Η “παραβατικότητα” μεταξύ των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων μιας κοινωνίας είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί παρά να αναδεικνύει εν πρώτοις τις δομικές κοινωνικές αντιθέσεις ενός εξουσιαστικού εκμεταλλευτικού συστήματος. Είναι (ή θα όφειλε να είναι) δεδομένο ότι ελλείψει μιας συγκροτημένης συνείδησης που θα αναγνώριζε τη δομική προέλευση και πηγή, αυτών των αντιθέσεων ότι και η παραβατικότητα για την οποία μιλάμε δε θα έχει κριτήρια, δεν θα έχει στόχευση και μπορεί να στρέφεται και ενάντια και σε άλλα ασθενέστερα κομμάτια της κοινωνίας.
Αυτό το είδος της “παραβατικότητας” ή τέλοσπάντων των εγκληματικών συμπεριφορών των από τα κάτω που στρέφονται ενάντια στους από τα κάτω, επιδεινώνεται αναπόφευκτα με τις οποίες μεταναστευτικές ροές που σημειώνονται, που κι αυτές δεν μπορούν να ιδωθούν ξέχωρα από τις διεθνείς ανταγωνιστικές σχέσεις κρατικών μηχανισμών, ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, ανηλεούς εκμετάλλευσης τριτοκοσμικών χωρών κτλ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αλλάζει ο χάρτης της εγκληματικότητας, να δημιουργούνται ολόκληρες ζώνες εντός των αστικών -ή μη- ζωνών όπου υπάρχει αυξημένη παραβατική δραστηριότητα και δράση υποκειμένων που λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένα, απορροφούνται από το κεφάλαιο της μαύρης οικονομίας. Με τη διαφορά ότι στις στατιστικές είναι δυνατόν να εμφανίζονται περισσότεροι “ξένοι” ανάμεσα στους “εγκληματίες”.
Κάθε προπαγάνδα, όσο ακραία και αν είναι, πατάει πάνω σε κάποια πραγματικότητα, μικρότερη ή μεγαλύτερη. Η πιο πάνω πραγματικότητα είναι αυτή η οποία διαμορφώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την προπαγάνδα και την πολιτική ατζέντα της συντηρητικής πολιτικής πτέρυγας. Η αναγκαιότητα της μητροπολιτικής αποστείρωσης, της αστυνομοκρατίας, του δόγματος διαρκούς ελέγχου και επιτήρησης, της πολεοδομικής καταστολής, της μηδενικής ανοχής δεν προκύπτει στο κενό αλλά πατάει ακριβώς πάνω στη λογική αντιμετώπισης του παραβατικού φαινομένου, της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, και του υπέρτατου αγαθού που είναι η προστασία της ιδιοκτησίας και της περιουσίας των πολιτών.
Στην ίδια λογική, η ακόμα πιο συντηρητική πτέρυγα της κυριαρχίας, η ακροδεξιά θα εκμεταλλευτεί το ίδιο ακριβώς κοινωνικό φαινόμενο για να δικαιολογήσει κιόλας τους όρους ύπαρξης της. Τα αφηγήματα τα οποία προέρχονται από αυτήν την πτέρυγα του πολιτικού φάσματος αρνούνται (επίτηδες ή αφελώς, δεν μας αφορά επί της παρούσης) να δουν και να αναλύσουν από πού προκύπτει το συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο και έχουν πάνω-κάτω μία ανάγνωση περί ενός κοινωνικού κορμού και κάποιων παρασίτων, κατακαθιών και αντικοινωνικών στοιχείων που είναι απειλή και πρέπει να εκκαθαριστούν. Σε αυτή την ανάγνωση κυριαρχεί προφανώς η οπτική ότι οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις δεν παίζουν κανέναν ρόλο ή και να παίζουν δεν πρέπει να μας αφορούν γιατί αυτό είναι θολοκουλτουριάρικα πράγματα που μας μπερδεύουν. Με λίγα λόγια όλα τα παραπάνω παρασιτικά και αντικοινωνικά στοιχεία είναι αποκλειστικά “οι επιλογές τους” και έτσι πρέπει να κρίνονται και να αντιμετωπίζονται.
Θα ήταν παράξενο και παράλογο να μην έχει η ακροδεξιά την ίδια αφήγηση και για το μεταναστευτικό ειδικά τη στιγμή που αυτό έρχεται να δημιουργήσει εκρηκτικές συνθήκες, καθώς οι χειρισμοί του συστήματος είναι τέτοιοι ώστε μεγάλα κομμάτια των μεταναστευτικών ροών να μένουν στο περιθώριο, να εγκλωβίζονται σε κέντρα κράτησης ή σε μητροπολιτικές περιοχές στις οποίες αναγκαστικά γκετοποιούνται, κι ελλείψει πολλών άλλων εναλλακτικών θα στραφούν σε ενέργειες που θεωρούνται παραβατικές. Για την ακροδεξιά δεν έχουν σημασία όλα τα παραπάνω αλλά μονάχα το αποτέλεσμα το οποίο είναι οι στατιστικές των αστυνομικών δελτίων που καταγράφουν αυξημένη συμμετοχή του “αλλοδαπού στοιχείου” στην εγκληματικότητα. Οπότε και όπως είναι αναμενόμενο προκειμένου να πάρουν τον κόσμο με το μέρος τους θα σπεύσουν σε σημεία και περιοχές όπου όντως υπάρχει πραγματικό ζήτημα αυξημένης εγκληματικότητας, θα τονίσουν την απουσία και ανικανότητα ή αβουλία του κρατικού μηχανισμού, την οποία και θα αποδώσουν σε σκοτεινές προθέσεις και στη συνέχεια θα επιδοθούν σε λογικές εκκαθαρίσεων, σε συλλογικά πογκρόμ, σε λογική συλλογικής ευθύνης. οι οποίες φυσικά εσωκλείουν 100% αγνό καθαρό ρατσισμό.
Για πάρα πολλά χρόνια ήταν αυτονόητο στους κόλπους του ριζοσπαστικού προοδευτικού χώρου ότι στεκόμαστε ενάντια στους φασίστες και τους ακροδεξιούς στις περιοχές όπου δρουν με αυτό τον τρόπο γιατί συνολικά είμαστε ενάντια στη λογική τέτοιων αντιμετωπίσεων. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζεται ότι υπάρχει πρόβλημα σε μία σειρά περιπτώσεων όπου έχουν δραστηριοποιηθεί ακροδεξιοί θύλακες. Σην κατάληψη του Παλιού Εφετείου για παράδειγμα στο κέντρο της Αθήνας (όπως και στην περιοχή του ευρύτερου κέντρου και ειδικά στον Άγιο Παντελεήμονα), στον άτυπο προσφυγικό καταυλισμό της Πάτρας ή και σε περιοχές που έχουν φτιαχτεί κέντρα κράτησης, υπήρξε στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όντως πρόβλημα. Πρόβλημα με την έννοια ότι υπήρχαν συμμορίες και μαφιόζικα κυκλώματα αποτελούμενα από πρόσφυγες ή μετανάστες, κρούσματα κλοπών, διαρρήξεων, ληστειών, δολοφονιών ή και απόπειρων βιασμών. Ολόκληρες περιοχές στιγματίστηκαν ως κακόφημες και γενικά ένα κομμάτι των τοπικών κοινωνιών, δυσαρεστημένο, απογοητευμένο, εξοργισμένο είδε τους φασίστες ως σωτήρες που επιτέλους θα κάνουν κάτι.
Το πρόβλημα με αυτό το κάτι, είναι ότι πρόκειται για μία κουλτούρα διάχυτου ρατσισμού με πολλές προεκτάσεις και διακλαδώσεις, ο οποίος διαμοιράζει την ευθύνη για την όποια δύσμορφη κοινωνική πραγματικότητα συμβαίνει σε τέτοια σημεία σε όλο το υποκείμενο των μεταναστών. Αν γύρω από μια κατάληψη μεταναστών υπάρχει πρόβλημα τότε πρέπει να εκκενωθεί όλη η κατάληψη βίαια αν χρειαστεί. Αν το ίδιο συμβαίνει γύρω από τον καταυλισμό τότε το ίδιο πράγμα πρέπει να συμβεί κι εκεί. Αν η ίδια κατάσταση παρατηρείται σε περιοχές που έχουν φτιαχτεί κέντρα φιλοξενίας ή κράτησης τότε και πάλι πρέπει να γίνει το ίδιο και ακόμα καλύτερα θα πρέπει να αντιδράσει προληπτικά ο ο κόσμος για να μην δημιουργηθεί καν το πρόβλημα. Εξού και οι διαμαρτυρίες κατοίκων που είναι ενάντια στη δημιουργία κέντρων φιλοξενίας στις περιοχές τους. Συχνά τους ακούμε να λένε το επιχείρημα ότι “δεν είναι ότι είμαστε ρατσιστές αλλά θέλουμε να προστατεύσουμε τις ζωές μας και τις περιουσίες μας”.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν άδικο. Όντως πολλοί από αυτούς διαμαρτύρονται κάθε φορά σε ανάλογες περιπτώσεις, και που μπορεί να φτάνουν στο σημείο να διαδηλώνουν, να πολιορκούν καταλήψεις ή καταυλισμούς μεταναστών, να προχωρούν σε πογκρόμ κτλ, κτλ όντως δεν είναι ρατσιστές κατά ιδεολογία απλώς δεν τους ενδιαφέρει αν στους 10 ενόχους την πληρώσουν και 100 ή 200 αθώοι. Δεν τους ενδιαφέρει γιατί ζυγίζουν το αποτέλεσμα – την προστασία της ζωής και της περιουσίας τους- πιο πάνω από οτιδήποτε άλλο και σίγουρα πιο πάνω από αριστερές και αναρχικές θολοκουλτούρες που τους μπερδεύουν, όπως το να μην στοχοποιούνται όλοι ανεξαιρέτως λόγω ιδιότητας.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις λιγότερο ή περισσότερο το ανταγωνιστικό κίνημα αντέδρασε, ήρθε σε σύγκρουση με τους φασίστες, ήρθε σε σύγκρουση πάνω από όλα με τη λογική της συλλογικής ευθύνης με το ρατσιστικό δηλητήριο που κρύβεται πίσω από λογικές υπεράσπισης της νομιμότητας, ακόμα και αν χρειάστηκε να έρθει σε αντιπαράθεση με το κοινό αίσθημα των τοπικών κοινοτήτων που αγανακτούσαν για όντως υπαρκτά προβλήματα. Το ότι υπήρχε εγκληματικότητα σε όλες τις περιοχές δεν ήταν ένας μύθος και μια προπαγάνδα των φασιστών αλλά μία δυσάρεστη κοινωνική πραγματικότητα. Απέναντι στα επιχειρήματα των προοδευτικών φωνών πολλές φορές ακουγόταν το αφοπλιστικό “πάρτε τους στο σπίτι σας να δούμε τι θα λέτε”.
Αν τα Εξάρχεια μπορούν να θεωρηθούν με κάποιο τρόπο το ευρύτερο σπίτι μας τότε με όσα συμβαίνουν τελευταία στην περιοχή δεν μπορεί παρά να νιώθουν δικαιωμένοι εκείνοι και εκείνες που προέβαιναν σε παρόμοιες προτροπές.
Είναι γεγονός πως μονάχα με ιδεολογήματα και συνθηματολογία δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα, που δημιουργούνται εξάλλου από δομικές αντιφάσεις της ίδιας της κυριαρχίας. Είναι επίσης γεγονός ότι για πολύ καιρό υπήρχανε αντιλήψεις εντός του ευρύτερου προοδευτικού χώρου που όντως αγιοποιούσαν το μεταναστευτικό υποκείμενο και που όταν υπήρχαν φωνές που έλεγαν ότι η ιδιότητα κάποιου ως μετανάστη ή πρόσφυγα από μόνη της δεν λέει απαραίτητα κάτι, έσκουζαν για υποδόριο ναζισμό και υφέρποντα φασισμό (πχ αντιδράσεις μετά την ανάληψη ευθύνης για την ανατίναξη των γραφείων της Χρυσής Αυγής το 2010). Είναι όμως γεγονός και το ότι όταν επιχειρεί κανείς να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο σύνθετο και πολύπλοκο φαινόμενο αποκλειστικά με όρους φιλανθρωπίας, με όρους επαγγελματικής αλληλεγγύης, με όρους βιτρίνας, με όρους χυδαίους και ρηχούς που σίγουρα δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με οτιδήποτε ριζοσπαστικό, τότε αργά ή γρήγορα θα ανακυκλωθεί το ίδιο πρόβλημα με αποτέλεσμα η μόνη λύση που θα σου έχει μείνει να είναι αυτή που προωθεί και η ακροδεξιά για να πάρει τον κόσμο με το μέρος της: απόδοση συλλογικής ευθύνης και πογκρόμ.
Βέβαια ότι φέρνει τον κόσμο με το μέρος μας δεν μπορεί παρά να είναι καλό. Έτσι δεν είναι;
Υποτίθεται ότι θα ήμασταν καλύτεροι. Ότι θα είχαμε άλλους τρόπους διαχείρησης τέτοιων ζητημάτων. Αυτό απλώς που αποδεικνύεται (για μια ακόμα φορά) είναι ότι το μόνο που ενδιαφέρει είναι μια κούρσα ανταγωνισμού για την πλειοδοσία σε λογικές “κοινωνικής εξυγίανσης” και όχι μια προοδευτική και ριζοσπαστική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων.
Αυτό δε μπορεί παρά να δημιουργεί τα εξής εύλογα ερωτήματα: αν η εκκένωση της Αραχώβης 44 ήταν ο πιο σωστός τρόπος να λυθεί το πρόβλημα της όποιας εγκληματικής δραστηριότητας πέριξ αυτής τότε οι προοδευτικές δυνάμεις του κινήματος κάνουν λάθος τόσα χρόνια που εκχωρούν το πεδίο να προβαίνουν σε ανάλογες περιπτώσεις σε παρόμοιες κινήσεις άτομα και ομαδες του ακροδεξιού χώρου; Και ακόμα περισσότερο οι διαμαρτυρίες και οι αντιστάσεις του κινήματος απέναντι σε παρόμοιες κινήσεις από άτομα και ομαδες του ακροδεξιού χώρου στο παρελθόν ξέπλεναν τις μαφίες, το εμπόριο ναρκωτικών και τα κυκλώματα μαστροπείας που ελέγχονταν από μετανάστες; Η κινηματική κατακραυγή του φασιστικού πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας το 2011 που άφησε πίσω του δυο νεκρούς και πάνω απο 100 τραυματίες είχε σκοπό να ξεπλύνει τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη; Μήπως το λάθος του κινήματος τότε ήταν οτι αντέδρασε σε αυτούς που πήραν την πρωτοβουλία “επιτέλους” να κανουν κάτι αντί να διοργανώσει το ίδιο το κίνημα ταξικό και λαϊκό πογκρόμ ενάντια στον αντικοινωνισμό για να επαναοικειοποιηθεί την Ομόνοια και τα γύρω στενά; Μήπως η αντιπαράθεση των οργανωμένων αντιφασιστών με τις οργανωμένες συμμορίες της Χρυσής Αυγής στον Άγιο Παντελεήμονα ήταν μια αντιπαράθεση “ηλίθιων και πανιλήθιων” μπροστα στην οποία οι “έξυπνοι και πανέξυπνοι” όφειλαν να κρατήσουν ίσες αποστάσεις και όχι μια σύγκρουση πάνω από όλα ενάντια σε συγκεκριμένες λογικές διαχείρησης κοινωνικών προβλημάτων; Γιατί θεωρούμε αυτομάτως φασίστες η ρατσιστές όσους κατοίκους διαμαρτυρονται για την εγκληματικότητα των “ξένων” σε περιοχές εκτός Εξαρχείων ; Αυτοί οι κάτοικοι δεν έχουν ψυχή ,μόνο των Εξαρχείων οι κάτοικοι έχουν; Είναι τελικά τα παραβατικά υποκείμενα του κοινωνικού περιθωρίου -και- αποτέλεσμα των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων του ευρύτερου περιβάλλοντος τους ή είναι αποκλειστικά οι επιλογές τους ; Μόνο όταν λες πως οι αδιάφοροι για την κοινωνική αδικία μικροαστοί και νοικοκυραίοι είναι οι επιλογές τους αναπαράγεις επιχειρήματα θατσερικής και φιλελεύθερης κοπής; Όταν αναφέρεσαι σε “κατακάθια” και “αντικοινωνικά στοιχεία” τότε όλα κομπλέ;
Και τέλοσπάντων τι λύση δόθηκε απο το κίνημα σε αυτές τις περιοχές που αντιμετωπίζουν τέτοια εγκληματικότητα ; Εξαφάνισε τις μαφιες και τα παράνομα κυκλώματα που ελέγχουν μετανάστες από τον Άγιο Παντελεήμονα ; Γιατί από ότι φαίνεται μάλλον, απαραίτητη προυπόθεση για να αναλάβει πρωτοβουλίες το κίνημα απέναντι σε λογικές συλλογικής ευθύνης είναι να λύσει πρώτα ως δια μαγείας το εκάστοτε κοινωνικό πρόβλημα προκύπτει και μετά να αντιδράσει αλλίως ξεπλένει το πρόβλημα.
Ας σοβαρευτούμε. Αν κάτι βγαίνει σαν συμπέρασμα μέσα από τα γεγονότα στην Αραχώβης 44 που στην τελική δεν ειναι καθόλου ξεκομμένα από λογικές “κοινωνικής καθαρότητας” αλλα ίσα ίσα αποτελούν το κερασάκι στην τούρτα μιας ολόκληρης κουλτούρας επιβολής της “δικτατορίας του αγώνα” ακόμα και με αντι-εξουσιαστικό ή αμεσοδημοκρατικό μανδύα είναι ότι απλώς προστέθηκε ακόμα μια ατζέντα που ευννοεί τον ανταγωνισμό για την ηγεμονία, τον έλεγχο, το κουμάντο κατα τα κοινώς λεγόμενα στην πολύπαθη γειτονιά των Εξαρχείων κι αυτή δεν είναι άλλη απο το μεταναστευτικό φυσικά.
Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς μια υπενθύμηση ότι η πολιτική είναι η τέχνη του να κάνεις αυτά που καταδικάζεις παρουσιάζοντας ότι κάνεις κάτι τελείως διαφορετικό.