Τοποθέτηση Παναγιώτη Αργυρού στην ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΖΕΝΤΑΣ 2024 στην Νομική σχολή Αθηνών από το Ταμείο Αλληλ. στους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστ(ρι)ές

Ανήκω σε μια γενιά που είχε την τύχη -ή την ατυχία, όπως το δει κανείς- να διανύσει την πολιτική της εφηβεία στα ταραγμένα πολιτικά νερά της περιόδου 2004-2009. Το επίπεδο της κοινωνικής πάλης των χρόνων αυτών, και η ένταση με την οποία αυτή εκτυλίχθηκε, ήταν τέτοια ώστε πολλά άτομα της ηλικίας μου και της γενιάς μου γενικότερα, να αναπτύξουν μια συνωμοτική δραστηριότητα που ξεκίνησε με αντάρτικο πόλης χαμηλής έντασης (εμπρηστικές επιθέσεις) για να εξελιχθεί σε ένοπλη δράση.

Προσωπικά μιλώντας σε κάτι λιγότερο από πέντε ημερολογιακά έτη κάπου στην ηλικία των 19-20, κατέληξα να βρεθώ καταζητούμενος στις 23/09/2009, για τη συμμετοχή μου στην οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, ένα καθεστώς που κράτησε περίπου 1,5 χρόνο, για να ακολουθήσει η σύλληψη μου τη 1ηΝοέμβρη του 2010, για τη γνωστή υπόθεση των δεμάτων σε πρεσβείες, διπλωματικές αποστολές σε εσωτερικό και εξωτερικό και σε Ευρωπαίους ηγέτες που πρωταγωνίστησαν στις εξελίξεις που έθεσαν το ελληνικό κράτος σε καθεστώς πτώχευσης και οικονομικής εποπτείας. Από ‘κει και ύστερα, ακολούθησε μια δικαστική οδύσσεια που κράτησε κοντά εννιά χρόνια με το διάστημα αυτό, προφανώς, να παραμένω σε αιχμαλωσία μέχρι και τον Απρίλιο του 2019, όπου και κατέστη εφικτή η υφ’ όρων απόλυση μου.

Το διάστημα που προηγήθηκε της φυγοδικίας μου, όπως προανέφερα ήταν το έντονο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της τετραετίας 2004-2008, στην οποία συμπυκνώθηκαν όλες οι αντιφάσεις της ελληνικής μεταπολίτευσης. Η σύζευξη σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού στον ένα πόλο του δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ) και η σύζευξη λαϊκής δεξιάς/νεοφιλελευθερισμού στον άλλο πόλο (ΝΔ), καθώς και η ύπαρξη μιας συνθηκολογημένης (εξωκοινοβουλευτικής και μη) από το 1974 και μετά, χάρη στην πολιτική αμνηστία που δόθηκε μετά τη Χούντα, έχει δημιουργήσει ένα πολιτικό σκηνικό ακραίας πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς. Νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία εμπλέκονται διαρκώς σε κάθε είδους σκάνδαλα, χωρίς κανένα πρόσχημα ισονομίας και χωρίς καμία πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης να μπορεί ή να θέλει να κάνει οποιονδήποτε ανένδοτο, έστω και προσχηματικά. Οι μεταναστευτικές ροές από τα Βαλκάνια και τις χώρες του ανατολικού μπλοκ δημιουργούν καθοριστικές ταξικές μετατοπίσεις, τοποθετώντας στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας ένα υποκείμενο χωρίς τη δυνατότητα εύκολης και γρήγορης ενσωμάτωσης, άρα καταδικασμένο να μείνει στην εξαθλίωση και την δεινή οικονομική εκμετάλλευση. Ως αποτέλεσμα, ο παραγωγικός τομέας στα αστικά κέντρα και την επαρχία θα στηριχθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στο δυναμικό αυτό, δίνοντας την ευκαιρία σε περισσότερα κοινωνικά κομμάτια με εντοπιότητα να ανέλθουν ακόμα και πολλές βαθμίδες στην ταξική ιεραρχία και να αφομοιώσουν πλήρως την κυρίαρχη ιδεολογία. Καθώς οι οικονομικοί δείκτες ανεβαίνουν, και το ελληνικό οικονομικό θαύμα αρχίζει να γίνεται γεγονός και να προκαλεί φρενίτιδα και ενθουσιασμό και μια ατμόσφαιρα ενός μεγάλου πάρτυ (ειδικά εκεί προς το 2004), τόσο πιο μασίφ γίνεται το στρατόπεδο που αφομοιώνει και αναπαράγει αυτήν την κυρίαρχη ιδεολογία.

Με δεδομένο το παραπάνω άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο και με δεδομένη επίσης τη συνθηκολόγηση της αριστεράς ήδη από το 1974 -με εξαίρεση τις ένοπλες κομμουνιστικές οργανώσεις και τα ελάχιστα σχήματα της αριστεράς που δεν ακολούθησαν το ρεβιζιονιστικό ρεύμα- το πολιτικό σύστημα νιώθει άτρωτο και η καταστολή σε όλα τα επίπεδα είναι ακραία. Η αστυνομία ξυλοκοπάει, βασανίζει και εκτελεί στη μέση του δρόμου όλο και πιο συχνά. Οι διαδηλώσεις χτυπιούνται βάναυσα, είτε με αφορμή ταραχές, είτε και χωρίς αφορμή. Ο αναρχικός χώρος με όλες του τις ανεπάρκειες, τις ελλείψεις και τις δομικές του παθογένειες φαίνεται ο μόνος που σηκώνει ψηλά τον πήχη του κοινωνικού ανταγωνισμού, αν και μακριά πολύ από τα εργασιακά και συνδικαλιστικά πεδία όπου κυριαρχούν άλλες δυνάμεις. Έτσι, συχνά δίνεται η εντύπωση ότι παλεύει μόνος του, μιλώντας για ζητήματα που δε φαίνεται να απασχολούν κανέναν άλλο, σηκώνοντας πολύ βαρύ φορτίο στις πλάτες του και πληρώνοντας μεγάλο κόστος καταστολής, χωρίς καμία ουσιαστική αλληλεγγύη από εξώτερες δυνάμεις.

Αυτό το ιδιαίτερο κοινωνικό υπόβαθρο δημιουργούσε ένα συνολικό καθεστώς ζόφου και ασφυξίας για οποιοδήποτε νέο άνθρωπο μπορεί να είχε ρομαντικά όνειρα και αξίες, τα οποία τον έκαναν να αδυνατεί να αναπνεύσει στις συνθήκες αυτές. Κάπως έτσι έγινε πιο εύκολο για πολλά άτομα της εποχής μου να υιοθετήσουν την ιδέα της εξέγερσης, ως μια πιο υπαρξιακή κατάσταση. Ως την άρνηση να ζήσουμε την εποχή μας σαν σκλάβοι, την άρνηση να αποδεχθούμε σαν όρο ζωής την ηθική και υπαρξιακή κενότητα, την πνευματική μιζέρια και την κοινωνική αλλοτρίωση. Για μας η εξέγερση έγινε τρόπος ζωής στο σήμερα και το τώρα, μακριά από κάθε είδους συμβάσεις και συνδιαλλαγές. Κάθε μικρό ή μεγάλο μας χτύπημα ήταν μια ελάχιστη αντεκδίκηση για την άθλια και συμβιβασμένη ζωή που μας προόριζαν. Ήταν η απαιτούμενη δόση οξυγόνου για να αναπνεύσουμε μέσα στο υπαρξιακό κενό που νιώθαμε να μας καταπίνει. Για αυτό και ριχτήκαμε ολότελα στη φωτιά χωρίς πολλή σκέψη και σπουδή. Ελάχιστα μας ενδιέφερε τότε το μέλλον, για αυτό και ελάχιστα δίναμε βάση σε πράγματα που θεωρούσαμε πολυτέλειες τότε, όπως σοβαρή οργάνωση και επιμελητεία, και για αυτό επίσης πληρώσαμε και πολύ βαρύ τίμημα. Οι συλλήψεις και οι παρανομίες δεν άργησαν πολύ να έρθουν, και στα χρόνια που ακολούθησαν οι διαρκείς καταδικαστικές αποφάσεις, η μία μετά την άλλη, πρόσθεταν δεκαετίες φυλακής πάνω μας προκειμένου να τιμωρήσουν την ύβρη μας να αψηφήσουμε ένα τόσο αδίστακτο σύστημα εξουσίας και καταπίεσης.

Παρόλα αυτά θα έλεγα πως η εμπειρία αυτή προέκυψε μέσα σε μια συγκεκριμένη εποχή και οι επιλογές μας, οι επιλογές μιας ολόκληρης γενιάς σχεδόν, ήταν σαφέστατα προϊόν της εποχής αυτής. Η δική μας ανταρσία, όσο κι αν σημειολογικά πήρε τα χαρακτηριστικά μιας ολομέτωπης επίθεσης στην δική μας Belle Époque, δεν έγινε μέσα σε κενό, αλλά σε συνθήκες γενικής τότε όξυνσης της κοινωνικής πάλης σε όλα, σχεδόν, τα επίπεδα. Για αυτό παρά τις οποιεσδήποτε ιδεολογικές ιδιαιτερότητες, αυτό που περισσότερο έχει αξία να συγκρατήσει κανείς, αν μελετήσει εκείνο το χρονικό διάστημα, είναι το πλούσιο ψηφιδωτό της κοινωνικής σύγκρουσης την περίοδο 2009-2012 στην μεγάλη του εικόνα.

Αυτή η εποχή θα μείνει σίγουρα αλησμόνητη σε πολλούς ανθρώπους για τη βιαιότητα που την χαρακτήρισε. Μια βιαιότητα η οποία σε πολλά επίπεδα ταρακούνησε το ίδιο το πολιτικό σύστημα με αποτέλεσμα ορατό τον κίνδυνο σοβαρής εκτροπής προς πάσα κατεύθυνση. Μια βιαιότητα, όμως, που κάποιοι άνθρωποι τη βιώσαν στον πετσί τους και στη ψυχή τους την ίδια. Αυτά τα τέσσερα χρόνια φάνηκαν σίγουρα πολλά όρια και πολλές αδυναμίες, φάνηκαν όμως, και πολλά ξεπεράσματα και υπερβάσεις.

Με όλες τις ιδιαιτερότητες της λοιπόν μπορώ να πω ότι και η δική μου εμπειρία, και αυτή πολλών της γενιάς μου, δε γίνεται να ιδωθεί ξεκομμένα από αυτές δεκάδων άλλων συντρόφων και συντροφισσών, που κάτω από τις δικές τους σημαίες και επιλογές έδωσαν τον δικό τους αγώνα μέσα στην κοιλιά του κτήνους για ελευθερία και ανεξαρτησία από τα δεσμά κάθε καταπίεσης.

Μοιραία οι μνήμες από τέτοιες εποχές μένουν στη μνήμη πολύ καθαρά και σχηματίζουν εικόνες με τη δύναμη να μη ξεθωριάζουν στο χρόνο. Εικόνες που φέρνουν πλημμυρίδα συναισθημάτων, πολλές φορές αντιφατικών μεταξύ τους. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές που συχνά ανακαλώ είναι αυτή στην οποία διάφοροι καταζητούμενοι βρισκόμαστε κρυμμένοι σε ένα άθλιο διαμέρισμα της Βαρκελώνης το 2010, ασφαλείς για την ώρα από το κυνηγητό των ελληνικών διωκτικών αρχών, απολαμβάνοντας κάποιες ανέμελες στιγμές. Είναι τότε που μαθαίνουμε για την κατασταλτική επιχείρηση των Χιλιανών αρχών εναντίον δεκατεσσάρων συντρόφων/σσων για τη γνωστή υπόθεση της ΧιλήςCasobomba. Οι εικόνες με τα συντρόφια να μεταφέρονται σιδηροδέσμια από τις ειδικές δυνάμεις, οι ηλικίες τους που ήταν τόσο κοντινές στις δικές μας, καθώς και η υπερήφανη και αξιοπρεπής στάση τους φτύνοντας και βρίζοντας τους δημοσιογράφους έσφιξε την καρδιά μας. Μας έφερε αρκετούς μήνες πίσω να βλέπουμε τα ίδια πλάνα με αφορμή τις συλλήψεις στο Χαλάνδρι. Δεν χρειάστηκε να ειπωθούν πολλά. Μερικά βλέμματα, λιγότερα λόγια, μια υπόσχεση: θα απαντήσουμε. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει…

Επόμενο καρέ 1η Νοέμβρη 2010, η μέρα που ξεκινήσαμε τη διεθνή εκστρατεία αλληλεγγύης σε αναρχικούς κρατούμενους/ες και ταυτόχρονα η τελευταία μέρα παρανομίας και ελευθερίας πριν ακολουθήσουν 8,5 χρόνια εγκλεισμού. Όσο λοιπόν ήμουν καθηλωμένος στο έδαφος και περικυκλωμένος από αρκετές ομάδες ΔΙΑΣ γύρω μου, και σιγά σιγά αντιλαμβανόμουν ότι το ωραίο κομμάτι του ταξιδιού κάπου εδώ τελειώνει και ότι έχει έρθει ή ώρα να αποβιβαστώ από το μικρό κουρσάρικο μας με το οποίο κυνηγούσαμε τα πιο άγρια και λεύτερα όνειρα μας, τολμώ να πω ότι στο μυαλό μου σαν σε ταινία γύρισα σε αυτό το διαμέρισμα στη Βαρκελώνη, και η σκέψη για το πως μια στιγμή κρίνει μια ολόκληρη ζωή με έβαλε σε αμφιβολίες για το αν τελικά άξιζε τον κόπο. Σήμερα 14 χρόνια μετά όταν σκέφτομαι αυτή τη μέρα απλά χαμογελάω. Ήταν από τις πιο όμορφες της ζωή μου.

 

Παναγιώτης Αργυρού

Ποινικός Λαϊκισμός: Όψεις και διαστάσεις του

Ιστορικό υπόβαθρο


Ιστορικά, η ίδια η ύπαρξη του λεγόμενου Δικαίου ως μια έννοια με αντικειμενική υπόσταση, οφείλεται στη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου και στην παρακαταθήκη του πνευματικού κινήματος του Διαφωτισμού. Η δε θεσμική του κατοχύρωση οφείλεται στις επαναστάσεις που γκρέμισαν σταδιακά τον κόσμο της μοναρχίας, θέτοντας τις βάσεις ανάπτυξης των αστικών και εθνικών κρατών, καθώς και τις βάσεις ανάπτυξης των σοσιαλιστικών και εργατικών κινημάτων που αμφισβήτησαν και τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ως εδώ όλα καλά. Μήπως όμως όχι;


Η όλη ιδέα του Δικαίου συνοψίζεται στο εξής πολύ βασικό: Κανένα κράτος δε μπορεί να διεκδικεί με απόλυτο τρόπο τον παντελή έλεγχο και την απόλυτη τιμωρία των υπηκόων του, γιατί κάθε κράτος μπορεί
α) να διαθέτει οποιαδήποτε προκατάληψη (πολιτική ή άλλη), μεροληψία, εμπάθεια προς ένα ή και περισσότερα μεμονωμένα άτομα η ομάδες ατόμων
β) υπάρχει πάντα η πιθανότητα στατιστικού λάθους.


Σε αυτή τη βάση έχει διεκδικηθεί και επιτευχθεί σε πολλές χώρες του σύγχρονου κόσμου η κατάργηση της θανατικής ποινής από μια λίστα προβλεπόμενων ποινών. Δεν ήταν κάτι αυτονόητο, δεν ήταν κάτι δεδομένο, δεν ήταν κάτι που ήταν υποχρεωμένα τα κράτη να κάνουν, δε μας χρωστούσαν κάτι και μας χάρισαν έτσι απλά μια κατάργηση θανατικής ποινής. Αυτό συνέβη μέσα από μια χρονοβόρα διαδικασία κοινωνικού ανταγωνισμού, με τα διάφορα είδη κινημάτων να καταφέρνουν να αποσπάσουν αυτήν την τόσο σημαντική κατάκτηση, το να μην έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω τους, η όποια εξουσία. Όπως κάποτε κερδίστηκε να μην είναι εφικτοί οι δημόσιοι βασανισμοί σε πλατείες.
Το γεγονός ότι σήμερα μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα, όσο λίγο, η αστείο, η οτιδήποτε μας φαίνεται αυτό, το οφείλουμε σε αμέτρητες “βαστίλες”, όπου μέσα τους μαρτύρησαν χιλιάδες άνθρωποι. Το ότι μιλάμε σήμερα για καθεστώτα εξαίρεσης όταν αναφερόμαστε σε κολαστήρια βασανισμού ανθρώπων και όχι στον καθημερινό κανόνα που αφορά το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού, το χρωστάμε στους ανθρώπους που κάηκαν στις φωτιές των χαμένων επαναστάσεων που ταρακούνησαν ολόκληρη την Ευρώπη τον 19ο αιώνα.


Η ίδια διαρκής μάχη δίνεται και στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Οι διακυμάνσεις της αυστηρότητας του ποινικού δικαίου ανά κράτος και περιφέρεια αποτελεί δείκτη για το πού τα κράτη έχουν περισσότερο λόγο πάνω στις ζωές και τις ελευθερίες των ανθρώπων, και πού έχουν υποχρεωθεί από την ιστορική πορεία των πραγμάτων να κάνουν λίγο πίσω. Όσο πιο σκληροί είναι οι νόμοι σχετικά με τις ποινές φυλάκισης, όσο πιο αυστηρές και μεγάλες οι ποινές, όσο πιο εξαθλιωμένες και βασανιστικές οι φυλακές, όσο πιο αδιαφανείς ή προσχηματικές οι δίκες, τόσο περισσότερο αυξάνεται το δυνητικό -και το πραγματικό βέβαια- πεδίο του ελέγχου του κράτους στο σύνολο του πληθυσμού που ελέγχει, επομένως, μοιραία φαίνεται και πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των κοινωνικών συσχετισμών. Αντίθετα, όταν χάνει έδαφος, αυτό αυτόματα αντικατοπτρίζεται σχεδόν πάντα και στον περιορισμό της αυστηρότητας του ποινικού δικαίου και της σωφρονιστικής πολιτικής.

Ποινικό δίκαιο στην ελληνική μεταπολίτευση

Σε οτι αφορά την ελληνική πραγματικότητα το 1974 εισερχόμαστε σε μια νέα φάση του πολιτικού χάρτη της Ελλάδας. Το συνεχόμενο καθεστώς εξαίρεσης που η εθνικοφροσύνη επέβαλε στον εσωτερικό εχθρό που ονομαζόταν κομμουνιστική απειλή φτάνει στο τέλος της όταν η πιο προωθημένη έκφραση της εθνικοφροσύνης, η χούντα των συνταγματαρχών (1967-1974) αποτυγχάνει να απαντήσει στην στρατιωτική εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου από το Τουρκικό κράτος. Με το καθεστώς εξαίρεσης να τερματίζεται και την αυγή μιας νέας περιόδου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που χαρακτηρίζεται επίσης από την πτώση της μοναρχίας με δημοψήφισμα, παραχωρείται καθολική πολιτική αμνηστία και νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος. Λίγα χρόνια αργότερα θα αναγνωριστεί η εθνική αντίσταση εναντίον στους Ναζί και θα καταστεί εφικτό να επιστρέψουν εκατοντάδες πολιτικοί πρόσφυγες και οι οικογένειές τους πίσω στη χώρα.


Παρόλα αυτά τόσο το ποινικό δίκαιο όσο και η εφαρμογή αυτού από το προσωπικό των κατασταλτικών σωμάτων, παρέμεινε στη νοοτροπία του στα δεδομένα της μετεμφυλιακής και δικτατορικής περιόδου για δεκαετίες μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Απανωτές αιματηρές εξεγέρσεις ξεσπούν στις ελληνικές φυλακές και αναγκάζουν το ελληνικό πολιτικό σύστημα να παραδεχθεί έστω ατύπως τι συμβαίνει πίσω από τις κουρτίνες του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος. Ακολουθεί σειρά τροποποιήσεων και ρυθμίσεων που αφορούσαν τόσο το ίδιο το ποινικό μέρος όσο και τη λεγόμενη σωφρονιστική πολιτική, με αποτέλεσμα την απώλεια ενός σημαντικού εδάφους για την εξουσία και τον κρατικό έλεγχο.


Η ιστορική περίοδος που ακολούθησε, με όλα της τα σκαμπανεβάσματα, διακρίνεται από μια πορεία βελτίωσης των συνθηκών υπέρ των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων με αποκορύφωμα τον ποινικό κώδικα του 2019 όπου με όλα τα προβλήματα που αυτός είχε, παρουσιάστηκαν και κάποιες εξαιρετικά προωθητικές ρυθμίσεις όπως η μείωση του ανωτάτου ορίου κράτησης από το ένα τέταρτο του αιώνα (25 χρόνια) στο ένα πέμπτο (20 χρόνια).


Στο ίδιο διάστημα βελτιώνονται κατά μακράν οι συνθήκες διαβίωσης -συγκριτικά πάντα με πριν- σε σχέση με τις επικοινωνίες με τον έξω κόσμο, την κατοχή προσωπικών αντικειμένων, τη δυνατότητα ενημέρωσης, τα επισκεπτήρια με κοντινά πρόσωπα, τη χορήγηση αδειών τακτικών, εκτάκτων και εκπαιδευτικών, τη δυνατότητα μόρφωσης εντός των καταστημάτων κράτησης, την πρόσβαση στον ευεργετικό υπολογισμό ποινής με εργασία σε κανονικές η αγροτικές φυλακές, ενώ καθίστανται πιο εύκολα τα πλαίσια της υφ΄ όρων απόλυσης με αναστολή ποινής. Το πιο σημαντικό απ όλα, παρότι φυσικά η βία δεν θα εξαφανιστεί στις φυλακές τα μεσαιωνικά βασανιστήρια πλέον δεν αποτελούν κανόνα

Συντηρητικός ποινικός λαικισμός

Αυτή η σχεδόν τριακονταετία βελτίωσης των συνθηκών σημαίνει ότι αυξάνονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων-κρατουμένων έναντι του δικαιώματος της κατηγορούσας αρχής, δηλαδή του δικαιώματος του κράτους, να διώκει και να τιμωρεί όπως γουστάρει χωρίς να δίνει λόγο πουθενά. Αυτή η κατάσταση, όπως είναι αναμενόμενο, προκαλεί επί σειρά ετών τα αντανακλαστικά εκείνων των πολιτικών φορέων που θέλουν επαναφορά των προηγούμενων κοινωνικών συσχετισμών, και οι οποίοι δηλητηριάζουν επισταμένα το πεδίο του δημόσιου διαλόγου με προφανή πρόθεση τον ερεθισμό συντηρητικών κοινωνικών αντανακλαστικών.

Με κάθε αφορμή, όπου αφορμή μπορεί να είναι η διάπραξη κάποια αποτρόπαιας εγκληματικής πράξης που σοκάρει την κοινή γνώμη, ενεργοποιείται ένας μηχανισμός που παρουσιάζει την καταστροφή, μιλάει για την κατάλυση των νόμων και του κράτους και την επικράτηση μιας αστικής ζούγκλας όπου ο πληθυσμός κινδυνεύει αδιάκοπα από ορδές βαρβάρων εγκληματιών οι οποίοι ενθαρρύνονται από τη χαλαρότητα των νόμων και των ποινών. Αυτό το επικοινωνιακό σχήμα μεγέθυνσης κάποιας αδιόρατης απειλής με αφορμή ένα κραυγαλέο περιστατικό πετυχαίνει φυσικά συχνά τον σκοπό της με συνέπεια ο δημόσιος διάλογος να μετατοπίζεται ολοένα και περισσότερο σε συντηρητικά κανάλια επικοινωνίας. Ακολούθως δημιουργείται αργά αλλά σταθερά, ένα σιωπηλό κίνημα βάσης που έχει αφομοιώσει στο υποσυνείδητό του το αίτημα για επιπλέον καταστολή, όπερ μεθερμηνευόμενον επιπλέον δικαιώμα του κράτους πάνω στις ζωές των ανθρώπων.

Το συλλογικό φαντασιακό αντιλαμβάνεται το θεσμό της φυλακής ως κάτι που για να έχει νόημα πρέπει εκεί πέρα να καταργούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα και όσοι περνούν τις πύλες να υποφέρουν και να διαβιώνουν μια κόλαση. Αν οι φυλακές δεν μοιάζουν με κόλαση επί της γης τότε σημαίνει ότι το κράτος κλείνει το μάτι στους εγκληματίες και ενθαρρύνει τη διάπραξη εγκλημάτων. Επιπροσθέτως δεν αρκεί το κράτος να τιμωρεί και να βασανίζει τους εγκληματίες στις φυλακές αλλά ως επιπλέον τιμωρία αυτοί πρέπει να βασανίζονται και μεταξύ τους και γι’ αυτό και η συλλογική φαντασία ερεθίζεται τόσο με τη σεξουαλική στέρηση των κρατουμένων και την ιδέα ότι αυτοί βιάζουν ο ένας τον άλλον ή μάλλον ότι πιο δυνατοί από αυτούς βιάζουν τους πιο αδύναμους. Κι αυτό ενώ σε πολλές χώρες στις οποίες ο εγκλεισμός αποτελεί ένα ολόκληρο βιομηχανικό σύμπλεγμα εξυπηρέτησης πολλών οικονομικών συμφερόντων ταυτόχρονα, η συζυγική συνεύρεση αποτελεί θεσμό εδώ και δεκαετίες. Στην Ελλάδα βέβαια αυτό είναι αδιανόητο ακόμα και σαν φανταστική σκέψη, όχι να μπει σε δημόσια διαβούλευση.

Η άσκηση αυτού του τοξικού λόγου στο δημόσιο πεδίο συνιστά φυσικά λαϊκισμό και δεδομένης της θεματολογίας με την οποία καταγίνεται μπορεί να ονομαστεί δόκιμα και ποινικός λαϊκισμός. Στη συντηρητική του εκδοχή αυτός ο ποινικός λαϊκισμός προωθεί διαρκώς την ιδέα ότι αν οι εγκληματίες που κρατούνται στις φυλακές έχουν οποιοδήποτε ανθρώπινο δικαίωμα τότε η φυλακή χάνει το λόγο ύπαρξής της. Για αυτό και ένα μέρος της κοινής γνώμης θεωρεί φυσικά πρόκληση για τον κάθε νομοταγή πολίτη αν ένας κρατούμενος έχει είδη υγιεινής στο κελί του, ή ένα απλό ραδιοφωνάκι ή ακόμα και τηλεόραση για να ψυχαγωγείται. Διότι μαλάκες είμαστε εμείς που δεν κλέβουμε;

Στον αστερισμό αυτού του ποινικού λαϊκισμού δημιουργήθηκε μια σχεδόν ιδεολογία γύρω από το τι πρέπει να είναι και τι να μην είναι η φυλακή, την οποία ούτε καν φιλελεύθερη δε θα μπορούσαμε να την πούμε. Μια ιδεολογία της βάσης της ίδιας που απαιτεί ένα κατά παραγγελία καθεστώς εξαίρεσης για την ικανοποίηση των γούστων της, με απλά λόγια δηλαδή την ύπαρξη μαύρων τρυπών κατά μήκος της επικρατείας στις οποίες ο ουμανισμός, θεμελιώδες κριτήριο της αστικής δικαιοσύνης, καταργείται. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο νέο ποινικό κώδικα του 2024.

Μια πεντηκονταετία λοιπόν μετά τη μεταπολίτευση γυρνάμε πίσω στην αρχή. Ίσως και πιο πίσω ακόμα. Με βασικό επικοινωνιακό σχήμα το τέλος της ανοχής στην ανομία, αναιρούνται και ξηλώνονται σχεδόν ένα ένα όλα τα προοδευτικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης που είχαν βάλει κάποια φρένα στην ασυδοσία και στην σαδιστική εκδικητική μανία του κράτους απέναντι σε ανθρώπους που αμφισβητούσαν το μονοπώλιο της βίας του. Μάλιστα αυτό γίνεται με απουσία μεγάλων εστιών αντίδρασης και διαμαρτυρίας από τα προοδευτικά μέρη της κοινωνίας, από τα οποία μοναχά τα πιο ριζοσπαστικά αντιδρούν με όση ενέργεια και δυναμική μπορούν να εκφράσουν οντάς μειοψηφικά. Σε αυτό σίγουρα τεράστιο ρόλο παίζει η στρατηγική του συντηρητικού ποινικού λαϊκισμού που κατάφερε να ταυτίσει το δικαίωμα της κατηγορούσας αρχής, του κράτους δηλαδή, με το δικαίωμα γενικώς και αόριστα κάποιων θυμάτων και με τον τρόπο αυτό να εξασφαλίσει όχι απλά κοινωνική αποδοχή αλλά και ηθική επιβράβευση για την πολιτική εκστρατεία αυτή. Υπάρχει όμως και άλλος ένας παράγοντας καθόλου αμελητέος που έβαλε το λιθαράκι του ως εδώ.

Ο προοδευτικός ποινικός λαικισμός

Είναι δεδομένο πως η ισονομία είναι κι αυτός ένας δείκτης που στην πολιτική αντικατοπτρίζει κάποια πράγματα. Η πλήρης και προκλητική ευνοϊκή μεταχείριση θεσμικών και πολιτικών προσώπων για τα οποία προκύπτει εμπλοκή σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και των κάθε λογής παρακρατικών και ακροδεξιών γκρουπούσκουλων που μπορεί να έχουν βίαιη δράση, έναντι της ποινικής μεταχείρισης οποιουδήποτε απλού πολίτη, δε θα μπορούσε παρά να είναι πεδίο συλλογικής διαμαρτυρίας. Γιατί έτσι επιβεβαιώνονται τα επιλεκτικά πολιτικά και ταξικά κριτήρια της δικαιοσύνης ως ένας από τους στυλοβάτες του αστικού κράτους.

Άλλο πράγμα όμως η διαμαρτυρία, ειρηνική ή βίαιη, απέναντι στην έλλειψη ισονομίας μέσα σε ένα πολιτικό σύστημα που την επικαλείται μάλιστα και την έχει σημαία, και άλλο η ανύψωση του πεδίου του εγκλεισμού ως διαιτητή των κοινωνικών αντιθέσεων. Είναι άλλο να υψώνεις λάβαρα αντίστασης σε ένα μεροληπτικό πολιτικά και ταξικά σύστημα απονομής δικαιοσύνης, είναι άλλο να ρωτάς εύλογα γιατί μας στοιβάζετε στις φυλακές ενώ μας κλέβετε, μας σκοτώνετε και μας βιάζετε χωρίς καμία επίπτωση, είναι άλλο να καταγγέλλεις τις σχέσεις του ίδιου του πολιτικού συστήματος με τα παρακρατικά παρακείμενα που εγκληματούν βίαια εις βάρος μας χωρίς ουσιαστικές επιπτώσεις την ίδια στιγμή που οποιαδήποτε μορφή βίαιης αντεκδίκησης τσακίζεται συντριπτικά. Και είναι άλλο να απευθύνεις απεγνωσμένες εκκλήσεις, να επαιτείς ουσιαστικά, δηλώνοντας τοιουτοτρόπως προκαταβολικά και την αδυναμία σου, να τηρηθεί το fair play του κοινωνικού συμβολαίου.

Στη μεταπολίτευση ένα κομμάτι του προοδευτικού κόσμου έχει εγκολπώσει αυτή την στάση επαιτείας ως κάποια μορφή υψηλής πολιτικής στρατηγικής κατευνασμού ευελπιστώντας πως δε μπορεί, κάποια στιγμή θα έχει αποτέλεσμα, καλλιεργώντας έτσι ένα ποινικό λαϊκισμό της άλλης πλευράς, έναν προοδευτικό ποινικό λαϊκισμό. Ο λαϊκισμός αυτής της μορφής διαρκώς φέρνει τη φυλακή στο προσκήνιο ως το πραγματικό ζύγι της δικαιοσύνης λησμονώντας την πολιτική κληρονομιά τόσων και τόσων κινημάτων που δείχνουν ότι το πραγματικό ζύγι είναι το ίδιο το πεζοδρόμιο.

Αυτοί που μας εκμεταλλεύονται, αυτοί που μας κλέβουν, αυτοί που μας βασανίζουν και μας βιάζουν και μας σκοτώνουν, είναι αυτοί που ελέγχουν και τη δικαιοσύνη και ποτέ δε θα τη βάλουν να λειτουργήσει εναντίον τους. Όταν και όπου το κάνουν, το κάνουν από το φόβο των αντιποίνων που μπορεί να προκύψουν. Το κάνουν για λόγους προστασίας, προστασίας των εκάστοτε θυτών αλλά και προστασίας του συστήματος που τους τρέφει και τους καλύπτει από μια γενική αποσταθεροποίηση. Όταν δεν φοβούνται, δεν υπάρχει λόγος να προστατεύσουν κάτι, ούτε να κρατήσουν προσχήματα. Εκεί έρχεται αυτός ο προοδευτικός – εσμός, αδύναμος, υποτελής, ταπεινός και καταφρονημένος να υποβάλει αιτήματα που εν τέλει καταστρατηγούν τα δικαιώματα εν γένει κατηγορουμένων και κρατουμένων ανοίγοντας δρόμο για τη γενικότερη εξαίρεση των δικαιωμάτων αυτών.

Για παράδειγμα η νομική υπεράσπιση κατηγορουμένων είναι ιστορική κατάκτηση. Δεν συνιστά πρόκληση κάποιοι να έχουν και κάποιοι όχι. Όλοι οφείλουν να έχουν αλλιώς η νομική υπεράσπιση χάνει το νόημα της και ανοίγει ο δρόμος να πηγαίνουν οι κατηγορούμενοι χωρίς υπεράσπιση στις δίκες τους. Όταν σε κάποια αποτρόπαια υπόθεση μερίδα του προοδευτικού κόσμου παρουσιάζει ως δήθεν πρόκληση ότι κάποια απεχθή προσωπικότητα διαθέτει γενικώς υπεράσπιση, τότε έχουμε ποινικό λαϊκισμό με προοδευτική προβιά.

Κάθε κατηγορούμενη έχει το δικαίωμα υπεράσπισης του εαυτού της σε όλη τη διαδικασία της δίκης κι αυτό δε συνιστά πρόκληση. Είναι ιστορική κατάκτηση η έλλειψη της οποίας σημαίνει περαιτέρω αυθαιρεσία της κατηγορούσας αρχής, δηλαδή του κράτους. Όταν σε κάποια αποτρόπαια υπόθεση μερίδα του προοδευτικού κόσμου παρουσιάζει ως δήθεν πρόκληση ότι κάποια απεχθή προσωπικότητα έχει δικαίωμα να παρίσταται στη δίκη σε οποιοδήποτε στάδιο της, τότε έχουμε ποινικό λαϊκισμό με προοδευτική προβιά.

Κάθε έγκλειστος έχει δικαίωμα προσωρινής αποφυλάκισης η και άδειας αν πληρεί κάποιες τυπικές προϋποθέσεις. Το ίδιο έχει δικαίωμα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, να μιλάει δηλαδή σε φίλους του, γνωστούς του, ομοϊδεάτες του. Είναι ιστορικές κατακτήσεις και τέλος. Όταν σε κάποια αποτρόπαια υπόθεση μερίδα του προοδευτικού κόσμου παρουσιάζει ως δήθεν πρόκληση ότι κάποια απεχθή προσωπικότητα ασκεί κάποιο από τα παραπάνω δικαιώματα, τότε έχουμε ποινικό λαϊκισμό με προοδευτική προβιά.

Οποιοσδήποτε δημόσιος λόγος, οποιαδήποτε δημόσια παρέμβαση καταλήγει να στρέφεται εναντία στα γενικά κεκτημένα δικαιώματα κατηγορούμενων και εγκλείστων συνιστά ποινικό λαϊκισμό. Και ο ποινικός λαϊκισμός, συντηρητικός η προοδευτικός, είναι το ιδεολογικό υπόστρωμα που πατάει πάνω του κάθε καθεστώς εξαίρεσης που γίνεται χειρότερο και χειρότερο.

Είναι σημαντικό οι άνθρωποι που συγκαταλεγόμαστε στο ευρύ πλήθος των εκμεταλλευομένων και καταπιεσμένων πάσης φύσεως, να αντιληφθούμε ότι ο εγκλεισμός δε μπορεί και δε δύναται να λειτουργήσει ως ρυθμιστής του κοινωνικού ανταγωνισμού. Όχι μόνο αξιακά, επειδή φυλακές=κακό αλλά και πρακτικά. Όταν θέτεις τη φυλακή, ένα πεδίο αυξημένο κρατικού ελέγχου, ως διαιτητή αυτό μόνο είς βάρος σου θα γυρίσει. Το point είναι η κρατική εξουσία να έχει όσο το δυνατόν λιγότερο λόγο πάνω μας και όχι όσο το δυνατόν περισσότερο. Ένα βαθιά άδικο και εγκληματικό σύστημα δε μπορεί να αποδίδει δικαιοσύνη με ένα θεσμό κατά της ανθρώπινης ελευθερίας.

Φυλακές και αναρχικός βερμπαλισμός


Τέλος, οφείλουμε μια ξεχωριστή μνεία σε μια ξεχωριστή κατηγορία λαϊκισμού που είναι ο επιτηδευμένος και αναρχικός μαξιμαλισμός. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ρητορική που συνήθως προέρχεται από ομιλητές-τριες που δεν έχουν καμία βιωματική επαφή με τον εγκλεισμό, αλλά που έχουν διαβάσει πάρα πολύ για αυτή. Η ρητορική αυτή εξετάζει την εξέλιξη των δικαιωμάτων σε ό,τι αφορά το ποινικό και σωφρονιστικό πεδίο οριζόντια. Παρατηρείται συχνά, ως εκ τούτου, η αντίφαση να γίνεται υπεράσπιση κάποιων κεκτημένων όταν αυτά πρόκειται να αναιρεθούν, ενώ ταυτόχρονα τα ίδια κεκτημένα παρουσιάζονται ως κάτι κακό, όπου ως κακό περιγράφεται μια τεχνική ελιγμού του κράτους για να πειθαρχούν οι κρατούμενοι, λες κι αυτό δεν είναι κάτι που ισχύει για όλα τα δικαιώματα που παραχωρεί οποιαδήποτε εξουσία σε οποιουσδήποτε καταπιεσμένους οπουδήποτε στον κόσμο και οποτεδήποτε στην ιστορία.


Προφανώς, η αναρχική κοσμοθεωρία αρνείται παντελώς τον θεσμό της φυλακής καθώς αρνείται να παραχωρεί το δικαίωμα σε οποιαδήποτε εξουσία να έχει τέτοια δικαιοδοσία στις ζωές των ανθρώπων, καθώς αρνείται την ίδια την εξουσία ως θεσμό, ως κατάσταση, ως σχέση. Οι αγώνες για τον περιορισμό του ελέγχου του κράτους πάνω στους ανθρώπους που είναι έγκλειστοι είναι αυτονοήτως μερικοί, κυμαίνονται στο φάσμα του λεγόμενου δικαιωματισμού, αυτό είναι γεγονός, επομένως διατρέχουν και όλους τους κινδύνους που διατρέχουν όλοι οι υπόλοιποι δικαιωματικοί και ρεφορμιστικοί αγώνες, όπως το να καπελωθούν, να εργαλειοποιηθούν, να απονοηματοδοτηθούν ή και να οδηγηθούν σε εκτόνωση και αποκλιμάκωση.


Οποιαδήποτε όμως αντιπολίτευση στον δικαιωματισμό της φυλακής και τα κεκτημένα που μπορεί να αποφέρει δεν προέρχεται από κάποια πλευρά που διαθέτει δύναμη πυρός, υποδομή και επιμελητεία να απελευθερώνει κρατούμενους και να τους συντηρεί σε καθεστώς παρανομίας, δεν είναι παρά μια θεωρητική φλυαρία που κουραστικά και ενοχλητικά πιπιλάει ένα ανέξοδο “όλα ή τίποτα” χωρίς κανένα αντίκρισμα. Αυτός ο υπερφίαλος μαξιμαλισμός φιλοδοξεί να μονοπωλήσει μια υπερ-αναρχική στάση και οπτική, χωρίς να συνοδεύεται όμως και από μια αντίστοιχη πρακτική που θα βοηθούσε πραγματικά κρατούμενους/ες να κάνουν πράξη το γκρέμισμα των φυλακών. Και για αυτό και δεν είναι τίποτα περισσότερο από κοινή επίδειξη μιας δήθεν αναρχικής ‘’γαματοσύνης’’.


Εξάλλου, μια πραγματικά συνεπής άρνηση του δικαιωματισμού της φυλακής και κριτικής των οποιωνδήποτε ευεργετημάτων ως εναλλακτική μορφή πειθάρχησης θα μπορούσε να εκφραστεί ως πολιτική θέση μόνο εντός του συγκεκριμένου πεδίου. Έξω από αυτό και χωρίς καμία τριβή ή σχετικό βίωμα, οι μαξιμαλιστικές κορώνες απλώς συντείνουν σε μια ξεχειλωμένη σχετικοποίηση όπου όλα είναι ίδια. Δεν έχει διαφορά αν είναι, για παράδειγμα, το Αμπού Γκράιμπ, το Γκουαντάναμο, η Μακρόνησος, το Γεντι-κουλε, οι πτέρυγες FIES, τα τουρκικά λευκά κελιά, ο Κορυδαλλός. Όλα είναι απλά φυλακή και το μόνο που αλλάζει κατά περίπτωση είναι το management για την καλύτερη διαχείριση του πληθυσμού των εγκλείστων.


Η σχετικοποίηση αυτή (που για να ‘μαστε δίκαιοι είναι κληρονομιά μιας κουλτούρας σχετικοποίησης εννοιών όπως ο φασισμός) προκύπτει από το καταχρηστικό και προνομιακό δικαίωμα “αποψάρας” κινηματιών που μιλούν για τον εγκλεισμό, όταν η μόνη τους επαφή με αυτόν είναι βιβλία, ταινίες και ντοκιμαντέρ. Ως εκ τούτου καθίσταται δύσκολη η κατανόηση του περάσματος από μια κατάσταση Α, στην οποία υπάρχουν μια σειρά από ορισμένα δικαιώματα, σε μια κατάσταση Β, στην οποία αυτά πλέον δεν υπάρχουν. Συμβάλλει, επομένως, στην απονοηματοδότηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών ιστορικών κεκτημένων που έχουν κερδηθεί με πόνο και αίμα, κάτι που συνιστά μιας μορφής ιστορικού αναθεωρητισμού. Ενός ιστορικού αναθεωρητισμού επικίνδυνου και υπεύθυνου για τη με γεωμετρική πρόοδο αποριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων με δεδομένη την απώλεια με τις ρίζες τους, τις καταβολές τους, τις παρακαταθήκες τους.


Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από το να έχεις διαβάσει πάρα πολύ Φουκώ για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει εγκλεισμός στην πραγματική ζωή. Το σχήμα στην πραγματικότητα είναι πάρα πολύ απλό και καθόλου ακαδημαϊκό: χαλαρή ποινική νομοθεσία και χαλαρή σωφρονιστική πολιτική σημαίνει λιγότερος κρατικός έλεγχος, άρα περισσότερα δικαιώματα, περισσότερες ανάσες ελευθερίας για διωκόμενους-κρατούμενους.


Λιγότερο έδαφος για το κράτος, περισσότερο έδαφος για εμάς.

Τόσο απλά.

Μια προσωπική κατάθεση για το Δεκέμβρη του 2008- Κείμενο του πρώην πολιτικού κρατούμενου Παναγιώτη Αργυρού

Μια προσωπική κατάθεση για το Δεκέμβρη του 2008- Κείμενο του πρώην πολιτικού κρατούμενου Παναγιώτη Αργυρού που διαβάστηκε στην εκδήλωση-παρουσίαση της Ατζέντας του 2023 του Ταμείου Αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστ(ρι)ών, με θέμα την ιστορική αναψηλάφηση του Δεκέμβρη 2008

 

 

Στη ζωή τους οι άνθρωποι συνηθίζουν να μελαγχολούν και να αναπολούν κάποιες από τις καλύτερες στιγμές τους. Το ίδιο συμβαίνει και στις κοινότητες ανθρώπων που έχουν κάτι κοινό να μοιράζονται. Κοινό αγώνα για την επιβίωση, κοινές βλέψεις για το μέλλον, κοινές μνήμες. Εδώ λοιπόν η συλλογική μνήμη λειτουργεί όπως ακριβώς και η ατομική.


Για το εν ελλάδι αναρχικό κίνημα ο Δεκέμβρης του 2008 είναι ένα πολυσήμαντο γεγονός, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ίσως το πλέον πολυσήμαντο μάλιστα στα 50 χρόνια ζωής του στην μεταπολιτευτική περίοδο της χώρας. Ως τέτοιο λοιπόν είναι αναμενόμενο να καταφέρνει να προκαλεί συναισθηματική φόρτιση ακόμα και σε ανθρώπους που δεν τον έζησαν. Είναι δυνατόν ακόμα και να τον αναπολούν μέσα από τις αφηγήσεις και τις ιστορίες άλλων που όταν μοιράζονται, μετατρέπονται κατά κάποιο τρόπο σε συλλογικό βίωμα.


Πολλά έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί για τον Δεκέμβρη και αυτή η παραγωγή λόγου συνεχίζεται αμείωτη ακριβώς επειδή υπήρξε ένα γεγονός, που ανεξαρτήτως ιδεολογικών αναφορών, συγκλόνισε και ο απόηχος του δεν έχει κοπάσει ακόμα.


Ο Δεκέμβρης υπήρξε σαφέστατα μια εξέγερση. Αυτό που την κάνει ιδιαίτερη είναι ότι ξεκίνησε ως μια περιορισμένου μεγέθους εξέγερση των αναρχικών όλης της χώρας από την πρώτη στιγμή της δολοφονίας του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και στη συνέχεια με τη μορφή ντόμινο συμπληρώθηκε από την εξέγερση διαφορετικών και ετερόκλητων κοινωνικών υποκειμένων, προερχόμενα από διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, διαφορετικά ταξικά στρώματα και βαθμίδες κοινωνικής καταπίεσης και με διαφορετικά κοινωνικά προνόμια.


Κατά αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι ο Δεκέμβρης υπήρξε μια μεγάλη εξέγερση στην οποία συνυπήρξαν πολεοδομικά πολλές παράλληλες εξεγέρσεις, αυτόνομες και ανεξάρτητες μεταξύ τους, όμως η πρωταρχική ήταν χωρίς αμφιβολία αυτή των αναρχικών, κάτι που από μόνο του ήταν μια στοιβαρή αποδόμηση μιας αρκετά δημοφιλούς ως τότε άποψης περί μη κοινωνικής αποδοχής των ταραχών και των προωθημένων επιθετικών ενεργειών όπως εμπρηστικές επιθέσεις σε ΑΤ.
Είναι δεδομένο ότι χωρίς τα παραδοσιακά μας ριζώματα στη γειτονιά των εξαρχείων και τις γύρω πανεπιστημιακές σχολές, την πολύ μεγάλη και στοιβαρή εξεγερσιακή κληρονομιά των προηγούμενων δεκαετιών που κρατούσε ζωντανή την επιθετική αντιμπατσική κουλτούρα, την εξοικείωση με την άμεση δράση στο μητροπολιτικό πεδίο και στις συχνές και δυναμικές ταραχές αστικού τύπου τα προηγούμενα χρόνια, θα διέφεραν σημαντικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Δεκέμβρη του 2008, σε τέτοιο βαθμό, που ίσως δεν είχαμε καν εξέγερση ή δεν την είχαμε όπως αυτή τελικά συνέβη.


Η εμπλοκή στην εξέγερση κοινωνικών κομματιών προερχόμενων από τα υποστρώματα της κοινωνίας, λούμπεν παραβατικό προλεταριάτο, χούλιγκανς, μετανάστες με χαρτιά ή χωρίς, ρομά από τις πιο γκετοποιημένες πλευρές της μητρόπολης, προσδιόρισε εξίσου σημαντικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτού του ξεσπάσματος. Το γεγονός ότι αναμείχθηκαν στην εξέγερση διαφορετικές κοινωνικές τάξεις της προσέδωσε ένα διαταξικό και πολυφυλετικό χαρακτήρα. Παράλληλα το στοιχείο των γενικευμένων λεηλασιών των εμπορικών δρόμων των μητροπόλεων, μοτίβο που το συναντάμε σε όλες τις δυτικές μητροπολιτικές εξεγέρσεις σε γκετοποιημένες περιοχές και προάστια, έδειξε ότι η ανθρωπογεωγραφία της εξέγερσης μιλούσε διαφορετικές γλώσσες όχι μόνο με την αυτήν έννοια, αλλά με την υπαρξιακή.


Τα διαφορετικά βιώματα, οι διαφορετικές καταπιέσεις, τα διαφορετικά προνόμια των εξεγερμένων, αποτυπώθηκαν στο εύρος των πρακτικών που επέλεγαν, και παρά στο ότι το βίωμα της αστυνομικής βίας μπορεί να ήταν κοινό (έστω και με διαφορικές κλίμακες έντασης), η εξέγερση του κοινωνικού περιθωρίου δε μίλησε ποτέ τη γλώσσα μιας πολιτικά ορθής και καθώς πρέπει αντίδρασης όπως την έχουν στο μυαλό τους διάφοροι θεωρητικοί η σκέψη των οποίων είναι εγκλωβισμένη σε ιδεολογικές μπαμπούσκες. Αντίθετα μίλησε τη γλώσσα της εξέγερσης που δε μπαίνει σε καλούπια, δεν συμμορφώνεται, δεν πατρονάρεται, της εξέγερσης που δεν ενδιαφέρεται να δείξει καλό πρόσωπο στην κοινωνία, για αυτό και έχει αποβάλλει κάθε καθωσπρεπισμό ισοπεδώνοντας και λεηλατώντας τα πάντα γύρω της. Ήταν η εξέγερση των δικών μας κολασμένων , η εξέγερση των δικών μας Κλισί-σου-Μπουά, μέσα σε μια μεγαλύτερη εξέγερση για τη δολοφονία ενός αναρχικού μαθητή. Κι αν δεν αποτυπωθεί και αυτή η πλευρά του Δεκέμβρη θα ενισχύσουμε έναν γενικότερο ιστορικό αναθεωρητισμό που, μεταξύ άλλων, έχει και χαρακτηριστικά αντι-εξέγερσης.


Ότι όμως μπορεί να ειπωθεί για το Δεκέμβρη αυτό μπορεί να ειπωθεί εκ των υστέρων. Κι αυτό γιατί ούτε προσχεδιάστηκε, ούτε προέκυψε ως το αποτέλεσμα κάποιων προγνώσεων και ούτε θα ήταν ποτέ κάτι τέτοιο δυνατόν. Ο Δεκέμβρης δεν προέκυψε όπως προέκυψε, ούτε επειδή το επίδικο ήταν σημαντικό, αν και προφανέστατα ήταν. Σημαντικά επίδικα υπάρχουν κάθε ώρα και στιγμή για το κάθε τι.


Ο Δεκέμβρης προέκυψε ως η αποτύπωση της στιγμής που η συλλογική οργή και αγανάκτηση αντικατέστησε το φόβο. Η είδηση του θανάτου ενός εξεγερμένου νεαρού αναρχικού, ενός δικού μας παιδιού, ενός γνωστού και φίλου για κάποιους, μέσα στην καρδιά των Εξαρχείων, στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου που από τότε έσφυζε από ζωή, δημιούργησε μια σειρά από κατακλυσμικά συναισθήματα για τον απλούστατο λόγο της σύνδεσης και της ταύτισης. Επειδή νιώσαμε ότι θα μπορούσαμε να μασταν εμείς ή κάποιος πιο κοντινός/η μας.


Η απώλεια του φόβου για τις συνέπειες λειτουργεί απελευθερωτικά. Είναι η στιγμή εκείνη που σταματάς να ενδιαφέρεσαι για οτιδήποτε μπορεί να σου συμβεί και εγκαταλείπεις τις συμβάσεις εκείνες που σε καταπιέζουν στην καθημερινότητα σου. Για αυτό και το βίωμα της εξέγερσης λειτουργεί καθαρτικά και απελευθερωτικά, διότι κάνει να βράζουν μέσα μας ατομικά αλλά και συλλογικά αισθήματα αντεκδίκησης για τον εξευτελισμό και την ταπείνωση που υπομένουμε όσο αποδεχόμαστε τα προκαθορισμένα πλαίσια ύπαρξης που έχουν ορίσει για μας.


Το αποκορύφωμα αυτής της συλλογικής μέθεξης υπήρξε την πρώτη εβδομάδα. Τη δεύτερη εδβομάδα άρχισε να ξεθυμαίνει. Την Τρίτη εβδομάδα δε μιλούσαμε για εξέγερση, ζούσαμε στον απόηχο αυτής και στη συντήρηση ενός εξεγερσιακού κλίματος. Πριν εκπνεύσει ο Δεκέμβρης η εξέγερση ήταν πλέον ένα γεγονός που είχε περάσει στην ιστορία. Μέσα στο Δεκέμβρη έγιναν πάρα πολλά πράγματα, αδύνατο να απαριθμηθούν όλα αυτά σε μια τοποθέτηση.


Αν ψάξει κανείς θα βρει ότι μεταξύ 7/12 και 1/1/2009 υπάρχουν περίπου δώδεκα αναλήψεις ευθύνης με διαφορετική επωνυμία για επιθετικές ενέργειες, εμπρηστικά μπαράζ και άλλες επιθέσεις οι οποίες προστίθενται σε πολύ περισσότερες ανώνυμες και άλλες για τις οποίες δεν υπήρξε ποτέ κάποιου είδους ανάληψη αλλά ήταν αυτονόητο ότι δεν είναι ανεξάρτητες από τα όσα συμβαίνουν. Μια από τις δώδεκα αυτές αναλήψεις ήταν της ομαδοποίησης που συμμετείχα και τότε έκλεινε περίπου ένα χρόνο ζωής, της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς για το εμπρηστικό μπαράζ τη παραμονή πρωτοχρονιάς.


Κάπου εκεί όμως ο Δεκέμβρης είχε πλέον τελειώσει, η εξέγερση είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει με το κράτος να μετρά τις πληγές του και να ανασυντάσσεται, και το κίνημα να έχει κερδίσει περισσότερο έδαφος από ποτέ στον κοινωνικό ανταγωνισμό.


Υπήρξε ωστόσο και μια ολόκληρη γενιά για την οποία ο χρόνος σταμάτησε στη Μεσολογγίου στις 6 Δεκέμβρη του 2008 λίγο πριν το ρολόι δείξει 21.30. Για αυτή τη γενιά ο Δεκέμβρης δεν τελείωσε τότε γιατί πολύ απλά δεν ήταν δυνατόν να τελειώσει μέσα στα στενά και ασφυκτικά όρια ενός μήνα και έμελλε να κρατήσει λίγο παραπάνω. Για αυτή τη γενιά οι γέφυρες πίσω της κάηκαν ολοσχερώς και ο Δεκέμβρης έγινε μήνες, και οι μήνες έγιναν χρόνια κάνοντας την καρδιά της μια αρμαθιά από ξυράφια…


Στα χρόνια που ρθαν και πέρασαν πάνω από τη γενιά αυτή, Ο Δεκέμβρης έγινε πολλά πράγματα… ένα σακίδιο με ρούχα από κρυσφήγετο σε κρυσφήγετο που πήγαινε πάνω κάτω σε όλη τη χώρα, ένας σάκος μεταγωγής στις κλούβες από Κορυδαλλό για Γρεβεννά, Κομοτηνή, Δομοκό, Τρίκαλα, Θήβα, Κέρκυρα, Διαβατά, Αυλώνα, Χαλκίδα, Ναύπλοιο, Αλικαρνασσό. Έγινε ένας επαναλαμβανόμενος εβδομαδιαίος χαιρετισμός πίσω από θολά τζάμια και χαλασμένα τηλέφωνα, ένα κλειδί σε μια σιδηρένια πόρτα κάθε πρωί και βράδυ για χρόνια ολόκληρα, ένας αντίλαλος μέσα σε δικαστικές αίθουσες που μονότονα επαναλάμβανε «Για τους λόγους αυτούς το δικαστήριο κυρρήσει ένοχους τους κατηγορούμενους…». Έγινε κρίση πανικού κάποιου γονιού στη μέση μιας εθνικής για ένα επισκεπτήριο, έγινε παρακαλετά πνιγμένα σε αναφυλητά πάνω από ένα κρεβάτι νοσοκομείου σε κάποια απεργία πείνας, έγινε κραυγές απόγνωσης συγγενών στο άκουσμα μιας ακόμα αδιανόητης ποινής αλλά και μια νεότητα που δε βιώθηκε ποτέ όπως θα πρέπει να βιώνεται.


Μα πιο το σημαντικό είναι ότι τις φορές που η μοναξιά γινόταν πολύ βαρύ φορτίο, στις πιο δύσκολες στιγμές της αδυσώπητης εσωτερικής αναμέτρησης, όταν η αμφιβολία περνούσε τις άμυνες και τα ιδεολογικά οχυρά, για να υποβάλλει ύπουλα και καταχθόνια το ερώτημα αν όλα αυτά άξιζαν τον κόπο, ο Δεκέμβρης γινόταν η μόνη, η μοναδική και η απόλυτη απάντηση.

Η αστυνομική βία και η γενεαλογία του πήγαινες γυρεύοντας-Τρία σημεία με αφορμή τη δολοφονική επίθεση της αστυνομίας στο 16χρονο Ρομά Κώστα Φραγκούλη

 

i) Η τεχνοκρατική προσέγγιση


Η αστυνομική εκπαίδευση στις επίσημες ακαδημίες και τα διάφορα σεμινάρια, ημερίδες, προγράμματα που γίνονται κατά καιρούς και τα επίσημα αστυνομικά εγχειρίδια και εγκυκλίους που κυκλοφορούν, καθορίζουν και τα διάφορα επιχειρησιακά motus operandi.
Όσον αφορά τις καταδιώξεις για αρχή ενημερώνεται το κέντρο για το είδος του περιστατικού: ληστεία, ανθρωποκτονία, αγνόηση αστυνομικού σήματος κτλ. Συνήθως κάθε περιστατικό έχει ένα συγκεκριμένο κωδικό για τη διευκόλυνση των μεταβιβάσεων. Οι καταδιώξεις διαφέρουν για αρχή:


1) ως προς το όχημα, αν πρόκειται δηλαδή για δίκυκλο, αμάξι κτλ2) ως προς τη σοβαρότητα ενός περιστατικού
3) ως προς τις συνθήκες καταδίωξης (φωτισμός, καιρικές συνθήκες, κυκλοφοριακές συνθήκες κ.α
4) ως προς το αν στο όχημα υπάρχει οπλισμός και τι οπλισμός είναι αυτός
5) ως προς το αν υπάρχουν όμηροι


Σε κάθε μια εκ των περιπτώσεων προφανώς και το επιχειρησιακό πλάνο θα είναι διαφορετικό αλλά κατά κανόνα όλες οι αστυνομικές σχολές σχεδόν πλέον καθορίζουν ότι οι καταδιώξεις σκοπό έχουν τον εγκλωβισμό και αδρανοποίηση του οχήματος, για αυτό και σε πολλές περιπτώσεις καταδιώξεων στήνονται μπλόκα με οχήματα της αστυνομίας, με οδοφράγματα, με καρφιά ακινητοποίησης οχημάτων κτλ και σε κάποιες εκ των περιπτώσεων αυτών συμμετέχουν στις καταδιώξεις ακόμα και εναέρια μέσα.


Θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτό το επιχειρησιακό μοντέλο δεν έχει προκύψει τυχαία καθώς οι πρώτοι που μπορεί να κινδυνέψουν σε μια καταδίωξη, ειδικά αν το όχημα φέρει οπλισμό, είναι οι ίδιοι αστυνομικοί. Για αυτό και υπάρχουν δυνάμεις που ακολουθούν το όχημα σε απόσταση ασφαλείας μέχρι αυτό να περικυκλωθεί και να οδηγηθεί σε μπλόκα όπου και αναγκαστικά θα σταματήσει. Αυτό το έδειξε η περιβόητη καταδίωξη στο Ρέντι πριν δέκα χρόνια που κατέληξε με δύο αστυνομικούς της ΔΙΑΣ νεκρούς από πυρά καλάσνικοφ, γεγονός που για αρκετό καιρό αναδιαμόρφωσε τα επιχειρησιακά πλάνα της αστυνομίας σε τέτοιου τύπου περιστατικά, οδηγώντας στο προφανές συμπέρασμα ότι δεν είναι πολύ καλή ιδέα να έχουν οι μηχανοκίνητες δυνάμεις κοντινή απόσταση με το υπό καταδίωξη όχημα – ιδίως αν έχει αναφερθεί οπλισμός- αλλά να ακολουθούν και να δίνουν σήμα στις υπόλοιπες.


Γεγονός είναι ότι οι μηχανοκίνητες δυνάμεις της έχουν κριθεί ως αποτελεσματικές καθότι είναι πολλές, ευκίνητες και ευέλικτες όμως δεν προσφέρονται για το μπλοκάρισμα καταδιωκόμενων οχημάτων καθώς μπορούν εύκολα να εμβολιστούν και να προκύψει θανάσιμος κίνδυνος των ίδιων των αστυνομικών. Επομένως πουθενά το πρωτόκολλο δε προβλέπει οι καταδιώξεις να ενέχουν τέτοια ρίσκα. Χρειάζεται επομένως κάτι παραπάνω από απλή αίσθηση καθήκοντος για τόσο ζήλο.


ii) Ιδεολογία και θέαμα


Ο ζήλος αυτός σε μεγάλο βαθμό εμπνέεται από το πρότυπο του σκληροτράχηλου μπάτσου, με τις ανορθόδοξες μεθόδους, που είναι χρόνια στην πιάτσα, έχουν δει πολλά τα μάτια του, δεν παίζει με τους κανόνες γιατί του «τη σπάνε» , σιχαίνεται τους χαρτογιακάδες των εσωτερικών υποθέσεων, που είναι πρόθυμος να κάνει αυτό που χρειάζεται κάθε φορά ακόμα κι αν κανείς δεν του το αναγνωρίζει, αν και στο τέλος θα δικαιωθεί ηθικά και το σύστημα θα αναγνωρίσει πως τελικά είναι απαραίτητος και θα κλείσει το μάτι σε οτιδήποτε έχει κάνει παράτυπα.


Αυτή η τυπολογία έχει αποτελέσει τη βάση εκατοντάδων ταινιών- σειρών του αστυνομικού genre της ποπ κουλτούρας και μαζί με το ξαδερφάκι του το υπέρ-ηρωικό genre, έχουν διαμορφώσει ένα ισχυρότατο φαντασιακό φασίζουσας απόχρωσης ως προς την πάταξη του λεγόμενου εγκλήματος, εκεί όπου όλα επιτρέπονται, προκειμένου να καταπολεμηθεί το «κακό». Η συγκεκριμένη μυθοπλασία (της οποίας δεν είναι ότι όλοι οι δημιουργικοί συντελεστές συνειδητά θέλουν να παράξουν το αυτό προϊόν, εν τούτοις και παρά τις όποιες επιθυμίες τους, αυτό ακριβώς παράγεται) επενδύει πάρα πολύ στο κομμάτι της δράσης κατά την οποία είτε ο αστυνομικός είτε κάποιος μασκοφόρος υπέρ ήρωας με μπέρτα, θα κυνηγήσει τον κακοποιό μέρα ή νύχτα, με κόσμο ή χωρίς, μην υπολογίζοντας καμία παράπλευρη απώλεια έμψυχου δυναμικού ή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Για την ακρίβεια όσο περισσότερες οι παράπλευρες απώλειες, τόσο πιο γαργαλιστική η δράση, τόσο πιο καλό θεωρείται το προϊόν και τόσο πιο ήρωας εν τέλει αναδεικνύεται ο βασικός πρωταγωνιστής.


Η σύνδεση του θεάματος με την πραγματικότητα ξεφεύγει από τα όρια του φαντασιακού καταλήγοντας στη δυστοπία, στην καρδιά του κράτους με την ίσως μεγαλύτερη ιστορία αστυνομικής βίας: τις ΗΠΑ, όπου δύο από τις πιο δημοφιλής reality εκπομπές στην ιστορία της αμερικανικής τηλεόρασης αφορούσαν αστυνομικές καταδιώξεις και συλλήψεις σε υποτίθεται live σύνδεση. Πρόκειται για τις πολύ διάσημες εκπομπές COPS και LIVE PD , εκπομπές που αναγκάστηκαν σε διακοπή μετά τις εξεγέρσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του George Floyd και που σήμερα μεγάλα studio της τηλεοπτικής βιομηχανίας εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο της επιστροφής τους, ή έστω κάποιας εκδοχής τους.


Οι εκπομπές αυτές, αυτό που στην ουσία έκαναν ήταν να πουλούν σαν τηλεοπτικό προϊόν τη δράση της πραγματικής αστυνομίας στο πραγματικό πεδίο σε ένα κοινό που διψούσε να βλέπει περιπολικά και ελικόπτερα να καταδιώκουν οχήματα, ανθρώπους να συλλαμβάνονται από αστυνομικούς ή κυνηγούς κεφαλών, στα σπίτια τους επειδή δεν είχαν πληρώσει κάποια δικαστική εγγύηση. Φυσικά δεν επρόκειτο για πραγματικές απευθείας συνδέσεις, αλλά για μονταρισμένο υλικό που είχε περάσει από την εξέταση των αρχών και είχε τύχει έγκρισης με οτιδήποτε ανεπιθύμητο να κόβεται.


Στην Ελλάδα μπορεί να μην έχουμε τέτοιες εκπομπές – ακόμα τουλάχιστον- έχουμε όμως ένα πρόθυμο στρατό δημοσιολογούντων που σε κάθε περιστατικό ενός –ή και περισσοτέρων- μπάτσων καουμπόηδων, θα σπεύσουν να δώσουν πλήρη κάλυψη ακόμα κι αν το πλαίσιο δράσης του συγκεκριμένου αστυνομικού ήταν εκτός και πέρα από κάθε νόμιμο προβλεπόμενο πρωτόκολλο (βλ Πρωτοσάλτε: «τους ΔΙΑΣ τους θέλουμε να πίνουνε καφέ;»). Αυτού του τύπου η κάλυψη συνοδεύει την πολιτική κάλυψη που τους παρέχεται από την πολιτική τους ηγεσία για να φτάσουμε στο τελικό στάδιο που είναι η θεσμική κάλυψη της δικαιοσύνης που τους αθωώνει ή τους ρίχνει στα μαλακά.


Με λίγα λόγια το πλαίσιο ώστε η αστυνομική βία να μην θεωρείται ούτε καν μια παρεκτροπή, ούτε καν μια υπηρεσιακή ατασθαλία εκεί βρίσκεται. Στη διεκδίκηση του να μπορεί ανά πάσα στιγμή οποιοσδήποτε μπάτσος, να δράσει όπως θέλει χωρίς καμία απολύτως συνέπεια και στο να είναι κάτι ευρέως αποδεκτό αυτό, να είναι όπως θα λέγαμε και σήμερα legit.


Είναι κάτι που το παρακολουθούμε και στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο μετά τον σχεδόν θανάσιμο τραυματισμό του 16χρονου Ρομά Κώστα Φραγκούλη που χαροπαλεύει για σχεδόν έξι μέρες, επειδή πυροβολήθηκε στο κεφάλι μετά από καταδίωξη του για 20 ευρώ απλήρωτης βενζίνης. Θα περίμενε κανείς τα νομιμόφρων αντανακλαστικά να θέλουν την τιμωρία του ας πούμε νεαρού παραβάτη, όπως ορίζει ο νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις. Μόνο που αυτό δεν περιλαμβάνει μια κινηματογραφικού τύπου καταδίωξη μέσα στην πόλη με πυροβολισμούς και θανάσιμους τραυματισμούς. Τα βενζινάδικα έχουν συστήματα παρακολούθησης, επομένως θα μπορούσε να διαπιστωθεί η κυριότητα του οχήματος και να υπάρξει η προβλεπόμενη μήνυση, ή αν ήθελαν να κάνουν κάτι παραπάνω τα όργανα του νόμου να εξακριβώσουν αν το όχημα έχει κλαπεί, ελέγχοντας τις πινακίδες του. Όλο το υπόλοιπο, πέρα από τη δολοφονική διάθεση που μάλλον είχε και ρατσιστικό υπόβαθρο, έχει να κάνει με σύνδρομο σερίφη που μπορεί να αφορά στην ιδιοσυγκρασία του κάθε μπάτσου ξεχωριστά, σχετίζεται άμεσα όμως και με το δόγμα μηδενικής ανοχής που προωθείται κεντρικά από τα πάνω.


Το συγκεκριμένο δόγμα ειδικά σε ότι αφορά τις καταδιώξεις και τη συμμόρφωση με τα αστυνομικά σήματα για έλεγχο αποτελεί όπως φαίνεται κεντρικό χαρτί στο νέο εσωτερικό δόγμα αστυνόμευσης που σε συνδυασμό με το ρατσισμό εναντίον συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων έχει αφήσει πίσω του και μια καταδίωξη ανήλικων ρομά με το αμάξι του πατέρα του ενός, η οποία καταδίωξη κατέληξε με παραλίγο θανάσιμους τραυματισμούς έξω από το ίδιο τους το σπίτι σε καταυλισμό στο Βόλο. Επομένως το ζητούμενο δεν είναι προφανώς η αξία του κλαπέντος προϊόντος, δεν είναι καν τόσο η πράξη αυτή κάθε αυτή. Το ζητούμενο είναι η τιμή της αστυνομίας.


Μια παρανομία που διαπράχθηκε με την αστυνομία παρούσα κι ένας παραβάτης που επιχείρησε να διαφύγει της σύλληψης του είναι από μόνο του είναι αρκετό ώστε να στηθεί μια τέτοιου τύπου καταδίωξη μέσα σε κατοικημένη ζώνη, κάτι εξ΄ορισμού επικίνδυνο για τους διώκτες, για τον παραβάτη αλλά και για άσχετους με την όλη υπόθεση πολίτες. Αλλά και χωρίς παρανομία αν η αστυνομία θέλει να σε ελέγξει, να σε ψάξει, να σε προσαγάγει και εσύ δε ψήνεσαι για οποιοδήποτε λόγο, μπορείς να καταλήξεις με μια σφαίρα στο κεφάλι. Κι αυτό είναι κάτι διαχρονικό και οικουμενικό. Δεν πάνε ούτε δύο χρόνια από την εκτέλεση του 25χρονου Klodian Rasha από αστυνομικό στην Αλβανία επειδή δε σταμάτησε σε έλεγχο σε ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας λόγω covid. Και ήταν πεζός. Αυτή λοιπόν είναι η ουσία ενός κανονικοποιημένου αστυνομικού κράτους. Ένα σώμα ενόπλων που θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να κάνουν χρήση των όπλων τους και να αφαιρούν ζωές ή να σακατεύουν ανθρώπους οι οποίοι δεν πειθαρχούν, κι ένα σώμα πολιτών που αυτό το θεωρεί νορμάλ. Κι αυτό είναι κάτι διαχρονικό και οικουμενικό.

iii) Καθεστώς Εξαίρεσης


Όταν έχει επιτευχθεί αυτή η σύζευξη τότε μπορούμε να είμαστε σε θέση να πούμε, πως τα πράγματα είναι πραγματικά πολύ άσχημα… Κι αυτό γιατί η λογική δε μπορεί να σταθεί πουθενά σε μια τέτοια συζήτηση. Τι να πεις πραγματικά φερ’ ειπείν με έναν άνθρωπο που θεωρεί πρακτικό και συμφέρον για την πολιτεία, να καταναλώνονται περισσότεροι πόροι δημόσιου χρήματος για τη σύλληψη ενός ανθρώπου που έκλεψε από ιδιώτη 20 ευρώ και που και ο ίδιος δεν επιθυμεί καν να ασκήσει μήνυση εναντίον του; Δεν υπάρχει πεδίο συνεννόησης, γιατί δεν είναι επιχειρήματα αυτά που καλούνται να αναμετρηθούν αλλά φαντασιακές αναπαραστάσεις, και η αναπαράσταση του σκληρού μπάτσου με την καπνισμένη κάνη δυστυχώς είναι σε μεγάλο βαθμό mainstream.


Θα ήταν πολύ πιο εύκολο αν την ηθική υπεράσπιση τέτοιων πράξεων τη σήκωνε αποκλειστικά ένα κομμάτι ανθρώπων με ακροδεξιές και φασίζουσες απόψεις. Θα ταν και αναμενόμενο. Είναι πολύ πιο δύσκολο να διαχειριστείς, ακόμα και σε ένα στάδιο αποδοχής, ότι κόσμος εκτός των προαναφερόμενων target group θεωρεί φυσιολογικό το να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο η αστυνομία και ακόμα περισσότερο επιθυμεί κιόλας αυτή τη συμπεριφορά ή αδιαφορεί πλήρως. Δυστυχώς αυτές οι κοινωνικές τάσεις υπάρχουν εκεί έξω.


Ένας δείκτης της εξάπλωσης τους είναι στην εποχή μας τα social media αλλά δεν είναι μόνο τα σχόλια στο διαδίκτυο για κάποια από τα οποία μπορεί να πει κανείς ότι προέρχονται από ύποπτα προφίλ. Είναι γενικότερα η ατμόσφαιρα μιας συνολικής απαξίωσης του ίδιου του ενδιαφέροντος για τα κοινωνικά δρώμενα που τη βιώνουμε διαρκώς γύρω μας, στα σχολεία, στις σχολές, στους χώρους δουλειάς, σε άσχετες με μας παρέες, στα πράγματα που βλέπουμε να συγκεντρώνουν μαζικό κοινωνικό ενδιαφέρον, στα πολιτισμικά προϊόντα που γίνονται δημοφιλή κτλ. Είναι μια αδιαφορία που αποτελεί όμως παθητική υποστήριξη στην ουσία, διότι για να μη σε αφορά κάτι, δεν πάει κόντρα προφανώς στις ηθικές σου προσλαμβάνουσες, δε σε ενοχλεί, δε σου ταράζει την ηρεμία, δε σου γεννά την εντύπωση πως κάτι μάλλον πάει στραβά. Και προφανώς αδιαφορείς όταν θεωρείς ότι αυτά συμβαίνουν πάντα σε κάποιο άλλο κόσμο που ενδεχομένως και να γύρευε μπλεξίματα και ότι την πλειοψηφία, στην οποία θεωρείς ότι ανήκεις, δε θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο.


Εν μέρει αυτό είναι σωστό. Γιατί αποτελεί τη βάση του καθεστώτος εξαίρεσης. Στατιστικά οι περισσότεροι άνθρωποι που θα δεχτούν πυροβολισμούς από μπάτσους επειδή δε σταμάτησαν σε κάποιο σήμα για έλεγχο ή επειδή προσπάθησαν να διαφύγουν θα είναι άνθρωποι που είτε φοβήθηκαν την αστυνομία είτε θέλησαν αν αποφύγουν κάποια σύλληψη. Επειδή στατιστικά λοιπόν ο περισσότερος κόσμος σταματάει και δέχεται τον έλεγχο και αυτή η συμπεριφορά θεωρείται η κανονική, και η μόνη που η αστυνομία θεωρεί ότι εντάξει δεν αξίζει να ρίξει και πυροβολισμούς, οι άλλες συμπεριφορές συγκαταλέγονται σε αυτό το «πήγαινες γυρεύοντας».
Το ίδιο μοτίβο είναι παρών σε κάθε περιστατικό αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας από την αστυνομία και γενικά τις δυνάμεις ασφαλείας. Δολοφονήθηκες στα σύνορα; Αν αυτό είναι ατράνταχτο γεγονός και δεν αμφισβητείται τότε «ποιος σου πε να περάσεις τα σύνορα;». Αν δολοφονηθείς σε κάποια φυλακή ή αστυνομικό τμήμα, τότεφυσικά φταις εξαρχής που βρέθηκες εκεί. Αν ξυλοκοπηθείς σε κάποια διαδήλωση σίγουρα προκαλούσες. Βλέπετε η πλειοψηφία των ανθρώπων δε περνά τα σύνορα, δεν καταλήγει σε αστυνομικά τμήματα και φυλακές, δεν συμμετέχει σε διαδηλώσεις. Ακόμα όμως και στην περίπτωση ενός στατιστικού λάθους, αν πχ η αστυνομία θέλει να μπουκάρει στο σπίτι σου και εσένα παρόλο που είσαι ένας μετριοπαθής φιλήσυχος πολίτης που δε μπλέκει πουθενά και ποτέ δε σε πολυψήνει, μπορεί να βρεθείς να βασανίζεσαι εσύ και τα παιδιά σου μέσα στο ίδιο σου το σπίτι και να συλλαμβάνεστε. Φυσικά και τότε για κάποιους άλλους θα πήγαινες γυρεύοντας (περίπτωση Ινδαρέ).


Η ίδια αλληλουχία συνεχίζεται και συνεχίζεται και αυτή είναι που αποτελεί τη βάση κάθε καθεστώτος εξαίρεσης. Η αίσθηση ότι εφόσον δεν σε αφορά η κρατική βία, η αθλιότητα και η συμφορά που υπομένουν άλλοι, που μάλλον δεν είναι η πλειοψηφία στην οποία νιώθεις ότι ανήκεις, τότε δεν έχεις κανένα απολύτως λόγο για να χολοσκάς.


Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα, είναι ότι αυτή η αλληλουχία υπό συνθήκες κανονικότητας και ομαλότητας συνεχίζει να αναπαράγει τον εαυτό της και να διαιωνίζεται διαμορφώνοντας ποιες στάσεις ηθικής ευθύνης μένουν στο προσκήνιο ως mainstream και ποιες ορίζονται ως περιθωριακές, όροι που μπορούν να διαπραγματευτούν μόνο σε συνθήκες κοινωνικής εντροπίας και πόλωσης. Διότι καλώς ή κακώς, δεν βράζουν όλες οι κοινωνικές πραγματικότητες στο ίδιο καζάνι.

ΥΓ: στη φωτογραφία απεικονίζεται ο βασανισμός του συλληφθέντα από την αστυνομία των ΗΠΑ αφροαμερικανού Ντάνιελ Προυτ , τον οποίο ξεγύμνωσαν στη μέση του δρόμου όντας δεμένος με χειροπεδες και του φόρεσαν μαύρη σακούλα σκουπιδιών στο κεφάλι με αποτέλεσμα να υποστεί εγκεφαλικό από την ασφυξία και να καταλήξει μια εβδομάδα αργότερα. 

 

Δυτική αυτοκρατορία και ιστορική εξέλιξη- Η μάχη για την πολιτισμική ηγεμονία στο εσωτερικό

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στις ΗΠΑ έρχεται να μας υπενθυμήσει ότι οι αντιθέσεις στον πόλεμο αξιών εκεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού είναι δυναμικές, είναι ρευστές και η εξέλιξη της ιστορίας απρόβλεπτη.


Οι αξιακές συγκρούσεις πολλές φορές υποτιμούνται διότι ουσιαστικά αποτελούν σε κάποιες περιπτώσεις μη υλικές αντιπαραθέσεις. Στο πρώτο στάδιο εκδήλωσης τους, αυτό της καθαρής προπαγάνδας, είναι απλώς μια μάχη χαρακωμάτων για την επικράτηση ενός αφηγήματος το οποίο μπορεί και να καθορίζει έναν ολόκληρο άξονα πολιτισμικών προτύπων, αξιών και κανονιστικής ηθικής. Ως τέτοιες, η σφοδρότητα της σύγκρουσης είναι μη μετρήσιμη με υλικούς όρους για αυτό και δεν υπάρχει κάποιος αντικειμενικό δείκτης υπολογισμού της ισχύος κάθε αφηγήματος, είτε ηγεμονικού είτε ανταγωνιστικού. Η μάλλον υπάρχει αλλά αυτό προϋποθέτει γνώση και κατανόηση της ιστορίας καθώς ο δείκτης αυτό δεν είναι άλλος από την ίδια την ιστορική εξέλιξη, η οποία δείχνει κατά το κοινώς λεγόμενο, που «κάθεται η μπίλια κάθε φορά». Η ιστορία επομένως είναι σημαντική στο κομμάτι αυτό γιατί δύναται να αποτυπώσει με υλικούς όρους την επιδραστικότητα ενός αφηγήματος στην εποχή του. 


Η ιστορική εξέλιξη της αξιακής σύγκρουσης στη Δύση


Στην ιστορία του δυτικού συστήματος κυριαρχίας λοιπόν , κληρονομιά της Ευρώπης των αποικιών των πέντε ηπείρων και των εφτά θαλασσών (που κι αυτή αποτελεί κληρονομιά μιας Δυτικής και μιας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διάρκειας περίπου 1500 χρόνων), ήταν ο άξονας του ιουδαϊκού-χριστιανικού πολιτισμού, που επηρεάσε τα πάντα σε ότι αφορά πλαίσια αξιών και κανονιστικής ηθικής. Γνωρίζουμε πολύ καλά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού και των ηθικών πλαισίων αυτού του άξονα αρχών: βαθύς πουριτανισμός, ανορθολογισμός, ενοχικότητα, μοιρολατρία, μαζική υστερία σε οτιδήποτε διαφορετικό. Η παλαιού τύπου απολυταρχία, οι μοναρχίες, η παλιά αριστοκρατική τάξη πραγμάτων, είχαν βαθιά ανάγκη αυτόν τον πολιτισμό και αυτές τις αξίες προκειμένου να επιβάλλονται, να ελέγχουν, και να δημιουργούν τα αφηγήματα και τις αναγκαιότητες εκείνες που έκαναν τις μάζες της εποχής πειθήνιες, υπάκουες και υποτελείς.


Αυτό το σύστημα αξιών δέχτηκε το πρώτο ισχυρό πλήγμα με τις εξεγέρσεις των χωρικών στη Γερμανία του 16ου αιώνα, εξεγέρσεις που αν και με ισχυρό θρησκευτικό φρόνημα θεωρούνται και ως προάγγελός των πρώτων σοσιαλιστικών κινημάτων, εξεγέρσεις όμως που εν τέλει αφομοιώθηκαν από το θρησκευτικό κίνημα του προτεσταντισμού, η ηθική του οποίου συνδέεται άμεσα κατά Max Weber με το πνεύμα του καπιταλισμού. Σε αυτό το ιστορικό στάδιο εξέλιξης έρχονται τα πνευματικά κινήματα της αναγέννησης και του διαφωτισμού που εν μέσω σκληρού χριστιανικού φονταμενταλισμού και απολυταρχίας επιστρέφουν στις ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή εκείνον που προηγούνταν της επικράτησης του ιουδαιοχριστιανισμού, τον ελληνορωμαϊκό. Ένα πολιτισμό που διακρινόταν για την ανοικτότητα του, την πολυπολιτισμικότητα του, την ελευθερία των σεξουαλικών ηθών, τον ανιμισμό, την πολυθεΐα, την ελεύθερη ανάπτυξη γραμμάτων και τεχνών.


Η γραμματεία του τότε ουσιαστικά ξεθάβεται, σταματά να είναι αποκλειστικό κτήμα των μοναστηριακών βιβλιοθηκών και των αριστοκρατικών επαύλεων και μεγάρων, και ουσιαστικά ένα μεγάλο πολιτιστικό μπουμ συμβαίνει σε ολόκληρη σχεδόν την τότε Ευρώπη επηρεάζοντας τόσο τέχνες όσο και φιλοσοφία. Η Θεολογία σταματά να είναι η μοναδική φιλοσοφία και η μοναδική επιστήμη και ανακαλύπτονται εκ νέου η πολιτική φιλοσοφία των σοφιστών, των στωικών των κυνικών και όλων των υπόλοιπων ελλήνων φιλοσόφων και των μεταγενέστερων τους ρωμαίων, ενώ ταυτόχρονα δίνεται βάση και στη μυθολογία της εποχής όπως καταγράφεται στα πιο γνωστά διασωζόμενα κείμενα, Ομηρικά Έπη, δραματικά έργα (τραγωδίες, κωμωδίες) , ενώ ταυτόχρονα αλλάζει ξανά η αίσθηση της ιστορίας και της καταγραφής της καθώς επιστρέφουν στη μόδα οι Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας και άλλοι. Παράλληλα με όλα αυτά καταγράφεται και μια επιστροφή στο πνεύμα επιστημών που είχε παραγκωνίσει η χριστιανική θεοκρατία για χρόνια όπως η άλγεβρα, η γεωμετρία, η φυσική, η χημεία δημιουργώντας την αναγκαία εκείνη ώθηση για την αλματώδη ανάπτυξη της ιατρικής επιστήμης και της βιομηχανίας.


Αυτή η πολιτιστική επανάσταση από κοινού με τη βιομηχανική επανάσταση αρχίζει να δημιουργεί τις βάσεις αλλαγής του παλιού κόσμου και να σηματοδοτεί την έλευση ενός νέου, όπου παλιός κόσμος είναι ο κόσμος που είναι συνδεδεμένος με την παράδοση και τους παλιούς θεσμούς (μοναρχία, αριστοκρατία, φεουδαρχία, κληρικαλισμός, αγροτική παραγωγή, δουλοπαροικία) και τη συντηρητική χριστιανική ηθική ως το συνδετικό κρίκο όλων αυτών και ο νέος κόσμος είναι η φυγή προς τα εμπρός, η αστικοποίηση, η εγκατάλειψη της υπαίθρου, η δημιουργία της ταυτότητας του βιομηχανικού εργάτη (προλετάριου), ο εκσυγχρονισμός των μέσων παραγωγής, η έκρηξη του δημογραφικού με την αύξηση του ορίου θνησιμότητας (ιατρική επιστήμη). Σχηματικά πολύ αυτή η σύγκρουση μπορεί να συνοψιστεί ως σύγκρουση ανάμεσα σε συντήρηση και πρόοδο, ανάμεσα στην παράδοση- ρομαντισμό και τον θετικισμό-επιστημονισμό, ανάμεσα στον ανορθολογισμό και τον ορθολογισμό.


Ολόκληρος ο 18ος και ο 19ος αιώνας υπήρξε θέατρο σκληρών συγκρούσεων μεταξύ των δύο αυτών κόσμων, συγκρούσεων που άλλαξαν τα δεδομένα, και δημιούργησαν νέους συσχετισμούς οδηγώντας τον παλιό κόσμο σε ολοένα και μεγαλύτερη οπισθοχώρηση. Ιστορικές ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις αποδυναμώθηκαν και μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες γκρεμίστηκαν κάτω υπό το βάρος επαναστατικών κινημάτων που γεννήθηκαν κατά και από, τη σύγκρουση αυτών των δύο κόσμων, και που δεν είναι άλλα από τα φιλελεύθερα, τα εθνικά και τα σοσιαλιστικά.


Εμβληματικά πεδία μαχών σε αυτόν τον μακραιώνιο πόλεμο, είναι ο επιτυχημένος αγώνας της αμερικανικής ανεξαρτησίας από την Βρετανική αυτοκρατορία (1775-1783), μια ιστορική διαδικασία που γέννησε το πρώτο καπιταλιστικό κράτος στον κόσμο, η Γαλλική επανάσταση το 1789 ως προϊόν της ίδιας φιλευθεροποίησης της οποίας ακολούθησε η αποτυχημένη προσπάθεια να επιβληθεί ιμπεριαλιστικά ως νέο καθεστώς σε ολόκληρη την ήπειρο, η εκκίνηση του Ανατολικού ζητήματος στη βαλκανική χερσόνησο, αρχής γενομένης της ελληνικής επανάστασης εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1821 και της επακόλουθης διαδικασίας σχηματισμού νέων εθνικών κρατών στη χερσόνησο για όλον τον επόμενο αιώνα, η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 που σήμανε την κατάρρευση της Ρωσικής αυτοκρατορίας και της δημιουργίας του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, όπως και η επανάσταση του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος στην Τουρκία που ανέτρεψε την ήδη διαμελισμένη και αποδυναμωμένη από τους Βαλκανικούς και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο Οθωμανική αυτοκρατορία το 1922.


Η αξιακή σύγκρουση στη Δύση σήμερα 


Όλα τα παραπάνω δεν είναι σε καμία περίπτωση τα μόνα, αλλά είναι ίσως τα πιο ηχηρά και τα πιο αντιπροσωπευτικά γεγονότα σταθμοί όσον αφορά την αναμέτρηση του Παλαιού κόσμου (η καθεστώτος όπως ορίζεται από άλλους) και του νέου. Όλη αυτή η αναμέτρηση- που στην Μαρξική αντίληψη είναι κομμάτι της εξελικτικής διαδικασίας του ιστορικού υλισμού που νομοτελειακά θα οδηγήσει την νέο-σχηματιζόμενη εργατική τάξη να αντιληφθεί τη συνείδηση της και να οργανωθεί για να καταλάβει το κράτος και να επιβάλει τα συμφέροντα της- μας δείχνει μια εικόνα των τιτάνιων αξιακών συγκρούσεων που εν μέρει έχουν καθορίσει τόσο την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα των μηχανισμών κυριαρχίας όσο και των ανατρεπτικών κινημάτων που την αμφισβητούν στο σήμερα.


Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει να παραγνωρίσουμε τις βαθιές αντιθέσεις στο ίδιο το εσωτερικό των μπλοκ κυριαρχίας. Διαφορετικά συμφέροντα και διαφορετικές νοοτροπίες αποτυπώνονται σε διαφορετικά ιδεολογικά μέτωπα τα οποία με τη σειρά τους διεκδικούν δάνεια είτε από το παλιό είτε από το νέο καθεστώς που καθόρισε τη ταυτότητα του δυτικού κόσμου.


Έτσι από τη μία, μετά και το καθοριστικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει σχηματιστεί ένα αστικό μπλοκ κυριαρχίας με ιδεολογικές αναφορές τις δημοκρατικές αξίες, την πολυπολιτισμικότητα, την απελευθέρωση των σεξουαλικών ηθών, τα ανθρώπινα δικαιώματα (αναφορές που μπορούν να συνοψιστούν στο σχήμα «πολιτική ορθότητα»), δηλαδή ένα μπλοκ που περισσότερο είναι προς το πνεύμα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και που μπορούμε να πούμε ότι το αντιπροσωπεύουν οι νέο φιλελεύθεροι και ακρωκεντρώοι πολιτικοί σχηματισμοί της δύσης. Το ίδιο μπλοκ στο σήμερα διεκδικεί την εκπροσώπηση του μετώπου του ορθολογισμού και του θετικισμού-επιστημονισμού, αξίες που προβάλει σχεδόν ως νέα θρησκεία τη στιγμή που μια 4η και μια 5η τεχνολογική επανάσταση εξελίσσονται σχεδόν παράλληλα.


Η πολιτισμική ηγεμονία που διεκδικεί το συγκεκριμένο αστικό μπλοκ αφορά στην εδραίωση μιας πολιτισμικής ανωτερότητας του δυτικού κόσμου απέναντι στον έξω κόσμο. Σε μια νέου τύπου διάκριση ανάμεσα σε ζώνη πολιτισμού και ζώνη βαρβάρων. Μια διάκριση που νομιμοποιεί εν τέλει στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας τις εξωτερικές επεμβάσεις, τις μαζικές σφαγές, τη διάλυση και κατοχή ολόκληρων περιφερειών του πλανήτη που κατοικούνται από απολίτιστους και βάρβαρους λαούς. Για το συγκεκριμένο λοιπόν πολιτικό μπλοκ έχει μέγιστη σημασία η κατοχύρωση συγκεκριμένων πολιτικών, αστικών ελευθεριών στη ζώνη της δύσης διότι με τον τρόπο αυτό όχι μόνο αφομοιώνονται ριζοσπαστικά κινήματα με σημείο αναφοράς τις καταπιέσεις που προκύπτουν από την μη αναγνώριση αυτών των ελευθεριών, αλλά επιπλέον αποκτά στοιβαρό έρεισμα στο εσωτερικό αυτής της ζώνης του κόσμου η αίσθηση αυτής της ανωτερότητας με ότι συνεπάγεται αυτή.


Από την άλλη έχει σχηματιστεί ένα άλλο αστικό μπλοκ κυριαρχίας με ιδεολογικές αναφορές στην παράδοση, στις παλιές αξίες, στη χριστιανική θρησκευτική ταυτότητα, στην υπεροχή της λευκής φυλής, στην πουριτανική ηθική και την πυρηνική οικογένεια, στο εθνικό μεγαλείο, στον κοινωνικό αλλά και το βιολογικό δαρβινισμό (επιβίωση των ικανότερων, των ισχυρότερων και των ανθεκτικότερων) δηλαδή ένα μπλοκ που περισσότερο είναι προς το πνεύμα του ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού- εξού και σε όλες τις περιπτώσεις έχει την πολιτική/ηθική/οικονομική αρωγή των κατά τόπους εκκλησιών- και που μπορούμε να πούμε ότι το αντιπροσωπεύουν οι συντηρητικοί, ακροδεξιοί alt right πολιτικοί σχηματισμοί στο σήμερα. Το ίδιο μπλοκ στο σήμερα διεκδικεί την εκπροσώπηση του μετώπου του ανορθολογισμού όπου αυτός εκφράζεται (από το μέτωπο της κλιματικής αλλαγής και της άρνησης της, στο μέτωπο της πανδημίας covid 19 όπου μάλιστα εκεί κάνει combo με τον κοινωνικό και βιολογικό δαρβινισμό) με τον αγώνα ενάντια στη «δικτατορία της πολιτικής ορθότητας» η οποία καταπιέζει το λευκό, πατριώτη, χριστιανό οικογενειάρχη. Είναι το ίδιο μπλοκ που στο κομμάτι των διεθνών σχέσεων συνήθως αναπολεί τις εποχές της αποικιοκρατίας και των σκληρών απαρτχάιντ, και που νοσταλγεί (στην περίπτωση των ΗΠΑ) τις εποχές της δουλείας του έγχρωμου πληθυσμού, ενώ σε μια σειρά άλλων περιπτώσεων εγείρει ακόμα και αναθεωρητικές βλέψεις που απειλούν τις διεθνείς ισορροπίες του σήμερα (βλ. Ουκρανικό ζήτημα).


Η πολιτισμική ηγεμονία που διεκδικεί το συγκεκριμένο πολιτικό μπλοκ είναι αυτή της αρετής. Της χριστιανικής αρετής. Της αρετής εκείνης που έχει το δικαίωμα να επιβάλει το δίκαιο της σε ένα κόσμο άθεων, ασεβών, αμαρτωλών, παγανιστών και αιρετικών. Της αρετής στο όνομα της οποίας η παλιά Ευρώπη οργάνωνε τις σταυροφορίες της, και εξαπλωνόταν σε κάθε γωνιά της γης υποδουλώνοντας ή και σφαγιάζοντας ιθαγενικούς πληθυσμούς στο όνομα του Κύριου Ιησού Χριστού. Για να κατοχυρωθεί όμως αυτό το αίσθημα αρετής, για να καταστεί συλλογικό κτήμα και ταυτότητα, είναι απαραίτητο να επανέλθουν και οι παλιές πουριτανικές αξίες και να καταστρατηγηθούν εκείνα τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που είναι αντίθετες με αυτές.


Η σύγκρουση λοιπόν πάνω στο ζήτημα της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος (και οποιούδηποτε άλλο σώματος) με αφορμή τη σύγκρουση για τις αμβλώσεις όπως αυτή αποτυπώνεται σήμερα στις ΗΠΑ, όπως και σε μια σειρά άλλων χωρών (σε ότι αφορά μόνο την ΕΕ στην Ιρλανδία το δημοψήφισμα του 2018 προβλέπει δυνατότητα συνταγματικής αλλαγής στο μέλλον για τη νομιμοποίηση της άμβλωσης ως κάποιες εβδομάδες, στη Μάλτα υπάρχει ακόμα πλήρης απαγόρευση ενώ η Πολωνία προχώρησε σε απαγορεύσεις με νόμο το 2020), αποτελεί προφανώς κομμάτι της ίδια σύγκρουσης αξιών όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω. Πρόκειται για μια σύγκρουση που θα συνεχιστεί, και θα επεκταθεί γεωγραφικά αλλά και θεματολογικά και σε άλλα ζητήματα, και που ενδεχομένως κάποια στιγμή- όχι στο πολύ μακρινό μέλλον, χτυπήσει και τη δική μας πόρτα.

Η δική μας θέση


Ως προς αυτό είναι χρήσιμο να ενθυμούμαστε τις καταβολές μας ως πολιτικό ριζοσπαστικό κίνημα, που δεν είναι άλλες από τις πρώιμες σοσιαλιστικές που εμφανίστηκαν στο περιθώριο των μεγάλων φιλελεύθερων επανάστασεων και εξεγέρσεων στην Ευρώπη το 19ο αιώνα. Αποτελούμε κομμάτι και οργανικό μέρος της προοδευτικής εξέλιξης της ιστορίας και των κινημάτων, και ως τέτοιο, σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα του πολιτικού μας ρεύματος με όλες τους τις επιμέρους τάσεις, μαχόμαστε για την δυνατότητα μιας συνολικής απελεύθερωσης από όλα τα δεσμά των καταπιέσεων που μας επιβάλλονται. Κι αυτό περιλαμβάνει και τη μάχη ενάντια στην παλινόρθωση των αξιών του Παλαιού κόσμου ακόμα κι αν είναι μια μάχη που ταυτόχρονα δίνεται και εντός των αστικών μπλοκ εξουσίας.

Δεν υπάρχει δυστυχώς κίνημα ενδιάμεσης διεκδίκησης που δεν κινδυνεύει να αφομοιωθεί , (ή που δεν έχει αφομοιωθεί ήδη)από κάποια ενδοσυστημική πολιτική πτέρυγα που αποσκοπεί ακριβώς στην απορρόφηση εξτρεμιστικών πολιτικών τάσεων. Η ιστορία είναι γεμάτη παράδειγμα όπου ριζοσπαστικα επαναστατικά κινήματα αφομειώθηκαν ή και καταστέλθηκαν από άλλα μετριοπαθέστερα. Το εργατικό από τη σοσιαλδημοκρατία, το αντι-ιμπεριαλιστικό από τον αριστερό πασιφισμό ενάντια στη βία, το αντιφασιστικό από την αντιφασιστική νομιμοφροσύνη που θέλει τη δημοκρατία διαιτή, το αντι-αναπτυξιακό από τον πράσινο καπιταλισμό, το αντιρατσιστικό από τη δημοκρατική πολυπολιτισμικότητα βιτρίνας.


Όπως σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δίνουμε μάχες χαρακωμάτων για την υπεράσπιση του δικαίου, είτε κερδίσουμε είτε χάσουμε, είτε επικρατήσουμε είτε απορροφηθούμε, το ίδιο οφείλουμε να κάνουμε και με την επέλαση του αντιδραστικού μπλοκ κυριαρχίας και της προσπάθειας αναίρεσης προοδευτικών κοινωνικών κεκτημένων που στέκουν στο ίδιο βάθρο με όλα τα υπόλοιπα κεκτημένα υπέρ της κοινωνικής βάσης. Δεν έχουμε εξάλλου πολλές επιλογές. Έτσι κι αλλιώς είμαστε με την πλάτη στον τοίχο.

ΥΓ: Η ανάλυση στο συγκεκριμένο κείμενο των ενδοκυριαρχικών συγκρούσεων για τον καθορισμό της ηγεμονικής πολιτισμικής ταυτότητας του δυτικού συστήματος εξουσίας δεν επιδιώκει να αναιρέσει ούτε στο ελάχιστο τους υλικούς και ταξικούς όρους καταπίεσης των από κάτω στις κοινωνικές συγκρούσεις του παρελθόντος ή του παρόντος.

Η σύγχρονη νομιμοφροσύνη στην Ελλάδα- συμπεριφορά, εξέλιξη και ιδεολογικό υπόβαθρο

i) Συμπεριφορά

Η πρόσφατη υπόθεση της καταδίωξης των τριών ανήλικων Ρομά με το κλεμένο αμάξι από ομάδα ΔΙΑΣ και την εξέλιξη της με το καταιγισμό πυρών και το τραυματισμό δύο από αυτών, εκ των οποίων ο ένας κατέληξε, έδειξε αρκετά πράγματα για τους ιδεολογικούς συσχετισμούς μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον της επικράτειας που ονομάζεται Ελλάδα το 2021. Αυτό εν μέρει είναι πιο εύκολο λόγω της μαζικής χρήσης του διαδικτύου.


Πλέον τόσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο και σε σχόλια κάτω από ρεπορτάζ και άρθρα σε ηλεκτρονικές εκδόσεις ειδησεογραφικών μέσων, μπορεί κάποια να έχει μια εικόνα ενός δημόσιου διαλόγου της κοινωνίας των πολιτών αλλά και να αναζητήσει και να βρει οτιδήποτε γράφεται για ένα θέμα, και μάλιστα να μπορεί να σχηματίσει αντίληψη επί των ποιοτικών και των ποσοτικών δεδομένων που παρουσιάζουν οι απόψεις που ακούγονται από κάθε πλευρά. Δηλαδή ποιες πλαισιώσεις (frames) κατορθώνουν να καταστούν κυρίαρχες μέσα στη συζήτηση και έτσι να καθορίσουν την ηγεμονία του «τι συνέβη», «γιατί συνέβη», «τι φταίει» και «τι πρέπει να αλλάξει».

 


Για να μη κουράσουμε με την πληθώρα των τεχνικών ανάλυσης τόσο των ποιοτικών όσο και των ποσοτικών δεδομένων μιας συζήτησης που απασχολεί κοινωνικά, ας περάσουμε κατευθείαν στα δικά μας συμπεράσματα από την παρακολούθηση αυτής της υπόθεσης.


Από ότι φαίνεται και από την έκταση των τοποθετήσεων που είναι υποστηρικτικά ως προς την αστυνομία, υπάρχει ένας συγκεκριμένος κοινωνικός πόλος εκεί έξω που είναι διατεθειμένος να δεχτεί την αφήγηση της αστυνομίας όσα νέα δεδομένα κι αν προκύψουν, βίντεο, φωτογραφίες, ηχητικά ντοκουμέντα, μαρτυρίες, και οποιοδήποτε αποδεικτικό υλικό κάθε φύσεως. Είναι σαν μην έχει καμία απολύτως σημασία το πόσα, και τι είδους, ντοκουμέντα διαψεύδουν την αφήγηση της αστυνομίας, καθόσον το μόνο που μετράει για αυτόν τον πόλο που μιλάμε, είναι η αφήγηση της αστυνομίας, αυτή κάθε αυτή, ότι κι αν αυτή λέει, όπως κι αν το λέει.


Η συμπεριφορά αυτή δεν αφορά μόνο την υπόθεση του Περάματος, η οποία επειδή έχει να κάνει με αστυνομία και Ρομά, μπορεί να μπαίνει και στη διάσταση πλέον του φυλετικού και κοινωνικού ρατσισμού, που προϋποθέτουν έτσι κι αλλιώς προκατάληψη, μια προκατάληψη που είδαμε και στην υπόθεση της δολοφονίας Ζακ Κωστόπουλου. Το ίδιο φαινόμενο έχει παρουσιαστεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Οι πιο συχνές περιπτώσεις είναι αυτές της αστυνομικής αυθαιρεσίας σε διαδηλώσεις και επεισόδια όπου επαναλαμβάνεται το παραπάνω μοτίβο ίδιο και απαράλαχτο. Και πάλι εμφανίζεται ένας συγκεκριμένος πόλος ο οποίος αντιδρά το ίδιο όσα στοιχεία και να παρουσιάζονται που να διαψεύδουν την αστυνομία για αυτά που λέει. Είναι απλά σαν μην έχει καμία σημασία. Σαν να μην εμφανίστηκαν ποτέ στη δημόσια σφαίρα ή ακόμα περισσότερο σαν να υπάρχει μια μεθοδευμένη συνομωσία σπίλωσης της αστυνομίας από ύποπτα κέντρα.


Αν το φαινόμενο σταματούσε εκεί πέρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι πέρα από ένα κόσμο που έχει ρατσιστικές προκαταλήψεις, αφορά κι ένα κόσμο με αρνητική προδιάθεση στις κινητοποιήσεις της αριστεράς και της ευρύτερης αντιεξουσίας, ένα κόσμο με συγκεκριμένες συντηρητικές ιδεολογικές καταβολές ενδεχομένως. Όμως και πάλι το φαινόμενο δε σταματά εκεί.


Η περίπτωση της οικογένειας Ινδαρέ, του νεαρού δικυκλιστή που έφαγε ξύλο από τη συνοδεία επίσημου κυβερνητικού οχήματος, της αστυνομικής απόβασης στα νησιά Χίου και Μυτιλήνης, του νεαρού φοιτητή που έφαγε ξύλο από ΔΙΑΣ στη Νέα Σμύρνη επειδή διαμαρτυρήθηκε για τα πρόστιμα σε οικογένεια είναι, παρότι ετερόκλητες μεταξύ τους, κάποιες από τις τρανταχτές περιπτώσεις όπου ακόμα κι αν τα θύματα της αστυνομικής συμπεριφοράς δεν μπορούν να συγκεντρώσουν αυτόματα μια προκατάληψη με ρατσιστικό και συντηρητικό υπόβαθρο, εν τούτοις η αφήγηση της αστυνομίας παραμένει ηγεμονική στο φαντασιακού αυτού του συγκεκριμένου πόλου, όσα αντίθετα στοιχεία κι αν παρουσιαστούν.

Αυτό το φαινόμενο φάνηκε ακόμα περισσότερο στην υπόθεση των επεισοδίων στην Ορεστιάδα όπου αστυνομικοί των ΜΑΤ που υπηρετούν στην μεθόριο του Έβρου και που προέρχονταν από άλλες πόλεις και επαρχίες της χώρας, τσακώθηκαν μεθυσμένοι με ομάδα νεαρών καταλήγοντας να τους επιτίθενται με υπηρεσιακό εξοπλισμό εκτός υπηρεσίας για να υποστηρίξουν αργότερα ότι δέχθηκαν επίθεση με ξύλα και μαχαίρια. Εδώ που το φερόμενο ως παραβατικό υποκείμενο είναι μια απλή παρέα νεαρών από την επαρχία της Βορείου Ελλάδος, και δεν πληροί καμία από τις τυπικές προϋποθέσεις προκατάληψης που είδαμε προηγουμένως, υπήρξε και πάλι το ίδιο μοτίβο. Άνθρωποι διατεθειμένοι να δεχτούν ως μόνη αλήθεια την αφήγηση της αστυνομίας. Ότι και να γίνεται, ότι και να αφορά, όποια κι αν είναι η άλλη πλευρά.


Το γεγονός αυτό κάνει τα πράγματα πιο σύνθετα. Αν μιλούσαμε απλώς για ένα κοινωνικό κομμάτι με ρατσιστικό υπόβαθρο και με συντηρητικά γνωρίσματα θα ήταν πιο εύκολο να κατανοήσουμε τι συμβαίνει και να ερμηνεύσουμε την ύπαρξη αυτού του φαινομένου. Η έκταση όμως, όπως και η ένταση και η επαναληψιμότητα του, παρά τις όποιες διαφοροποιητικές παραμέτρους, καθιστούν την ερμηνεία πιο δύσκολη υπόθεση. Ποιος κόσμος είναι τέλος πάντων αυτός, και ποια είναι τα χαρακτηριστικά που τον προσδιορίζουν; Που κρύβεται, τι νιώθει και τι σκέφτεται; Δε χρειάζεται να το ψάξουμε πολύ. Αν το καλοσκεφτούμε τέτοια άτομα τα ξέραμε από πάντα.


Είναι εκείνα τα άτομα που στο σχολείο φρόντιζαν πάντα να είναι με το μέρος των καθηγητών, να μην κάνουν κοπάνες, να απέχουν από κάθε συλλογική σχολική αταξία, να μη θέλουν ποτέ κατάληψη για να μη χαθεί το μάθημα, κάτι που συνέχισαν να επαναλαμβάνουν και σα φοιτητές/ φοιτήτριες στις σχολές τους.


Είναι εκείνοι οι συνάδελφοι/σσες στη δουλειά που είναι πάντα στην ώρα τους, που γλύφουν το αφεντικό, που σε κοιτούν με μισό μάτι αν λουφάρεις και ετοιμάζονται να σε καρφώσουν αν φύγεις μια ώρα νωρίτερα. Που δε θα απεργήσουν ποτέ, όχι τόσο για το φόβο της απόλυσης αλλά γιατί «τέτοιες διαμαρτυρίες δεν οδηγούν πουθενά» και γιατί «υπάρχουν και άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν», και με αυτό το επιχείρημα μπορεί να φτάσουν ως και την απεργοσπασία.


Είναι οι άνθρωποι στη στάση λεωφορείου, στο μετρό, στο ταξί, στο καφέ, οπουδήποτε, που θα γκρινιάξουν για το τάδε δρόμο που έκλεισε από μια πορεία, για την τάδε υπηρεσία που δε λειτούργησε από μια απεργία.


Είναι οι άνθρωποι που νομίζουν ότι μπορούν να μιλούν όπως θέλουν στη σερβιτόρα, στο παιδί του delivery, στον πωλητή στο κατάστημα ένδυσης/υπόδυσης γιατί είναι πελάτες και οποιαδήποτε αντίρρηση την αντιλαμβάνονται ως αγένεια που θα μεταφέρουν στον αφεντικό σου ή στη διεύθυνση σου.


Είναι ο κόσμος στα μπαλκόνια που απειλεί ότι θα φωνάξει την αστυνομία επειδή βάφεις τους τοίχους, ακόμα και όταν είναι οι τοίχοι ετοιμόρροπης οικοδομής, ο ίδιος κόσμος θέλει η αστυνομία να εκκενώνει καταλήψεις ακόμα κι όταν πρόκειται για υπό κατάρρευση κτίρια εγκαταλελειμμένα και αναξιοποίητα για 100 χρόνια.


Είναι οι άνθρωποι που φροντίζουν σε κάθε στιγμή, σε κάθε συγκυρία, ακόμα και αν δεν τους έχει ρωτήσει κανείς απολύτως κανείς, ότι σέβονται τους κανόνες και ότι αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της τάξης στον κόσμο.


Με αυτόν τον κόσμο λοιπόν, με αυτούς τους ανθρώπους, η συζήτηση καθίσταται ατελέσφορη. Η διαλεκτική εξαντλείται και ακόμα και το πιο υπομονετικό άτομο μπορεί να εκραγεί προσπαθώντας να παραθέσει κάποια ορθολογικά επιχειρήματα, στοιχεία και δεδομένα. Κι αυτό γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό στρατόπεδο, που αποτελεί το σκληρό πυρήνα της κοινωνικής συναίνεσης: τον κοινωνικό πόλο της νομιμοφροσύνης.


ii) Εξέλιξη


Ο όρος νομιμοφροσύνη αρχίζει να εμφανίζεται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και να απασχολεί τη σχετική συζήτηση στα χρόνια του πρώτου «εθνικού διχασμού» μεταξύ βενιζελικών και μοναρχικών. Ως όρος αναφερόταν στους υποστηριχτές του στέματος και των αξιών που πρεσβεύει το ιδεολογικό σύστημα της μοναρχίας υιοθετώντας με αυτόν τον τρόπο πολεμική θέση απέναντι στους νεωτεριστές φιλελεύθερους βενιζελικούς που υπονομεύουν τη νόμιμη τάξη πραγμάτων. Η νομιμοφροσύνη κατέστη συνώνυμη της υπεράσπισης των παλιών αξιών, της παράδοσης, της φιλοπατρίας και οικοδόμησε την πολεμική της στους αντιπάλους της σε μια στρατηγική ηθικού πανικού και μαζικής υστερίας όπως συνέβη μετεμφυλιακά και με το στρατόπεδο της εθνικοφροσύνης απέναντι στους αντεθνικά σκεπτόμενους και τους συνοδοιπόρους τους, κατηγορία που βάραινε κυρίως την αριστερά.


Μεταπολιτευτικά το κοινωνικό συμβόλαιο αλλάζει, επικρατεί ο ιστορικός συμβιβασμός, οι πολιτικές δυνάμεις αποδέχονται,-από τη δική της θέση η καθεμία-τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες και δεσμεύονται ότι θα τις σεβαστούν, και αυτές οι πολώσεις εξαντλούνται ή μένουν περιθωριακές σε ένα κομμάτι ακροδεξιού λόγου που θεωρεί ότι καταπιέζεται από την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς και τον εκφυλισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος, εκφυλισμό που υποτίθεται σηματοδοτεί η μεταπολίτευση. Από κει και ύστερα αρχίζει να σχηματίζεται ένας νέος πόλος νομιμοφροσύνης διαφορετικός από αυτόν των προηγούμενων δεκαετιών.


Η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του ιστορικού συμβιβασμού στην Ελλάδα σηματοδότησε μια κοινωνική και πολιτισμική επανάσταση για τα ελληνικά δεδομένα, που όμοια της δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει στην ιστορική εξέλιξη της χώρας, τόσο σε θέματα κοινωνικής πολιτικής όσο και σε θέματα γενικότερης προόδου. Οι νέες ισορροπίες εντός του πολιτικού συστήματος αρχίζουν να γέρνουν υπέρ της προόδου σε ζητήματα αδιανόητα μέχρι και την προηγούμενη μέρα αν και η παράδοση και η συντήρηση στη χώρα διατηρούσαν –και διατηρούν ακόμα- βαθιές ρίζες, κυρίως μέσω της ορθοδοξίας που όσο κι αν η επιρροή της εξασθενεί, εξακολουθεί να αποτελεί τον πυρήνα του κοινωνικού φαντασιακού.


Η νομιμοφροσύνη της μεταπολίτευσης λοιπόν δεν διακατέχεται από τον εθνικιστικό παροξυσμό των μοναρχικών, ή τον τυφλό αντικομμουνισμό των εθνικοφρόνων του μετεμφυλιακού κράτους. Τα ιδεολογικά στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα της δεν είναι ακριβώς καταστατικά ούτε αντιπροσωπεύουν τόσο ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιών. Καθώς η σύνθεση του κοινωνικού κορμού αλλάζει πλέον ώστε να ενσωματώσει και να εγκολπώσει κοινωνικές δυναμικές που μέχρι χθες ήταν υπό διωγμό και να ανεχτεί την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και απόψεων που ήταν στιγματισμένες ως αντεθνικές, αναπόφευκτα αλλάζουν και τα στοιχεία συγκρότησης του. Όσο θα βαθαίνει η μεταπολίτευση και η ελληνική εκδοχή του κεϋνσιανισμού θα φτανει το pic της (’90-’00), η αφήγηση που γίνεται η συγκολλητική ουσία του νέου κοινωνικού συμβολαίου είναι η συσπείρωση γύρω από οτιδήποτε απειλεί τους όρους της νέου τύπου κοινωνικής συνοχής.


Ο νέος αυτός πόλος επομένως σαν πρώτη πυρηνική στρώση έχει την προσήλωση στη σταθερότητα του νέου status quo της μεταπολίτευσης, χαρακτηριστικού του οποίου γίνεται ένα νέο ευρύτερο πολιτικό «Κέντρο» που έχει και δεξιές και αριστερές, και συντηρητικές και προοδευτικές αναφορές, ένα κέντρο που αποδέχεται τη νέα κατάσταση και θέλει να την υπηρετήσει παίρνοντας αποστάσεις από τα άκρα που θα είναι –ανάλογα ποιος μιλάει- είτε «σταγονίδια της χούντας» είτε «ύποπτοι προβοκάτορες» είτε «αριστεροαναρχικοί τρομοκράτες». Ο σκληρός πυρήνας αυτού του πολιτικού κέντρου θα διαμορφώσει μια συνείδηση πλήρους συμμόρφωσης στις πολιτικές και κοινωνικές νόρμες, επικαλυπτόμενη με το μανδύα της δημοκρατικότητας και μιας υποτιθέμενης πολιτικής μετριοπάθειας που στέκεται ανάχωμα στο λαϊκισμό.


Ταυτόχρονα με όλα αυτά όμως έχουμε και την απομυθοποίηση της διαφθοράς καθώς αυτή πλέον είναι προσβάσιμη και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η διαφθορά δεν αφορά πλέον αποκλειστικά πολιτικούς, αστυνομία, δικαιοσύνη, μεγαλοεργολάβους, εφοπλιστές, βιομήχανους αλλά αποενοχοποιείται και αρχίζει να επεκτείνεται σε όλες τις βαθμίδες των δημόσιων υπηρεσιών και σταδιακά να είναι προσβάσιμη σε κάθε ιδιώτη που έχει αρκετά ελαστικές ηθικές αξίες.


Η ταξική κινητικότητα που προκάλεσαν οι μεταναστευτικές ροές από το ’90 και μετά καθώς και η σταδιακή μετατροπή της χώρας σε ένα απέραντο τουριστικό διασκεδαστήριο, διόγκωσαν τα φαινόμενα διαφθοράς οι δείκτες της οποίας αρχίζουν να χτυπούν πλέον κόκκινο. Ειδικά στην κατηγορία του τουρισμού, η ευκολία με την οποία άρχισαν να εμφανίζονται παντού κατά μήκος και πλάτος της χώρας αυτοδημιούργητοι ευκατάστατοι επιχειρηματίες που με μια επιδότηση πέρασαν ένα σύρμα ένα αναξιοποίητο οικόπεδο στην παραλία για να το κάνουν κάμπινκ ή έριξαν σοβά σε ένα κοτέτσι για να το κάνουν «ρουμ του λετ» είναι χαρακτηριστική του νεολληνικού success story. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται στην αγροτική ύπαιθρο, στο τομέα της εστίασης και της διασκέδασης, ενώ οι κρατικές αισχροκέρδειας εις βάρος καταναλωτών αρχίζουν και υιοθετούνται ακόμα και από γειτονικά παντοπωλεία.


Το πιο ενδιαφέρον σε όλο αυτό όμως είναι το πώς αυτή η διαφθορά αρχίζει να γίνεται κοινοτική, να αποκτά τοπικό χαρακτήρα και να δένεται με τα συμφέροντα ολόκληρων περιοχών ή επαγγελματικών κατηγοριών που στην πορεία έρχονται σε συνδιαλλαγή με πολιτικούς εκπροσώπους, δημάρχους-κοινοτάρχες κτλ για να προωθήσουν αυτά τα συμφέροντα σε βουλευτές, περιφερειάρχες κτλ, δημιουργώντας μια κομματική πελατεία αυστηρώς με χαρακτηριστικά συντεχνιακά.


Ταυτόχρονα όλα αυτά συμβαίνουν με μια επικάλυψη νομιμότητας, η οποία δημιουργεί μια τοξική κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ή θα είσαι μέλος των διαφόρων καρτέλ διαφθοράς στα διάφορα επαγγελματικά μετερίζια όπου αυτή εκδηλώνεται, ή θα είσαι κοινωνικός παρίας που θα προσπαθεί με το σταυρό στο χέρι, δεχόμενος και χλεύη επιπλέον. Ακόμα χειρότερα μπορεί να ανήκεις στο γκρουπ των μόνιμα ενοχλητικών που διαρκώς φωνάζουν, διαμαρτύρονται και θέλουν να χαλάσουν τη φάση γιατί είναι «ιδεολογικά κολλημένοι», «φανατικοί», «γραφικά απομεινάρια μιας εποχής που δε μπορούν να πιστέψουν πως έχει παρέλθει οριστικά». Αυτή η επικάλυψη ωστόσο είναι το σημείο τομή όπου αυτός ο κόσμος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως εντός του πλαισίου της νομιμοφροσύνης, καθώς η νομιμότητα στην προκειμένη εργαλειοποιείται ως βασική προϋπόθεση της διαφθοράς, δεδομένου ότι η διαφθορά έχει υπαρξιακή ανάγκη τη συνδιαλλαγή με τη νομιμότητα ώστε να τροφοδοτείται και να χτίζει κοινωνικό προσωπείο. Εξού και το γεγονός ότι παρότι η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ αυτού του τόπου εμπλέκεται σε αναρίθμητα σκάνδαλα διαφθοράς δεν υπήρξε ποτέ πραγματικό σοκ για τον πληθυσμό αυτής της χώρας, και σίγουρα όχι τέτοιο που να προκαλέσει κάποιο ξεσηκωμό ή κάποιον ανένδοτο αγώνα.


iii) Ιδεολογικό υπόβαθρο


Παρατηρούμε λοιπόν ότι η σύγχρονη εκδοχή της ελληνικής νομιμοφροσύνης έχει υβριδικό χαρακτήρα σαφέστατα επηρεασμένο από τις αντιφατικές ταξικές μετατοπίσεις που προκαλούνται με την ποσοτική διόγκωση του κοινωνικού μπλοκ μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, τόσο στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές όσο και στην ύπαιθρο. Στο ιδεολογικό κομμάτι η σύγχρονη εκδοχή της νομιμοφροσύνης ανακατεύει πέρα από την ακροδεξιά, που είναι και στην ιδεολογική της ατζέντα η προάσπιση του δόγματος Νόμου και Τάξης, ή την επίσημη αριστερά που έχει αποδεχθεί τη νομιμότητα ως όρο για την ένταξη της στο δημοκρατικό τόξο, λίγο από χριστιανοδεξιά, λίγό από διεφθαρμένη σοσιαλδημοκρατία, λίγο κοινωνία του θεάματος και life style με μπόλικο καταναλωτισμό και λίγο μαζική κουλτούρα υπό τη σκιά του δυτικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Ωστόσο δύο συνιστώσες ξεχωρίζουν.   Από τη μία ο σκληρός πυρήνας του νέου πολιτικού κέντρου που τη νομιμοφροσύνη του την παρουσιάζει ως δημοκρατική αρετή, ως στοιχείο πολιτισμικής υπεροχής έναντι των ακραίων και των λαϊκιστών και από την άλλη το κοινωνικό μπλοκ διαφθοράς για το οποίο η νομιμοφροσύνη είναι απαραίτητη για τη διατήρηση των προνομίων του. 


Αν για το πρώτο μπλοκ απειλή για τη νομιμότητα είναι τα πολιτικά άκρα και ο εξτρεμισμός από όπου κι αν προέρχεται, για το δεύτερο μπλοκ απειλή είναι οτιδήποτε θα μπορούσε δυνητικά να βλάψει τα συμφέροντα του. Η τοποθέτηση του είναι πρωτίστως οπορτουνιστική και δευτερευόντως ιδεολογική. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να μέμφονται για παράδειγμα τους ελεύθερους κατασκηνωτές στο όνομα της νομιμότητας την ίδια στιγμή που διόλου δεν τους απασχολεί αν παραλίες καταπατώνται από μαγαζιά, ομπρέλες και ξαπλώστρες. Μπορεί να θέλουν να σαπίσουν στη φυλακή μικροπαραβατικοί που κλέψαν ένα αμάξι ή ένα μηχανάκι αλλά δε θα είναι ποτέ το ίδιο έξαλλοι με το τάδε πολιτικό πρόσωπο που βαρύνεται με σκάνδαλο κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος. Θα καταδικάζουν τη βία από όπου κι αν προέρχεται αλλά μόνο όταν στρέφεται ενάντια σε θεσμούς και πρόσωπα της εξουσίας και της ελίτ, ενώ αν πρόκειται για αυτοδικία νοικοκυραίων ή για κατάχρηση εξουσίας μπάτσων θα υπάρχει πάντα ένα «ναι αλλά…» ή και ένα «καλώς συνέβη».

 


Και κάπως έτσι η σύγχρονη δυστοπία που ζούμε αποκτά την απαραίτητη εκείνη αποδοχή για την κανονικοποίηση της. Κάπως έτσι συνηθίζουμε στη βαρβαρότητα, στο θάνατο και το αίμα. Κάπως έτσι η φωνή της οργής και της αγανάκτησης σκορπίζεται στον αέρα χωρίς πολλούς αποδέκτες. Κάπως έτσι ο κόσμος που παλεύει για το δίκιο ενάντια στην καταπίεση και την ελευθερία παραμένει λίγος.


Καλώς ή κακώς έχουμε πνιγεί μέσα στα μεγάλα αφηγήματα. Η φαντασιακή εικόνα μεγάλων μαζικών ξεσηκωμών έχουν διαιωνίσει το μύθο ότι οι επαναστάσεις ή είναι παλλαϊκές ή απλά δε συμβαίνουν. Και η διαιώνιση αυτού του μύθου είναι μάστιγα για τα ριζοσπαστικά κινήματα γιατί δημιουργεί τη ψευδαίσθηση ότι χρειαζόμαστε όλο τον κόσμο μαζί μας για την έφοδο στον ουρανό, όταν αυτό ελάχιστες φορές συνέβη στην ιστορία χωρίς να μεσολαβήσει ή να ακολουθήσει ένας σφοδρός εμφύλιος πόλεμος. Ένας πόλεμος στον οποίο λαός πολεμούσε εναντίον λαού, κοινωνική βάση πολεμούσε εναντίον κοινωνικής βάσης, από τα κάτω πολεμούσαν ενάντια σε άλλους από τα κάτω και εργατική τάξη πολεμούσε εναντίον εργατικής τάξης.


Κάπως όλη αυτή η ψευδαίσθηση, ότι η κοινωνική επανάσταση θα βρει σύσσωμο το σύνολο των καταπιεζόμενων και εκμεταλευόμενων ανθρώπων ενάντια στους δυνάστες τους και τους πραιτωριανούς κάθε εποχής, είναι που δημιουργεί μια αίσθηση ότι έχουμε χρέος να πάρουμε όλον τον κόσμο μαζί μας, ότι κι αν είναι αυτοί σήμερα, ότι κι αν κάνουν. Και δεν είναι ότι αυτό θα ήταν κακό, αλλά μάλλον ότι είναι απίθανο να συμβεί.


Καλώς ή κακώς οι εξουσίες των δυτικών κρατών έχουν εξελίξει κατά πολύ τους μηχανισμούς απόσπασης κοινωνικών συναινέσεων ώστε να κανονικοποιείται η συστημική βία και καταπίεση και να εγείρει αντιδράσεις από μειοψηφίες. Έχουν εξελίξει και την αφομοίωση εξεγερσιακών ξεσπασμάτων προς κατευθύνσεις μη ριζοσπαστικές μέσω της εκλογικής ανάθεσης και της ελπίδας για αλλαγή που εκπροσωπούν διάφορα πολιτικά κόμματα ανά περίσταση. Τακτική επιτυχής διότι σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνουν όντως κάποιες αλλαγές που συντηρούν την εμπιστοσύνη στο σύστημα.


Επομένως είναι δεδομένο ότι σε οποιαδήποτε απόπειρα επαναστατικής ανατροπής ο εχθρός απέναντι μας δε θα είναι μόνο αυτός που έχουμε μάθει να μισούμε. Αυτό δε σημαίνει ότι από σήμερα εξισώνεται ο κάθε νομιμόφρων πολίτης ότι background και να έχει, με κάποιο εκπρόσωπο και συνειδητό υπηρέτη του συστήματος εξουσίας. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης είναι η απόπειρα μιας «κοινωνικής ακτινογραφίας», ώστε να διαπιστώσουμε την εξελικτική πορεία των κρατούντων συσχετισμών και το ευρύτερο υπόβαθρο τους.


Είναι δεδομένο ότι οι ριζοσπαστικές πρωτοπορείες όσο ηρωικές και αν είναι, όσο αυτοθυσία κι αν έχουν, κι όσο κι αν το δίκιο που πρεσβεύουν εμπνέει, δεν επαρκούν για μια κοινωνική αλλαγή βαθιάς κλίμακας. Από εκεί όμως μέχρι να αντιλαμβανόμαστε το λαό, την κοινωνία, την τάξη μας, τους από τα κάτω (διαλέξτε διατύπωση και προχωράμε) ως ένα μασίφ υποκείμενο που έρχεται ή δεν έρχεται με το μέρος μας υπάρχει απόσταση.


Σημασία έχει να αντιληφθούμε ότι μέσα στο σύνολο αυτό υπάρχουν διαφορετικές ομάδες, με διαφορετικά πιστεύω, με διαφορετικά προνόμια, με διαφορετικούς ρόλους, με διαφορετικά συμφέροντα και ότι δική μας δουλειά δεν είναι να τα βάλουμε όλα αυτά σε ένα μπλέντερ για να ανακατευτούνε και να βγει ένας πουρές, αλλά μέσω της ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής να αναδεικνύουμε διαρκώς τους ξεχωριστούς κόσμους που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία και να χαράζουμε εκείνες τις διαχωριστικές γραμμές που κάποια στιγμή θα καθιστούν αγεφύρωτα τα χάσματα αυτά, οξύνοντας τον κοινωνικό πόλεμο.


Κι αυτό μεταξύ άλλων, προϋποθέτει οριστικό διαζύγιο με τον κόσμο της νομιμοφροσύνης σε πολιτικό, ηθικό και αξιακό επίπεδο.

Δίκη της Χρυσής Αυγής, άγνωστα σημεία και προεκτάσεις- Ο μύθος των δύο άκρων

 

Η δίκη της Χρυσής Αυγής παραμένει στο επίκεντρο του πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος ακόμα κι ένα χρόνο μετά, ιδίως τώρα που υπάρχει εκ νέου έξαρση της ακροδεξιάς επιθετικότητας και «το τοίχος της δημοκρατίας ενάντια στο φασισμό» έχει διαρραγεί με την κυβερνητική παράταξη να έχει κεντρικό της αφήγημα τη θεωρία των δύο άκρων. Για να εκτιμήσουμε όμως τον αντίχτυπο αυτή της δικής συνολικά πρέπει να πάμε λίγο πίσω στο χρόνο.


Πριν ακόμα από την έκδοση της απόφασης με την οποία κρίθηκε πρωτοδίκως ως εγκληματική οργάνωση η αντιπαράθεση είχε χτυπήσει κόκκινο. Εντός και εκτός βουλής, στο διαδίκτυο, στον τύπο και στα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης όπου φιλοξενούσαν απόψεις και οπτικές γύρω από την εξέλιξη της δίκης. Ωστόσο κάποια πράγματα περίτεχνα έχουν μείνει στο σκοτάδι, δεν συζητήθηκαν ιδιαίτερα, δεν τονίστηκαν ιδιαίτερα κι αυτό σίγουρα δεν είναι άνευ σημασίας. Μπορεί μέσα στα εφτά χρόνια που υφίστατο η δικογραφία εναντίον της Χρυσής Αυγής κάποια από αυτά να είχαν ακουστεί λιγότερο ή περισσότερο, ακόμα και εντός της δικαστικής αιθούσης, σε κάποιο άρθρο ίσως, σε κάποια τοποθέτηση στα social media, αλλά ποτέ δεν μπήκαν στο δημόσιο διάλογο ηχηρά, με πάταγο και με κρότο, ως θα όφειλαν.


Το πρώτο είναι το τι σηματοδοτεί η δίωξη της Χρυσής Αυγής ως απλής εγκληματικής οργάνωσης. Όπως είναι γνωστό η Χρυσή Αυγή είναι πολιτική οργάνωση του ακροδεξιού χώρου ήδη από το 1990, με καταστατικές θέσεις υπέρ του ναζισμού, υπέρ της κατάργησης του δημοκρατικού πολιτεύματος και υπέρ της βίας. Από τις αρχές της ίδρυσης της η Χρυσή Αυγή φέρεται να έχει εμπλακεί σε πολλά επεισόδια βίας, πολλά από αυτά επώνυμα, καθώς ανελάμβανε την ευθύνη μέσα από τα έντυπα της ενώ ο λόγος της συνιστούσε μια διαρκής διέγερση σε ρατσιστικά και άλλα εγκλήματα. Στη συνέχεια η Χρυσή Αυγή μορφοποιείται σε πολιτικό κόμμα φτάνοντας να έχει εκπροσώπηση σε δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια ακόμα και στην ίδια τη Βουλή ως τρίτο κόμμα. Πρόκειται επομένως για ένα πολιτικό μόρφωμα δεδηλωμένα εχθρικό προς την αστική δημοκρατία το οποίο ασπάζεται και υιοθετεί πρακτικές πολιτικής βίας. Άρα δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε συμμορία του κοινού ποινικού δικαίου αλλά για μια πολιτική εξτρεμιστική οργάνωση και από όσο ξέρουμε, η διεθνής τάση και πρακτική είναι εδώ και δεκαετίες, τέτοιου τύπου οργανώσεις να αντιμετωπίζονται ως τρομοκρατικές και να διώκονται με αντίστοιχα νομοθετικά πλαίσια.


Το 2002 το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε σχετική απόφαση-πλαίσιο (2002/475/ΔΕΥ) με την οποία καλούσε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να εναρμονιστούν στο ζήτημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, με τις αντίστοιχες οδηγίες όπως αυτές διατυπώνονταν στη σχετική απόφαση. Οι ελληνικές αρχές έχοντας ως τότε νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα περί εγκληματικής οργάνωσης προέβησαν σε σχετικές διώξεις την περίοδο 2002-2004 βάση αυτού. Έκτοτε με το νόμο 3251/2004 εναρμονίζεται και η ελληνική νομοθεσία με τα ευρωπαϊκά πρότυπα με το άρθρο 187α του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει και ορίζει τι συνιστά τρομοκρατία για το ελληνικό νομικό σύστημα. Η τρομοκρατική δράση αποκτά επομένως τη δική της νομική τυποποίηση η οποία περιγράφεται ως τέλεση κακουργήματος ή οποιουδήποτε εγκλήματος γενικής διακινδύνευσης ή εγκλήματος κατά της δημόσιας τάξης υπό συνθήκες ή με τέτοιον τρόπο ή σε τέτοια έκταση που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα ή για διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτή ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές ή οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού.


Από τη στιγμή που αριστερές ή αναρχικές πολιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις διώκονται τουλάχιστον δυο δεκαετίες στη χώρα μας βάση αυτού του νομικού πλαισίου, θα περίμενε κανείς να δει και μια εξτρεμιστική οργάνωση του ακροδεξιού χώρου να εμπίπτει στο ίδιο πλαίσιο καθόσον πέρα της ιδεολογικής διαφοροποίησης που υποθετικά ούτως ή άλλως δε λαμβάνει υπόψη του ο νομοθέτης (καθώς ήδη από την Ευρωπαϊκή σύμβαση 1977 υπάρχει σχετική σύσταση ώστε τα εγκλήματα τρομοκρατίας να μη μπορούν να θεωρηθούν ως πολιτικά εγκλήματα, εγκλήματα συναφή με πολιτικό έγκλημα ή εγκλήματα εμπνεόμενα από πολιτικά κίνητρα), δεν προκύπτει κάποια άλλη εμφανή διαφορά στο πλαίσιο δράσης.


Ωστόσο η Χρυσή Αυγή δε διώχθηκε ποτέ με αυτό το πλαίσιο κάτι που, ανεξάρτητα από το ποια είναι η γενικότερη θέση οποιου(ας)δήποτε από μας απέναντι στη λογική και το πνεύμα της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, συνιστά μια παραδοχή από μέρους, αν όχι όλου, του πολιτικού συστήματος, ότι η δράση της Χρυσής Αυγής, παρότι πολιτική οργάνωση, παρότι πολιτικό κόμμα, δε συνιστά πολιτικό εξτρεμισμό όπως τον αντιλαμβάνονται και τον περιγράφουν οι σχετικές αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες, αλλά μια απλή οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα. Αυτό φυσικά συνεπάγεται και τα ακόλουθα πολιτικά τετελεσμένα πάνω στα οποία μπορούν να εξαχθούν με μια σχετική ασφάλεια και τα ανάλογα συμπεράσματα.


Μένει λοιπόν ως θέσφατο ότι ο πολιτικός και νομικός κόσμος τη χώρας δεν αντιλαμβάνεται μια νεοναζιστική εξτρεμιστική οργάνωση που φέρεται να διαπράττει σωρεία κακουργημάτων, ανάμεσα τους ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονίας, οργανωμένες ρατσιστικές επιθέσεις, διακεκριμένες φθορές σε ιδιοκτησίες με βανδαλισμούς, εμπρησμούς ή εκρήξεις, αντιποιήσεις αρχής, πλαστογραφίες, προμήθεια και κατοχή οπλισμού (ή εκρηκτικών ανά περίπτωση) ως τρομοκρατική και ούτε τη δράση της ως τρομοκρατία. Συνεπώς το ότι ένα βίαιο πολιτικό κόμμα νεοναζιστικής ιδεολογίας που διέπραττε τα ως άνω εγκλήματα διεκδικούσε την εξουσία στις εθνικές εκλογές ενώ αποτελούσε ήδη μέρος των κατά τόπους συμβουλίων τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, δεν είναι αρκετό γεγονός από μόνο του για να διαταραχθεί η δημόσια τάξη με τέτοιον τρόπο ή σε τέτοια έκταση που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα ή για διεθνή οργανισμό. Αυτό επειδή τη προηγούμενη φορά που ένα τέτοιο κόμμα πήρε την εξουσία σε μια χώρα (Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα Γερμανίας) είδαμε πόσο καλά πήγε για την ίδια –αλλά και άλλες- και τους διεθνής οργανισμούς της εποχής (ΚτΕ).


Στην ίδια λογική δεν φαίνεται να προκύπτει κίνδυνος σοβαρής βλάβης ή ακόμα και καταστροφής των θεμελιωδών συνταγματικών, πολιτικών ή οικονομικών δομών της χώρας από ένα κόμμα με τις παραπάνω προδιαγραφές το οποίο φανερά και διακηρυγμένα εξυμνεί δικτατορίες και πραξικοπήματα. Έχει νόημα αυτό. Υποθέτουμε πως το ίδιο κόμμα σίγουρα δε θα είχε την πρόθεση να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτή. Κι αυτό έχει νόημα. Από την άλλη οι οργανωμένες επιθέσεις του κόμματος σε άλλες πολιτικές παρατάξεις και μεμονωμένα άτομα ή και σε ολόκληρες ομάδες μεταναστών και προσφύγων δε συνιστούν σκοπό σοβαρού εκφοβισμού ενός πληθυσμού. Μάλλον γιατί οι παραπάνω δε νοούνται ως πληθυσμοί δυνάμενοι να εκφοβιστούν, ή γενικά ως πληθυσμοί (;).


Όπως και να έχει η νομική και πολιτική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής ως απλής εγκληματικής οργάνωσης αφήνει πίσω ως παρακαταθήκη το γεγονός ότι ο πολιτικός κόσμος στιγματίζει ως τρομοκρατία μονάχα τη πολιτική βία που προέρχεται από την αριστερά και τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο αλλά ανάγει σε επίπεδο βίας  συμμοριών την πολιτική βία της ακροδεξιάς. Κατανοούμε γιατί. Παρά τις κορώνες για θεωρίες των δύο άκρων και άλλες ανυπόστατες παραφιλολογίες η συγκεκριμένη μεροληψία υφίσταται γιατί το ελληνικό πολιτικό σύστημα της χώρας, παρά τις κατά καιρούς μεταβάσεις του, διατηρεί έναν εθνικόφρονα προσανατολισμό στον οποίο υποκύπτουν εν είδη ρεαλισμού, και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, ακόμα και αυτές της αριστεράς. Ζώντας στον αστερισμό της εθνικοφροσύνης είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τα δεδομένα της Ελλάδας να στιγματιστεί ως τρομοκρατική μια παράταξη της δεξιάς πολυκατοικίας, όπως αντίστοιχα συμβαίνει σε ευρωπαϊκές χώρες σα τη Γερμανία, καθώς οι μετέπειτα πολιτικοί συσχετισμοί και ο δημόσιος πολιτικός διάλογος θα επηρεαστεί δραματικά. Είναι σαν να έχει επιβληθεί λοιπόν ένα άτυπο status quo ότι η τρομοκρατία στην Ελλάδα θα προέρχεται μόνο από τα αριστερά. Η δίκη της Χρυσής Αυγής δε θα μπορούσε παρά να επιβεβαιώσει αυτό το συμπέρασμα.


Ερχόμαστε λοιπόν στο δεύτερο μείζων ζήτημα της συγκεκριμένης δίκης που έχει μείνει στο σκοτάδι. Έστω λοιπόν ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι πολιτική εξτρεμιστική οργάνωση αλλά μια συμμορία που δρα εγκληματικά επειδή ξύπνησε μια μέρα και αυτό ήθελε να κάνει, αντί πχ να ιδρύσει έναν σύλλογο φιλοτελιστών. Από τη στιγμή που της αποδίδεται ο χαρακτήρας της εγκληματικής οργάνωσης, μιας οργάνωσης με κάθετη ιεραρχία που έχει διευθύνοντα στελέχη, στα οποία αποδίδεται κιόλας η κατηγορία της διεύθυνσης, θα περίμενε κανείς να δει και την απόδοση ηθικών αυτουργιών στη διάπραξη των αδικημάτων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Φυσικά κάτι τέτοιο δε συνέβη. Ποτέ. Κάτι πρωτοφανές για υπόθεση του 187 στην οποία έχει αποδοθεί διεύθυνση οργάνωσης σε συγκεκριμένα πρόσωπα.


Από την απόδοση του κατηγορητηρίου δεν υπάρχει διατύπωση ηθικής αυτουργίας στα θεωρούμενα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης. Ενώ αναγνωρίζεται ότι αυτοί διηύθυναν την εν λόγω οργάνωση άρα καθόριζαν το πλαίσιο δράσης της και ωθούσαν τα μέλη της στο να διεκπεραιώνουν αυτή τη δράση, κι ενώ καταδικάζονται για αυτό, από την άλλη φαίνεται να μην προκύπτει καμία εμπλοκή τους στην διεκπεραίωση της δράσης της οργάνωσης. Τουλάχιστον αυτής που εξετάζεται στη συγκεκριμένη δικογραφία. Αυτό δημιουργεί δύο τετελεσμένα:


α) ότι η ηγεσία της Χρυσής Αυγής ήταν διακοσμητική και δεν έπαιζε κανένα ρόλο στη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν κάτι σαν κάτι διακοσμητικούς αντιπροέδρους ΔΣ που εμφανίζονται μόνο στην κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας και κ δεν έχουν επιπλέον πάρε δώσε. Ένα καθαρά εικονικό αξίωμα, έτσι τιμητικά για την συμβολή τους και την παρουσία τους στο χώρο της ακροδεξιάς.


β) ότι η βάση της Χρυσής Αυγής είχε αυτονομηθεί από την ηγεσία της οπότε έπαιρνε και εκτελούσε αποφάσεις εκτός πλαισίων της οργάνωσης, άρα οι εξεταζόμενες στο κατηγορητήριο πράξεις, δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο δράσης της οργάνωσης Χρυσής Αυγής
Ουσιαστικά η απόφαση του δικαστηρίου της 7ης Οκτώβρη του 2020 μας είπε ότι ένα από τα δύο ισχύει, δημιουργώντας ταυτόχρονα άριστο νομικό έρεισμα για την αμφισβήτηση της καταδίκης στην επανάληψη της σε δεύτερο βαθμό, αφού οι μεν μπορούν να αμφισβητήσουν μια διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης που δε συσχετίζεται με καμία εγκληματική πράξη και οι δε να προσβάλουν ότι η δράση τους εμπίπτει στα πλαίσια μιας ιεραρχικά δομημένης οργάνωσης, εφόσον δεν προκύπτει ότι έλαβαν από κάπου εντολές για να κάνουν κάτι. Καλό έτσι; Μην πέσουμε από κανένα σύννεφο αν στο εφετείο εξαφανιστεί ακόμα και η κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης.


Η μη απόδοση ηθικής αυτουργίας στη Χρυσή Αυγή ούτε τυχαία είναι ούτε βασίζεται στην ανυπαρξία σχετικών στοιχείων. Στοιχεία ότι τουλάχιστον ο αρχηγός του κόμματος είχε γνώση του τι συνέβαινε, και πως έδινε, ή δεν έδινε, έγκριση ανά περίπτωση για να συμβεί κάτι, προέκυψαν στη διάρκεια της διαδικασίας. Ο ίδιος ο αρχηγός του κόμματος είχε βγει δημοσίως σε ομιλία του πριν τις εθνικές εκλογές του 2015 και είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Πολιτική ευθύνη για ποινική πράξη συνήθως συνεπάγεται αυτόματα και αναγνώριση ποινικής ευθύνης. Όχι όμως εδώ. Συνηθίζει επιπλέον να συνεπάγεται έστω μια γνώση, μια συνυπευθυνότητα, μια εμπλοκή. Κάτι που νομικά θα μπορούσε να μεταφραστεί έστω σε ψυχική συνέργεια, κατηγορία που από μόνη της είχε κοστίσει 20 χρόνια φυλακής σε άλλες περιπτώσεις (δίκες μελών ΣΠΦ για εκατοντάδες ενέργειες τους για τις οποίες δεν υπήρχε κανένα στοιχείο). Αλλά μάλλον τα μέλη οργανώσεων του άλλου «άκρου» έχουν αποκλειστικότητα στο να συνδράμουν ψυχικά σε ενέργειες για τις οποίες δεν προκύπτουν από πουθενά στοιχεία της εμπλοκής τους.


Ο πρόεδρος του κόμματος της Χρυσής Αυγής εξάλλου ένιωσε την ανάγκη να προβεί σε αυτή τη διακήρυξη πριν τις εθνικές εκλογές, όχι σε μια ξαφνική κρίση ειλικρίνειας αλλά για να τεστάρει την ψυχολογική αντοχή και συνοχή του κομματικού του ακροατηρίου η οποία απεδείχθη ακμαία, μιας και η Χρυσή Αυγή παρέμεινε τρίτο κόμμα στην Ελληνική Βουλή παρά τη σχετική δήλωση και του τι αυτή συνεπάγεται. Υπήρξε στρατηγικός στόχος του ίδιου του προέδρου της Χρυσής Αυγής να συνδέσει άμεσα το φόνο του Φύσσα με την οργάνωση λίγο πριν τις εκλογές, αλλάζοντας την ως τότε γραμμή του κόμματος που κινείτο στην αντίθετη κατεύθυνση αποποιούμενη κάθε σχετική σύνδεση με την πράξη, προκειμένου να προκαλέσει σοκ στο πολιτικό σύστημα την επαύριο των εκλογών. Επρόκειτο για μια επίδειξη πολιτικής ισχύος αλλά το θέμα είναι, πως ότι κι αν ήταν, σε κάθε άλλη περίπτωση, σε κάθε άλλη υπόθεση, αυτό θα συνεπαγόταν ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία, δηλαδή ποινή ισοβίων.


Από αυτήν την σκοπιά η καταδίκη των στελεχών της Χρυσής Αυγής για διεύθυνση χωρίς καταδίκες σε ηθική αυτουργία είναι σχεδόν ανέκδοτο. Αν δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η ηγεσία καθοδηγούσε μέλη της οργάνωσης σε συγκεκριμένες πράξεις τότε η καταδίκη στηρίζεται στο βουλευτικό τους αξίωμα, κάτι αυθαίρετο διότι μπορεί να υπήρχε άλλο κέντρο λήψης απόφασης για τις νόμιμες ενέργειες της οργάνωσης και άλλο για τις παράνομες. Το γεγονός ότι ήταν βουλευτές του κόμματος της Χρυσής Αυγής λοιπόν δεν συνεπάγεται από μόνο του ότι ήξεραν για όλες, ή κάποιες από, τις παράνομες δράσεις, πόσο μάλλον ότι τις διηύθυναν κιόλας, καθοδηγώντας και ασκώντας επιρροή σε άλλους να τις φέρουν εις πέρας, ασκώντας δηλαδή το λειτουργικό κομμάτι της διεύθυνσης.


Άρα εδώ υπάρχει νομικό έδαφος αμφισβήτησης της καταδίκης διότι αυτή είναι έωλη. Ουσιαστικά είτε έχουμε διευθυντές άνευ καθηκόντων, είτε οι διευθυντές είναι άλλοι που ακόμα δεν έχουν εντοπιστεί. Όπως υποτίθεται ότι συνέβαινε με τη δράση των ομάδων Rangers και Κένταυροι της ΟΝΕΔ. Μια σκοτεινή σελίδα στην ιστορία της Νέας Δημοκρατίας καθώς όπως είναι πλέον γνωστό, η δράση των δικών της ταγμάτων εφόδου είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από το Γιάννη Καλαμπόκα σε σχολείο έξω από την Πάτρα. Φυσικά τότε η Νέα Δημοκρατία δε παραπέμφθηκε σε δίκη για να στιγματιστεί και να καταδικαστεί ως εγκληματική οργάνωση με την ηγεσία της να καταδικάζεται ως διευθυντήριο αυτής. Αν τότε υπήρχαν πλοκάμια στο εσωτερικό της ΝΔ που δρούσαν ανεξέλεγκτα γιατί να μην υπάρχουν και τώρα στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής; Κι αν προκύπτει από στοιχεία ότι δεν υπήρχαν ανεξέλεγκτα πλοκάμια τότε γιατί δεν υπάρχει απόδοση ηθικής αυτουργίας για συγκεκριμένες πράξεις στα μέλη του διευθυντηρίου από την αρχή της διαδικασίας;


Ερωτήματα που σίγουρα δε θα απαντηθούν και που δημιουργούν ένα αρκετά σκοτεινό σύννεφο γύρω από αυτή τη δίκη που πλέον θεωρείται ορόσημο της μάχης κατά του φασισμού στη χώρα, ότι κι να σημαίνει αυτό, όπως και αν το εννοεί ο καθένας. Σκοτεινό σημείο όμως είναι και αυτή η ιδιότυπη ομερτά που υπήρξε, ιδίως στο θέμα της ηθικής αυτουργίας της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, ενώ φάνηκε ότι ήταν εξαρχής μια μεθόδευση ώστε τα στελέχη του κόμματος να γλυτώσουν δύο ισόβιες και δεκάδες χρόνια φυλάκισης. Το συγκεκριμένο γεγονός ενώ θα μπορούσε να γίνει κεντρικό σημείο πολιτική αντιπαράθεσης, ακόμα και καθαρά εργαλειακά, για στείρα αντιπολίτευση δηλαδή, μπήκε κάτω από το χαλάκι. Ποτέ δε σηκώθηκε στη δημόσια σφαίρα με το θόρυβο που του άξιζε, δεν έγινε σημείο πολιτικής τριβής στη Βουλή, δε γράφτηκαν μαχητικές ανακοινώσεις κομμάτων και παρατάξεων , δεν έγιναν συνεντεύξεις τύπου. Το αν ειπώθηκε σποραδικά και ταπεινά, λίγο εδώ, λίγο εκεί ,δεν είναι αυτό που αναλογεί στην περίσταση, κι αυτό φυσικά θα απασχολήσει περισσότερο στο μέλλον, αν δεν απασχολεί ήδη.


Αν κάτι προκύπτει σίγουρα από τα παραπάνω, είναι ότι αν ήταν κάτι αυτή η δίκη, ήταν σίγουρα μια μάχη εντυπώσεων. Όσο κι αν σε συμβολικό επίπεδο ήταν ένα πλήγμα η πιο radical πτέρυγα της ελληνικής εθνικοφροσύνης να αποκτά με δικαστική απόφαση το στίγμα της εγκληματικής οργάνωσης, τα ηγετικά στελέχη τη γλύτωσαν με ποινές χάδι συγκριτικά με την διάσταση της υπόθεσης και αποσυνδέθηκαν εντελώς από το πλαίσιο δράσης αυτής ωσάν να ήταν η Χρυσή Αυγή στον αυτόματο πιλότο. Αλήθεια πιστεύουμε ότι αυτό είναι κάτι που επηρέασε αρνητικά τη ψυχολογία των οπαδών της χρυσής αυγής ή άλλων ακροδεξιών γκρουπούσκουλων ή ότι ενίσχυσε έτι περισσότερο την αυτοπεποίθηση τους να δρουν όπως δρούσαν; Ένα χρόνο από την καταδικαστική απόφαση δε βλέπουμε τους φασίστες στις τρύπες τους άλλα έξω από αυτές να αλωνίζουν ελεύθερα ξανά. Να υποθέσουμε επομένως ότι το περιβόητο τοίχος της Δημοκρατίας μάλλον δεν έκανε και τόσο καλή δουλειά ή είναι λίγο νωρίς για τέτοιες εκτιμήσεις;

Η πέμπτη φάλαγγα του καθεστώτος εξαίρεσης

*

Με αφορμή την παράσταση του κατά συρροή παιδοβιαστή Λιγνάδη με 13 κρατούμενους για παρόμοιες υποθέσεις στις φυλακές Τρίπολης βλέπουμε πάλι ένα κρεσέντο απίστευτου συντηρητισμού που ευνοεί την σκλήρυνση των όρων κράτησης του συνολικού πληθυσμού των φυλακών. Η εξάπλωση αυτού του ηθικού πανικού εξαπλώνεται και σε μεγάλο μέρος του προοδευτικού αλλά και αριστερού χώρου, χαρίζοντας το κομμάτι διαχείρισης του έγκλειστου πληθυσμού στην πλέον σκληρή και αδυσώπητη κατασταλτική αντίληψη που πάει να παγιωθεί και με το νέο αυστηρό ποινικό κώδικα. Θα πρέπει συνεπώς να υπενθυμίζονται διαρκώς κάποια βασικά πράγματα:

1) Το λεγόμενο έγκλημα ως φαινόμενο δεν είναι ανεξάρτητο και αποκομμένο από τις κοινωνικές συνθήκες του κοινωνικοπολιτικού συστήματος και των δομικών αδικιών και καταπιέσεων που αυτό παράγει. Στην περίπτωση Λιγνάδη μία εξ αυτών είναι η πατρίαρχια και μάλιστα με ειδικό βάρος

2) Στις φυλακές κατά βάση,  βρίσκεται με το στίγμα του εγκληματία το πιο αποκλεισμένο και περιθωριοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας που κατά βάση αναπτύσει μια υποκουλτούρα παραβατικότητας που μπορεί να λάβει πολλές μορφές και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αφορά συμμορίες και ναρκωτικά

3) Οι ελάχιστες εξαιρέσεις όπου άνθρωποι από το μπλοκ των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών της κοινωνίας θα βρεθούν εντός φυλακής αναδεικνύει ακόμα μια δομική αδικία του ίδιου του συστήματος καθώς προδίδει τον ταξικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης και της τιμωρίας

4) Οι ίδιοι άνθρωποι προφανώς και θα απολαμβάνουν ιδιαίτερη μεταχείριση στις περισσότερες των περιπτώσεων αλλά πολλές φορές αυτό σημαίνει ότι απλώς  θα λαμβάνουν μια μεταχείριση με περισσότερο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, γεγονός που θα  πρεπε να προβληματίζει για τις συνθήκες που ζουν οι υπόλοιποι κρατούμενοι στις φυλακές , και  όχι οι πρώτοι

Το μεγάλο γεγονός επομένως εδώ δεν είναι αν ένας παιδοβιαστής του βεληνεκούς του Λιγνάδη έχει την ευκαιρία να συμμετέχει σε καλλιτεχνικά δρώμενα εντός φυλακής, να παίζει σε θεατρικές ή μουσικές παραστάσεις, να συμμετέχει σε κοινές ομάδες όπου ασκούνται δραστηριότητες γαλήνης και αποσυμπίεσης της ψυχολογίας των κρατουμένων, αλλά το πόσοι κρατούμενοι έχουν την ίδια δυνατότητα και σε πόσες φυλακές τρέχουν παρόμοια προγράμματα και με τι ποσοστό συμμετοχής. Εδώ όμως έχουμε το αντίθετο.

Η αντίληψη λοιπόν ότι οι “εγκληματίες’ που είναι φυλακή  δεν πρέπει να ψυχαγωγούνται με κανένα τρόπο, δεν πρέπει να διασκεδάζουν και γενικά δεν πρέπει να έχουν κανένα λόγο να θέλουν να συνεχίσουν να ζουν μέσα στη φυλακή, είναι η κοινωνική νομιμοποίηση και το ξέπλυμα  της κρατικής πολιτικής που ωθεί τον έγκλειστο πληθυσμό στα ψυχοφάρμακα, στα ναρκωτικά, στην ένταξη τους σε συμμορίες εντός φυλακής, στην απελπισία, στην τρέλα και τις αυτοκτονίες. Είναι η στράτευση σε μια ιδεολογική θέση που λέει ότι οι ζωές των κρατουμένων δεν μετράνε, επειδή είναι ένας πληθυσμός που του αξίζει να ζει σε ένα μόνιμο καθεστώς εξαίρεσης από τα ανθρώπινα δικαιώματα λόγων των επιλογών του. Επιλογές που αποσυνδέονται από τις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες για να εμφανιστούν ενώπιων μας τέρατα που πρέπει να καταδικαστούν σε μια αιώνια ίσως ζωή στο καθαρτήριο για να νιώθουμε καλύτερα εμείς οι αγνές και αμόλυντες υπάρξεις που ποτέ δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθούμε στη θέση τους και να κάνουμε ότι και αυτοί. Είναι η συμπαράταξη με το ιδεολογικό στρατόπεδο της Τάξης και Ασφάλειας που οραματίζεται κοινωνίες φυλακής γεμάτες αστυνομικές περιπολίες, τείχη, συρματοπλέγματα και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με λίγα λόγια είναι μια αντίληψη εχθρική για κάθε προοδευτικό άτομο. Και ως τέτοια της αξίζει να αντιμετωπίζεται.

Περιπτώσεις σαν αυτές του παιδοβιαστή Λιγνάδη εξάλλου προκύπτουν μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια όπου υπάρχει θεσμική συνέργεια σε επίπεδο πολιτικής κορυφής, γενικευμένη χρόνια  συγκάλυψη από κυκλώματα με υψηλό κοινωνικό κύρος και ισχυρό ταξικό προφίλ μέχρι και την αστυνομική συνέργεια στο επίπεδο των ερευνών που δεν έγιναν ή έγιναν με ύποπτο τρόπο. Σίγουρα πάντως τέτοιες περιπτώσεις  δε διευκολύνονται από το ότι κάποιοι λίγοι κρατούμενοι σε κάποιες λίγες φυλακές, έχουν πρόσβαση ξανά σε πράγματα που τους θυμίζουν ότι είναι άνθρωποι και ότι οι ζωές τους έχουν αξία. Πράγματα όπως το θέατρο. 

 

Η φωτογραφία είναι από στιγμιότυπο της ταινίας “Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει” η οποία αφορά την κινηματογράφηση της προετοιμασίας και της εκτέλεσης της ομώνυμης θεατρικής παράστασης με πρωταγωνιστές κρατούμενους της πτέρυγας υψίστης ασφαλείας της φυλακής Ρεμπίμπια στη Ρώμη σε σκηνοθεσία των αδερφών Ταβιάνι

Η Αυτοκρατορία είναι γυμνή


Οι εξελίξεις του πολέμου στο Αφγανιστάν συνιστούν μια τεραστίων διαστάσεων ήττα για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία του ΝΑΤΟ, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ευρύτερα αυτό που αποκαλούμε Δυτική κυριαρχία. Πρόκειται για μια ήττα πολλών επιπέδων από τις οποίες το στρατιωτικό σκέλος είναι μονάχα το ένα μόνο από αυτά, και ίσως όχι και το σημαντικότερο.


Ανεξάρτητα από τι το συνέβαινε στο Αφγανιστάν πριν το 2001 και ποιες εξωτερικές ή εσωτερικές δυνάμεις έδρασαν εκεί, η στοχοποίηση του καθεστώτος των Ταλιμπάν ως εχθρού της Δύσης, και η στρατιωτική επέμβαση για την ανατροπή τους άνοιξε έναν νέο ιστορικό κύκλο στη μετά το Ψυχρό Πόλεμο εποχή.


Είχε προηγηθεί η δεκαετία που στιγματίστηκε από γεγονότα όπως η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (δύο χρόνια μετά τον τερματισμό της δικής της αποτυχημένης στρατιωτικής επέμβασης στο Αφγανιστάν), ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μετά από τον εμφύλιο και τη νατοϊκή επέμβαση στα βόρεια βαλκάνια. Ήταν μια εποχή που η δύναμη και το μεγαλείο της Δύσης έμοιαζαν ανυπέρβλητα, μέχρι που οι ΗΠΑ δέχτηκαν τη μεγαλύτερη επίθεση στο έδαφος τους μετά τον Ιαπωνικό βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Η 11η Σεπτεμβρίου και η τετραπλή επίθεση που σημειώθηκε σε στόχους σύμβολα της στρατιωτικής, εμπορικής και πολιτισμικής ισχύς των ΗΠΑ προκαλώντας χιλιάδες νεκρούς, μια επίθεση που ανέλαβε το ισλαμικό ριζοσπαστικό διεθνές δίκτυο της Αλ Κάιντα, ήρθε να ανατρέψει τους συσχετισμούς αυτούς και να αποδείξει στον κόσμο ότι η υπερδύναμη είναι τρωτή.


Σε ένα καθαρά πρακτικό επίπεδο ο πόλεμος στον Αφγανιστάν, αρχής γενομένης 7 Οκτωβρίου 2001, επιδίωξε να επαναεπιβεβαιώσει την ισχύ της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς να μη ξαναδιανοηθεί κάτι παρόμοιο. Η αποφασιστικότητα και η συντριπτική ισχύς μιας στρατιωτικής επέμβασης και της ανατροπής ενός καθεστώτος με τη συνακόλουθη στρατιωτική κατοχή -για όσο χρειαστεί να σχηματιστεί ένα νέο φίλα προσκείμενο καθεστώς- θα έστελνε ένα ηχηρό μήνυμα στον πλανήτη ολόκληρο που θα έλεγε «μη μπλέκετε μαζί μας». Επιπλέον θα διασφαλίζονταν όλα εκείνα τα γεωπολιτικά και οικονομικά πλεονεκτήματα που κερδίζει μια μεγάλη δύναμη όταν κατέχει ή επηρεάζει άμεσα μια επικράτεια υψηλού γεωπολιτικού ενδιαφέροντος.


Από την άλλη σε ένα πιο συμβολικό επίπεδο, ο πόλεμος ενάντια στο Αφγανιστάν ταυτίστηκε με το διεθνή πόλεμο κατά της τρομοκρατίας η οποία τότε προσωποποιούταν κατά προτεραιότητα στον ισλαμικό φανατισμό. Ο πόλεμος αυτός επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ως ευρύτερος και συνολικός ως προς το φαινόμενο της τρομοκρατίας, την οποία οι δυτικές δημοκρατικές δυνάμεις καλούνται να αντιμετωπίσουν για έναν πιο ελεύθερο και δημοκρατικό κόσμο. Επομένως δεν επρόκειτο αποκλειστικά για μια στρατιωτική αναμέτρηση αλλά και για μια ηθική, καθώς αναμετριόταν σχηματικά ο «κόσμος του φωτός» (που υποτίθεται αντιπροσωπεύουν τα ελεύθερα δημοκρατικά κράτη της Δύσης) με τον «κόσμο του σκότους» (που αντιπροσωπεύουν σκληρά θεοκρατικά καθεστώτα που υποθάλπουν την τρομοκρατία όπως αυτό των Ταλιμπάν).

Πολύ περισσότερο δε, το ηθικό πλεονέκτημα της η Δύση το διεκδικούσε με το να εμφανίζεται ως η απελευθερώτρια δύναμη που σπάει τα δεσμά ενός λαού από μια φρικτή τυραννία. Η αναμέτρηση αυτή είχε κατά συνέπεια και ιδεολογικό αλλά και πολιτισμικό υπόβαθρο, καθώς επρόκειτο για μια αντιπαράθεση των «ελεύθερων» δημοκρατικών αξιών της Δύσης με τις σκοταδιστικές και ανελεύθερες αξίες του φανατικού Ισλάμ.


Ωστόσο ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία δεν εξαντλείται μόνο στο πόλεμο στο Αφγανιστάν, όπου όλες σχεδόν οι χώρες του ΝΑΤΟ ενεπλάκησαν ακολουθώντας την εκστρατεία των ΗΠΑ. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας έμελλε να στραφεί κατά οποιουδήποτε δεν συμμορφωνόταν με τας υποδείξεις των ΗΠΑ και της Δύσης γενικά (εισβολή στο Ιράκ δυο χρόνια αργότερα το 2003) και δευτερευόντως σε κάθε είδους εσωτερική απειλή εντός των κρατών. Από το 2001 και μετά ολοένα και περισσότερα κράτη, ιδίως δυτικά, καλούνταν να εναρμονίσουν τις εσωτερικές τους νομοθεσίες υιοθετώντας ακόμα και αντισυνταγματικά μέτρα ώστε να περιλαμβάνουν ειδικά πλαίσια εξαίρεσης ενάντια σε κάθε θεωρούμενη τρομοκρατική οργάνωση.


Υπογράφηκαν μνημόνια συνεργασίας μεταξύ διαφόρων κρατών για κοινές επιχειρήσεις απαγωγής, ανάκρισης, βασανισμού και εξαφάνισης υπόπτων για τρομοκρατία σε μυστικές βάσεις στο εσωτερικό χωρών συνεργασίας (rendition program). Περιβόητα κολαστήρια κράτησης υπόπτων τρομοκρατίας όπου κανένα ανθρώπινο δικαίωμα δεν είχε ισχύ έρχονταν στο φως (Γκουαντάναμο, Αμπού Γκράιμπ) προκαλώντας συζητήσεις και σκεπτικισμό γύρω από την ηθική ακεραιότητα του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία όπως διεξαγόταν, ακόμα και στο εσωτερικό των ΗΠΑ.


Είκοσι χρόνια μετά λοιπόν και αφού και η δεύτερη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Ιράκ στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία όσον αφορά τους διακηρυγμένους στόχους της συμμαχίας, οι Ταλιμπάν επανέρχονται στην εξουσία στο Αφγανιστάν αναγκάζοντας τις χώρες της Συμμαχίας να αποχωρήσουν ατάκτως η μία μετά την άλλη μέσα από ένα σχέδιο εκκένωσης της χώρας διαμέσου του διεθνούς αεροδρομίου της πρωτεύουσας στη Καμπούλ. Είχαν προηγηθεί χρόνιες διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με την ηγεσία των Ταλιμπάν, διαπραγματεύσεις που αφορούσαν την αποχώρηση της συμμαχίας και την έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών με την αφγανική κυβέρνηση, κι αυτό παρά το γεγονός ότι μεταξύ των βασικών χαρακτηριστικών του πολέμου κατά της τρομοκρατίας- που μπαίνει σε άλλες βάσεις μετά το 2001- ήταν και το «δεν διαπραγματευόμαστε με τρομοκράτες».

Είκοσι χρόνια μετά λοιπόν και ο απολογισμός του πολέμου είναι πικρός για τη Δυτική Συμμαχία:


α) το οικονομικό κόστος του πολέμου ως τώρα (χωρίς να υπολογίζεται πόσο θα φτάσει συνολικά) ανέρχεται σε περίπου 3 τρις ζημιά. Αν οι πόλεμοι είναι ένα επιπλέον επενδυτικό τερέν η πολεμική επένδυση στην επιχείρηση Αφγανιστάν προέκυψε τοξική σε συντριπτικό ποσοστό . Δεδομένου δε ότι το νέο καθεστώς αναμένεται να είναι κυρίαρχο και να καθορίζει τη δική του αυτόνομη οικονομική πολιτική, κάθε ενδεχόμενο γεωστρατηγικό και οικονομικό πλεονέκτημα από την επέμβαση στο Αφγανιστάν απλά πάει περίπατο


β) όχι μόνο δεν επαναεπιβεβαιώθηκε η στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ και της Δυτικής Συμμαχίας αλλά ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε με την επικράτηση των κατά πολύ υποδεέστερων σε στρατιωτικό επίπεδο Ταλιμπαν. Αυτό το «δε μπλέκεται μαζί μας» όχι μόνο δεν έπιασε τόπο εν τέλει αλλά εμφανίζει σε όλο τον κόσμο και σε όλους τους εχθρούς των ΗΠΑ και της Δύσης τα τρωτά τους σημεία, τις αδυναμίες τους και τις αντοχές τους. Οι συνέπειες από αυτό αναμένεται να είναι απρόβλεπτες σε μακροπρόθεσμο επίπεδο αλλά σίγουρα δε φαίνονται καθόλου ευοίωνες για τη Δύση και τις ΗΠΑ.


γ) το πολιτικό διακύβευμα από τον πόλεμο είναι μια πανωλεθρία από κάθε άποψη. Επανέρχεται το καθεστώς που η Δυτική Συμμαχία ανέτρεψε, ένα καθεστώς που αντιπροσώπευε όλες τις ξένες προς τη δύση αξίες, ένα καθεστώς σκοταδιστικό, απολυταρχικό και τυραννικό το οποίο διοικούσε μια τρομοκρατική οργάνωση. Η δύση απέτυχε ως απελευθερώτρια δύναμη, απέτυχε να αποδείξει ότι το «καλό» νικάει πάντα, και τώρα είναι αντιμέτωπη με το τετελεσμένο μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που θα νομιμοποιηθεί πιθανότατα στη διεθνή σκηνή ως κανονικό κράτος. Η επόμενη μέρα όπου το Αφγανιστάν θα εμφανιστεί ενώπιον της διεθνούς κοινότητας ζητώντας αναγνώριση ταυτόχρονα με οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις φαντάζει εφιαλτική και θα είναι από μόνη της μια ταπείνωση και καταβαράθρωση του ηθικού πλεονεκτήματος της Δύσης.


δ) Η γενικότερη υποτιθέμενη πυγμή του «δεν διαπραγματεύομαι με τρομοκράτες» ράγισε και αυτό είναι γεγονός που δημιουργεί τους δικούς του κυμματισμούς στην επιφάνεια του νερού. Το σίγουρο είναι ότι θα επιφέρει μακροπρόθεσμη αλλαγή συσχετισμών σε διάφορα μέτωπα.


ε) Ακόμα και αν η αποχώρηση των Αμερικάνων από το Αφγανιστάν οφείλεται και σε μια αλλαγή προτεραιοτήτων και στην επικέντρωση των δυνάμεων της δυτικής συμμαχίας σε άλλα μέτωπα, θεωρούμενα πιο κομβικά για την ίδια ( πχ Αρκτικός κύκλος, Σινική Θάλασσα) στη βάση του ανταγωνισμού της με πιο σημαντικούς παίκτες ( Ρωσία, Κίνα), η επιλογή αυτή είχε τρομερό κόστος. Διότι σαν οπισθοχώρηση υπήρξε άτακτη μπροστά στα μάτια ολόκληρης της παγκόσμιας κοινότητας, κατόπιν διαπραγματεύσεων με «τρομοκράτες», και μόνο εφόσον είχε γίνει πλέον φανερό και στο τελευταίο «σκυλί του πολέμου» στις ΗΠΑ ότι αυτός ο πόλεμος δεν κερδίζεται, με ότι αρνητικούς συμβολισμούς παράγει αυτό για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.


Πέρα από όλα αυτά επιβεβαιώνεται με τον πιο ηχηρό τρόπο ότι οδεύουμε ξανά σε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο και πολυπολικό κόσμο. Αυτό φυσικά δημιουργεί αμηχανία σε κάποιες παραδοσιακές αντι-ιμπεριαλιστικές αναλύσεις που επιμένουν να διαβάζουν τα πράγματα με παρωχημένα μοντέλα ανάλυσης διπολικών συστημάτων. Για αυτό ακόμα και σήμερα, μετά από αυτή την επική ήττα του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, οι συνέπειες της οποίας δεν έχουν ακόμα ξεκαθαρίσει αλλά αναμένονται καταιγιστικές, συνεχίζουμε να διαβάζουμε από διάφορες μεριές αναλύσεις που κεντροβαρίζουν στο ότι οι Ταλιμπάν ήταν δημιούργημα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, λες και αυτό, ακόμα κι αν ίσχυε κατά 100%, μπορεί να εξηγήσει όλες τις εξελίξεις στην περιοχή από το 1980 ως σήμερα και να ερμηνεύσει την πολυσύνθετη πραγματικότητα που σχηματίζεται από δω και πέρα.


Η νίκη των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν αυτή τη στιγμή ενδυναμώνει τον πόλο του ριζοσπαστικού ισλάμ , και ανεξάρτητα από το αν οι ΗΠΑ ή η Δύση ή οποιοσδήποτε είχε τα προηγούμενα χρόνια και δεκαετίες εφήμερο συμφέρον να χρησιμοποιήσει τη δυναμική αυτή εργαλειακά, βλέπουμε ότι ο πόλος αυτός διαθέτει τη δική του αυτόνομη ατζέντα, τις δικές του διασπάσεις και εμφύλιες διαμάχες, τη δική του εσωτερική πάλη για πολιτική ηγεμονία, καθώς και τη δυνατότητα να νικάει την θεωρούμενη και μεγαλύτερη υπερδύναμη του πλανήτη.


Αναμφίβολα μπαίνουμε σε μια νέα εποχή. Όπως ξαναείπαμε ένας νέος ιστορικός κύκλος ανοίγει, νέες παγκόσμιες ισορροπίες θα διαμορφωθούν, νέες δυνάμεις και υπερδυνάμεις αναμένεται να αναδειχθούν και αυτή η νέα πραγματικότητα απαιτεί και ένα διαφορετικό τρόπο ανάγνωσης που να συμπεριλαμβάνει, και στη μεγάλη και στη μικρή εικόνα, το διαχρονικά χαοτικό τρόπο με τον οποίο διατάσσονται και αναδιατάσσονται μεγάλες και μικρές δυνάμεις στο κόσμο, μακριά από ντετερμινιστικές θεωρίες κλειστών συστημάτων που εμμένουν σε έναν old-school διπολισμό, που και στην εποχή του αδυνατούσε να εξηγήσει τα πάντα.

Εισήγηση του αναρχικού εξεγερτικού περιοδικού 325 στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο ελευθεριακό στέκι Πικροδάφνης

“Ακολουθεί η μετάφραση της εισήγησης που πραγματοποιήθηκε στα αγγλικά του συντρόφου από το αναρχικό εξεγερτικό Περιοδικό 325 στην εκδήλωση (https://athens.indymedia.org/event/84890/ ) που διεξήχθη στο ελευθεριακό στέκι Πικροδάφνη για την στήριξη του Ταμείου Αλληλεγγύης φυλακισμένων & Διωκόμενων Αγωνιστ(ρ)ιών.”

Θέλω να ξεκινήσω λέγοντας ότι λυπάμαι που δεν είμαι μαζί σας ζωντανά, να δω τα πρόσωπα των συντρόφων/ισσων που παρακολουθούν σήμερα. Υπάρχουμε όλο και περισσότερο σε μία πραγματικότητα που κυριαρχείται ολοένα και πιο πολύ από τις οθόνες και από συσκευές που έχουν γίνει τεχνητά υποκατάστατα της πραγματικής, της ανθρώπινης πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνίας, κάτι που πραγματικά λείπει στην παρούσα κατάστασή μας.

Ελπίζω λοιπόν πως μία μέρα θα μπορέσουμε να δούμε τα πρόσωπα ο ένας/μία του άλλου/ης, τις εκφράσεις συνενοχής μας, να ανταλλάξουμε κάποια συνωμοτικά λόγια. Ζούμε σε στιγμές που τα “κινήματα”, προτιμώ να τα αποκαλώ τα υπολείμματα αυτών, παλεύουν να βρουν μία νέα ενέργεια, ένα νέο μονοπάτι, μία νέα τροχιά διαμέσου αυτών των καιρών της πανδημίας, της κραυγαλέας καταστολής και ελέγχου που έχει συμβεί σε όλο τον κόσμο, και όχι μόνο στα “κινήματα”.

Για αυτό το λόγο σας μιλάω σήμερα, ως σύντροφος με βαθιά ανησυχία για το τί μας έρχεται από τον ορίζοντα με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από ότι συνέβαινε στο παρελθόν. Για να χτίσω διασυνδέσεις διεθνώς, για να διαδώσω ιδέες που μπορούν να μετασχηματιστούν σε πράξεις, επειδή είμαστε αναρχικοί/ες, όχι φιλόσοφοι, ακαδημαϊκοί, αριστεριστές ή ακτιβιστές, είμαστε αυτοί/ες που δεν βλέπουμε διαχωρισμό μεταξύ των ιδεών και της πράξης, που μετασχηματίζουμε την κάθε μέρα μας σε επίθεση.

Η συλλογικότητα 325 με τις εκδόσεις της από το 2004 γεννήθηκε από ένα DIY ήθος, με εξεγερτική θεματική, για την ποινική καταστολή και το «έγκλημα», την αυτονομία, ενάντια στις φυλακές και στην ψυχιατρική, μετεξελισσόμενη σε επόμενα τεύχη σε ένα “εξεγερμένο περιοδικό του κοινωνικού πολέμου και της αναρχίας”. Από την αρχή υπήρχε μία αυξανόμενη επικέντρωση στη διεθνή οπτική, αλλά ειδικά στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, στην καταστροφή, στον θάνατο και έλεγχο που αυτή επιβάλλει.

Πρόσφατα στα τελευταία 3 τεύχη, το νο10, νο11 και το τρέχον νο12 στο οποίο επικεντρώνει αυτή η παρουσίαση, έχει δοθεί έμφαση σε μία οπτική ενάντια στην τεχνολογία. Φτάνοντας στο σημείο να δοθεί όνομα σε αυτήν την επιταχυνόμενη μεταβολή εντός του κράτους, του καπιταλισμού και του τεχνο-βιομηχανικού συστήματος, ως η 4η και 5η Βιομηχανική Επαναστάση (ΒΕ) και εντός αυτών τον κίνδυνο της Τεχνολογικής Μοναδικότητας (Technological Singularity).

Το πρόσφατο τεύχος του 325, αποτελεί μία συνάντηση διεθνών αναρχικών ατομικοτήτων και συλλογικοτήτων που επικεντρώνουν σε σχετικές θεματικές, ανάλυσης των νέων πραγματικοτήτων που είναι η 4η και 5η Βιομηχανική Επανάσταση. Νιώθω ότι χρειάζεται ένας ορισμός και για τις δύο εδώ. Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση (επίσης γνωστή ως Βιομηχανία 4.0) είναι ο εξελισσόμενος αυτοματισμός των παραδοσιακών κατασκευαστικών και βιομηχανικών πρακτικών, με τη χρήση σύγχρονης έξυπνης τεχνολογίας.

Η μεγάλης κλίμακας επικοινωνία μεταξύ μηχανών και το Δίκτυο των Πραγμάτων (Internet of Things, IoT) ολοκληρώνονται για επίτευξη αυξημένου αυτοματισμού, βελτιωμένης επικοινωνίας και αυτο-επισκόπησης, και για την παραγωγή έξυπνων μηχανών που μπορούν να αναλύσουν και να διαγνώσουν θέματα χωρίς την ανάγκη τις ανθρώπινης παρέμβασης. Αυτά θα καθοριστούν κυρίως από την ανάδυση τεχνολογιών όπως η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη, η νανοτεχνολογία, οι κβαντικοί υπολογιστές, το δίκτυο των πραγμάτων (IoT), το βιομηχανικό δίκτυο των πραγμάτων, τα συστήματα αποκεντρωμένης συναίνεσης, η κοινωνία χωρίς ρευστό χρήμα, τα κρυπτονομίσματα, οι 5G ασύρματες τεχνολογίες, η 3D εκτύπωση και τα πλήρως αυτόνομα οχήματα. Όλα αυτά, όπως μάλλον οι περισσότεροι/ες από εσάς θα γνωρίζετε, ήδη διαπερνούν τη σημερινή κοινωνία μας, κάτι που δείχνει ότι η 4η ΒΕ είναι ήδη καθοδόν.

Η 5η ΒΕ θα συμβεί παράλληλα με την 4η, και έχει να κάνει περισσότερο με τον ορισμό της ηθικής και του αντίκτυπου της τεχνολογίας που αναπτύσσεται κατά την 4η ΒΕ. Δεν θα επηρεάσει μόνο το πως οι μηχανές χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν προϊόντα αλλά το πως ζούμε γενικώς. Ήδη η ψηφιοποίηση της βιομηχανίας και της εργασίας έχει αλλάξει την έννοια της 9 με 5 εργασίας και αυτό είναι πιθανό να επεκταθεί περισσότερο. Ήδη βλέπουμε μία αύξηση της εργασίας από το σπίτι κατά τη διάρκεια της καραντίνας, που τώρα έχει αρχίσει να προωθείται ως το εναλλακτικό στυλ της εργασίας, αν είσαι βέβαια τυχερός αρκετά για να είσαι καταρτισμένος ώστε να κάνεις αυτές τις δουλειές.

Το πως οι εργοδότες μπορούν να μας επιβλέπουν και να επικοινωνούν με εμάς, το πως ακόμα και το να πας να αγοράσεις οτιδήποτε από έξω μπορεί να γίνει πλέον με online αγορές και παράδοση, κάτι που επίσης αυξήθηκε γρήγορα κατά τη διάρκεια των καραντινών οδηγώντας ακόμα πιο πολύ στην πτώση των εμπορικών φυσικών αγορών και της εργασίας εντός αυτών. Αυτά είναι ορισμένες από τις πτυχές με τις οποίες θα ασχοληθεί η 5η ΒΕ, το πως η 4η ΒΕ θα μας επηρεάσει και θα επηρεάσει την κοινωνία εντός της οποίας ζούμε. Οι εξουσίες και οι καπιταλιστές έχουν επίγνωση της επίπτωσης που θα έχουν οι νέες τεχνολογίες, το ότι θα υπάρχει μία καθυστέρηση μεταξύ της τεχνολογικής εξέλιξης και των υποτιθέμενων ωφελειών αυτής, όπως έγινε και στις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις.

Θα συμβεί μία δραστική αναμόρφωση των κρατών πρόνοιας, η δημιουργία ενός καθολικού βασικού εισοδήματος, που θα λαμβάνεται ασχέτως της κατάστασης εργασίας. Πάνω από όλα αυτά θα δούμε μία έμφαση στην «αντιμετώπιση» των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπου οι εταιρείες θα ενδιαφέρονται περισσότερο για έναν “πιο πράσινο καπιταλισμό”, χρησιμοποιώντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειες, περιορίζοντας το ίχνος τους στο περιβάλλον. Κάτι που βλέπουμε ήδη να συμβαίνει εντός του καπιταλισμού, όχι απαραίτητα επειδή ενδιαφέρονται για το πως η κοινωνία σκέφτεται για αυτό, αλλά περισσότερο επειδή προσαρμόζονται στην καταστροφή του πλανήτη που ήδη συμβαίνει. Όχι τίποτε άλλο αλλά η καταστροφή, η εξάλειψη και η μόλυνση απλώς θα μεταφερθούν αλλού καθώς νέοι περισσότερο καταστροφικοί πόροι, ορυκτά και διαδικασίες θα απαιτηθούν για την παραγωγή αυτών των πράσινων τεχνολογιών.

Ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσουμε την 5η ΒΕ είναι να τη δούμε ως τη διαχείριση των επιπτώσεων, αυτών που αλλάζει η 4η ΒΕ, χρησιμοποιώντας τις προαναφερθείσες τεχνολογίες, όπως την Τεχνητή Νοημοσύνη, την κυβερνητική, τους αλγόριθμους, τους αυτοματισμούς, κοκ, ώστε να διαχειριστεί, να δημιουργήσει μία μεταβολή στο πως τα ανθρώπινα όντα λειτουργούν και ζούνε, εργάζονται και κοινωνικοποιούνται, καταναλώνουν και παράγουν. Το πως ακόμα και το κράτος, ο καπιταλισμός και η κοινωνία λειτουργούν, με λιγότερη έμφαση σε συγκεκριμένα στοιχεία που έχουν αυτοματοποιηθεί και δημιουργώντας άλλες υποδομές, υποτίθεται λόγω ενδιαφέροντος για την κοινότητα και το περιβάλλον.

Όπως ξέρουμε αυτό ήταν πάντα ένα ψέμα, έτσι δίνεται έμφαση στο πως όλη αυτή η αναπτυσσόμενη τεχνολογική επιστημονική ανάπτυξη, όπως πάντα, γίνεται εις βάρος ενός πλανήτη που πεθαίνει, το πως αντιμετωπίζουμε μία “βιολογική εκμηδένιση” ή όπως καλύτερα περιγράφεται το “6ο Γεγονός Μαζικής Εξάλειψης/Εξαφάνισης” όσον αφορά τη βιόσφαιρα και τα ζωικά είδη που ήδη παλεύουν να επιβιώσουν. Ακόμα και η έννοια του αγώνα ήδη έχει και θα γίνεται ολοένα και περισσότερο τμήμα του του κόσμο τεχνο -φυλακή στον οποίο ζούμε.

Συμβαίνει, σίγουρα σε μερικές υπερανεπτυγμένες τεχνολογικά χώρες, μία αναδιάρθρωση, μία αλλαγή, μία μεταβολή της παραγωγής ή ακόμα και εξαφάνιση της έννοιας της βιομηχανίας όπως την ξέρουμε. Το πως, μαζί με αυτό, παραδοσιακές μορφές αντίστασης, ειδικά αυτές βασισμένες στην τάξη, ενσωματώνονται και γίνονται τμήμα του συστήματος. Ως παράδειγμα του πως έχουν θολώσει οι γραμμές μεταξύ των εννοιών της τάξης, του πως ο συνδικαλισμός έχει γίνει τμήμα της λειτουργίας της προόδου του καπιταλισμού αντί να είναι μία επαναστατική δύναμη, του πως καθώς μιλώ πρόσφατα έχουν περαστεί νόμοι από το ελληνικό κράτος για την περαιτέρω φυλάκιση της κοινωνίας, για την μεταμόρφωση της έννοιας της εργασίας ώστε να ταιριάζει στις δυτικές χώρες, ενώ ο Μητσοτάκης μαζί με τον Μπακογιάννη ανοίγουν την Ελλάδα στην ανάπτυξη, για να γίνει ένας παράδεισος των νέων τεχνολογιών του μέλλοντος.

Αυτή θα μπορούσε να είναι μία άλλη συζήτηση για μία άλλη φορά σύντροφοι/ισσες. Θα ήθελα να επικεντρωθώ σύντομα στις θεματικές που αγγίζουν τα άρθρα του ίδιου του τεύχους. Πρώτα έχουμε το “Αυτοματισμός, Ρομποτική και οι επιπτώσεις τους στην Εργασία” που μόλις αγγίξαμε νωρίτερα, για το πως θα μεταμορφωθεί η έννοια της εργασία, για την ιδέα του κράτους πρόνοιας, για το πως η μαζική ανεργία λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων θα μπορούσε να αποτελέσει ένα συχνό φαινόμενο όπως έδειξαν η καραντίνα της πανδημίας και η πρόσφατη “οικονομική κρίση”. Του πως οι ξεχωριστές εξελίξεις εντός της 4ης και 5ης ΒΕ θα οδηγήσουν σε αυτές τις μεταβολές, όχι μόνο μέσα στους φυσικούς χώρους εργασίας αλλά και στο πως βλέπουμε την εργασία και την χαλάρωση, το κράτος, την κοινωνία, την κοινότητα κοκ στο μέλλον. Του πως σχεδιάζεται μία μετα-βιομηχανική κοινωνία δυστοπικών αναλογιών, η οποία δεν θα απαιτεί φυσική βίαιη καταστολή αλλά περισσότερο έναν ψυχολογικό γραφειοκρατικό αλγοριθμικό εξαναγκασμό.

Η συνεχιζόμενη πανδημία και τα καταπιεστικά μέτρα σχολιάζονται επίσης σε άρθρα, επειδή αυτό που βλέπουμε και ελπίζω ότι οι περισσότεροι/ες εδώ θα έχουν επίγνωση είναι το πως η πανδημία και κυρίως η καραντίνα αποτέλεσαν μία αφορμή για τους τεχνοκράτες και τους επιστήμονες μαζί με τους τεχνο-επιχειρηματίες σαν τον Μασκ, την Google, την Apple και την Boston Robotics να επιταχύνουν τη χρήση τεχνολογιών και της επιστήμης στις ζωές μας, αλλά περισσότερο ποντάρουν στον φόβο και στην απομόνωση πάνω στα οποία αυτές θεριέβουν.

Αυτό με οδηγεί σε ένα άρθρο από την Ιταλική συλλογικότητα “Resistenze al Nanomondo” πάνω στο “Υπερανθρωπισμός και Τεχνητή Αναπαραγωγή”, που αφορά το πως η γενετική, η βιοτεχνολογία και ακόμα και η νανοτεχνολογία χρησιμοποιείται για να «παίξει» με τα σώματά μας ακόμα και στο κυτταρικό επίπεδο σε ένα τρελό κυνήγι για ένα άτρωτο ανθρώπινο ον, για αιώνια ζωή, ακόμα και στο άνοιγμα της πόρτας για την ένωση μηχανής και ανθρώπου.

Υπάρχει ακόμα το υπέροχα γραμμένο άρθρο “Ψυχολογία της Μηχανής” από τον John Zerzan ειδικά γραμμένο για το τρέχον τεύχος. Ο Zerzan, η Πράσινη Αναρχία και η αντί-πολιτισμική τάση έχει υπάρξει μία αναδυόμενη επιρροή στην συλλογικότητά μας καθώς περνάει ο καιρός, επειδή ακριβώς τα θέματα τα οποία επιλέγει αφορούν την κυβερνητική, έννοιες της πραγματικότητας, το ρόλο των αλγορίθμων, το ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης. Το πως έχουμε ήδη για κάποιο καιρό γίνει περισσότερο σαν τις μηχανές στις φυσικές και ψυχολογικές μας συμπεριφορές.

Αυτή η διαπίστωση οδηγεί και σε άλλα κείμενα γύρω από την έξυπνη τεχνολογία, όπως τα έξυπνα τηλέφωνα και το 5G, στο πως αυτά μας επηρεάζουν και θα μας επηρεάσουν περισσότερο, στο πως όλες αυτές οι εξελίξεις από την 4η και 5η ΒΕ θα τρέξουν πάνω από τα ήδη κατασκευαζόμενα δίκτυα 5G. Αυτό που είναι σημαντικό εδώ όμως είναι το πόσο τρωτά είναι αυτά τα συστήματα, ιδιαίτερα τα δίκτυα πάνω στα οποία στηρίζονται. Ως μία παράπλευρη σκέψη, πρόσφατα είχαμε ένα κύμα από επιθέσεις σε υποδομές 5G στην Ευρώπη σε πολλές χώρες κατά τη διάρκεια των καραντινών, και ήταν έκπληξη ότι δεν ήταν όλες συγκεκριμένα αναρχικές επιθέσεις. Μαζί με άλλα γεγονότα έδειξαν την τρωτότητα τους, όπως η τελευταία διακοπή στην παροχή internet αυτό το μήνα, που οδήγησε πολλά διεθνή websites να κλείσουν λόγω της δυσλειτουργίας πλατφορμών νέφους (cloud). Τίποτα δεν είναι ανίκητο, σε αντίθεση με το πόσο δηλώνουν ότι είναι, και θα ήθελαν να είναι, οι τεχνοκράτες και οι ιερείς της επιστήμης.

Μαζί με αυτά τα άρθρα έχουμε τη συμβολή από το σύντροφο μας Ντίνο στην “Διεθνή Συνάντηση ενάντια στην Τεχνολογία και στην Επιστήμη”, ο οποίος πάντα έχει διατηρήσει μια αξιοπρεπή και συνεχή στάση ενάντια στην τεχνολογική φυλακή για την οποία μιλάμε εδώ.

Υπάρχουν ακόμα γραπτά για την “Κοινωνία χωρίς μετρητά”, ένα ήδη διογκούμενο φαινόμενο ειδικά μετά την έναρξη της πανδημίας. Περιγράφει την εξαφάνιση του φυσικού νομίσματος, την online ψηφιοποίηση του χρήματος, μαζί με την ανάδυση των κρυπτονομισμάτων. Τέλος έχουμε ορισμένα ενδιαφέροντα άρθρα για το πως εντός της τεχνολογικής μεταβολής που ήδη συμβαίνει, θα δούμε μία περαιτέρω επέκταση έξω από τη γη στο διάστημα, είτε με τη δημιουργία του δορυφορικού συστήματος Starlink από τον Elon Musk ή με τη γενική ανάπτυξη της βιομηχανίας, την εξερεύνηση, εκμετάλλευση, κυριάρχηση στο διάστημα όσο η Γη γίνεται ένα όλο και πιο κατεστραμμένο μέρος.

Είναι ξεκάθαρο από την ανάλυση και την κριτική που περιέχεται στο τρέχον τεύχος, το ότι ξεκάθαρα έχει εμφανιστεί στις μέρες μας ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον που περιέχεται σε ένα δυστοπικό διήγημα ή ταινία, αλλά αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα τώρα στο παρόν. Με την ανάδυση μία “εξυπνότερης από τον άνθρωπο” μηχανικής νοημοσύνης που είναι στο επίπεδο του Εξολοθρευτή και του Μάτριξ. Θα δούμε τα κράτη, τον καπιταλισμό και τις κοινωνίες να κυβερνώνται ολοένα και περισσότερο από αυτήν. Κατευθυνόμαστε προς την κατασκευή μίας κοινωνίας όπως την περιέγραψε ο Αλφρέντο Μπονάνο στο “Μετα-βιομηχανική Κοινωνία”, όπου το χάσμα μεταξύ εκείνων που θα γνωρίζουν τη γλώσσα των νέων τεχνολογιών και θα αισθάνονται τα οφέλη από αυτήν, μέσα στις απομονωμένες οχυρωμένες νησίδες προνομίων, θα μεγαλώνει από αυτούς που δεν την κατανοούν, αποκλεισμένοι εξ’ αρχής από αυτήν ή όσων επιλέγουν να την αρνηθούν, σπρωγμένοι μέσα στα νέα γκέτο. Ήδη βλέπουμε εξεγερσιακά ξεσπάσματα που παράγονται από όλα αυτά μαζί με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των περιορισμών κίνησης.

Αρκεί να παρατηρήσεις την άνοδο στις μέρες μας του ολοκληρωτισμού σε μία αναδυόμενη Ρωσία και την άνοδο της Κίνας, χώρες εμμονικές με τις τεχνολογικές εξελίξεις για τον έλεγχο των πληθυσμών τους. Εάν επικεντρώσουμε στην Κίνα για παράδειγμα, ήδη λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως ένα ολοκληρωτικό κράτος της 4ης και 5ης ΒΕ, με έξυπνες πόλεις, ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη να διαπερνούν το σύνολο του πληθυσμού. Από την αναγνώριση προσώπου που επιβάλλεται στα παιδιά στα σχολεία ή από τα τεχνολογικά στρατόπεδα συγκέντρωσης του μέλλοντος για τον εγκλεισμό των Ουιγούρων έως το πραγματικό γεγονός ότι έχει ένα σύστημα επιτήρησης πραγματικού χρόνου που χωρίς πλάκα αποκαλείται “Skynet”. Γιατί πρέπει αυτό να μας αφορά; Γιατί αυτές είναι ακριβώς οι τεχνολογίες που αντιγράφει η Δύση! Επίσης αναπτύσσεται ένας διακρατικός ανταγωνισμός μεταξύ όλων των χωρών παγκόσμια για την τεχνητή νοημοσύνη, της κυβερνητική και τον αυτοματοποιημένο πόλεμο, που προσομοιάζει με προηγούμενους παγκόσμιους πολέμους, φτάνοντας στο σημείο να βάζει τα κράτη στα πρόθυρα ενός νέου πολέμου.

Συνδυάστε όλα αυτά με έναν online κατοπτρικό κόσμο τεχνητής και επαυξημένης πραγματικότητας, που διαφημίζει μία διέξοδο από τον φυσικό κόσμο με τον οποίο τα ανθρώπινα όντα γίνονται όλο και λιγότερο συνδεδεμένα. Είτε είναι μέσω των παιχνιδιών, της επικοινωνίας, ακόμα και των αισθημάτων, δεν θα χρειάζεται να φύγεις από την άνεση του δικού σου σπιτιού, που δεν είναι και πολύ μακριά από όπου είμαστε τώρα. Ένα αυτόνομο άνετο κελί φυλακής δικής μας δημιουργίας για το οποίο χρησιμοποιούμε την ψηφιακή κάρτα κλειδί για να φυλακίσουμε τους εαυτούς μας. Είναι οι αλγόριθμοι, οι αναλυτές δεδομένων, οι τεχνοκράτες που θα κυβερνούν το κράτος του μέλλοντος. Ακόμα και το πως οι νέοι άνθρωποι θα δημιουργούνται, κάτι που προάγει περαιτέρω την Τεχνολογική Μοναδικότητα, όπου οι άνθρωποι γίνονται ρομπότ και τα ρομπότ άνθρωποι. Ένας ορισμός της Τεχνολογικής Μοναδικότητας, για να μπορέσουμε να την καταλάβουμε, είναι ότι αποτελεί ένα σημείο στο χρόνο κατά το οποίο η τεχνολογική ανάπτυξη γίνεται ανεξέλεγκτη και μη αναστρέψιμη, έχοντας ως αποτέλεσμα μη προβλέψιμες αλλαγές στον ανθρώπινο πολιτισμό. Είναι βασικά το σημείο όπου είτε η τεχνητή Νοημοσύνη ή ανθρώπινα όντα σε συνδυασμό με ΤΝ, θα έχουν ως αποτέλεσμα μία ισχυρή υπερ-νοημοσύνη που ποσοτικά υπερβαίνει κατά πολύ όλη την ανθρώπινη νοημοσύνη. Αυτό πάλι έχει τις δυστοπικές αναλογίες καταστάσεων που περιγράφονται στην ταινία “Ghost In The Shell” ή στο βιβλίο “Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος”, μία κατάσταση όπου κάθε κύτταρο και άτομο, κάθε μυαλό θα έχει ενσωματωμένη τεχνολογία και τότε θα είναι πολύ αργά για αντίσταση.

Έτσι μέσα από αυτήν την σκοτεινή εικόνα, αντλούμε κάποιο φως, μέχρι και φωτιά, από την επιρροή του Ρώσου συγγραφέα/φιλοσόφου Nikolay Chernyshevsky, ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή στους Ρώσσους επαναστάτες, αναρχικούς και νιχιλιστές. Θα πάρω τον τίτλο ενός από τα διηγήματά του και θα ρωτήσω “Τί πρέπει να γίνει”;

Οι αναρχικοί/ες πάντα κατόρθωναν να προσαρμόζονται και να είναι επιδέξιοι/ες στη χρήση των νέων τεχνολογιών για να αντιπαλέψουν το σύστημα που προσπαθεί να τους/τις ελέγξει. Από τους κατασκευαστές βομβών, στους χειριστές όπλων, στους τυπογράφους, πλαστογράφους, για να θυμηθούμε τους αναρχικούς στα τέλη του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, οι οποίοι πολέμησαν την άνοδο της τότε αναδυόμενης βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνολογικής και επιστημονικής καταπίεσης που την συνόδευε. Το ίδιο θα συμβεί και στη νέα εποχή, και είναι αυτό που το έντυπο και εγώ σας προτείνω εδώ. Η εποχή της “προπαγάνδας της πράξης” χρειάζεται να επιστρέψει, επειδή ακόμα μία φορά ως αναρχικοί/ες περιοριζόμαστε στο πως μπορούμε να λειτουργήσουμε και αυτό απαιτεί από εμάς να επιτεθούμε αντί να θρηνούμε για τα μέσα που χάνονται και στα οποία βασιζόμασταν.

Η αναρχία πρέπει να ξαναγίνει απειλή, χρειάζεται να προκαλέσει φόβο στον εχθρό πάλι, να κάνει το φόβο να αλλάξει πλευρά. Το σαμποτάζ, η καταστροφή της κοινωνικής μηχανής, των δικτύων της, της περιουσίας, των μέσων παραγωγής είναι κυρίαρχης σημασίας μέσα σε αυτό το εφιαλτικό παρόν που πάει να δημιουργηθεί.

Ακόμα και εμείς στο 325 ως συλλογικότητα καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να εξελιχθούμε μαζί με τις καταστάσεις. Όπως έχουμε δηλώσει πρόσφατα, δεν ξέρουμε εάν η συλλογικότητά μας θα συνεχίσει ή θα εξελιχθεί ως μέρος κάτι άλλου, αλλά σίγουρα ξέρουμε που πρέπει να δοθεί η εξεγερσιακή σύγκρουση.

Η πρόσφατη καταστολή ενάντια στο 325 είναι ένα παράδειγμα του πόσο φοβούνται μία τέτοια προοπτική εάν κερδίσει έδαφος, το οποίο έχει σαφώς τη δυνατότητα να το κάνει. Δεν είναι σύμπτωση ότι επιτέθηκαν ενάντια στη συλλογικότητά μας μετά την δημοσίευση του τεύχους 12 πέρυσι. Χρειάζονται περισσότερες πρωτοβουλίες με κριτική και ανάλυση ενάντια στον κόσμο της τεχνολογικής φυλακής, ανάλυση παλαιών αγώνων διεθνώς, τις αποτυχίες τους, τις επιτυχίες τους. Χρειάζεται να συμβεί μία ρήξη μεταξύ των παλαιών μορφών αγώνα, ακόμα και των απομειναριών του αναρχισμού, ώστε να εμφανιστεί μία νέα μορφή που προσαρμόζεται στο σύγχρονο κρίσιμο σταυροδρόμι. Η αντιπληροφόρηση, οι εκδόσεις, οι χώροι, οι εκδηλώσεις είναι σημαντικά για να δημιουργήσουν τη βάση, να δημιουργήσουν την ανταλλαγή της γνώσης, των ιδεών, της εμπειρίας που πηγαίνει πέρα από απλά λόγια. Επειδή όπως σχολίασα και στην αρχή αυτής της παρουσίασης οι αναρχικοί ήταν πάντα με τις ενέργεια, την ζώσα πράξη. Μόνο τότε μπορεί να διαμορφωθεί μία νέα επίθεση από την συγγένεια, τις άτυπες μορφές οργάνωσης, διεθνώς συντονισμένη ενάντια σε αυτό το νέο Λεβιάθαν που είναι η 4η και 5η ΒΕ και η Τεχνολογική Μοναδικότητα. Επειδή αν δεν γίνουν αυτά, η Γη, όλα τα ζώντα είδη και εμείς ως ανθρώπινα όντα όπως τα γνωρίζαμε είμαστε σε κίνδυνο.

 

 

 

Αναδημοσίευση από: https://athens.indymedia.org/post/1613652/

The Blast