Η πόλωση του πολιτικού σκηνικού στην μεταπολεμική Ελλάδα δεν άφηνε πολλά περιθώρια ώστε να είναι κανείς αδιάφορος προς την πολιτική. Ως αποτέλεσμα όλες οι πτέρυγες του πολιτικού φάσματος, από τη δεξιά ως το κέντρο και την αριστερά, είχαν μια μεγάλη κομματική δεξαμενή, έντονα πολιτικοποιημένη, και με την πλειοψηφία των μελών τους, αρκετά στρατευμένα ιδεολογικώς.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια ο κοινωνικός χάρτης στο ελληνικό τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Νέες τάσεις έχουν διαμορφωθεί, έχουν καταστεί κυρίαρχες, και έχουν επηρεάσει τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς.
Οι ανακατατάξεις της μεταπολίτευσης, η κοινωνική κοινωνικότητα και οι αντιφατικές ταξικές μετατοπίσεις που τη χαρακτήρισαν, καλλιέργησαν σταδιακά τις συνθήκες για την α-πολιτικοποίηση μεγάλου μέρους του δυναμικού κάθε πολιτικής πτέρυγας. Διαμορφώθηκε έτσι ένας μεγάλος κοινωνικός πόλος που εκτείνεται από τη μετριοπαθή συντήρηση ως τη μετριοπαθή πρόοδο, αδιάφορος για τα κοινά τον περισσότερο καιρό, εμποτισμένος από την κυρίαρχη ιδεολογία της ανάπτυξης και του καταναλωτισμού, πακέτο με την εξοικείωση πρακτικών διαφθοράς, σε αναλογία πάντα των κοινωνικών και ταξικών προνομίων του καθενός.
Ο συγκεκριμένος κοινωνικός πόλος, πέρα από συγκεκριμένες στιγμές που ενεργοποιήθηκε λόγω συγκυριών που είχαν σχέση με εθνικές ή οικονομικές κρίσεις, υπήρξε κατά κύριο λόγο ανενεργός, διατυμπανίζοντας περήφανα την α-πολιτικοποίηση του, ως κοινωνικά υπεύθυνη θέση, ενώ η αδιαφορία προς τα κοινά, μετατρεπόταν σε κυρίαρχη κοινωνική τάση, σε αντίθεση με το παρελθόν που ενδεχομένως ήταν πιο περιθωριακή. Η τάση αυτή, σε συνδυασμό με την επιρροή της μαζικής κουλτούρας των επόμενων δεκαετιών, καθιερώθηκε ως η απόλυτη νέα νόρμα και ήταν και αυτή που απορροφούσε τα μεγαλύτερα κύματα της νεολαίας.
Θεωρούμε ότι ο πόλος αυτός, που άλλοτε αποκαλείται σιωπηλή πλειοψηφία ή μέτωπο της λογικής, δεν έγινε άμεσα αντιληπτός, ως τέτοιος, από το ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα , με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αποξένωση με χαρακτηριστικά ιδρυματοποίησης, των ριζοσπαστικών υποκειμένων από το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτή η ιδρυματοποίηση δημιούργησε κάπως μια συλλογική αίσθηση ότι όσο περισσότερο φωνάζουμε, όσο περισσότερη βαβούρα κάνουμε, τόσο περισσότερο ακούγεται προς τα έξω το δίκιο μας, και μάλιστα γίνεται αποδεκτό. Κάπως σαν το σύνδρομο του φωνακλά που επειδή φωνάζει σε μια συζήτηση, νομίζει ότι οι χαμηλοί τόνοι των υπολοίπων είναι ένδειξη πειθούς.
Το χάσμα ανάμεσα στις ριζοσπαστικοποιημένες δυνάμεις της προόδου και τον κοινωνικό πόλο της α-πολιτικοποίησης βάθυνε κι άλλο στη πορεία της μεταπολίτευσης, καθώς χανόταν ολοένα και περισσότερο το πολιτισμικό κομμάτι της παράδοσης των αγώνων, των συλλογικών αντιστάσεων και κατακτήσεων, αφήνοντας πίσω ένα κενό που κάλυπτε η επελαύνουσα μαζική κουλτούρα των ΄90s και ΄00s. Η ενασχόληση με την πολιτική από την άλλη φαινόταν σα δείγμα γραφικού φανατισμού ή μια επιλογή καριέρας για τους πιο επιδέξιους και φιλόδοξους. Ήταν εποχές που ειδικά στις νεανικές παρέες ήταν στάνταρ οι φράσεις «έλα μωρέ τι ασχολείσαι με αυτά τώρα», «δε μπορούμε να κάνουμε μια κουβέντα όλο στο πολιτικό το πας», «καλό παιδί ο/η τάδε αλλά στα πρήζει με τα πολιτικά» .
Οι κοινωνικοί αγώνες λοιπόν έφθιναν στη μεταπολίτευση, οι πιο δυναμικές αντιστάσεις γίνονταν ολοένα και πιο περιθωριακές, και κάθε μεγάλο κοινωνικό κίνημα που ξεσπούσε δε ήταν παρά μια σκιά κάποιου προηγούμενου, κάποια χρόνια πίσω. Αν κοιτάξει κάποιος τη μεγάλη εικόνα των προηγούμενων δεκαετιών και μελετήσει την καμπύλη των κοινωνικών αγώνων στη μεταπολίτευση, θα διαπιστώσει μια διαρκώς φθίνουσα πορεία σχεδόν σε όλα τα μέτωπα. Από τις εργατικές μέχρι τις φοιτητικές και τις μαθητικές κινητοποιήσεις και από τα αντιπολεμικά μέχρι το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, σημειώνεται μια πτωτική τάση, αν όχι απαραίτητα σε δυναμικότητα, σίγουρα σε μαζικότητα. Οι εστίες κοινωνικής σύγκρουσης λιγοστεύουν διαρκώς, η ένοπλή αμφισβήτηση υποχωρεί καθώς καταγράφονται ολοένα και λιγότερες ενέργειες, ενώ μία από τις πιο εμβληματικές και πολυπληθέστερες οργανώσεις πολιτικής βίας, τερματίζει τη δράση της στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 .
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, και ότι την ακολούθησε, ήταν βεβαίως μια εξαίρεση αλλά ταυτόχρονα ήταν και μια παρένθεση. Δυναμική αλλά παρένθεση. Η εξέγερση απέκτησε ένα δημόσιο πρόσωπο στις δυναμικές αντιδράσεις και διαδηλώσεις των μαθητών, αλλά η βασική εκρηκτική της ύλη, αν εξαιρέσουμε το αναρχικό κίνημα, υπήρξε το κοινωνικό περιθώριο, δηλαδή ένας διαρκής πληθυσμός υπό εξαίρεση. Ρομά, μετανάστες, με ή χωρίς χαρτιά, τοξικοεξαρτημένοι, λούμπεν παραβατικός πληθυσμός καθώς και χούλιγκαν των γηπέδων. Το γεγονός της έκρηξης του κοινωνικού περιθωρίου ταρακούνησε τα πιο συντηρητικά κομμάτια του κοινωνικού πόλου της α-πολιτικοποίησης, στρέφοντας τους στα πιο δεξιά του πολιτικού φάσματος από εκεί και ύστερα.
Τα πρώτα χρόνια της κρίσης και των αντιμνημονιακών αγώνων, η πόλωση που προκάλεσε η κοινωνική αγανάκτηση, υπήρξε ομολογουμένως μεγάλη, δημιουργώντας μια πολιτική αποσταθεροποίηση που άλλαξε τα δεδομένα του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Της κοινωνικής αγανάκτησης κατάφεραν να τεθούν πρωτοπορία δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και της ακροδεξιάς, οι μεν επενδύοντας στην ελπίδα μιας καλύτερης διαχείρισης, οι δε στην απογοήτευση και το θυμό εξαιτίας της «πολιτικής φαυλοκρατίας». Αμφότερες επένδυσαν στο χαρτί των πατριωτικών αισθημάτων με την ρητορική της καθεμιάς προσαρμοσμένη στις γενικότερες διακηρυγμένες αρχές της, και στα αυτιά του ευρύτερου ακροατήριου της. Εκλογικά επικράτησαν οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις διαψεύδοντας την ελπίδα που καλλιέργησαν ενώ την ίδια στιγμή οι ακροδεξιές δυνάμεις βάλλονταν ως εγκληματικές, και έβρισκαν απέναντι τους το «τείχος της Δημοκρατίας».
Αυτή ακριβώς η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας του 2015-2019 να καταφέρει, έστω και περιορισμένα, να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που η ίδια καλλιέργησε, ήταν καταλυτική ώστε να δημιουργηθεί το έδαφος για μια επερχόμενη επανασυσπείρωση του κοινωνικού πόλου της α-πολιτικοποίησης, της σιωπηλής πλειοψηφίας και του μετώπου της λογικής υπό την αδιαμφισβήτητή πολιτική ηγεμονία της δεξιάς πτέρυγας του πολιτικού συστήματος.
Το γεγονός αυτό δίνει την ευχέρεια στη νέα πολιτική διαχείριση της εξουσίας να ανακηρύξει το τέλος ενός ιστορικού κύκλου, αυτού της μεταπολίτευσης, και το άνοιγμα ενός νέου. Ενός νέου κεφαλαίου που θα κλείσει τα κεφαλαία που συνιστούσαν «παθογένειες του παρελθόντος», «γραφικότητες» και «σπασμωδικές αντιδράσεις μειοψηφικών ομάδων», καταστάσεις δηλαδή που δεν μας έκαναν να φαινόμαστε μια καθώς πρέπει ευρωπαϊκή ανεπτυγμένη χώρα, αλλά μια οπισθοδρομική βαλκανική μπανανία.
Έτσι η κυβέρνηση κλείνει το κεφάλαιο των διαδηλώσεων, κλείνει το κεφάλαιο των απεργιών, το κεφάλαιο του ριζοσπαστισμού στα πανεπιστήμια, το κεφάλαιο της πολιτικής βίας και της έμπρακτης αμφισβήτησης του καθεστώτος σε οποιαδήποτε μορφή, και ετοιμάζεται να κλείσει και άλλα κεφάλαια, με την πρόθεση να γράψει ιστορία και να αφήσει εποχή, ως η κυβέρνηση που έκανε αυτά που δεν τόλμησε να κάνει καμιά άλλη. Κι αυτό χωρίς κόμπλεξ και ενοχικά σύνδρομα για το βρώμικο παρελθόν της δεξιάς, πράγματα που αφορούν γεγονότα που έχουν ξεθυμάνει και οι νέες γενιές δεν έχουν ζήσει καν, χωρίς ταμπού, και πάνω από όλα, χωρίς πραγματικό αντίπαλο μέχρι στιγμής. Κι αυτό γιατί οι δυνάμεις της αριστεράς από τη μία, νόμιζαν πως τα μεταπολιτευτικά προνόμια τους θα κρατούσαν για πάντα και απέχουν πολύ από οποιοδήποτε επίπεδο ετοιμότητας, και η πιο δυναμική και συγκρουσιακή κοινωνική δυναμική από την άλλη, η αναρχία, παραμένει κατακερματισμένη και δεχόμενη συντριπτικά απανωτά πλήγματα, το ένα πίσω από το άλλο.
Πλέον το να φωνάζεις δυνατά και επαναλαμβανόμενα πόσο φασιστική είναι η κυβέρνηση και αυτά που κάνει, απλώς δεν έχει κανένα νόημα. Κι αυτό διότι τα χρόνια πέρασαν, και οι κυβερνώντες πλέον δεν τριγκάρονται με αυτή τη ρητορική. Περισσότερο διασκεδάζουν καθώς γνωρίζουν ότι έτσι δεν πείθεται παρά ένα πολύ μικρό κοινό μέσα στην κοινωνία, με έφεση να παρασύρεται από λεκτικές υπερβολές. Η πραγματικότητα, όσο κι αν μας ενοχλεί, είναι ότι πολλά από τα πράγματα που τώρα κάνει η κυβέρνηση ισχύουν, και είναι μια κανονικότητα σε πολλές χώρες στην Ευρώπη εδώ και χρόνια, δεκαετίες ίσως. Και ο περισσότερος κόσμος στον οποίο απευθυνόμαστε, ή τέλος πάντων αυτό πασχίζουμε να το κάνουμε, δεν έχει στο μυαλό του την Ευρώπη, γενικώς και αορίστως, ως μια ένωση φασιστικών κρατών, αλλά ως ισοδύναμο της προόδου και του εκσυγχρονισμού, τόσο σε ότι αφορά τα πανεπιστήμια, αλλά και τις κινητοποιήσεις, την καταστολή, τις φυλακές κτλ.
Ο περισσότερος κόσμος θα έχει ταξιδέψει σε κάποια χώρα της Ευρώπης, για τουρισμό, για σπουδές, για αναψυχή, και σίγουρα αυτό που σκέφτηκε δεν ήταν, «α τι φασιστική χώρα είναι αυτή», αλλά πόσο προχωρημένα, πολιτισμένα, εκσυγχρονισμένα και τακτοποιημένα είναι τα πράγματα εκεί πέρα. Αυτός είναι ο πυρήνας του φαντασιακού του κοινωνικό πόλου της α-πολιτικοποίησης όταν ακούει για Ευρώπη, η οποία περισσότερο σαν πρότυπο κάπως γίνεται αντιληπτή, παρά σαν παράδειγμα αποφυγής.
Βερμπαλισμοί τύπου Χούντα, Φασισμός, φασιστικές πρακτικές, δεν συγκινούν και δεν πείθουν παρά ελάχιστα αυτιά. Ακόμα χειρότερα ακούγονται σαν τις υστερίες ενός κακομαθημένου παιδιού που οι κηδεμόνες του αποφάσισαν να γίνουν πιο αυστηροί. Μια εικόνα που ενισχύεται από την προπαγάνδα του κυβερνητικού στρατοπέδου που χαρακτηρίζει την αριστερά (στο σύνολο της) ως το κακομαθημένο παιδί της μεταπολίτευσης που δεν έμαθε ποτέ τρόπους.
Σε μεγάλο βαθμό λοιπόν, ο πόλος της α-πολιτικοποίησης όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για τις προοδευτικές κατακτήσεις που χάνονται, αλλά τις εγκρίνει κιόλας, και τις θεωρεί δείγμα κυβερνητικής συνέπειας και αποφασιστικότητας. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι να θιγούν και τα δικά τους άμεσα συμφέροντα και προνόμια και να αναγκαστούν να λάβουν την όποια θέση διαμαρτυρίας, είμαστε μόνοι και μόνες μας, σε έναν αγώνα που μοιάζει με κούρσα επιβίωσης, με τις πιθανότητες αναχαίτησης αυτής της επίθεσης να μην αυξάνονται με μια ρητορική και μια στρατηγική που αποσκοπεί στο να κάνει τους κυβερνώντες να νιώσουν ντροπή για τα «φασιστικά πεπραγμένα» τους, ή να αγχωθούν μην ταυτιστούν με την επάρατο Δεξιά.
Η κυβέρνηση επιτίθεται ανελέητα σε όλο το προοδευτικό φάσμα θεωρώντας ότι το χει να το κάνει γιατί τόσα χρόνια «βρίσκαμε και τα κάναμε». Μπορεί οι συνθήκες της πανδημίας να ευνοούν τις αλλαγές των κοινωνικών συσχετισμών αλλά, μη γελιόμαστε, αυτές θα προχωρούσαν έτσι κι αλλιώς, με ή χωρίς πανδημία. Απλώς τώρα τσουλάνε πιο εύκολα. Η ανάσχεση τους από την άλλη, και η διάψευση της νέα πολιτικής διαχείρισης ότι δεν παίζει χωρίς αντίπαλο, δε θα είναι χωρίς βαρύ κόστος. Αυτό ας το λάβουμε υπόψη μας.