Μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου πολέμου όλος ο κόσμος , συνολικά η παγκόσμια κοινή γνώμη στράφηκε στις δίκες και τις διώξεις ανθρώπων που υπηρξαν κομμάτι του ναζιστικού μηχανισμού. Όλοι περίμεναν να δουν τέρατα, διεστραμμένους και ψυχοπαθείς αιμοσταγείς ανθρώπους, φανατισμένους σαδιστές, κτήνη χωρίς καμία υποτυπώδη ενσυναίσθηση. Η συλλογική αντίληψη ήταν ότι δε θα μπορούσε να έχει συμβεί ότι συνέβη από κοινούς , απλούς καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Από ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι οι γείτονες που σου έλεγαν χαμογελαστά καλημέρα κάθε πρωί , από συγγενείς που σου έφερναν δώρα στις γιορτές, από κάποιο παλιό αγαπημένο συμμαθητή, από κάποιο παλιό έρωτα , από κάποιο στοργικό πατερα που φρόντιζε την οικογενεια του , απο κάποιο παιδί που όλοι αγαπούσαν στη γειτονιά.
Και ξαφνικά οι μπαμπούλες εξαφανίστηκαν και εμφανίστηκαν απο το πουθενά όλοι αυτοί οι άνθρωποι , απλοί καθημερινοί άνθρωποι, άνθρωποι υπερβολικά τρομερά τρομακτικά φυσιολογικοί που απλώς έκαναν το καθήκον τους , που απλώς εκτελούσαν εντολές , που απλώς έκαναν τη δουλειά τους . Χιλιάδες άνθρωποι που δήλωναν παραπλανημένοι και αποστασιοποιούνταν από την ναζιστική ιδεολογία . Ξαφνικά ολόκληρη η Γερμανία έγινε ένα έθνος παραπλανημένων ανθρωπών ή απλών ανθρώπων που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. Η αίσθηση της ατομικής ηθικής υποχρέωσης χανόταν , η αίσθηση της ατομικής ευσυνειδησίας , της ατομικής ευθύνης χανόταν κάπου ανάμεσα στο πλήθος , ανάμεσα στη μάζα , ανάμεσα σε αυτό που υπήρξε ένα συλλογικό έγκλημα. Αφού η ευθύνη ισομοιραζόταν σε έναν τόσο μεγάλο πληθυσμό τότε τα άτομα μέσα σε αυτόν έχαναν την ατομική τους υπόσταση ως υπεύθυνα όντα. Έτσι επί μέρους φρικιαστικά εγκλήματα και θηριωδίες δεν είχαν ως φυσικούς αυτουργούς άτομα πλέον αλλά ένα αφαιρετικό συλλογικό υποκείμενο που ” παραπλανήθηκε” .
Αυτό η Χάνα Άρεντ παρακολουθώντας τη δίκη του Άντολφ Αιχμαν (συνταγματάρχης των SS, επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών υποθέσεων της Γκεστάπο και ήταν ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος που οδήγησε σε εξόντωση περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίους της Ευρώπης) το περιέγραψε ως Κοινοτυπία του κακού.
Αυτό που εννοούσε η ‘Αρεντ, όταν τη διατύπωνε, ήταν ότι για να διαπραχθούν τερατωδίες δεν χρειάζονται τέρατα και ότι το πρόβλημα το σχετικό με τον Αϊχμαν έγκειτο ακριβώς στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ανώτατων αυθεντιών της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, αυτός, και μαζί με αυτόν πολυάριθμοι σύντροφοί του που διέπρατταν εγκλήματα, δεν ήταν ούτε ένα τέρας ούτε ένας σαδιστής. Ήταν αντίθετα υπερβολικά, τρομερά, τρομακτικά «φυσιολογικός».
Μισή δωδεκάδα ψυχίατροι βεβαίωσαν ότι είναι ‘‘φυσιολογικός’’ – ‘‘πιο φυσιολογικός, σε κάθε περίπτωση, από όσο είμαι εγώ ο ίδιος αφότου τον εξέτασα’’, λέγεται ότι αναφώνησε ένας από τους εξεταστές, ενώ ένας άλλος αποκάλυψε ότι το συνολικό ψυχολογικό του προφίλ, η συμπεριφορά του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τον πατέρα και τη μητέρα του, τις αδελφές και τους φίλους ήταν ‘‘όχι μόνον φυσιολογική αλλά και η πιο αγαπητική’’.
Το πρόβλημα με την περίπτωση του Αϊχμαν ήταν ακριβώς το ότι τόσοι άλλοι που είχαν κηλιδωθεί με αυτά τα εγκλήματα ήταν σαν κι αυτόν και δεν ήταν πιο διεστραμμένοι ή σαδιστές από εκείνους που τους εξέτασαν, καθώς ήταν τρομερά, τρομακτικά φυσιολογικοί.
Για αυτό η διαπίστωση ότι δεν είναι φασίστες όσοι κατεβαίνουν στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό , μπορεί μεν να είναι ορθή , από την άλλη δεν είναι καθόλου καθυσηχαστική. Η ιστορία έχει αποδείξει αμέτρητες φορές ότι ποτέ δε χρειάστηκε να υπηρετήσουν όλοι συνειδητά και ιδεολογικά το κακό για να γεμίσουν οι σελλιδες της ιστορίας με αίμα και φρίκη. Αρκεί να έχεις τον κόσμο με το μέρος σου….