Ιστορικό υπόβαθρο
Ιστορικά, η ίδια η ύπαρξη του λεγόμενου Δικαίου ως μια έννοια με αντικειμενική υπόσταση, οφείλεται στη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου και στην παρακαταθήκη του πνευματικού κινήματος του Διαφωτισμού. Η δε θεσμική του κατοχύρωση οφείλεται στις επαναστάσεις που γκρέμισαν σταδιακά τον κόσμο της μοναρχίας, θέτοντας τις βάσεις ανάπτυξης των αστικών και εθνικών κρατών, καθώς και τις βάσεις ανάπτυξης των σοσιαλιστικών και εργατικών κινημάτων που αμφισβήτησαν και τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ως εδώ όλα καλά. Μήπως όμως όχι;
Η όλη ιδέα του Δικαίου συνοψίζεται στο εξής πολύ βασικό: Κανένα κράτος δε μπορεί να διεκδικεί με απόλυτο τρόπο τον παντελή έλεγχο και την απόλυτη τιμωρία των υπηκόων του, γιατί κάθε κράτος μπορεί
α) να διαθέτει οποιαδήποτε προκατάληψη (πολιτική ή άλλη), μεροληψία, εμπάθεια προς ένα ή και περισσότερα μεμονωμένα άτομα η ομάδες ατόμων
β) υπάρχει πάντα η πιθανότητα στατιστικού λάθους.
Σε αυτή τη βάση έχει διεκδικηθεί και επιτευχθεί σε πολλές χώρες του σύγχρονου κόσμου η κατάργηση της θανατικής ποινής από μια λίστα προβλεπόμενων ποινών. Δεν ήταν κάτι αυτονόητο, δεν ήταν κάτι δεδομένο, δεν ήταν κάτι που ήταν υποχρεωμένα τα κράτη να κάνουν, δε μας χρωστούσαν κάτι και μας χάρισαν έτσι απλά μια κατάργηση θανατικής ποινής. Αυτό συνέβη μέσα από μια χρονοβόρα διαδικασία κοινωνικού ανταγωνισμού, με τα διάφορα είδη κινημάτων να καταφέρνουν να αποσπάσουν αυτήν την τόσο σημαντική κατάκτηση, το να μην έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω τους, η όποια εξουσία. Όπως κάποτε κερδίστηκε να μην είναι εφικτοί οι δημόσιοι βασανισμοί σε πλατείες.
Το γεγονός ότι σήμερα μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα, όσο λίγο, η αστείο, η οτιδήποτε μας φαίνεται αυτό, το οφείλουμε σε αμέτρητες “βαστίλες”, όπου μέσα τους μαρτύρησαν χιλιάδες άνθρωποι. Το ότι μιλάμε σήμερα για καθεστώτα εξαίρεσης όταν αναφερόμαστε σε κολαστήρια βασανισμού ανθρώπων και όχι στον καθημερινό κανόνα που αφορά το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού, το χρωστάμε στους ανθρώπους που κάηκαν στις φωτιές των χαμένων επαναστάσεων που ταρακούνησαν ολόκληρη την Ευρώπη τον 19ο αιώνα.
Η ίδια διαρκής μάχη δίνεται και στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Οι διακυμάνσεις της αυστηρότητας του ποινικού δικαίου ανά κράτος και περιφέρεια αποτελεί δείκτη για το πού τα κράτη έχουν περισσότερο λόγο πάνω στις ζωές και τις ελευθερίες των ανθρώπων, και πού έχουν υποχρεωθεί από την ιστορική πορεία των πραγμάτων να κάνουν λίγο πίσω. Όσο πιο σκληροί είναι οι νόμοι σχετικά με τις ποινές φυλάκισης, όσο πιο αυστηρές και μεγάλες οι ποινές, όσο πιο εξαθλιωμένες και βασανιστικές οι φυλακές, όσο πιο αδιαφανείς ή προσχηματικές οι δίκες, τόσο περισσότερο αυξάνεται το δυνητικό -και το πραγματικό βέβαια- πεδίο του ελέγχου του κράτους στο σύνολο του πληθυσμού που ελέγχει, επομένως, μοιραία φαίνεται και πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των κοινωνικών συσχετισμών. Αντίθετα, όταν χάνει έδαφος, αυτό αυτόματα αντικατοπτρίζεται σχεδόν πάντα και στον περιορισμό της αυστηρότητας του ποινικού δικαίου και της σωφρονιστικής πολιτικής.
Ποινικό δίκαιο στην ελληνική μεταπολίτευση
Σε οτι αφορά την ελληνική πραγματικότητα το 1974 εισερχόμαστε σε μια νέα φάση του πολιτικού χάρτη της Ελλάδας. Το συνεχόμενο καθεστώς εξαίρεσης που η εθνικοφροσύνη επέβαλε στον εσωτερικό εχθρό που ονομαζόταν κομμουνιστική απειλή φτάνει στο τέλος της όταν η πιο προωθημένη έκφραση της εθνικοφροσύνης, η χούντα των συνταγματαρχών (1967-1974) αποτυγχάνει να απαντήσει στην στρατιωτική εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου από το Τουρκικό κράτος. Με το καθεστώς εξαίρεσης να τερματίζεται και την αυγή μιας νέας περιόδου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που χαρακτηρίζεται επίσης από την πτώση της μοναρχίας με δημοψήφισμα, παραχωρείται καθολική πολιτική αμνηστία και νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος. Λίγα χρόνια αργότερα θα αναγνωριστεί η εθνική αντίσταση εναντίον στους Ναζί και θα καταστεί εφικτό να επιστρέψουν εκατοντάδες πολιτικοί πρόσφυγες και οι οικογένειές τους πίσω στη χώρα.
Παρόλα αυτά τόσο το ποινικό δίκαιο όσο και η εφαρμογή αυτού από το προσωπικό των κατασταλτικών σωμάτων, παρέμεινε στη νοοτροπία του στα δεδομένα της μετεμφυλιακής και δικτατορικής περιόδου για δεκαετίες μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Απανωτές αιματηρές εξεγέρσεις ξεσπούν στις ελληνικές φυλακές και αναγκάζουν το ελληνικό πολιτικό σύστημα να παραδεχθεί έστω ατύπως τι συμβαίνει πίσω από τις κουρτίνες του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος. Ακολουθεί σειρά τροποποιήσεων και ρυθμίσεων που αφορούσαν τόσο το ίδιο το ποινικό μέρος όσο και τη λεγόμενη σωφρονιστική πολιτική, με αποτέλεσμα την απώλεια ενός σημαντικού εδάφους για την εξουσία και τον κρατικό έλεγχο.
Η ιστορική περίοδος που ακολούθησε, με όλα της τα σκαμπανεβάσματα, διακρίνεται από μια πορεία βελτίωσης των συνθηκών υπέρ των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων με αποκορύφωμα τον ποινικό κώδικα του 2019 όπου με όλα τα προβλήματα που αυτός είχε, παρουσιάστηκαν και κάποιες εξαιρετικά προωθητικές ρυθμίσεις όπως η μείωση του ανωτάτου ορίου κράτησης από το ένα τέταρτο του αιώνα (25 χρόνια) στο ένα πέμπτο (20 χρόνια).
Στο ίδιο διάστημα βελτιώνονται κατά μακράν οι συνθήκες διαβίωσης -συγκριτικά πάντα με πριν- σε σχέση με τις επικοινωνίες με τον έξω κόσμο, την κατοχή προσωπικών αντικειμένων, τη δυνατότητα ενημέρωσης, τα επισκεπτήρια με κοντινά πρόσωπα, τη χορήγηση αδειών τακτικών, εκτάκτων και εκπαιδευτικών, τη δυνατότητα μόρφωσης εντός των καταστημάτων κράτησης, την πρόσβαση στον ευεργετικό υπολογισμό ποινής με εργασία σε κανονικές η αγροτικές φυλακές, ενώ καθίστανται πιο εύκολα τα πλαίσια της υφ΄ όρων απόλυσης με αναστολή ποινής. Το πιο σημαντικό απ όλα, παρότι φυσικά η βία δεν θα εξαφανιστεί στις φυλακές τα μεσαιωνικά βασανιστήρια πλέον δεν αποτελούν κανόνα
Συντηρητικός ποινικός λαικισμός
Αυτή η σχεδόν τριακονταετία βελτίωσης των συνθηκών σημαίνει ότι αυξάνονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων-κρατουμένων έναντι του δικαιώματος της κατηγορούσας αρχής, δηλαδή του δικαιώματος του κράτους, να διώκει και να τιμωρεί όπως γουστάρει χωρίς να δίνει λόγο πουθενά. Αυτή η κατάσταση, όπως είναι αναμενόμενο, προκαλεί επί σειρά ετών τα αντανακλαστικά εκείνων των πολιτικών φορέων που θέλουν επαναφορά των προηγούμενων κοινωνικών συσχετισμών, και οι οποίοι δηλητηριάζουν επισταμένα το πεδίο του δημόσιου διαλόγου με προφανή πρόθεση τον ερεθισμό συντηρητικών κοινωνικών αντανακλαστικών.
Με κάθε αφορμή, όπου αφορμή μπορεί να είναι η διάπραξη κάποια αποτρόπαιας εγκληματικής πράξης που σοκάρει την κοινή γνώμη, ενεργοποιείται ένας μηχανισμός που παρουσιάζει την καταστροφή, μιλάει για την κατάλυση των νόμων και του κράτους και την επικράτηση μιας αστικής ζούγκλας όπου ο πληθυσμός κινδυνεύει αδιάκοπα από ορδές βαρβάρων εγκληματιών οι οποίοι ενθαρρύνονται από τη χαλαρότητα των νόμων και των ποινών. Αυτό το επικοινωνιακό σχήμα μεγέθυνσης κάποιας αδιόρατης απειλής με αφορμή ένα κραυγαλέο περιστατικό πετυχαίνει φυσικά συχνά τον σκοπό της με συνέπεια ο δημόσιος διάλογος να μετατοπίζεται ολοένα και περισσότερο σε συντηρητικά κανάλια επικοινωνίας. Ακολούθως δημιουργείται αργά αλλά σταθερά, ένα σιωπηλό κίνημα βάσης που έχει αφομοιώσει στο υποσυνείδητό του το αίτημα για επιπλέον καταστολή, όπερ μεθερμηνευόμενον επιπλέον δικαιώμα του κράτους πάνω στις ζωές των ανθρώπων.
Το συλλογικό φαντασιακό αντιλαμβάνεται το θεσμό της φυλακής ως κάτι που για να έχει νόημα πρέπει εκεί πέρα να καταργούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα και όσοι περνούν τις πύλες να υποφέρουν και να διαβιώνουν μια κόλαση. Αν οι φυλακές δεν μοιάζουν με κόλαση επί της γης τότε σημαίνει ότι το κράτος κλείνει το μάτι στους εγκληματίες και ενθαρρύνει τη διάπραξη εγκλημάτων. Επιπροσθέτως δεν αρκεί το κράτος να τιμωρεί και να βασανίζει τους εγκληματίες στις φυλακές αλλά ως επιπλέον τιμωρία αυτοί πρέπει να βασανίζονται και μεταξύ τους και γι’ αυτό και η συλλογική φαντασία ερεθίζεται τόσο με τη σεξουαλική στέρηση των κρατουμένων και την ιδέα ότι αυτοί βιάζουν ο ένας τον άλλον ή μάλλον ότι πιο δυνατοί από αυτούς βιάζουν τους πιο αδύναμους. Κι αυτό ενώ σε πολλές χώρες στις οποίες ο εγκλεισμός αποτελεί ένα ολόκληρο βιομηχανικό σύμπλεγμα εξυπηρέτησης πολλών οικονομικών συμφερόντων ταυτόχρονα, η συζυγική συνεύρεση αποτελεί θεσμό εδώ και δεκαετίες. Στην Ελλάδα βέβαια αυτό είναι αδιανόητο ακόμα και σαν φανταστική σκέψη, όχι να μπει σε δημόσια διαβούλευση.
Η άσκηση αυτού του τοξικού λόγου στο δημόσιο πεδίο συνιστά φυσικά λαϊκισμό και δεδομένης της θεματολογίας με την οποία καταγίνεται μπορεί να ονομαστεί δόκιμα και ποινικός λαϊκισμός. Στη συντηρητική του εκδοχή αυτός ο ποινικός λαϊκισμός προωθεί διαρκώς την ιδέα ότι αν οι εγκληματίες που κρατούνται στις φυλακές έχουν οποιοδήποτε ανθρώπινο δικαίωμα τότε η φυλακή χάνει το λόγο ύπαρξής της. Για αυτό και ένα μέρος της κοινής γνώμης θεωρεί φυσικά πρόκληση για τον κάθε νομοταγή πολίτη αν ένας κρατούμενος έχει είδη υγιεινής στο κελί του, ή ένα απλό ραδιοφωνάκι ή ακόμα και τηλεόραση για να ψυχαγωγείται. Διότι μαλάκες είμαστε εμείς που δεν κλέβουμε;
Στον αστερισμό αυτού του ποινικού λαϊκισμού δημιουργήθηκε μια σχεδόν ιδεολογία γύρω από το τι πρέπει να είναι και τι να μην είναι η φυλακή, την οποία ούτε καν φιλελεύθερη δε θα μπορούσαμε να την πούμε. Μια ιδεολογία της βάσης της ίδιας που απαιτεί ένα κατά παραγγελία καθεστώς εξαίρεσης για την ικανοποίηση των γούστων της, με απλά λόγια δηλαδή την ύπαρξη μαύρων τρυπών κατά μήκος της επικρατείας στις οποίες ο ουμανισμός, θεμελιώδες κριτήριο της αστικής δικαιοσύνης, καταργείται. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο νέο ποινικό κώδικα του 2024.
Μια πεντηκονταετία λοιπόν μετά τη μεταπολίτευση γυρνάμε πίσω στην αρχή. Ίσως και πιο πίσω ακόμα. Με βασικό επικοινωνιακό σχήμα το τέλος της ανοχής στην ανομία, αναιρούνται και ξηλώνονται σχεδόν ένα ένα όλα τα προοδευτικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης που είχαν βάλει κάποια φρένα στην ασυδοσία και στην σαδιστική εκδικητική μανία του κράτους απέναντι σε ανθρώπους που αμφισβητούσαν το μονοπώλιο της βίας του. Μάλιστα αυτό γίνεται με απουσία μεγάλων εστιών αντίδρασης και διαμαρτυρίας από τα προοδευτικά μέρη της κοινωνίας, από τα οποία μοναχά τα πιο ριζοσπαστικά αντιδρούν με όση ενέργεια και δυναμική μπορούν να εκφράσουν οντάς μειοψηφικά. Σε αυτό σίγουρα τεράστιο ρόλο παίζει η στρατηγική του συντηρητικού ποινικού λαϊκισμού που κατάφερε να ταυτίσει το δικαίωμα της κατηγορούσας αρχής, του κράτους δηλαδή, με το δικαίωμα γενικώς και αόριστα κάποιων θυμάτων και με τον τρόπο αυτό να εξασφαλίσει όχι απλά κοινωνική αποδοχή αλλά και ηθική επιβράβευση για την πολιτική εκστρατεία αυτή. Υπάρχει όμως και άλλος ένας παράγοντας καθόλου αμελητέος που έβαλε το λιθαράκι του ως εδώ.
Ο προοδευτικός ποινικός λαικισμός
Είναι δεδομένο πως η ισονομία είναι κι αυτός ένας δείκτης που στην πολιτική αντικατοπτρίζει κάποια πράγματα. Η πλήρης και προκλητική ευνοϊκή μεταχείριση θεσμικών και πολιτικών προσώπων για τα οποία προκύπτει εμπλοκή σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και των κάθε λογής παρακρατικών και ακροδεξιών γκρουπούσκουλων που μπορεί να έχουν βίαιη δράση, έναντι της ποινικής μεταχείρισης οποιουδήποτε απλού πολίτη, δε θα μπορούσε παρά να είναι πεδίο συλλογικής διαμαρτυρίας. Γιατί έτσι επιβεβαιώνονται τα επιλεκτικά πολιτικά και ταξικά κριτήρια της δικαιοσύνης ως ένας από τους στυλοβάτες του αστικού κράτους.
Άλλο πράγμα όμως η διαμαρτυρία, ειρηνική ή βίαιη, απέναντι στην έλλειψη ισονομίας μέσα σε ένα πολιτικό σύστημα που την επικαλείται μάλιστα και την έχει σημαία, και άλλο η ανύψωση του πεδίου του εγκλεισμού ως διαιτητή των κοινωνικών αντιθέσεων. Είναι άλλο να υψώνεις λάβαρα αντίστασης σε ένα μεροληπτικό πολιτικά και ταξικά σύστημα απονομής δικαιοσύνης, είναι άλλο να ρωτάς εύλογα γιατί μας στοιβάζετε στις φυλακές ενώ μας κλέβετε, μας σκοτώνετε και μας βιάζετε χωρίς καμία επίπτωση, είναι άλλο να καταγγέλλεις τις σχέσεις του ίδιου του πολιτικού συστήματος με τα παρακρατικά παρακείμενα που εγκληματούν βίαια εις βάρος μας χωρίς ουσιαστικές επιπτώσεις την ίδια στιγμή που οποιαδήποτε μορφή βίαιης αντεκδίκησης τσακίζεται συντριπτικά. Και είναι άλλο να απευθύνεις απεγνωσμένες εκκλήσεις, να επαιτείς ουσιαστικά, δηλώνοντας τοιουτοτρόπως προκαταβολικά και την αδυναμία σου, να τηρηθεί το fair play του κοινωνικού συμβολαίου.
Στη μεταπολίτευση ένα κομμάτι του προοδευτικού κόσμου έχει εγκολπώσει αυτή την στάση επαιτείας ως κάποια μορφή υψηλής πολιτικής στρατηγικής κατευνασμού ευελπιστώντας πως δε μπορεί, κάποια στιγμή θα έχει αποτέλεσμα, καλλιεργώντας έτσι ένα ποινικό λαϊκισμό της άλλης πλευράς, έναν προοδευτικό ποινικό λαϊκισμό. Ο λαϊκισμός αυτής της μορφής διαρκώς φέρνει τη φυλακή στο προσκήνιο ως το πραγματικό ζύγι της δικαιοσύνης λησμονώντας την πολιτική κληρονομιά τόσων και τόσων κινημάτων που δείχνουν ότι το πραγματικό ζύγι είναι το ίδιο το πεζοδρόμιο.
Αυτοί που μας εκμεταλλεύονται, αυτοί που μας κλέβουν, αυτοί που μας βασανίζουν και μας βιάζουν και μας σκοτώνουν, είναι αυτοί που ελέγχουν και τη δικαιοσύνη και ποτέ δε θα τη βάλουν να λειτουργήσει εναντίον τους. Όταν και όπου το κάνουν, το κάνουν από το φόβο των αντιποίνων που μπορεί να προκύψουν. Το κάνουν για λόγους προστασίας, προστασίας των εκάστοτε θυτών αλλά και προστασίας του συστήματος που τους τρέφει και τους καλύπτει από μια γενική αποσταθεροποίηση. Όταν δεν φοβούνται, δεν υπάρχει λόγος να προστατεύσουν κάτι, ούτε να κρατήσουν προσχήματα. Εκεί έρχεται αυτός ο προοδευτικός – εσμός, αδύναμος, υποτελής, ταπεινός και καταφρονημένος να υποβάλει αιτήματα που εν τέλει καταστρατηγούν τα δικαιώματα εν γένει κατηγορουμένων και κρατουμένων ανοίγοντας δρόμο για τη γενικότερη εξαίρεση των δικαιωμάτων αυτών.
Για παράδειγμα η νομική υπεράσπιση κατηγορουμένων είναι ιστορική κατάκτηση. Δεν συνιστά πρόκληση κάποιοι να έχουν και κάποιοι όχι. Όλοι οφείλουν να έχουν αλλιώς η νομική υπεράσπιση χάνει το νόημα της και ανοίγει ο δρόμος να πηγαίνουν οι κατηγορούμενοι χωρίς υπεράσπιση στις δίκες τους. Όταν σε κάποια αποτρόπαια υπόθεση μερίδα του προοδευτικού κόσμου παρουσιάζει ως δήθεν πρόκληση ότι κάποια απεχθή προσωπικότητα διαθέτει γενικώς υπεράσπιση, τότε έχουμε ποινικό λαϊκισμό με προοδευτική προβιά.
Κάθε κατηγορούμενη έχει το δικαίωμα υπεράσπισης του εαυτού της σε όλη τη διαδικασία της δίκης κι αυτό δε συνιστά πρόκληση. Είναι ιστορική κατάκτηση η έλλειψη της οποίας σημαίνει περαιτέρω αυθαιρεσία της κατηγορούσας αρχής, δηλαδή του κράτους. Όταν σε κάποια αποτρόπαια υπόθεση μερίδα του προοδευτικού κόσμου παρουσιάζει ως δήθεν πρόκληση ότι κάποια απεχθή προσωπικότητα έχει δικαίωμα να παρίσταται στη δίκη σε οποιοδήποτε στάδιο της, τότε έχουμε ποινικό λαϊκισμό με προοδευτική προβιά.
Κάθε έγκλειστος έχει δικαίωμα προσωρινής αποφυλάκισης η και άδειας αν πληρεί κάποιες τυπικές προϋποθέσεις. Το ίδιο έχει δικαίωμα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, να μιλάει δηλαδή σε φίλους του, γνωστούς του, ομοϊδεάτες του. Είναι ιστορικές κατακτήσεις και τέλος. Όταν σε κάποια αποτρόπαια υπόθεση μερίδα του προοδευτικού κόσμου παρουσιάζει ως δήθεν πρόκληση ότι κάποια απεχθή προσωπικότητα ασκεί κάποιο από τα παραπάνω δικαιώματα, τότε έχουμε ποινικό λαϊκισμό με προοδευτική προβιά.
Οποιοσδήποτε δημόσιος λόγος, οποιαδήποτε δημόσια παρέμβαση καταλήγει να στρέφεται εναντία στα γενικά κεκτημένα δικαιώματα κατηγορούμενων και εγκλείστων συνιστά ποινικό λαϊκισμό. Και ο ποινικός λαϊκισμός, συντηρητικός η προοδευτικός, είναι το ιδεολογικό υπόστρωμα που πατάει πάνω του κάθε καθεστώς εξαίρεσης που γίνεται χειρότερο και χειρότερο.
Είναι σημαντικό οι άνθρωποι που συγκαταλεγόμαστε στο ευρύ πλήθος των εκμεταλλευομένων και καταπιεσμένων πάσης φύσεως, να αντιληφθούμε ότι ο εγκλεισμός δε μπορεί και δε δύναται να λειτουργήσει ως ρυθμιστής του κοινωνικού ανταγωνισμού. Όχι μόνο αξιακά, επειδή φυλακές=κακό αλλά και πρακτικά. Όταν θέτεις τη φυλακή, ένα πεδίο αυξημένο κρατικού ελέγχου, ως διαιτητή αυτό μόνο είς βάρος σου θα γυρίσει. Το point είναι η κρατική εξουσία να έχει όσο το δυνατόν λιγότερο λόγο πάνω μας και όχι όσο το δυνατόν περισσότερο. Ένα βαθιά άδικο και εγκληματικό σύστημα δε μπορεί να αποδίδει δικαιοσύνη με ένα θεσμό κατά της ανθρώπινης ελευθερίας.
Φυλακές και αναρχικός βερμπαλισμός
Τέλος, οφείλουμε μια ξεχωριστή μνεία σε μια ξεχωριστή κατηγορία λαϊκισμού που είναι ο επιτηδευμένος και αναρχικός μαξιμαλισμός. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ρητορική που συνήθως προέρχεται από ομιλητές-τριες που δεν έχουν καμία βιωματική επαφή με τον εγκλεισμό, αλλά που έχουν διαβάσει πάρα πολύ για αυτή. Η ρητορική αυτή εξετάζει την εξέλιξη των δικαιωμάτων σε ό,τι αφορά το ποινικό και σωφρονιστικό πεδίο οριζόντια. Παρατηρείται συχνά, ως εκ τούτου, η αντίφαση να γίνεται υπεράσπιση κάποιων κεκτημένων όταν αυτά πρόκειται να αναιρεθούν, ενώ ταυτόχρονα τα ίδια κεκτημένα παρουσιάζονται ως κάτι κακό, όπου ως κακό περιγράφεται μια τεχνική ελιγμού του κράτους για να πειθαρχούν οι κρατούμενοι, λες κι αυτό δεν είναι κάτι που ισχύει για όλα τα δικαιώματα που παραχωρεί οποιαδήποτε εξουσία σε οποιουσδήποτε καταπιεσμένους οπουδήποτε στον κόσμο και οποτεδήποτε στην ιστορία.
Προφανώς, η αναρχική κοσμοθεωρία αρνείται παντελώς τον θεσμό της φυλακής καθώς αρνείται να παραχωρεί το δικαίωμα σε οποιαδήποτε εξουσία να έχει τέτοια δικαιοδοσία στις ζωές των ανθρώπων, καθώς αρνείται την ίδια την εξουσία ως θεσμό, ως κατάσταση, ως σχέση. Οι αγώνες για τον περιορισμό του ελέγχου του κράτους πάνω στους ανθρώπους που είναι έγκλειστοι είναι αυτονοήτως μερικοί, κυμαίνονται στο φάσμα του λεγόμενου δικαιωματισμού, αυτό είναι γεγονός, επομένως διατρέχουν και όλους τους κινδύνους που διατρέχουν όλοι οι υπόλοιποι δικαιωματικοί και ρεφορμιστικοί αγώνες, όπως το να καπελωθούν, να εργαλειοποιηθούν, να απονοηματοδοτηθούν ή και να οδηγηθούν σε εκτόνωση και αποκλιμάκωση.
Οποιαδήποτε όμως αντιπολίτευση στον δικαιωματισμό της φυλακής και τα κεκτημένα που μπορεί να αποφέρει δεν προέρχεται από κάποια πλευρά που διαθέτει δύναμη πυρός, υποδομή και επιμελητεία να απελευθερώνει κρατούμενους και να τους συντηρεί σε καθεστώς παρανομίας, δεν είναι παρά μια θεωρητική φλυαρία που κουραστικά και ενοχλητικά πιπιλάει ένα ανέξοδο “όλα ή τίποτα” χωρίς κανένα αντίκρισμα. Αυτός ο υπερφίαλος μαξιμαλισμός φιλοδοξεί να μονοπωλήσει μια υπερ-αναρχική στάση και οπτική, χωρίς να συνοδεύεται όμως και από μια αντίστοιχη πρακτική που θα βοηθούσε πραγματικά κρατούμενους/ες να κάνουν πράξη το γκρέμισμα των φυλακών. Και για αυτό και δεν είναι τίποτα περισσότερο από κοινή επίδειξη μιας δήθεν αναρχικής ‘’γαματοσύνης’’.
Εξάλλου, μια πραγματικά συνεπής άρνηση του δικαιωματισμού της φυλακής και κριτικής των οποιωνδήποτε ευεργετημάτων ως εναλλακτική μορφή πειθάρχησης θα μπορούσε να εκφραστεί ως πολιτική θέση μόνο εντός του συγκεκριμένου πεδίου. Έξω από αυτό και χωρίς καμία τριβή ή σχετικό βίωμα, οι μαξιμαλιστικές κορώνες απλώς συντείνουν σε μια ξεχειλωμένη σχετικοποίηση όπου όλα είναι ίδια. Δεν έχει διαφορά αν είναι, για παράδειγμα, το Αμπού Γκράιμπ, το Γκουαντάναμο, η Μακρόνησος, το Γεντι-κουλε, οι πτέρυγες FIES, τα τουρκικά λευκά κελιά, ο Κορυδαλλός. Όλα είναι απλά φυλακή και το μόνο που αλλάζει κατά περίπτωση είναι το management για την καλύτερη διαχείριση του πληθυσμού των εγκλείστων.
Η σχετικοποίηση αυτή (που για να ‘μαστε δίκαιοι είναι κληρονομιά μιας κουλτούρας σχετικοποίησης εννοιών όπως ο φασισμός) προκύπτει από το καταχρηστικό και προνομιακό δικαίωμα “αποψάρας” κινηματιών που μιλούν για τον εγκλεισμό, όταν η μόνη τους επαφή με αυτόν είναι βιβλία, ταινίες και ντοκιμαντέρ. Ως εκ τούτου καθίσταται δύσκολη η κατανόηση του περάσματος από μια κατάσταση Α, στην οποία υπάρχουν μια σειρά από ορισμένα δικαιώματα, σε μια κατάσταση Β, στην οποία αυτά πλέον δεν υπάρχουν. Συμβάλλει, επομένως, στην απονοηματοδότηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών ιστορικών κεκτημένων που έχουν κερδηθεί με πόνο και αίμα, κάτι που συνιστά μιας μορφής ιστορικού αναθεωρητισμού. Ενός ιστορικού αναθεωρητισμού επικίνδυνου και υπεύθυνου για τη με γεωμετρική πρόοδο αποριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων με δεδομένη την απώλεια με τις ρίζες τους, τις καταβολές τους, τις παρακαταθήκες τους.
Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από το να έχεις διαβάσει πάρα πολύ Φουκώ για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει εγκλεισμός στην πραγματική ζωή. Το σχήμα στην πραγματικότητα είναι πάρα πολύ απλό και καθόλου ακαδημαϊκό: χαλαρή ποινική νομοθεσία και χαλαρή σωφρονιστική πολιτική σημαίνει λιγότερος κρατικός έλεγχος, άρα περισσότερα δικαιώματα, περισσότερες ανάσες ελευθερίας για διωκόμενους-κρατούμενους.
Λιγότερο έδαφος για το κράτος, περισσότερο έδαφος για εμάς.
Τόσο απλά.