Μια προσωπική κατάθεση για το Δεκέμβρη του 2008- Κείμενο του πρώην πολιτικού κρατούμενου Παναγιώτη Αργυρού που διαβάστηκε στην εκδήλωση-παρουσίαση της Ατζέντας του 2023 του Ταμείου Αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστ(ρι)ών, με θέμα την ιστορική αναψηλάφηση του Δεκέμβρη 2008
Στη ζωή τους οι άνθρωποι συνηθίζουν να μελαγχολούν και να αναπολούν κάποιες από τις καλύτερες στιγμές τους. Το ίδιο συμβαίνει και στις κοινότητες ανθρώπων που έχουν κάτι κοινό να μοιράζονται. Κοινό αγώνα για την επιβίωση, κοινές βλέψεις για το μέλλον, κοινές μνήμες. Εδώ λοιπόν η συλλογική μνήμη λειτουργεί όπως ακριβώς και η ατομική.
Για το εν ελλάδι αναρχικό κίνημα ο Δεκέμβρης του 2008 είναι ένα πολυσήμαντο γεγονός, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ίσως το πλέον πολυσήμαντο μάλιστα στα 50 χρόνια ζωής του στην μεταπολιτευτική περίοδο της χώρας. Ως τέτοιο λοιπόν είναι αναμενόμενο να καταφέρνει να προκαλεί συναισθηματική φόρτιση ακόμα και σε ανθρώπους που δεν τον έζησαν. Είναι δυνατόν ακόμα και να τον αναπολούν μέσα από τις αφηγήσεις και τις ιστορίες άλλων που όταν μοιράζονται, μετατρέπονται κατά κάποιο τρόπο σε συλλογικό βίωμα.
Πολλά έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί για τον Δεκέμβρη και αυτή η παραγωγή λόγου συνεχίζεται αμείωτη ακριβώς επειδή υπήρξε ένα γεγονός, που ανεξαρτήτως ιδεολογικών αναφορών, συγκλόνισε και ο απόηχος του δεν έχει κοπάσει ακόμα.
Ο Δεκέμβρης υπήρξε σαφέστατα μια εξέγερση. Αυτό που την κάνει ιδιαίτερη είναι ότι ξεκίνησε ως μια περιορισμένου μεγέθους εξέγερση των αναρχικών όλης της χώρας από την πρώτη στιγμή της δολοφονίας του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και στη συνέχεια με τη μορφή ντόμινο συμπληρώθηκε από την εξέγερση διαφορετικών και ετερόκλητων κοινωνικών υποκειμένων, προερχόμενα από διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, διαφορετικά ταξικά στρώματα και βαθμίδες κοινωνικής καταπίεσης και με διαφορετικά κοινωνικά προνόμια.
Κατά αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι ο Δεκέμβρης υπήρξε μια μεγάλη εξέγερση στην οποία συνυπήρξαν πολεοδομικά πολλές παράλληλες εξεγέρσεις, αυτόνομες και ανεξάρτητες μεταξύ τους, όμως η πρωταρχική ήταν χωρίς αμφιβολία αυτή των αναρχικών, κάτι που από μόνο του ήταν μια στοιβαρή αποδόμηση μιας αρκετά δημοφιλούς ως τότε άποψης περί μη κοινωνικής αποδοχής των ταραχών και των προωθημένων επιθετικών ενεργειών όπως εμπρηστικές επιθέσεις σε ΑΤ.
Είναι δεδομένο ότι χωρίς τα παραδοσιακά μας ριζώματα στη γειτονιά των εξαρχείων και τις γύρω πανεπιστημιακές σχολές, την πολύ μεγάλη και στοιβαρή εξεγερσιακή κληρονομιά των προηγούμενων δεκαετιών που κρατούσε ζωντανή την επιθετική αντιμπατσική κουλτούρα, την εξοικείωση με την άμεση δράση στο μητροπολιτικό πεδίο και στις συχνές και δυναμικές ταραχές αστικού τύπου τα προηγούμενα χρόνια, θα διέφεραν σημαντικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Δεκέμβρη του 2008, σε τέτοιο βαθμό, που ίσως δεν είχαμε καν εξέγερση ή δεν την είχαμε όπως αυτή τελικά συνέβη.
Η εμπλοκή στην εξέγερση κοινωνικών κομματιών προερχόμενων από τα υποστρώματα της κοινωνίας, λούμπεν παραβατικό προλεταριάτο, χούλιγκανς, μετανάστες με χαρτιά ή χωρίς, ρομά από τις πιο γκετοποιημένες πλευρές της μητρόπολης, προσδιόρισε εξίσου σημαντικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτού του ξεσπάσματος. Το γεγονός ότι αναμείχθηκαν στην εξέγερση διαφορετικές κοινωνικές τάξεις της προσέδωσε ένα διαταξικό και πολυφυλετικό χαρακτήρα. Παράλληλα το στοιχείο των γενικευμένων λεηλασιών των εμπορικών δρόμων των μητροπόλεων, μοτίβο που το συναντάμε σε όλες τις δυτικές μητροπολιτικές εξεγέρσεις σε γκετοποιημένες περιοχές και προάστια, έδειξε ότι η ανθρωπογεωγραφία της εξέγερσης μιλούσε διαφορετικές γλώσσες όχι μόνο με την αυτήν έννοια, αλλά με την υπαρξιακή.
Τα διαφορετικά βιώματα, οι διαφορετικές καταπιέσεις, τα διαφορετικά προνόμια των εξεγερμένων, αποτυπώθηκαν στο εύρος των πρακτικών που επέλεγαν, και παρά στο ότι το βίωμα της αστυνομικής βίας μπορεί να ήταν κοινό (έστω και με διαφορικές κλίμακες έντασης), η εξέγερση του κοινωνικού περιθωρίου δε μίλησε ποτέ τη γλώσσα μιας πολιτικά ορθής και καθώς πρέπει αντίδρασης όπως την έχουν στο μυαλό τους διάφοροι θεωρητικοί η σκέψη των οποίων είναι εγκλωβισμένη σε ιδεολογικές μπαμπούσκες. Αντίθετα μίλησε τη γλώσσα της εξέγερσης που δε μπαίνει σε καλούπια, δεν συμμορφώνεται, δεν πατρονάρεται, της εξέγερσης που δεν ενδιαφέρεται να δείξει καλό πρόσωπο στην κοινωνία, για αυτό και έχει αποβάλλει κάθε καθωσπρεπισμό ισοπεδώνοντας και λεηλατώντας τα πάντα γύρω της. Ήταν η εξέγερση των δικών μας κολασμένων , η εξέγερση των δικών μας Κλισί-σου-Μπουά, μέσα σε μια μεγαλύτερη εξέγερση για τη δολοφονία ενός αναρχικού μαθητή. Κι αν δεν αποτυπωθεί και αυτή η πλευρά του Δεκέμβρη θα ενισχύσουμε έναν γενικότερο ιστορικό αναθεωρητισμό που, μεταξύ άλλων, έχει και χαρακτηριστικά αντι-εξέγερσης.
Ότι όμως μπορεί να ειπωθεί για το Δεκέμβρη αυτό μπορεί να ειπωθεί εκ των υστέρων. Κι αυτό γιατί ούτε προσχεδιάστηκε, ούτε προέκυψε ως το αποτέλεσμα κάποιων προγνώσεων και ούτε θα ήταν ποτέ κάτι τέτοιο δυνατόν. Ο Δεκέμβρης δεν προέκυψε όπως προέκυψε, ούτε επειδή το επίδικο ήταν σημαντικό, αν και προφανέστατα ήταν. Σημαντικά επίδικα υπάρχουν κάθε ώρα και στιγμή για το κάθε τι.
Ο Δεκέμβρης προέκυψε ως η αποτύπωση της στιγμής που η συλλογική οργή και αγανάκτηση αντικατέστησε το φόβο. Η είδηση του θανάτου ενός εξεγερμένου νεαρού αναρχικού, ενός δικού μας παιδιού, ενός γνωστού και φίλου για κάποιους, μέσα στην καρδιά των Εξαρχείων, στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου που από τότε έσφυζε από ζωή, δημιούργησε μια σειρά από κατακλυσμικά συναισθήματα για τον απλούστατο λόγο της σύνδεσης και της ταύτισης. Επειδή νιώσαμε ότι θα μπορούσαμε να μασταν εμείς ή κάποιος πιο κοντινός/η μας.
Η απώλεια του φόβου για τις συνέπειες λειτουργεί απελευθερωτικά. Είναι η στιγμή εκείνη που σταματάς να ενδιαφέρεσαι για οτιδήποτε μπορεί να σου συμβεί και εγκαταλείπεις τις συμβάσεις εκείνες που σε καταπιέζουν στην καθημερινότητα σου. Για αυτό και το βίωμα της εξέγερσης λειτουργεί καθαρτικά και απελευθερωτικά, διότι κάνει να βράζουν μέσα μας ατομικά αλλά και συλλογικά αισθήματα αντεκδίκησης για τον εξευτελισμό και την ταπείνωση που υπομένουμε όσο αποδεχόμαστε τα προκαθορισμένα πλαίσια ύπαρξης που έχουν ορίσει για μας.
Το αποκορύφωμα αυτής της συλλογικής μέθεξης υπήρξε την πρώτη εβδομάδα. Τη δεύτερη εδβομάδα άρχισε να ξεθυμαίνει. Την Τρίτη εβδομάδα δε μιλούσαμε για εξέγερση, ζούσαμε στον απόηχο αυτής και στη συντήρηση ενός εξεγερσιακού κλίματος. Πριν εκπνεύσει ο Δεκέμβρης η εξέγερση ήταν πλέον ένα γεγονός που είχε περάσει στην ιστορία. Μέσα στο Δεκέμβρη έγιναν πάρα πολλά πράγματα, αδύνατο να απαριθμηθούν όλα αυτά σε μια τοποθέτηση.
Αν ψάξει κανείς θα βρει ότι μεταξύ 7/12 και 1/1/2009 υπάρχουν περίπου δώδεκα αναλήψεις ευθύνης με διαφορετική επωνυμία για επιθετικές ενέργειες, εμπρηστικά μπαράζ και άλλες επιθέσεις οι οποίες προστίθενται σε πολύ περισσότερες ανώνυμες και άλλες για τις οποίες δεν υπήρξε ποτέ κάποιου είδους ανάληψη αλλά ήταν αυτονόητο ότι δεν είναι ανεξάρτητες από τα όσα συμβαίνουν. Μια από τις δώδεκα αυτές αναλήψεις ήταν της ομαδοποίησης που συμμετείχα και τότε έκλεινε περίπου ένα χρόνο ζωής, της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς για το εμπρηστικό μπαράζ τη παραμονή πρωτοχρονιάς.
Κάπου εκεί όμως ο Δεκέμβρης είχε πλέον τελειώσει, η εξέγερση είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει με το κράτος να μετρά τις πληγές του και να ανασυντάσσεται, και το κίνημα να έχει κερδίσει περισσότερο έδαφος από ποτέ στον κοινωνικό ανταγωνισμό.
Υπήρξε ωστόσο και μια ολόκληρη γενιά για την οποία ο χρόνος σταμάτησε στη Μεσολογγίου στις 6 Δεκέμβρη του 2008 λίγο πριν το ρολόι δείξει 21.30. Για αυτή τη γενιά ο Δεκέμβρης δεν τελείωσε τότε γιατί πολύ απλά δεν ήταν δυνατόν να τελειώσει μέσα στα στενά και ασφυκτικά όρια ενός μήνα και έμελλε να κρατήσει λίγο παραπάνω. Για αυτή τη γενιά οι γέφυρες πίσω της κάηκαν ολοσχερώς και ο Δεκέμβρης έγινε μήνες, και οι μήνες έγιναν χρόνια κάνοντας την καρδιά της μια αρμαθιά από ξυράφια…
Στα χρόνια που ρθαν και πέρασαν πάνω από τη γενιά αυτή, Ο Δεκέμβρης έγινε πολλά πράγματα… ένα σακίδιο με ρούχα από κρυσφήγετο σε κρυσφήγετο που πήγαινε πάνω κάτω σε όλη τη χώρα, ένας σάκος μεταγωγής στις κλούβες από Κορυδαλλό για Γρεβεννά, Κομοτηνή, Δομοκό, Τρίκαλα, Θήβα, Κέρκυρα, Διαβατά, Αυλώνα, Χαλκίδα, Ναύπλοιο, Αλικαρνασσό. Έγινε ένας επαναλαμβανόμενος εβδομαδιαίος χαιρετισμός πίσω από θολά τζάμια και χαλασμένα τηλέφωνα, ένα κλειδί σε μια σιδηρένια πόρτα κάθε πρωί και βράδυ για χρόνια ολόκληρα, ένας αντίλαλος μέσα σε δικαστικές αίθουσες που μονότονα επαναλάμβανε «Για τους λόγους αυτούς το δικαστήριο κυρρήσει ένοχους τους κατηγορούμενους…». Έγινε κρίση πανικού κάποιου γονιού στη μέση μιας εθνικής για ένα επισκεπτήριο, έγινε παρακαλετά πνιγμένα σε αναφυλητά πάνω από ένα κρεβάτι νοσοκομείου σε κάποια απεργία πείνας, έγινε κραυγές απόγνωσης συγγενών στο άκουσμα μιας ακόμα αδιανόητης ποινής αλλά και μια νεότητα που δε βιώθηκε ποτέ όπως θα πρέπει να βιώνεται.
Μα πιο το σημαντικό είναι ότι τις φορές που η μοναξιά γινόταν πολύ βαρύ φορτίο, στις πιο δύσκολες στιγμές της αδυσώπητης εσωτερικής αναμέτρησης, όταν η αμφιβολία περνούσε τις άμυνες και τα ιδεολογικά οχυρά, για να υποβάλλει ύπουλα και καταχθόνια το ερώτημα αν όλα αυτά άξιζαν τον κόπο, ο Δεκέμβρης γινόταν η μόνη, η μοναδική και η απόλυτη απάντηση.