζει το σύνολο των αγωνιστών/στριών εκτός των τειχών οι οποίοι/ες σκέφτονται να δράσουν πάνω σε αυτή την κατεύθυνση των επιλογών του αγώνα που εκτείνονται από τους εμπρησμούς, μέχρι τις απαλλοτριώσεις τραπεζών κ.τ.λ.;

Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη απόφαση δημιουργεί μια ιδιαίτερα αρνητική παρακαταθήκη, που θα επηρεάσει και την ποινική καταστολή εναντίον όσων αναρχικών σκεφτούν να δράσουν με παρόμοιο τρόπο και έχουν την ατυχία να συλληφθούν και να βρεθούν αιχμάλωτοι στις σωφρονιστικές αποικίες του ελληνικού κράτους. Με τη συγκεκριμένη δικαστική απόφαση, ουσιαστικά, αυτό που ποινικοποιείται δεν είναι άλλο από την αναρχική πολιτική ταυτότητα. Ή αλλιώς με τα λόγια της εισαγγελέως του εφετείου μας «τι άλλο θα μπορούσε να είναι οι συγκεκριμένες πράξεις εκτός από τρομοκρατικές αφού είναι αναρχικοί». Με την καινούρια ερμηνεία περί «ατομικής τρομοκρατίας» δεν είναι απαραίτητο οι δικαστικοί μηχανισμοί να προσπαθήσουν να συνδέσουν τον εκάστοτε κατηγορούμενο με τη δράση κάποιας επαναστατικής οργάνωσης όπως γινόταν στο παρελθόν. Αρκεί η πολιτική του ταυτότητα και η ενεργή υπεράσπιση της, μέσα στις δικαστικές αίθουσες για να καταδικαστεί ως «ατομικός τρομοκράτης» αφού όπως είπαμε και πριν όποιος ξεφεύγει από ακίνδυνες ρητορείες και επιλέξει να αγωνιστεί μέσα από τις γραμμές της αναρχίας, μπορεί να καταδικαστεί σαν τρομοκράτης όταν οι επιλογές του ξεφεύγουν από τα πλαίσια που καθορίζει η αστική νομιμότητα.

Φυσικά αυτό το γεγονός δεν πρέπει να σπείρει την ηττοπάθεια, αλλά αντίθετα να αποτελέσει μια ακόμα αφορμή να οξύνουμε τον αγώνα μας εναντίον της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Εξάλλου, όποιος οπλίζει τη συνείδηση του για να ανατρέψει τον βάρβαρο κύκλο καταπίεσης και εκμετάλλευσης, είναι δεδομένο ότι θα αντιμετωπίσει όλη την εκδικητικότητα και την αυταρχική αντιμετώπιση του καθεστώτος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα παραιτηθούμε από το να δώσουμε και μάχες επί των σημείων, όπως είναι αυτές που δίνονται μέσα σε δικαστικές αίθουσες, ούτε όμως ότι θα συνθηκολογήσουμε σε περίπτωση που βρεθούμε αντιμέτωποι με την εκδικητικότητα των κατασταλτικών μηχανισμών.

Το γεγονός ότι η αναρχία ακόμα και σε περιόδους οπισθοχώρησης συγκεντρώνει όλο τον κρατικό ρεβανσισμό, αποτελεί τίτλο τιμής για το αναρχικό κίνημα και απόδειξη ότι ο αγώνας για την αναρχία και την ελευθερία είναι ο μόνος αξιοπρεπής δρόμος για να βαδίσεις ενάντια στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό της εποχής μας.

Με βάση τις ευρωπαϊκές οδηγίες και το διεθνές «κυνήγι της τρομοκρατίας», ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι τρομονόμοι είναι η αιχμή του δόρατος (και) για τον εσωτερικό εχθρό στο ελληνικό κράτος. Με βάση αυτό, αλλά και τις απόπειρες για διεύρυνση της εφαρμογής του νόμου και τα νέα δικαστικά δεδικασμένα που γεννιούνται, ποιες πρέπει να είναι οι κινήσεις του ανταγωνιστικού κινήματος ενάντια στον πυρήνα της καταστολής, δηλαδή τον «αντιτρομοκρατικό» νόμο (187Α);

Η απάντηση αυτής της ερώτησης αποτελεί τη συνέχεια όσων λέγαμε και προηγουμένως. Για μένα, είναι επιτακτική ανάγκη να σχηματιστούν πολιτικές πρωτοβουλίες ενάντια στον αντιτρομοκρατικό νόμο που αποτελεί την αιχμή της ποινικής καταστολής εναντίον μας. Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι πως οποιοσδήποτε με τη δράση του, σταθεί εμπόδιο στα καπιταλιστικά συμφέροντα θα καταλήξει να διωχθεί με τον αντιτρομοκρατικό νόμο, βλέπε το παράδειγμα των κατοίκων των Σκουριών, που η εναντίωση τους στα σχέδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης και τη λεηλασία της φύσης, τους έφερε αντιμέτωπους με τον αντιτρομοκρατικό νόμο. Το συγκεκριμένο πολιτικό συμπέρασμα, φυσικά, χρειάζεται προσεκτική πολιτική ανάλυση, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να σχηματιστούν κατηγορίες δύο ταχυτήτων όσων διώκονται με τον 187Α που από τη μια οι διωκόμενοι για ενέργειες αντάρτικου πόλης θα αποτελούν νομιμοποιημένες περιπτώσεις εφαρμογής του 187Α, ενώ η διαμαρτυρία μας θα περιορίζεται όταν αυτός διευρύνεται και σε άλλα κοινωνικά κομμάτια.

Για μένα το ζήτημα του 187Α πρέπει να τεθεί συνολικά, ως ένας νόμος που αποτελεί την αιχμή της αντιτρομοκρατικής πολιτικής και κατ’ επέκταση το βασικό εργαλείο ποινικής καταστολής στα χέρια του κράτους και του κεφαλαίου.

Η δημιουργία ενός μετώπου αγώνα ενάντια στον 187Α δεν σημαίνει ότι τρέφουμε αυταπάτες γύρω από την κατάργηση του. Η Ελλάδα ως ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με συγκεκριμένο ρόλο μέσα στην καπιταλιστική περιφέρεια, με την απαρέγκλιτη εφαρμογή όλων των ευρωπαϊκών κοινοτικών οδηγιών σε ζητήματα ασφάλειας, μετανάστευσης κ.λπ., δεν θα μπορούσε ποτέ να καταργήσει τον αντιτρομοκρατικό της νόμο, όποιος και αν βρισκόταν στην χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής. Η ύπαρξη του αντιτρομοκρατικού νόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού κράτους. Αυτήν ακριβώς τη σύνδεση είναι απαραίτητο να αναδείξει ένα μέτωπο αγώνα που θα στρέφεται ενάντια στον 187Α. Χτυπώντας τόσο τη ντόπια συνέχιση του αμερικανικού δόγματος του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία όσο και τα ψεύτικα αφηγήματα της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ με την υποκριτική υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς είναι σαφές ότι τα δικαιώματα μέσα στα πλαίσια του αντιτρομοκρατικού νόμου εξαφανίζονται ως διά μαγείας μπροστά στα θιγμένα συμφέροντα του κράτους και του κεφαλαίου.

Ένα μέτωπο αγώνα ενάντια στον 187Α λοιπόν θα όξυνε τις ενδοσυστημικές αντιθέσεις, θα έκανε ευρέως γνωστό τον κομβικό ρόλο των αντιτρομοκρατικών νόμων στην λειτουργία των ευρωπαϊκών κρατών, θα έστελνε ισχυρά μηνύματα αλληλεγγύης σε όσους βρίσκονται στην ουσία αιχμάλωτοι του συγκεκριμένου νόμου, θα έβαζε αναχώματα στην ασυδοσία ως προς την εφαρμογή του, θα δημιουργούσε πολιτικά ζητήματα γύρω από την επέλαση της αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας των ημερών μας. Θα προσπαθούσε εν τέλει να δημιουργήσει ένα διαρκές πολιτικό κόστος σε κράτος και κεφάλαιο για την εγκληματική ύπαρξη του 187Α. Για την εγκληματική ύπαρξη του ίδιου του κράτους και του κεφαλαίου που μολύνουν και καταστρέφουν τις μοναδικές ζωές μας.

Η προσπάθεια για την δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου μπορεί να αποτελέσει πεδίο ζύμωσης μεταξύ συντρόφων και αφετηρία της γενικευμένης αντεπίθεσης μας ενάντια στο καπιταλιστικό σύμπλεγμα και τα δολοφονικά του πλοκάμια. Για αυτό και θεωρώ μια τέτοια πρωτοβουλία, προωθητική για την εξέλιξη του ίδιου του ανατρεπτικού αγώνα στην εποχή μας.

* Λίγες πληροφορίες για τη συγκεκριμένη υπόθεση:

«Στις 26 Μαρτίου ολοκληρώθηκε, στη δικαστική αίθουσα Κορυδαλλού, η εκδίκαση του εφετείου για την υπόθεση εμπρησμών και ληστειών στο οποίο κατηγορούμενοι βρίσκονταν οι σύντροφοι Α. Ντάλιος, Ν. Ρωμανός, Γ. Μιχαηλίδης, Δ. Πολίτης και το μέλος της ΣΠΦ Γ. Τσάκαλος.

Η έδρα του εν λόγω δικαστηρίου, υιοθετώντας επί της ουσίας την πρόταση της εισαγγελέως Σοφίας Αποστολάκη, επέλεξε να διατηρήσει, με ελάχιστες αποκλίσεις, τις εξοντωτικές ποινές του πρωτόδικου δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, ο Α. Ντάλιος καταδικάστηκε σε 27 χρόνια (από τα 29 του πρωτόδικου), ο Ν. Ρωμανός σε 18 χρόνια (από τα 20 του πρωτόδικου), ο Δ. Πολίτης σε 12 χρόνια και 2 μήνες (από τα 12 και 10 μήνες του πρωτόδικου), ο Γ. Μιχαηλίδης σε 11 χρόνια όπως και στο πρωτόδικο και ο Γ. Τσάκαλος σε 5 χρόνια.»

Συνέλευση αλληλεγγύης στους αναρχικούς συντρόφους που καταδικάστηκαν ως «ατομικοί τρομοκράτες»

Οι όμορφες κάλπες όμορφα καίγονται

Οτιδήποτε λέγεται και ειπώνεται στο δημόσιο διάλογο έχει κάποια επίδραση που αποτυπώνεται στην φαινομενική επικράτηση και το μονοπώλιο κάποιων απόψεων. Για αυτό και η τεχνική μονόπωλησης της δημόσιας εκφοράς λόγου πάνω σε ένα θέμα ( ή και περισσότερα) ήταν ανέκαθεν μια τεχνική προπαγάνδας που έγινε ολόκληρη μορφή τέχνης. Η εξαφάνιση του αντιπάλου μέσω της εξαφάνισης των θέσεων του ή της υπερπροβολής των δικών σου είναι το δίδιμο αδερφάκι της τέχνης της υποτίμησης, της διακριτικής και κομψής συκοφάντησης αλλά και της χονδροειδεστατης συκοφαντίας και λάσπης . Όλες τους τεχνικές καταπολέμησης του άλλου όχι σε μια αναμέτρηση αρχών και θέσεων αλλά σε απόπειρα δολοφονία προσωπικότητας ή κύρους γενικά (αν μιλάμε για ομαδώσεις ή πολιτικές τάσεις).

Τον τελευταίο καιρό είμαστε μάρτυρες μιας μανιώδους προσπάθειας πολιτισμικού αναθεωρητισμού που εκτείνεται σχεδόν σε όλο το φάσμα και εύρος του αναρχικού αγώνα. Αυτός ο πολιτισμικός αναθεωρητισμός δε θα μπορούσε παρά να εκτείνεται και στο πεδίο των φοιτητικών εκλογών με ένα τρόπο που προσπαθεί να επιβάλει την άποψη ότι κάθε απόπειρα σαμποτάζ των εκλογικών διαδικασιών στις σχολές ισοδυναμεί με καγκουριά, φασιστικές και συμμορίτικες πρακτικές, αντικοινωνικές συμπεριφορές κοινωνικού κανιβαλισμού ( με όλη την επιτηδευμένα αφελή αφαίρεση που έχει αυτή η φράση). Η όλη αυτή προπαγανδιστική σταυροφορία επιχειρεί όχι μόνο να απονομιμοποιήσει ηθικά και πολιτικά μια πρακτική που αποτελεί χρόνια παρακαταθήκη του αναρχικού αγώνα αλλά και να ξεπλύνει τις περιφρουρήσεις των φοιτητικών παρατάξεων που προστατεύουν τις κάλπες , φτάνοντας στο σημείο να ξεπλένει ακόμα και το όποιο επίπεδο βίας μπορεί να ασκήσουν.

Σε αυτό το χώρο δε γεννηθήκαμε όλοι χτες και ούτε είμαστε όλοι κομήτες και ασφαλώς και δεν έχουμε όλοι κοντή μνήμη. Οι αντι-εκλογικές παρεμβάσεις αναρχικών/αντιεξουσιαστικών ομάδων στις σχολές , ακριβώς με το χαρακτήρα της αρπαγής της κάλπης και του εμπρησμού αυτής είναι μια κατοχυρομένη ηθικά και πολιτικά πρακτική του αναρχικού αγώνα για χρόνια ολόκληρα (δεκαετίες βασικά) και ΤΙΠΟΤΑ και ΚΑΝΕΝΑΣ δε θα το αλλάξει αυτό και ούτε μπορεί να το αλλάξει.
Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που στο παρελθόν είχαν προσπαθήσει με πραγματικό κόπο και δουλειά μυρμηγκιού να γειώσουν το ζήτημα του αυτοοργανωμένου συνδικαλισμού και των οριζόντιων αγώνων στις σχολές ξερουν και θυμούνται πολύ καλά τι εστί η σκατίλα των φοιτητικών παρατάξεων κάθε απόχρωσης που προσπαθούσαν πότε να σαμποτάρουν, πότε να καπελώσουν, πότε να συκοφαντήσουν και πότε ακόμα και να καταστείλουν όταν νόμιζαν ότι οι συσχετισμοί το ευνοούν. Τίποτα από αυτά δεν είναι δυνατόν να ξεχαστεί και ούτε θα ξεχαστεί ποτέ. Όπως δε θα ξεχαστεί οτι το παραταξιακό σύμπαν στις σχολές δεν είναι παρά ένας καθρέπτης του μεγαλύτερου κομματικού σύμπαντος της πραγματικής κεντρικής πολιτικής σκήνης. Ακριβώς όπως λειτουργούν τα μητρικά κόμματα στο γενικότερο κοινωνικό πεδίο , οι φοιτητικές παρατάξεις επενδύουν στη δημιουργία ενός άκρως τοξικού πελατειακού συστήματος μέσα στις σχολές το οποίο μόνο σιχαμάρα και αηδία μπορεί να προκαλεί σε κάθε υγειές πολιτικό υποκείμενο αλλά και σε κάθε κριτικά σκεπτόμενο άτομο. Και μόνο το θέαμα των κομματόσκυλων των φοιτητικών παρατάξεων που τη μέρα των εγγραφών στις σχολές κάθε αρχή της σεζόν χυμούν κανονικά πάνω στους/στις πρωτοετείς σε ένα διαγωνισμό ποιος θα τους πρωτοτραβήξει στα τραπεζάκια να τους πιπιλήσει το μυαλό , να τους δώσει σημειώσεις , κομματικά κουπόνια, υποσχέσεις για μεσολαβήσεις για καλύτερη εξυπηρέτηση στη γραμματεία και καλύτερα κονέ με καθηγητές , είναι από μόνο του αποκρουστικό και προκαλεί αναγούλα.

Η όλη πελατειακή λογική φυσικα δεν εξαντλειται απλα σε ένα σόου τη μέρα των εγγραφών. Είναι η καθημερινή πρακτική και τρόπος λειτουργίας ΟΛΩΝ ανεξαιρέτως των παράταξεων . Όπως ακριβώς οι μεγαλύτερες φοιτητικές παρατάξεις και θυγατρικες του παραδοσιακού δικομματισμού της κεντρικής πολιτικής σκηνής επενδύουν κυρίως στις υποσχέσεις για ένταξη σε κλίκες που εξασφαλίζουν καλύτερη ανέλιξη στις σχολές ( βαθμούς, πτυχία, μεταπτυχιακά κτλ) και φυσικά μελλοντική καριέρα και εξασφάλιση και πουλάνε άπειρους τόνους μαζικής κουλτούρας ,mainstream διασκεδασης και εκδρομές για αχαλίνωτο clubbing στους πιο hot προορισμούς, άλλο τόσο οι αριστερές και αριστερίστικες παρατάξεις πουλάνε φτηνό επαναστατηλίκι, λαϊκο-έντεχνη διασκεδαση, κομματικά φεστιβαλ και μια δήθεν αγωνιστικότητα που ομως είναι πάντα καναλιζαρισμένη, πάντα καπελωμένη, πάντα χειραγωγούμενη και πάντα ελεγχόμενη από τις εκάστοτε κομματικές πρωτοπορείες. Για να μη μιλήσουμε για τον κανιβαλικό ανταγωνισμό μεταξύ αυτών των ίδιων των αριστερών παρατάξεων που μετρούν άπειρα σκηνικά με πεσίματα, ντου, ενέδρες, ανελέητους ξυλοδαρμούς άοπλων αντιπάλων και που πολλές φορές αρκετά άτομα έχουν καταλήξει με κρανιοεγκεφαλικές ή διάφορα σπασμένα μέλη στα νοσοκομεία για να ακολουθήσει μπαραζ καταδικαστικών κειμένων που μιλάνε για πρακτικές άλλων χώρων που θυμίζουν άλλες εποχές και ύστερα άλλων κειμένων που διαψεύουν τα καταδικαστικά κείμενα μιλώντας για συκοφάντες που θα ζήλευαν και οι αστοι αντικομμουνιστές. Και όλα αυτά σε μια τέτοια επαναλαμβανόμενη σειρα διαδοχής γεγονότων που θυμίζουν τη μέρα της μαρμότας με σημείο ορόσημο φυσικά κάθε εορτασμό της 17 Νοέμβρη στο Πολυτεχνείο όπου όλα αυτά τα παραπάνω ΑΙΣΧΗ μπορεί να συμβούν για τη διεκδίκηση λίγου παραπανω χώρου για τραπεζάκια και αφίσες αλλά αρκει που είναι ανοικτός ο χώρος να παρακολουθεί ο λαουτζίκος τα αλληλολιντζαρίσματα των αριστερών κομματόσκυλων . Και φυσικά κάποια στιγμή θα φτάσει και η ώρα που όλες οι παρατάξεις , δεξιές και αριστερές , θα αναμετρηθούν στις κάλπες των φοιτητικών εκλογών για να χωρίσουν τα κομμματικά μαντριά τους και τις ζώνες επιρροής τους ενώ τα διάφορα αρχηγικά κομματόσκυλα θα χτίζουν βήμα βήμα το μελλον για μια κομματική ανέλιξη στα μητρικά κόμματα.

Όλη αυτήν την κουλτούρα την είχε απορίψει εδώ και δεκαετίες και τη θεωρούσε εχθρική όχι κάποια σκοτεινή, αντικοινωνική, νέα ή μαύρη αναρχία αλλα η παλιά καλή ορθόδοξη και κλασσική κοινωνική αναρχία που κάποτε είχε ξεκάθαρες θέσεις απέναντι στον καρκίνο του παραταξιακού κόσμου στα πανεπιστήμια. Επομένως αυτός ο πολιτισμικός αναθεωρητισμός που παρατηρείται εσχάτως και στο συγκεκριμένο ζήτημα (ακόμα και με τη μορφή του βουητού στα πηγαδάκια η στα διαδικτυακά καφενεία ) και που επιχειρεί να παρουσιάσει τις αντι-εκλογικές δράσεις στις σχολές και τις καταστροφές καλπών ως συμμορίτικες πρακτικές , πρέπει να ξεσκεπαστεί ως αυτό ακριβώς που ειναι: μια νέα λογική συνεργασίας και μετώπων με κόσμο και παρατάξεις που ακριβώς είναι αναπόσπαστο κομμάτι όλης της προαναφερόμενης σαπίλας. Οι κολεγιές με αυτά τα αριστέριστικα γκρουπούσκουλα και τα πολιτικά μασαζ ( που στις πιο ακραίες τους μορφές αγγίζουν το πολιτικό κατάντημα του σπασίματος της κατάληψης του πολυτεχνείου στη προηγούμενη επέτειο της 17 Νοέμβρη) κινούνται όλα στην ίδια κατεύθυνση που είναι η σταδιακή de facto αποδοχή αυτού του συγκεκριμένου κομματιού της αριστεράς ως κομμάτι του ίδιου του αναρχικού χώρου , κάτι εντελώς αδιανόητο στο παρελθόν.

Γίνεται πλέον επιτακτικό ο κόσμος της αναρχίας να αντισταθεί στην επέλαση αυτού του σαρωτικού πολιτισμικού αναθεωρητισμού που εκτείνεται και σε πάρα πολλά άλλα επίπεδα , αλλά εν προκειμένω στην απαξίωση μιας ιστορικά κατοχυρωμένης αναρχικής πρακτικής , απόλυτα νομιμοποιημένης ηθικά και πολιτικά, όπως οι αντι-εκλογικές δράσεις στις σχολές και το σαμποταζ των κάλπεων. Είναι επιτακτικό επίσης τα κάθε λογής κομματόσκυλα που προστατεύουν κάλπες εκλογών ακόμα και με τη βια να αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς και οι μπράβοι και οι παρακρατικοί που σε άλλες εποχές προστάτευαν τις κάλπες στις πρυτανικές εκλογές με πτυσόμενα και μαχαίρια. Ανελέητα. Το χέρι που για να υπερασπιστεί εκλογικές διαδικασίες σηκώνεται ενάντια σε σύντροφο θα πρέπει να κόβεται σύριζα.

Είναι καιρός να διεκδικηθούν πίσω οι ρίζες μας και να υπερασπιστούν οι βασικότερες θέσεις της αναρχιας , αυτά που αποτελούσαν και που αποτελούν την πολιτική μας αλφαβήτα , αυτή που μάθαμε στα πρώτα μας πολιτικά μπουσουλήματα στην αναρχία . Κανένα κομματόσκυλο δεν είναι φίλος μας . Κανένας φοιτητοπατέρας δεν είναι σύμμαχος. Η υπεράσπιση της αντι-ιεραρχίας, της οριζοντιότητας αλλά πάνω από όλα η υπεράσπιση της λογικής ότι κόμματα ,εκλογές και αναρχία δεν πάνε μαζί ούτε στις σχολές ούτε έξω από αυτές, δεν είναι καγκουριά, δεν είναι συμμοριτισμός, είναι πολύ απλά το ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ. Το οποίο κινδυνεύει δυστυχώς να χαθεί. Χρόνια και χρόνια παρακαταθήκης αντι-εκλογικών δράσεων δε μπορούν να ακυρωθούν από κάποιες πολύ μεμονομένες και αμελητέες παρεκτροπές και ουτε θα ακυρωθούν. Και είναι αμετροεπής υποκρισία οι μεμονομένες και αμελητέες αυτές παρεκτροπές να γινονται δήθεν άλλοθι για να υπερασπίζονται κάποιοι την εκλογική διαδικασία εν συνόλω και το δικαίωμα των κομματόσκυλων να προστατεύουν σαν μπράβοι και παρακρατικοί τις κάλπες καταλήγοντας να ξεπλένουν αυτές τις κομματικές παρεκτροπές αλλά πάνω από όλα να ξεπλένουν τη συνολικότερη κουλτούρα του παραταξιακού καρκινώματος στα πανεπιστήμια.
Αυτή η λογική δε θα περάσει. Τα αυτονόητα θα ξαναβγουν στην επιφάνεια. Με αποφασιστικότητα , πολιτική δουλειά και κριτική προσέγγιση τα αναρχικα προτάγματα θα ξαναβρούν τη θέση τους. Γιατί δεν ήρθε ακόμα το Τέλος της αναρχίας.