Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει προκληθεί -και πολύ ορθώς φυσικά- σάλος με την καθαρίστρια του δημοσίου που καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη και οδηγήθηκε στη φυλακή επειδή είχε πλαστογραφήσει απολυτήριο Δημοτικού ( συγκεκριμένα όλος ο καυγάς αφορούσε σε μια μονάχα τάξη) . Το θέμα ανέβηκε πολύ γρήγορα στην κορυφή της επικαιρότητας, έπαιξε στα μέσα, προκάλεσε γενική κατακραυγή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έγινε θέμα πολιτικού σχολιασμού από ριζοσπαστικές αριστερές και αναρχικές ομάδες ως ζήτημα που αποκαλύπτει την ταξική φυση της δικαιοσύνης, απασχόλησε κύκλους δικαστικών που προέβησαν σε διάφορες δηλώσεις σχετικά με τις δυνατότητες-ή μη- υπέρβασης των νομικών προβλέψεων, κατέστη όπως συμβαίνει διαρκώς επίκεντρο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς και πως αυτό θίγεται ή όχι, και ενεργοποίησε τα τάχιστα αντανακλασικά της κορυφής της ιεραρχίας του δικαστικού μηχανισμού ώστε να βρεθεί έξω η καθαρίστρια με αναίρεση της απόφασης Εφετείου. Μόνο και μόνο η καταιγιστική μιντιακή κάλυψη της υπόθεσης (από ένα σημείο και μετά) η επιλογή της τοποθέτησης του προσωπικού δράματος ως επίκεντρο της ιστορίας, οι συνεντεύξεις μελών της οικογενείας και ιδιαιτέρως των παιδιών, η δραματική μουσικη των ρεπορταζ και η τσακισμένη φωνή των εκφωνητών/τριών αναδεικνύουν σε πρώτη φάση το πως το όλο θέμα αυτομάτως αναγάγεται σε μια ιστορία-προϊόν συναισθηματικής φόρτισης και συγκινησιακόυ χαρακτήρα. Η δε ενεργοποίηση φωνών του πολιτικού και δικαστικού κόσμου αναδεικνύει μια επίμονη προσπάθεια να καταστεί το θέμα ως μια περιστασιακή, μεμομένη περίπτωση που αναδεικνύει τις υποτιθέμενες δυσλειτουργίες του νομοθετικού/δικαστικού συστήματος.
Γίνονται εύκολα αντιληπτό ότι αυτή η επιμονη δεν είναι καθόλου τυχαία καθώς όλο το επίσημο καθεστωτικό φάσμα: ΜΜΕ, πολιτικά κόμματα, δικαστικοί κύκλοι αγωνιούν ώστε να εμφανιστεί αυτό το συμβάν ως μια ατυχής παρεκτροπή που θα τύχει αίσιας έκβασης. Το ίδιο απαιτεί και η πλειοψηφεία αρκετών φωνών που προέρχονται από το mainstream μετριοπαθές πολιτικό φάσμα καθώς αδυνατούν να δεχτούν ότι τετοια περιστατικά είναι δυνατόν να συμβαίνουν εν πρώτοις και κατόπιν να μην τυχαίνουν άμεσης επίλυσης. Η συνέχιση της δημοσιοποίησης του “προβλήματος” που ορίζεται και καθίσταται ως τέτοιο , ακριβώς λόγω της έκθεσης του στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα , αναμφίβολα στάθηκε γεγονός ευνοϊκό πάνω από όλα για την ίδια την καθαρίστρια που με διαδικασίες εξπρες έγινε αναίρεση της αποφάσεως του εφετείου και προσωρινή αποφυλάκιση της (για λογους υγείας) μέχρι την επόμενη εκδίκαση της υπόθεσης. Στάθηκε επίσης αφορμή να πέσουν λίγο τα φώτα της δημοσιότητας πάνω σε ένα νόμο περί πλαστογραφησης δημοσίων εγγράφων, ο οποίος όμως ελάχιστα απασχόλησε ο ίδιος ως προβληματικός από μόνος του, ίσα ίσα θεωρήθηκε ότι υπήρξε φοβερά αυστηρή ερμηνεία του. Ακόμα ανέδειξε κι ένα κομμάτι συντήρησης , μετριοπαθούς ή ακραίας , αρκετά μεγενθυμένο μάλιστα, που εκφράστηκε με σαφή και καννιβαλικό τρόπο υπέρ της εφαρμογής του ισχύοντος νόμου με σαφείς εχθρικές διαθέσεις προς την πλαστογράφο καθαρίστρια.
Όλα τα παραπάνω, όλες οι φωνές γύρω από την υπόθεση αυτή, που την ανέδειξαν , την έφεραν στο φως και μιλησαν για αυτήν αναγνωρίζοντας την ως πρόβλημα, στην πλειοψηφεία τους κινήθηκαν (και ίσως κινούνται γενικά) γύρω από το ίδιο μοτίβο ενασχόλησης με τις δημόσιες ατζέντες, και δυστυχώς αυτό είναι το ” ασχολούμαστε με ότι πουλάει” και μάλιστα με ότι πουλάει με Γουορχολικούς* όρους . Τι σημαίνει πρακτικά αυτό ομως;
Πολύ απλά ο λόγος που κατέληξε να σηκωθεί τόσο πολύ το θέμα στην επικαιρότητα δεν ήταν μόνο η κατάφορη αδικία που αναδεικνυόταν μέσα από αυτό, ούτε και η σκληρή δικαστική αναλγησία. Εξάλου τόσο η κοινωνική αδικία είναι παντού απλωμένη γύρω μας με πολύ χειρότερες αποτυπώσεις, ενώ η δικαστική αναλγησία έχει να επιδείξει πολλά ρεκορ στην καταστροφή ανθρώπινων ζωών και ψυχών. Δεν ήταν ούτε καν η ταξικότητα της δικαιοσύνης η οποία αναδείχθηκε, ούτε και το βάρβαρο πρόσωπο της εξουσίας. Στην πραγματικότητα επρόκειτο απλώς, και παρόλο που ακούγεται κυνικό είναι ωστόσο αλήθεια, για ένα θέμα που είχε όλα τα φόντα να ακουστεί γιατί ακριβώς μπορούσε να γίνει “γεγονός” σε μια ευρύτερη πολιτική σκακιέρα παιγνίων με όρους λαϊκισμού. Αλλιώς θα είχε πάει άπατο σαν είδηση πέρα από δυο τρεις γραφικές φωνές καταγγελίας που πάντα φωνάζουν χωρίς κανείς να δίνει δεκάρα.
Κι αν αμφιβάλει οποιοσδήποτε δεν έχει παρά να αναρωτηθεί: πόσο πολύ ακούστηκε το γεγονός ότι την προηγούμενη βδομάδα μια 60χρονη επιπλοποιός προφυλακίστηκε για υπόθεση τρομοκρατίας, και συγκεκριμένα για ένα δέμα βόμβας που είχε σταλεί στη Γερμανίδα Κεγκαλάριο Μέρκελ το 2010 δηλαδή πριν 8 χρόνια, επειδή λέει βρέθηκε από τις γερμανικές αρχές αποτύπωμα της πάνω στο παγιδευμένο βιβλίο-δέμα; Πόσο πολύ ακούστηκε ότι μια μεγάλη γυναίκα, έχοντας φάκελο και αποτύπωματα για παλιότερα οικονομικά μπλεξίματα με την αστυνομία κατέληξε φυλακή για μια ξεχασμένη υπόθεση τρομοκρατίας, μια υπόθεση σχεφόν δεκαετίας , κι ενώ η ίδια ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία σχέση και ότι απλά στο παρελθόν υπήρξε βιβλιολάτρης και συλλέκτης παλλιών βιβλίων; Πόσα κανάλια ασχολήθηκαν με την ιστορία της ζωής της, πόσοι πολιτικοί προέβησαν σε δηλώσεις για την αδικία εις βάρος της, πόσα κείμενα κυκλοφόρησαν , πόσα πανό κρεμάστηκαν, πόσοι δικαστικοί επέκριναν την δομική δυσλειτουργία του τρομονόμου ή έστω την αυστηρή ερμηνεία του, που και ποιός ανώτατος λειτουργός της δικαιοσύνης έδρασε αποφασιστικά ώστε εντός βδομάδας η συγκεκριμένη γυναίκα να βρίσκεται εκτός των τοιχών ώστε να την υποδεχτούν κανάλια να την υποβάλουν σε ερωτήσεις για την περιπέτεια της;
Ερωτήσεις ρητορικές που ηχούν ομως αμείλικτα στο κενό υποβάλωντας ταυτόχρονα επιπλέον αμείλικτα ερωτήματα προς κάθε κατεύθυνση. Ποιά ζητήματα τελικώς επιλέγουμε να αναδεικνύουμε , με ποιούς όρους και κριτήρια, και κατά πόσο καθορίζει τις επιλογές μας η αντικειμενική υπόσταση των γεγονότων και κατα πόσο το επικοινωνιακό τους εκτόπισμα στην κοινή γνώμη. Μήπως εν τέλει ακόμα και τα κινηματικά αντανακλαστικά στην ανάδειξη προβλημάτων έχουν να κάνουν με την αναλογία λαϊκισμού έναντι ριζοσπαστισμού, με τα θέματα εκείνα που εμπεριέχουν πιο πολλές ριζοσπαστικές απολήξεις να τα τρώει η μαρμάγκα;
Φυσικά το σύστημα επιλέγει να αναδείξει εκείνα τα θέματα που ακόμα κι αν εκθέτουν μερικές πτυχές της δομικής του λειτουργίας, μπορεί πάντα πολύ εύκολα να κάνει τις απαραίτητες ντρίπλες ώστε να σώσει το ίματζ του σε ένα μέγαλο κομμάτι του κοινωνικού κορμού που τραμπαλίζεται μεταξύ προόδου και συντήρησης ώστε να ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα με μια ψευδαίσθηση ότι “μια στιγμιαία παρεκτροπή ήταν εντάξει, όλα λειτουργούν καλά τελικά” . Τα θέματα εκείνα που δε μπορόυν να γίνουν το ίδιο εύκολα διαχειρίσημα πολύ απλά δε θα λυθούν τόσο εύκολα και ηχηρά γιατί προφανώς οι συνδηλώσεις που υποκρύπτονται μπορεί να προκαλέσουν περισσότερες ανεπιθύμητες επιπλοκές όπως τη γέννηση δυσσάραστεων συνειρμών για την αμείλικτη φύση της ίδιας της δημοκρατίας αυτής κάθε αυτής. Κι αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν πρέπει να απασχολεί και φυσικά δεν πρέπει να γίνεται ορατό.
* O Άντι Γουόρχολ ήταν Αμερικανός πολυσχιδής καλλιτέχνης, ζωγράφος, γλύπτης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας και συλλέκτης, πρωτοπόρος του κινήματος της Ποπ Αρτ. Υπήρξε προσωπικότητα που άσκησε έντονη κριτική στην κοινωνία του θεάματος, της οποίας φυσικά ήταν μέλος. Καυτηρίασε το lifestyle και ας το έζησε εκ των έσω. Είχε πει πως στο μέλλον όλοι θα είναι διάσημοι για 15 λεπτά και πως μόδα θα είναι να είσαι ίδιος με όλους τους άλλους.