Κάποια στιγμή είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε ότι το να μιλάμε με μια ορισμένη ακρίβεια όταν κάνουμε πολιτική δεν είναι ακριβώς αγκύλωση ούτε εμμονή με στείρο ακαδημαϊσμό. Ο φασισμός για παράδειγμα έχει υπάρξει ιστορικά ένα πολυ συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό κίνημα στην Ιταλία, η ανάπτυξη και εδραίωση του οποίου αξίζει μελέτης και κατανόησης από τους ριζοσπαστικούς κύκλους διαχρονικά. Ωστόσο παρατηρείται μια ανεξάντλητη σχετικοποίηση της έννοιας που έχει καταλήξει να φοριέται καπέλο σχεδόν στα πάντα.
Η σχετικοποίηση του φασισμού έχει δύο βασικές αφετηρίες. Τόσο το φιλελεύθερο όσο και το αριστερό μπλοκ στη Δύση έχουν προχωρήσει (για τους δικούς τους λόγους) σε μια συσχέτιση του κρατικού αυταρχισμού με το φασισμό, προκειμένου να προσεγγίζουν το μεσσαίο και κεντρώο χώρο, αυτόν που κοινωνικά τραμπαλίζεται μεταξύ συντήρησης και προόδου, μένοντας πότε στον έναν πόλο πότε στον άλλο.
Το φιλελευθερο μπλοκ ιστορικα προέβη σε αυτή την στρατηγική για να πάρει τον προοδευτικό κόσμο μαζί του προβάλλοντας το φάντασμα του σοβιετικού ολοκληρωτισμού και να θίξει το χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κρατικού προστατευτισμού. Από την η άλλη η δυτική αριστερά έκανε το ίδιο για να αποδώσει στις καταπιταλιστικές δημοκρατίες μια φασίζουσα διάσταση όταν αυτές γίνονται λίγοτερο ή περισσότερο αυταρχικές και έτσι να συνδέει διαρκώς ιστορικά το φασισμό με τον καπιταλισμό ως δύο αλληλοσυμπληρούμενα πράγματα.
Το αποτέλεσμα αυτής της επί μακρόν συσχέτισης που γίνεται εργαλείο προπαγάνδας και ενίοτε αποτελεί κομβική πολιτική στρατηγική και των δυο πλευρών, είναι η βασική γενεσιουργός συνθήκη της θεωρίας των δύο άκρων.
Αν οτιδήποτε αυταρχικό είναι δείγμα φασισμού, τότε τα φασιστικά καθεστώτα ειναι φασιστικά καθότι αυταρχικά, τα σοβιετικά καθεστώτα είναι φασιστικά καθότι αυταρχικά και αυτά, οι λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικές δημοκρατίες είναι φασιστικές και αυτές εξαιτίας της αυταρχικότητας τους, και βασικά με λίγα λόγια, όλα είναι φασισμός διαφορετικών διαβαθμίσεων.
Φυσικά ο ακραίος αυτός βερμπαλισμος, όταν τουλάχιστον συμβαίνει από την πλευρά του ευρύτερου αναταγωνιστικού κινήματος και η αντίστοιχη σχετικοποίηση του φασισμού, δεν παράγουν κανένα γενικευμένο ριζοσπαστικό αντιφασιστικό αντανακλαστικό. Τουναντίον ωθεί μια μεγάλη μάζα ημί-προοδευτικών ημι-συντητηρικών πολιτών που έχουν γαλουχηθεί από δεξιά και αριστερά σε όλη αυτή τη παραφιλλολογία, να υιοθετούν με περισσή ευκολία την άμεση συσχέτιση οτιδηποτε αυταρχικού με το φασισμό.
Συνέπεια αυτής της επίδρασης είναι η και στάση καταδίκης απέναντι στη βία από όπου και αν πρόερχεται , γιατί και αυτή είναι χαρακτηριστικό φασισμού. Όταν δε πολλές τέτοιες απόψεις ακούγονται από ανθρώπους γύρω μας πολλά ριζοσπαστικά υποκείμενα παθαίνουν trigger και καταλήγουν να τους θεωρούν και τους ίδιους κρυφοφασίστες, φασιστοφιλελέδες κτλ.
Αυτη η άκρατη “φασιστολογία” καταλήγει να ρίχνει ομίχλη στην ίδια τη γέννηση του φασιστικού φαινομένου και πως εγκολπώθηκε μέσα στις κοινωνίες σε συγκεκριμένες εποχές αλλά και να ζημιώνει και την αξιοπιστία του όποιου ριζοσπαστικού υποκείμενου απέναντι σε άλλους κοινωνικούς εταίρους.
Μερικά πράγματα μπορεί να είναι σκληρά, αυταρχικά ακόμα και βάρβαρα αλλά δεν είναι απαραίτητα φασισμός. Δεν κερδίζει πόντους συμπάθειας ένα κίνημα που τα βαφτίζει όλα φασιστικά αντίθετα καταλήγει να φαίνεται γραφικό, να αποριζοσπαστικοποιείται διαρκώς και τελικά η κοινωνική απεύθυνση του να αφορά εκείνη την κοινωνική κάστα ανθρώπων που αύριο μεθαύριο εύκολα θα θεωρούν κάθε βία καταδικαστέα από όπου κι αν προέρχεται. Κάτι που με τη σειρά του γεννά νέους διαλόγους εντός του ίδιου του κινήματος αναφορικά με την ποσόστοση της ανταγωνιστικής βίας και το αν γίνεται κατανοητή από τον “κόσμο”.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι είναι επιτακτικό το ξεπέρασμα αυτής της κακής συνήθειας ως αναγκαία προϋπόθεση για να μιλάμε για ένα ανταγωνιστικό κίνημα που στοχεύει σε μια γενικότερη ριζοσπαστικοποίηση και όχι γενικώς και αορίστως στο χάιδεμα των κεντρώων ακροατηρίων, χάιδεμα που μακροπρόθεσμα κιόλας γυρνάει μπούμερανγκ και που όχι, δε φέρνει απαραίτητα κόσμο με το μέρος μας ούτε μας κάνει πιο συμπαθείς κοινωνικά. Πιο εύκολα μας καθιστά έρμαια στη σάτυρα και τον κανιβαλισμό ακόμα και του τελευταίου τσαρλατάνου της mainstream ακροκεντρώας pop κουλτούρας παρά οτιδήποτε άλλο πιο σοβαρό. Αξίζει λοιπόν να το σκεφτούμε .