Ανήκω σε μια γενιά που είχε την τύχη -ή την ατυχία, όπως το δει κανείς- να διανύσει την πολιτική της εφηβεία στα ταραγμένα πολιτικά νερά της περιόδου 2004-2009. Το επίπεδο της κοινωνικής πάλης των χρόνων αυτών, και η ένταση με την οποία αυτή εκτυλίχθηκε, ήταν τέτοια ώστε πολλά άτομα της ηλικίας μου και της γενιάς μου γενικότερα, να αναπτύξουν μια συνωμοτική δραστηριότητα που ξεκίνησε με αντάρτικο πόλης χαμηλής έντασης (εμπρηστικές επιθέσεις) για να εξελιχθεί σε ένοπλη δράση.
Προσωπικά μιλώντας σε κάτι λιγότερο από πέντε ημερολογιακά έτη κάπου στην ηλικία των 19-20, κατέληξα να βρεθώ καταζητούμενος στις 23/09/2009, για τη συμμετοχή μου στην οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, ένα καθεστώς που κράτησε περίπου 1,5 χρόνο, για να ακολουθήσει η σύλληψη μου τη 1ηΝοέμβρη του 2010, για τη γνωστή υπόθεση των δεμάτων σε πρεσβείες, διπλωματικές αποστολές σε εσωτερικό και εξωτερικό και σε Ευρωπαίους ηγέτες που πρωταγωνίστησαν στις εξελίξεις που έθεσαν το ελληνικό κράτος σε καθεστώς πτώχευσης και οικονομικής εποπτείας. Από ‘κει και ύστερα, ακολούθησε μια δικαστική οδύσσεια που κράτησε κοντά εννιά χρόνια με το διάστημα αυτό, προφανώς, να παραμένω σε αιχμαλωσία μέχρι και τον Απρίλιο του 2019, όπου και κατέστη εφικτή η υφ’ όρων απόλυση μου.
Το διάστημα που προηγήθηκε της φυγοδικίας μου, όπως προανέφερα ήταν το έντονο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της τετραετίας 2004-2008, στην οποία συμπυκνώθηκαν όλες οι αντιφάσεις της ελληνικής μεταπολίτευσης. Η σύζευξη σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού στον ένα πόλο του δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ) και η σύζευξη λαϊκής δεξιάς/νεοφιλελευθερισμού στον άλλο πόλο (ΝΔ), καθώς και η ύπαρξη μιας συνθηκολογημένης (εξωκοινοβουλευτικής και μη) από το 1974 και μετά, χάρη στην πολιτική αμνηστία που δόθηκε μετά τη Χούντα, έχει δημιουργήσει ένα πολιτικό σκηνικό ακραίας πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς. Νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία εμπλέκονται διαρκώς σε κάθε είδους σκάνδαλα, χωρίς κανένα πρόσχημα ισονομίας και χωρίς καμία πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης να μπορεί ή να θέλει να κάνει οποιονδήποτε ανένδοτο, έστω και προσχηματικά. Οι μεταναστευτικές ροές από τα Βαλκάνια και τις χώρες του ανατολικού μπλοκ δημιουργούν καθοριστικές ταξικές μετατοπίσεις, τοποθετώντας στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας ένα υποκείμενο χωρίς τη δυνατότητα εύκολης και γρήγορης ενσωμάτωσης, άρα καταδικασμένο να μείνει στην εξαθλίωση και την δεινή οικονομική εκμετάλλευση. Ως αποτέλεσμα, ο παραγωγικός τομέας στα αστικά κέντρα και την επαρχία θα στηριχθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στο δυναμικό αυτό, δίνοντας την ευκαιρία σε περισσότερα κοινωνικά κομμάτια με εντοπιότητα να ανέλθουν ακόμα και πολλές βαθμίδες στην ταξική ιεραρχία και να αφομοιώσουν πλήρως την κυρίαρχη ιδεολογία. Καθώς οι οικονομικοί δείκτες ανεβαίνουν, και το ελληνικό οικονομικό θαύμα αρχίζει να γίνεται γεγονός και να προκαλεί φρενίτιδα και ενθουσιασμό και μια ατμόσφαιρα ενός μεγάλου πάρτυ (ειδικά εκεί προς το 2004), τόσο πιο μασίφ γίνεται το στρατόπεδο που αφομοιώνει και αναπαράγει αυτήν την κυρίαρχη ιδεολογία.
Με δεδομένο το παραπάνω άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο και με δεδομένη επίσης τη συνθηκολόγηση της αριστεράς ήδη από το 1974 -με εξαίρεση τις ένοπλες κομμουνιστικές οργανώσεις και τα ελάχιστα σχήματα της αριστεράς που δεν ακολούθησαν το ρεβιζιονιστικό ρεύμα- το πολιτικό σύστημα νιώθει άτρωτο και η καταστολή σε όλα τα επίπεδα είναι ακραία. Η αστυνομία ξυλοκοπάει, βασανίζει και εκτελεί στη μέση του δρόμου όλο και πιο συχνά. Οι διαδηλώσεις χτυπιούνται βάναυσα, είτε με αφορμή ταραχές, είτε και χωρίς αφορμή. Ο αναρχικός χώρος με όλες του τις ανεπάρκειες, τις ελλείψεις και τις δομικές του παθογένειες φαίνεται ο μόνος που σηκώνει ψηλά τον πήχη του κοινωνικού ανταγωνισμού, αν και μακριά πολύ από τα εργασιακά και συνδικαλιστικά πεδία όπου κυριαρχούν άλλες δυνάμεις. Έτσι, συχνά δίνεται η εντύπωση ότι παλεύει μόνος του, μιλώντας για ζητήματα που δε φαίνεται να απασχολούν κανέναν άλλο, σηκώνοντας πολύ βαρύ φορτίο στις πλάτες του και πληρώνοντας μεγάλο κόστος καταστολής, χωρίς καμία ουσιαστική αλληλεγγύη από εξώτερες δυνάμεις.
Αυτό το ιδιαίτερο κοινωνικό υπόβαθρο δημιουργούσε ένα συνολικό καθεστώς ζόφου και ασφυξίας για οποιοδήποτε νέο άνθρωπο μπορεί να είχε ρομαντικά όνειρα και αξίες, τα οποία τον έκαναν να αδυνατεί να αναπνεύσει στις συνθήκες αυτές. Κάπως έτσι έγινε πιο εύκολο για πολλά άτομα της εποχής μου να υιοθετήσουν την ιδέα της εξέγερσης, ως μια πιο υπαρξιακή κατάσταση. Ως την άρνηση να ζήσουμε την εποχή μας σαν σκλάβοι, την άρνηση να αποδεχθούμε σαν όρο ζωής την ηθική και υπαρξιακή κενότητα, την πνευματική μιζέρια και την κοινωνική αλλοτρίωση. Για μας η εξέγερση έγινε τρόπος ζωής στο σήμερα και το τώρα, μακριά από κάθε είδους συμβάσεις και συνδιαλλαγές. Κάθε μικρό ή μεγάλο μας χτύπημα ήταν μια ελάχιστη αντεκδίκηση για την άθλια και συμβιβασμένη ζωή που μας προόριζαν. Ήταν η απαιτούμενη δόση οξυγόνου για να αναπνεύσουμε μέσα στο υπαρξιακό κενό που νιώθαμε να μας καταπίνει. Για αυτό και ριχτήκαμε ολότελα στη φωτιά χωρίς πολλή σκέψη και σπουδή. Ελάχιστα μας ενδιέφερε τότε το μέλλον, για αυτό και ελάχιστα δίναμε βάση σε πράγματα που θεωρούσαμε πολυτέλειες τότε, όπως σοβαρή οργάνωση και επιμελητεία, και για αυτό επίσης πληρώσαμε και πολύ βαρύ τίμημα. Οι συλλήψεις και οι παρανομίες δεν άργησαν πολύ να έρθουν, και στα χρόνια που ακολούθησαν οι διαρκείς καταδικαστικές αποφάσεις, η μία μετά την άλλη, πρόσθεταν δεκαετίες φυλακής πάνω μας προκειμένου να τιμωρήσουν την ύβρη μας να αψηφήσουμε ένα τόσο αδίστακτο σύστημα εξουσίας και καταπίεσης.
Παρόλα αυτά θα έλεγα πως η εμπειρία αυτή προέκυψε μέσα σε μια συγκεκριμένη εποχή και οι επιλογές μας, οι επιλογές μιας ολόκληρης γενιάς σχεδόν, ήταν σαφέστατα προϊόν της εποχής αυτής. Η δική μας ανταρσία, όσο κι αν σημειολογικά πήρε τα χαρακτηριστικά μιας ολομέτωπης επίθεσης στην δική μας Belle Époque, δεν έγινε μέσα σε κενό, αλλά σε συνθήκες γενικής τότε όξυνσης της κοινωνικής πάλης σε όλα, σχεδόν, τα επίπεδα. Για αυτό παρά τις οποιεσδήποτε ιδεολογικές ιδιαιτερότητες, αυτό που περισσότερο έχει αξία να συγκρατήσει κανείς, αν μελετήσει εκείνο το χρονικό διάστημα, είναι το πλούσιο ψηφιδωτό της κοινωνικής σύγκρουσης την περίοδο 2009-2012 στην μεγάλη του εικόνα.
Αυτή η εποχή θα μείνει σίγουρα αλησμόνητη σε πολλούς ανθρώπους για τη βιαιότητα που την χαρακτήρισε. Μια βιαιότητα η οποία σε πολλά επίπεδα ταρακούνησε το ίδιο το πολιτικό σύστημα με αποτέλεσμα ορατό τον κίνδυνο σοβαρής εκτροπής προς πάσα κατεύθυνση. Μια βιαιότητα, όμως, που κάποιοι άνθρωποι τη βιώσαν στον πετσί τους και στη ψυχή τους την ίδια. Αυτά τα τέσσερα χρόνια φάνηκαν σίγουρα πολλά όρια και πολλές αδυναμίες, φάνηκαν όμως, και πολλά ξεπεράσματα και υπερβάσεις.
Με όλες τις ιδιαιτερότητες της λοιπόν μπορώ να πω ότι και η δική μου εμπειρία, και αυτή πολλών της γενιάς μου, δε γίνεται να ιδωθεί ξεκομμένα από αυτές δεκάδων άλλων συντρόφων και συντροφισσών, που κάτω από τις δικές τους σημαίες και επιλογές έδωσαν τον δικό τους αγώνα μέσα στην κοιλιά του κτήνους για ελευθερία και ανεξαρτησία από τα δεσμά κάθε καταπίεσης.
Μοιραία οι μνήμες από τέτοιες εποχές μένουν στη μνήμη πολύ καθαρά και σχηματίζουν εικόνες με τη δύναμη να μη ξεθωριάζουν στο χρόνο. Εικόνες που φέρνουν πλημμυρίδα συναισθημάτων, πολλές φορές αντιφατικών μεταξύ τους. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές που συχνά ανακαλώ είναι αυτή στην οποία διάφοροι καταζητούμενοι βρισκόμαστε κρυμμένοι σε ένα άθλιο διαμέρισμα της Βαρκελώνης το 2010, ασφαλείς για την ώρα από το κυνηγητό των ελληνικών διωκτικών αρχών, απολαμβάνοντας κάποιες ανέμελες στιγμές. Είναι τότε που μαθαίνουμε για την κατασταλτική επιχείρηση των Χιλιανών αρχών εναντίον δεκατεσσάρων συντρόφων/σσων για τη γνωστή υπόθεση της ΧιλήςCasobomba. Οι εικόνες με τα συντρόφια να μεταφέρονται σιδηροδέσμια από τις ειδικές δυνάμεις, οι ηλικίες τους που ήταν τόσο κοντινές στις δικές μας, καθώς και η υπερήφανη και αξιοπρεπής στάση τους φτύνοντας και βρίζοντας τους δημοσιογράφους έσφιξε την καρδιά μας. Μας έφερε αρκετούς μήνες πίσω να βλέπουμε τα ίδια πλάνα με αφορμή τις συλλήψεις στο Χαλάνδρι. Δεν χρειάστηκε να ειπωθούν πολλά. Μερικά βλέμματα, λιγότερα λόγια, μια υπόσχεση: θα απαντήσουμε. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει…
Επόμενο καρέ 1η Νοέμβρη 2010, η μέρα που ξεκινήσαμε τη διεθνή εκστρατεία αλληλεγγύης σε αναρχικούς κρατούμενους/ες και ταυτόχρονα η τελευταία μέρα παρανομίας και ελευθερίας πριν ακολουθήσουν 8,5 χρόνια εγκλεισμού. Όσο λοιπόν ήμουν καθηλωμένος στο έδαφος και περικυκλωμένος από αρκετές ομάδες ΔΙΑΣ γύρω μου, και σιγά σιγά αντιλαμβανόμουν ότι το ωραίο κομμάτι του ταξιδιού κάπου εδώ τελειώνει και ότι έχει έρθει ή ώρα να αποβιβαστώ από το μικρό κουρσάρικο μας με το οποίο κυνηγούσαμε τα πιο άγρια και λεύτερα όνειρα μας, τολμώ να πω ότι στο μυαλό μου σαν σε ταινία γύρισα σε αυτό το διαμέρισμα στη Βαρκελώνη, και η σκέψη για το πως μια στιγμή κρίνει μια ολόκληρη ζωή με έβαλε σε αμφιβολίες για το αν τελικά άξιζε τον κόπο. Σήμερα 14 χρόνια μετά όταν σκέφτομαι αυτή τη μέρα απλά χαμογελάω. Ήταν από τις πιο όμορφες της ζωή μου.
Παναγιώτης Αργυρού