Πολλές φορές η μαζική προτίμηση σε κάποια πολιτική παράταξη μπορεί να έχει να πει πολλά για το επίπεδο, πρώτα από όλα, της συλλογικής αισθητικής, και μετά όλων των άλλων. Αυτό στη Ρωμαϊκή σκέψη κάπως ήταν κεκτημένο όπως προδίδει και το γνωστό ρητό με τη γυναίκα του Καίσαρος.
Ακόμα και σήμερα βέβαια παρατηρούμε ότι ολόκληρες πολιτικές ατζέντες, εκστρατείες, επικοινωνιακές στρατηγικές, εκπονούνται με γνώμονα την παλμογράφηση της κοινωνικής αισθητικής.
Η διακηρυγμένη επιστροφή στην κανονικότητα, κεντρικό μότο μιας συντηρητικής παράταξης που τραμπαλίζεται μεταξύ ακροδεξιάς, κλασικού φιλελευθερισμού, νεοφιλελευθερισμού, χριστιανοδημοκρατίας και ακραίου κέντρου ταυτόχρονα, αφορά περισσότερο από όλα μια σημειολογία. Σημειολογία η οποία έχει χτισμένη την κοινωνική της γείωση, όχι τώρα βεβαίως, αλλά αρκετά πίσω στο χρόνο.
Η σημειολογία αυτή εμπερικλείει όλες τις μορφές κοινωνικής υποκρισίας. Είναι η σημειολογία που επιβάλει να αποδεχόμαστε πχ έναν πολιτικό όχι επειδή είναι ικανός, καλός, αποδοτικός, ανιδιοτελής, και άλλα θετικά θεωρούμενα πράγματα, αλλά από το αν φαίνεται να τηρεί τα κοινωνικά προσχήματα και τύπους.
Φοράει γραβάτα; Δίνει θρησκευτικό όρκο; Φιλάει το χέρι του παπά με ευσέβεια; Εμφανίζεται 24/7 υπερασπιστής των πάτριων αξιών και παραδόσεων; Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για έναν διεφθαρμένο πολιτικό μέχρι τα μπούνια. Και πως να έχει. Η διαφθορά είναι μια κανονικότητα που έχουμε αποδεχθεί όλοι σιγά τα λάχανα. Δεν έχει σημασία αν η ίδια μάζα θυμάται τη χριστιανική ηθική μόνο σε κάτι πανηγύρια, σε κάτι βαφτίσια,γάμους, κηδείες και κάθε πάσχα και χριστούγεννα, και γενικά αν κατά τα άλλα σε επίπεδο καθημερινότητας απέχει έτη φωτός από αυτή. Και γιατί να έχει σημασία κάτι τέτοιο εξάλου;
Δεν έχει σημασία πάλι αν η ίδια μάζα νιώθει να καταπιέζεται από τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας,όταν βέβαια πρόκειται για προοδευτικές νόρμες στις οποίες έχει αλλεργία, ενώ ταυτόχρονα εξεγείρεται με την παραμικρή προσβολή των χρηστών ημών ηθών.
Στην προηγούμενη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο αυτό που συνέβη στο δημόσιο διάλογο ήταν αποκαλυπτικό, ως ένα βαθμό, της συλλογικής αισθητικής ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας, το οποίο λύσσαξε ενάντια στην σοσιαλδημοκρατική διαχείρηση της εξουσίας, (η οποία απεδείχθη μια χαρά ικανή και αποτελεσματική σε ζητήματα που οι προηγούμενες θα ζήλευαν) αν όχι για κάτι άλλο, κυρίως επειδή αυτή του προσέβαλε τα “γούστα”. Η πολιτική αντιπαράθεση διακυμάνθηκε τόσο πολύ γύρω από τι είναι και τι δεν είναι πρέπον να κάνει και να λέει ένας πολιτικός και ένα κόμμα γενικά, που αποκόμιζε κανείς την εντύπωση πως δεν έχουμε εκλογές μπροστά μας αλλά διαγωνισμό κοινωνικής ευπρέπειας.
Αυτό το βλέπει κανείς έντονα και στον καθημερινό σχολιασμό χρηστών μέσων δικτύωσης που αγαλλιάζουν, μετά τις εκλογές, με στιγμιότυπα της πολιτικής ζωής , όπως η ορκωμοσία στη βουλή, όπου η κανονικότητα επιστρέφει μέσα από τον εναγκαλισμό των παραδοσιακών “τύπων” που οι προηγούμενοι άπλυτοι “αριστεροκατσαπλιάδες” σνόμπαραν “προκλητικά”.
Όλη αυτή η τρέχουσα περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί καθωσπρεπισμού, κανονικότητας και προσχημάτων, αν κάτι μας βοηθούν σίγουρα να καταλάβουμε στο σήμερα, είναι ότι πολύ περισσότερο σοκάρει την κοινή γνώμη αν οι κληρονόμοι της πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας ανακαλύπτουν ότι οι προκάτοχοι τους τους παράδωσαν γραφεία που βρωμούσαν τσιγαρίλα, παρά αν ανακαλύπτουν ελείμματα και μαύρες τρύπες σε νευραλγικές δημόσιες υπηρεσίες, στον τομέα της υγείας πχ ή αλλού εξίσου σημαντικά.
Και αν μη τι άλλο αυτό δείχνει και το αντίστοιχο επίπεδο της κοινωνικής αισθητικής του σήμερα. Και όπως η πολιτική είναι και θέμα αισθητικής έτσι και η αισθητική είναι και θέμα πολιτικής.