Στις αχανείς εκτάσεις της κοινωνικής ζούγκλας μπορούν να παρατηρηθούν διαφορετικά είδη ανθρωποτύπων που όντας συμβιβασμένοι με τον κόσμο γύρω τους προσπαθούν να βρουν μια φόρμουλα επιβίωσης. Διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι που κατανοούν την αδύναμη θέση που έχουν ως καταπιεσμένοι απέναντι στον κόσμο της εξουσίας και των καταναγκασμών που τους επιβάλλονται και εφευρίσκουν διάφορους τρόπους να αντιμετωπίζουν αυτήν την πραγματικότητα.
Κάποιοι προσπαθούν να κρατήσουν μια ισορροπία στη ζωή τους, να θέτουν κάποιες κόκκινες γραμμές οι οποίες αν προσβληθούν θα ξεσηκωθούν και θα εξεγερθούν, προσπαθώντας λιγότερο ή περισσότερο να αγωνίζονται, έστω και πιο μετριοπαθώς, για παραπάνω χαλάρωση των όρων καταπίεσης και εκμετάλλευσης που τους υποβάλλονται. Κάποιοι άλλοι, κουρασμένοι ενδεχομένως ψυχολογικά από τη συνεχόμενη αναγκαστική αποδοχή των καταπιεστικών συμβάσεων, μπορεί να επιλέξουν μια ζωή πλήρως ρηξιακή, σε πλήρη σύγκρουση με το πλαίσιο κυριαρχίας και να το φτάσουν στα άκρα ακόμα κι αν αυτό είναι πλήρως αυτοκαταστροφικό. Κάποιοι μπορεί να βρίσκονται σε μια γραμμή αποδοχής πολλών συμβάσεων στη ζωή τους αλλά έχοντας επίγνωση αυτής της σύμβασης, αποδέχονται την κατάσταση στην οποία τους φέρνει η αδυναμία τους να αντιδράσουν, αλλά συγκινούνται ή ενθουσιάζονται με μια πράξη αντίδρασης όταν προέρχεται από άλλους. Τέτοιοι άνθρωποι παρόλο που μπορεί να μην τολμούν να προβούν σε ηρωικές υπερβάσεις και να μπουν στη φωτιά της ιστορίας, εν τούτοις πολλές φορές όταν έχει χρειαστεί έχουν σταθεί ψυχικά αλλά και πρακτικά υπέρ όσων το κάνουν. Σε κρίσιμες στιγμές έχουν παράσχει καταφύγιο, έχουν διασώσει, έχουν αρνηθεί να καταδώσουν ακόμα και με κίνδυνο της ελευθερίας ή της ζωής τους. Αλλά αυτό βέβαια δε συμβαίνει τυχαία. Συμβαίνει γιατί μέσα τους γνωρίζουν με ποιο στρατόπεδο τάσσονται. Αναγνωρίζουν την πηγή της καταπίεσης και της καταδυνάστευσης που υφίστανται όπως και τους φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς αυτής. Περιττό να πούμε πως πλέον, στη δική μας εποχή, άνθρωποι σαν κι αυτούς βρίσκονται κυρίως στις σελίδες των βιβλίων.
Υπάρχει όμως και ένα άλλος είδος καταπιεσμένου που αφθονεί γύρω μας. Είναι αυτός που συμβιβάζεται , όχι αναγκαστικά γιατί νιώθει ότι είναι θύμα εκβιαστικών απαιτήσεων από την πλευρά της κυριαρχίας και ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά κυρίως γιατί “ΠΡΕΠΕΙ”. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί διαρκώς φροντίζει να κάνει γνωστό σε όλους γύρω του, ακόμα και αν κανείς δεν τον έχει ρωτήσει, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να υπακούμε τους ανώτερους μας, πρέπει να ακολουθούμε τους κανονισμούς, τους νόμους, τις διατάξεις ,πρέπει να είμαστε τίμιοι και να μη δίνουμε δικαιώματα περί του αντιθέτου, πρέπει να καθόμαστε στα αυγά μας όταν έχει φασαρίες, να μην μπλέκουμε, να μην ασχολιόμαστε με πράγματα πέρα από τα πλαίσια που προβλέπει το άγραφο δίκαιο της οικογενείας ή το επίσημο γραμμένο δίκαιο της πολιτείας.
Τέτοιους ανθρώπους όλοι ξέρουμε, όλες έχουμε γνωρίσει και έχουμε δει. Για την ακρίβεια είναι παντού γύρω μας. Το είδος του καταπιεσμένου για τον οποίο μιλάμε, αυτός ο homo conformer έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να γίνεται αντιληπτός και να δίνει το στίγμα του. Έχει μια αστείρευτη διάθεση για γκρίνια, μια ξινίλα μόνιμα χαραγμένη στα μούτρα του και του φταίνε διαρκώς όλα όσα γίνονται εκτός πλαισίων. Θα τον δούμε ας πούμε σε κάποιο μέσο μεταφοράς να δυσφορεί με όσους δεν κόβουν εισιτήριο στα ΜΜΜ γιατί “αν λειτουργούσαν όλοι έτσι τι νόημα έχουν οι κανονισμοί, μαλάκες είμαστε οι υπόλοιποι που κόβουμε εισιτήριο κανονικά;” Το ίδιο μοτίβο γκρίνιας μπορεί να επαναληφθεί σε άπειρες παραλλαγές καθώς τα πράγματα που ενοχλούν το homo conformer δεν έχουν τελειωμό.
Βασικά είναι το ίδιο άτομο που πάντα θέλει να κάνει μάθημα όταν γίνονται καταλήψεις σε σχολεία και σχολές ( “μαλάκες είμαστε εμείς δηλαδή που έχουμε κάνει τόση προετοιμασία και μελέτη;”) , που πάντα ενοχλείται όταν κάποια κοινωνική κινητοποίηση μπλοκάρει κάτι, είτε είναι κάποια διαδήλωση στο κέντρο της πόλης, είτε κάποια απεργία που βραχυκυκλώνει κοινωφελής υπηρεσίες όπως ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τομέας καθαριότητας, ΜΜΜ, αεροδρόμια, λιμάνια, εθνικές οδοί, τελωνεία, νοσοκομεία, (“δηλαδή εμείς τι φταίμε να ταλαιπωριόμαστε σα μαλάκες”) ή που πάντα θέλει να εργαστεί στη δουλειά του όταν γίνεται κάποια απεργία (“μαλάκας είμαι δηλαδή εγώ να ρισκάρω να με απολύσουν;”)Φυσικά ο homo conformer δεν είναι μαλάκας όπως κάτι άλλα χάπατα να παρασέρνεται σαν πρόβατο από ιδεολογίες, κόμματα και παρατάξεις ωστόσο δηλώνει ενεργός πολίτης και ψηφίζει κάθε τετραετία φροντίζοντας να δείξει σε όλους τους τόνους την δυσφορία του για επιλογές τύπου άκυρα/λευκά (“ εγώ γιατί πάω σα μαλάκας και ψηφίζω”).
Τον homo conformer βέβαια τον ενοχλούν και πολλά άλλα πράγματα. Τον ενοχλούν όσοι άλλοι δεν κάθονται στα αυγά τους όπως αυτός αλλά αντιδρούν με διάφορους τρόπους απέναντι σε εκφάνσεις της καταπίεσης και της εξουσίας ειδικά αν μια τέτοια αντίδραση εμπεριέχει και ένα ποσοστό βίας (“ δηλάδη τι, μαλάκες είμαστε εμείς; δε ξέραμε και εμείς άμα είναι να το κάναμε αυτό, ;”). Μολονότι βέβαια δεν αντιδρά σχεδόν ποτέ για το οτιδήποτε , και παρά το γεγονός ότι πάντα είναι κατά της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, έχχει παρόλα αυτά άποψη και για το επιχειρησιακό κομμάτι δράσεων ή ακόμα και για τη στοχοθεσία (“ σιγά μην ήμουν μαλάκας να παίξω τον κώλο μου για κάτι τέτοιο” ή “ εγώ αν ήταν να κάνω κάτι δε θα πήγαινα σα το μαλάκα σε κάτι τόσο εύκολο θα χτυπούσα κάτι πολύ πιο δυνατό” ). Τον ενοχλούν επίσης, και τον ενοχλούν πολύ τα συνθήματα στους τοίχους, ότι κι αν γράφουν. Είναι από αυτούς που συχνά αν δουν κάποιον να γράφει στη γειτονιά τους ή κάτω από το σπίτι τους θα αρχίσουν αμέσως τα “γιατί δε τα γράφεις αυτά στο σπίτι σου ρε;”
O homo conformer μπορεί να μην ξεσηκώνεται ποτέ αλλά ξέρει ότι αν θέλει μπορεί (παρόλο που δε θέλει) να τα κάνει όλα όπα. Μόνιμη επωδός του όταν βλέπει στις ειδήσεις μια σπασιματική ή έναν εμπρησμό είναι το “ε καλά αυτή τη μαλακία θα μπορούσε να την κάνει οποιοσδήποτε, γιατί δεν πάνε σε καμιά βουλή να τους παραδεχτώ;”. Φυσικά ακόμα κι αν γίνει αυτό πάλι θα έχουν μια απάντηση , θα γυρίσουν και θα πουν “ μπράβο ρε, καλοί μαλάκες είστε, κάνατε μια τρύπα στο νερό , ρίξατε το κράτος”.
Αυτό το συμβιβασμένο ανθρωπάκι, παρά το γεγονός ότι αρκετά συχνά βλέπει ταινίες ή σειρές με κυριλέ τύπους που κλέβουν με θεαματικούς τρόπους καζίνο, γκαλερί, τράπεζες κτλ. και καραγουστάρει, αν στην πραγματική ζωή μάθει ότι ληστεύθηκε κάποια τράπεζα, ειδικά αν οι δράστες είναι αναρχικοί, θίγεται κατάφορα, η αξιοπρέπεια του και βγαίνει από τα ρούχα του( να τους μπαγλαρώσουν να μάθουν, μαλάκες είμαστε εμείς που δουλεύουμε μια ζωή, δεν ξέραμε να κλέψουμε άμα θέλαμε;)
Όπως θα έχει γίνει μάλλον σαφές μέχρι τώρα, ο συγκεκριμένος τύπος συμβιβασμένου ανθρώπου δεν είναι και πολύ συμπαθητικός. Για την ακρίβεια είναι ακριβώς αυτό που αναρωτιέται διαρκώς: μαλάκας, και μάλιστα τιτανοτεράστιος. Κάθε φορά που μπορεί να μας τύχει μια απρογραμμάτιστη συζήτηση με κάποιον του είδους τους μετά έχουμε τόσα νεύρα που νιώθουμε ότι θα μπορούσαμε να πέσουμε με αμάξι σε μια στάση λεωφορείου γεμάτη κόσμο. Ακόμα και οι πλέον επίμονοι μέσα στο κίνημα που είναι κατά των εύκολων αφορισμών γιατί πιστεύουν ότι οι πάντες θα μπορούσαν να μεταστραφούν, αν κάτσουν να συνομιλήσουν 5 λεπτά με έναν τέτοιο άνθρωπο θα θέλουν να τον πατήσουν με τρακτέρ. Και θα έχουν δίκιο.
Οι ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες δεν διαμορφώνονται μόνο βάση ορθολογικών κριτηρίων και ψυχρών υπολογισμών. Από μια τέτοια άποψη δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμιά απολύτως εξήγηση για το πώς άτομα από την τάξη των καταπιεσμένων και των εκμεταλευόμενων θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια τόσο lawful προσωπικότητα, υποτακτική πέρα ως πέρα και ικανή να προκαλεί μια απαξία και μια αποστροφή όχι μόνο με πολιτικά και ηθικά κριτήρια αλλά ακόμα και με αισθητικά.
Είτε ένα άτομο αντιδρά σε όλες τις περιπτώσεις με τους παραπάνω τρόπους , ή σε ορισμένες από αυτές, το ψυχολογικό του υπόβαθρο παραμένει κάπως ίδιο. Κατά βάση πρόκειται για άτομα, που αν και νομιμόφρονα και υποτακτικά, ενίοτε έχουν κρίσεις συνείδησης και ηθικών αμφιβολιών ως προς τη ζωή και τις επιλογές τους. Αντί όμως να στραφούν σε μια, έστω μερική, ρήξη με όσα τους καταπιέζουν, αναπτύσσουν ένα σύνδρομο τρομερής μικρόψυχης ζήλιας απέναντι σε όσους και όσες τολμούν κάποια υπέρβαση στη ζωή τους. Αυτή η αντιδραστική ζήλια μετατρέπεται σε έναν δηλητηριώδη φθόνο που κατατρώει τον εσωτερικό τους ψυχισμό με την μεθοδικότητα που ένας καρκίνος καταστρέφει το σώμα ενός οργανισμού, οδηγώντας τους στο να μισούν και να εχθρεύονται πλέον όλα εκείνα τα οποία θεωρούν ή νιώθουν ότι δε μπορούν να κάνουν. Έτσι , αντί να μισούν και να εχθρεύονται όσους τους αναγκάζουν να ζουν σε συνθήκες αναξιοπρέπειας, όσους τους καταπιέζουν και τους εκμεταλλεύονται, όσους παίρνουν αποφάσεις για τις δικές τους ζωές, μισούν μέσα από τα βάθη της ψυχής τους, τους εξεγερμένους, τους αρνητές, τις ιερόσυλες και αποίθαρχες αυτού του κόσμου.
Αυτού του τύπου η αντίδραση είναι το τελευταίο ψυχολογικό αποκούμπι, ένα ultimum refugium ή αλλιώς η έσχατη καταφυγή των ανθρώπων που δε μπορούν να υποφέρουν την ίδια τους την αναξιοπρέπεια και δουλοπρέπεια. Διαρκώς πρέπει να φταίνε οι άλλοι, όσοι και όσες κινητοποιούνται, καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους, συμμετέχουν σε διαδηλώσεις, συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής, προβαίνουν σε οργανωμένα σαμποτάζ, λεηλατούν τους ναούς του πλούτου ή βγάζουν από τη μέση καθάρματα που υπηρετούν τον κόσμο της εξουσίας, της βαρβαρότητας και της εκμετάλευσης. Για αυτά τα άτομα εχθρός είναι κάθε άνθρωπος που τολμά να υψώνει το ανάστημα του απέναντι στη μπότα της εξουσίας ενώ εκείνος που κάθεται να τον τσαλαπατούν σαν το σκουλήκι μέσα στη λάσπη, είναι υπόδειγμα ανθρώπου στην κοινωνία, ένας καθώς πρέπει πολίτης με πρόσωπο στον κόσμο.
Τα επιχειρήματα δε με τα οποία στρέφονται ενάντια σε κάθε μικρή ή μεγάλη πράξη ανταρσίας, έχουν την τάση να παραλλάσσονται ανάλογα την περίσταση και τη συγκυρία. Μπορεί να κάνουν επίκληση στον πολιτισμό, τον ανθρωπισμό, τον αντί-φανατισμό ή ακόμα και στο ρίσκο επιδείνωσης των όρων επιβολής και καταστολής μιας εξουσίας. Έτσι διαμορφώνεται διαρκώς ένα πλαίσιο στο οποίο τα υποκείμενα κάποιας ανταρσίας να καθίστανται απολίτιστοι, βάρβαροι, φανατικοί ή στη χειρότερη άτομα ανεύθυνα χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεων τους, τις οποίες θα πληρώσουν όσοι κάθονται στα αυγά τους και δεν προκαλούν. Η ποικιλία αυτών των αιτιάσεων ενάντια σε εκφάνσεις ανταρσίας υποδηλώνουν σε πολλές περιπτώσεις και διαφορά προέλευσης. Μπορεί να προέρχονται από συντηρητικά ή προοδευτικά χείλη, από δεξιά ή αριστερά, μερικές (ελάχιστες είναι η αλήθεια) φορές ακόμα και αναρχικά.
Ωστόσο αυτό το σώμα των νομιμοφρόνων δεν είναι διόλου αμελητέο. Τουναντίον είναι πολύ υπολογίσιμο μέγεθος και δυναμική εντός της κοινωνίας, από τη στιγμή κιόλας ειδικά που καταλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο κοινωνικό χώρο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως το κοινωνικό corpus των ζηλόφθονων συμβιβασμένων αποτελεί την Πέμπτη φάλλαγγα της ψυχολογικής καταστολής των εξεγερμένων. Κι αυτό γιατί η ψυχολογική επίδραση που μπορεί να προκαλούν στα εξεγερμένα υποκείμενα είναι καταλυτική. Είναι δυνατόν έτσι η ίδια η ζωτική θέληση για εξέγερση, αντίσταση και επίθεση στον κόσμο της εξουσίας να στραγγαλίζεται από συνεχόμενες τύψεις, υπαρξιακές κρίσεις για το ποιοι είμαστε, που πάμε, τι θέλουμε, σε ποιους απευθυνόμαστε ως και τύψεις ή ενοχές για ενδεχόμενα αντίποινα της εξουσίας ή κάποια δυσχέρεια των όρων κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Αρχίζουν να παρουσιάζονται διαρκείς προβληματισμοί γύρω από το πώς φανούμε αν κάνουμε το Α ή το Β , ή αν γράψουμε την τάδε αντί της δείνα πρότασης. Μπορεί να μας καταλάβει ένα τεράστιο άγχος για το πώς δε θα φανούμε βάρβαροι, απολίτιστοι , φανατικοί, ανεύθυνοι και χίλια άλλα δύο που μπορεί να μας επισύρουν και σ τη συνέχεια αρχίζει ο αυτό- περιορισμός. Περιορισμός στην κλίμακα της δράσης, περιορισμός στην κλίμακα του ριζοσπαστικού λόγου και προταγμάτων και εν συνεχεία μια πλήρη διολίσθηση στην αποριζοσπαστικοποίηση, το συντηρητισμό , την αυτό- λογοκρισία και την ηττοπάθεια. Πολλές φορές είναι τέτοια η αμυντική θέση που νιώθουν ότι πρέπει να πάρουν άτομα του κόσμου του αγώνα, ώστε συχνά όταν κατά τη διάρκεια δημόσιων παρεμβάσεων τους κράζουν διερχόμενοι περαστικοί , απαντούν ως άλλοι Ιωβ “μα εμείς για εσάς το κάνουμε, για σας αγωνιζόμαστε” .
Ε όχι λοιπόν. Δεν το κάνουμε για αυτούς και δεν αγωνιζόμαστε για λογαριασμό κανενός και καμίας που δε θέλει να αγωνιστεί. Το σύνθημα “ Το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι και όχι οι ρουφιάνοι και οι προσκυνημένοι” δεν έχει βγει τυχαία. Αποτελεί πρώτα και κύρια το πρώτο και σημαντικότερο ψυχολογικό ανάχωμα μας απέναντι σε αυτήν την αυτό-καταστολή των τύψεων, των ενοχών και των υπαρξιακών αγχών που έρχεται να μας υποβάλει το corpus της νομιμοφροσύνης. Δεν είμαστε εμείς, όσοι και όσες πνιγόμαστε από την υπάρχουσα πραγματικότητα και εξεγειρόμαστε, απολογούμενοι για κάτι. Σε ποιον και γιατί θα απολογηθούμε; Δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν. Σε κανέναν δε χρωστάμε κάτι. Πόσο μάλλον σε άτομα που αισθάνονται διαρκώς ανώτερα και πιο έξυπνα από όλους μας ενώ είναι πρωταθλητές στην γονυκλισία και την υποκτακτικότητα.
Όταν αντιληφθούμε πως αυτό το κοινωνικό κομμάτι δεν είναι φίλα προσκείμενο σε μια προοπτική κοινωνικής σύγκρουσης και πως δε μπορούμε, και ούτε θα έπρεπε να θέλαμε εξαρχής, να το κατευνάσουμε ή να το πάρουμε με το μέρος μας , θα νιώσουμε πραγματικά τόσο απελευθερωμένοι/ες που θα αντιληφθούμε ότι η πραγματική μας δυναμική σαν χώρος, σαν κίνημα, σαν κόσμος της εξέγερσης και της ρήξης με το υπάρχον βρίσκεται πολύ πιο πάνω από όσο πιστεύαμε και ότι κατά βάση εμείς οι ίδιοι την περιορίζαμε μην τυχόν και δυσαρεστήσουμε τον συμβιβασμένο που φθονεί…..