Το ΚΚΕ, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά ΚΚ, έχει δεχθεί, από το 1974 και μετά όπου νομιμοποίηθηκε, να παίζει το ρόλο μιας καθεστωτικής αριστεράς που διεκδικεί την ηγεμονία του πεζοδρομίου, των κοινωνικών αγώνων και του κοινωνικού ανταγωνισμού εν γένει, ώστε να φροντίζει ότι η στάθμη της κοινωνικής πόλωσης θα παραμένει στάσιμη και ότι δε θα υπάρξει κοινωνική εκτροπή. Έχει αποδεχθεί οριστικά τον ιστορικό συμβιβασμό, και έχει βολευτεί στη θέση μιας πολιτικής διαμαρτυρίας όντας αντιπολίτευση εσαεί. Δεν διεκδικεί να καταστεί κόμμα εξουσίας, δεν διεκδικεί να είναι κόμμα ανατροπής, δεν διεκδικεί καν να επιφέρει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές μέσα στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο. Έχει αποκηρύξει κάθε μορφή οξυμένης πάλης, από την ένοπλη βία ως και τις μαχητικές διαδηλώσεις, έχει δηλητηριάσει το δημόσιο διάολογο με την ακράια χαφιεδολογία και προβοκατορολογία του, και έχει υπάρξει ουκ ολίγες φορές, αρωγός της Τάξης και της Ασφάλειας, επιχειρώντας βίαια και κατασταλτικα σε πιο ανεξέλεγκτες δυνάμεις του κινήματος.
Όλα αυτά δεν αφορούν μια αντιπαράθεση κομμουνισμού- αναρχίας. Δεν έχουν σχέση με υπαρκτές θεωρητικές ή άλλες διαφωνίες μεταξύ Μαρξ- Μπακούνιν και άλλων τεράτων της ριζοσπαστικής θεωρίας. Δεν έχουν να κάνουν καν με την όποια κριτική σε οποιαδήποτε βερσιόν του υπαρκτού σοσιαλισμού ούτε με την όποια κριτική στη προ 1974 εποχή του ΚΚΕ. Έχουν να κάνουν με την εγκόλπωση του μέσα στο πολιτικό κατεστημένο και την επιλογή του να είναι πυλώνας πολιτικής σταθερότητας σε οποιαδήποτε καίρια στιγμή του κοινωνικού ανταγωνισμού. Για αυτό και δέχεται και συγχαρητηρίων σε κάθε ευκαιρία. Γιατί το μέτωπο της ελληνικής εθνικοφροσύνης (οι πιο πραγματίστικες συνιστώσες της τουλάχιστον), γνωρίζει πως για τα ελληνικά δεδομένα, η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης έρχεται μέσα από τη διατήρηση του ΚΚΕ ως έναν εφεδρικό σύμμαχο. Ένα συμπέρασμα που έχει καθορίσει τον κεντρικό πολιτικό ρεαλισμό της μεταπολίτευσης, παρά τις όποιες αντι-κομμουνιστικές κορώνες πιο ακροδεξιών πτερύγων του πολιτικού φάσματος.
Το ζήτημα λοιπόν της σύγκρουσης με το μόρφωμα που λέγεται ΚΚΕ είναι ΠΟΛΙΤΙΚΟ και δεν αφορα μια βεντέτα αναρχίας-ΚΚΕ. Αφορά, ή θα έπρεπε να αφορά, όλα τα κομμάτια του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος, είτε από το φάσμα της αναρχίας, είτε από το φάσμα του κομμουνισμού, που επιμένουν να βλέπουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό με κριτήρια εκτροπής του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάτι που έρχεται μέσα από την παράδοση του διεθνούς επαναστατικού κινήματος με σημεία ορόσημα όπως η εκτέλεση μέλους του ΙΚΚ στην Ιταλία από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, για την επιλογή του να καταδώσει αγωνιστή στις αρχές.
Η μορφή που θα πάρει μια οποιαδήποτε τέτοια σύγκρουση στο μέλλον εξαρτάται από τα επίδικα της εποχής, των προκλήσεων και των διακυβευμάτων που τιθενται καθώς και από την πρωτοβουλία του ίδιου του ΚΚΕ να υπερασπιστεί την πολιτική σταθερότητα του συστήματος. Θα ειναι μάλιστα μια σύγκρουση που αναπόφευκτα θα καταλήξει να αφορά και τη βάση και την ηγεσία καθώς ανεξάρτητα από την ποιότητα και την βαρύτητα των ευθυνών για την πολιτική γραμμή του κόμματος, ένα μόρφωμα με τόση σκληρή και σφιχτή κομματική πειθαρχία θα καταφέρει να ελέγξει πλήρως τη βάση του στην κατεύθυνση που θέλει, και να στρέψει το ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει ενάντια σε κόσμο που θα επιδιώξει μια μετωπική σύγκρουση με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Δε λέμε τίποτα περισσότερο λοιπόν από το ότι η όξυνση μιας τέτοιας σύγκρουσης είναι σχεδόν βέβαια ότι θα βρει (βρίσκει ήδη δηλαδή) αν όχι όλο το λαό του ΚΚΕ, εκείνο το σφιχτό κομματικό πυρήνα που θα αντέξει στις όποιες αυτομολήσεις, σε θέση υπεράσπισης της ίδιας της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Επόμενως δεν είναι καγκουριά, δεν είναι τραμπουκισμός, δεν είναι στείρος αντικομμουνισμός.
Είναι απλά μονόδρομος προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ρήξης καθώς αποτελεί ένα ορατό και διόλου αμελητέο ανάχωμα προς αυτήν την κατεύθυνση, ένα ανάχωμα που θα χρειαστεί να προσπεραστεί με τον έναν τρόπο ή τον άλλο.