Το Κόμμα που αγαπούσε τα συγχαρητήρια

Το ΚΚΕ, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά ΚΚ, έχει δεχθεί, από το 1974 και μετά όπου νομιμοποίηθηκε, να παίζει το ρόλο μιας καθεστωτικής αριστεράς που διεκδικεί την ηγεμονία του πεζοδρομίου, των κοινωνικών αγώνων και του κοινωνικού ανταγωνισμού εν γένει, ώστε να φροντίζει ότι η στάθμη της κοινωνικής πόλωσης θα παραμένει στάσιμη και ότι δε θα υπάρξει κοινωνική εκτροπή. Έχει αποδεχθεί οριστικά τον ιστορικό συμβιβασμό, και έχει βολευτεί στη θέση μιας πολιτικής διαμαρτυρίας όντας αντιπολίτευση εσαεί. Δεν διεκδικεί να καταστεί κόμμα εξουσίας, δεν διεκδικεί να είναι κόμμα ανατροπής, δεν διεκδικεί καν να επιφέρει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές μέσα στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο. Έχει αποκηρύξει κάθε μορφή οξυμένης πάλης, από την ένοπλη βία ως και τις μαχητικές διαδηλώσεις, έχει δηλητηριάσει το δημόσιο διάολογο με την ακράια χαφιεδολογία και προβοκατορολογία του, και έχει υπάρξει ουκ ολίγες φορές, αρωγός της Τάξης και της Ασφάλειας, επιχειρώντας βίαια και κατασταλτικα σε πιο ανεξέλεγκτες δυνάμεις του κινήματος.

Όλα αυτά δεν αφορούν μια αντιπαράθεση κομμουνισμού- αναρχίας. Δεν έχουν σχέση με υπαρκτές θεωρητικές ή άλλες διαφωνίες μεταξύ Μαρξ- Μπακούνιν και άλλων τεράτων της ριζοσπαστικής θεωρίας. Δεν έχουν να κάνουν καν με την όποια κριτική σε οποιαδήποτε βερσιόν του υπαρκτού σοσιαλισμού ούτε με την όποια κριτική στη προ 1974 εποχή του ΚΚΕ. Έχουν να κάνουν με την εγκόλπωση του μέσα στο πολιτικό κατεστημένο και την επιλογή του να είναι πυλώνας πολιτικής σταθερότητας σε οποιαδήποτε καίρια στιγμή του κοινωνικού ανταγωνισμού. Για αυτό και δέχεται και συγχαρητηρίων σε κάθε ευκαιρία. Γιατί το μέτωπο της ελληνικής εθνικοφροσύνης (οι πιο πραγματίστικες συνιστώσες της τουλάχιστον), γνωρίζει πως για τα ελληνικά δεδομένα, η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης έρχεται μέσα από τη διατήρηση του ΚΚΕ ως έναν εφεδρικό σύμμαχο. Ένα συμπέρασμα που έχει καθορίσει τον κεντρικό πολιτικό ρεαλισμό της μεταπολίτευσης, παρά τις όποιες αντι-κομμουνιστικές κορώνες πιο ακροδεξιών πτερύγων του πολιτικού φάσματος.

Το ζήτημα λοιπόν της σύγκρουσης με το μόρφωμα που λέγεται ΚΚΕ είναι ΠΟΛΙΤΙΚΟ και δεν αφορα μια βεντέτα αναρχίας-ΚΚΕ. Αφορά, ή θα έπρεπε να αφορά, όλα τα κομμάτια του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος, είτε από το φάσμα της αναρχίας, είτε από το φάσμα του κομμουνισμού, που επιμένουν να βλέπουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό με κριτήρια εκτροπής του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάτι που έρχεται μέσα από την παράδοση του διεθνούς επαναστατικού κινήματος με σημεία ορόσημα όπως η εκτέλεση μέλους του ΙΚΚ στην Ιταλία από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, για την επιλογή του να καταδώσει αγωνιστή στις αρχές.

Η μορφή που θα πάρει μια οποιαδήποτε τέτοια σύγκρουση στο μέλλον εξαρτάται από τα επίδικα της εποχής, των προκλήσεων και των διακυβευμάτων που τιθενται καθώς και από την πρωτοβουλία του ίδιου του ΚΚΕ να υπερασπιστεί την πολιτική σταθερότητα του συστήματος. Θα ειναι μάλιστα μια σύγκρουση που αναπόφευκτα θα καταλήξει να αφορά και τη βάση και την ηγεσία καθώς ανεξάρτητα από την ποιότητα και την βαρύτητα των ευθυνών για την πολιτική γραμμή του κόμματος, ένα μόρφωμα με τόση σκληρή και σφιχτή κομματική πειθαρχία θα καταφέρει να ελέγξει πλήρως τη βάση του στην κατεύθυνση που θέλει, και να στρέψει το ανθρώπινο  δυναμικό που διαθέτει ενάντια σε κόσμο που θα επιδιώξει μια μετωπική σύγκρουση με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Δε λέμε τίποτα περισσότερο λοιπόν από το ότι η όξυνση μιας τέτοιας σύγκρουσης είναι σχεδόν βέβαια ότι θα βρει (βρίσκει ήδη δηλαδή) αν όχι όλο το λαό του ΚΚΕ, εκείνο το σφιχτό κομματικό πυρήνα που θα αντέξει στις όποιες αυτομολήσεις, σε θέση υπεράσπισης της ίδιας της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. 

Επόμενως δεν είναι καγκουριά, δεν είναι τραμπουκισμός, δεν είναι στείρος αντικομμουνισμός.


Είναι απλά μονόδρομος προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ρήξης καθώς αποτελεί ένα ορατό και διόλου αμελητέο ανάχωμα προς αυτήν την κατεύθυνση, ένα ανάχωμα που θα χρειαστεί να προσπεραστεί με τον έναν τρόπο ή τον άλλο. 

Σκέψεις σχετικά με την πανδημία του κορονοϊού:

 

Ο κόσμος αλλάζει. Η εποχή που ξανοίγεται μπροστά μας είναι μια εποχή νέα, άγνωστη και τρομακτική. Παλιές ισορροπίες και συσχετισμοί μεταβάλλονται ,αναιρούνται και αναδιαμορφώνονται. Ζούμε μια καταιγίδα γεγονότων σε παγκόσμιο επίπεδο που ίσως αλλάξει ακόμα και τα εργαλεία με τα οποία θα διαβάζουμε τον κόσμο γύρω μας. Σε αυτή τη συγκυρία είναι επιτακτικό να μιλάμε, να συζητάμε, να γράφουμε, να προσπαθούμε να αποκτήσουμε ατομικά και συλλογικά τα εφόδια για αυτό που έρχεται. Η παρακάτω ενότητα όπως και άλλες που θα ακολουθήσουν είναι μια συμβολή στο γαλαξία των σκέψεων και απόψεων που κατατίθενται δημόσια προκείμενου να λειτουργήσουν ως ερέθισμα σκέψης και προβληματισμού.


i)Η ψευδαίσθηση του ελέγχου και η απώλεια αυτού


Και ξαφνικά εγένετο πανδημία. Κόσμος πεθαίνει, κόσμος αρρωσταίνει, συνθήκες έκτακτης ανάγκης παντού. Άνθρωποι με μάσκες και γάντια, άνθρωποι με άσπρες ρόμπες, στρατός στους δρόμους, βραχυκύκλωμα στην οικονομία, πτώση δεικτών χρηματιστηρίου παγκόσμιου και μη, κατάρρευση εθνικών συστημάτων υγείας, άπλετη συνωμοσιολογία καχυποψία, φόβος, πανικός, χειροκροτήματα σε μπαλκόνια, μέτρα εξαίρεσης, κι άλλα μέτρα, προπαγάνδα, κι άλλος πανικός, στρατιωτικά κομβόι να μεταφέρουν νεκρούς, κλινική απολύμανση σε ολόκληρες πόλεις, καραντίνα, απομόνωση, εγκλεισμός, απολύσεις, επιτάχυνση του τεχνο-ολοκληρωτισμού, δυστοπία. Πως φτάσαμε ως εδώ;


Τις τελευταίες δεκαετίες έχει εγκιβωτιστεί -σχεδόν οικουμενικά- στην ανθρώπινη συνείδηση, η αντίληψη ότι ελέγχουμε τα πάντα. Η αλματώδης πρόοδος των θετικών επιστημών και ο αναπόφευκτος εκσυγχρονισμός των κοινωνιών στην πλειοψηφία τους έχουν συμβάλει συντριπτικά σε αυτήν την ψευδαίσθηση ελέγχου. Η αντίληψη ότι τα πάντα βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο της ανθρώπινης βούλησης είναι τόσο εμπεδωμένη ώστε κάθε φορά που κάτι ξεφεύγει από τα ραντάρ αυτού του ελέγχου , ένας δυνατός σεισμός, μια πλημμύρα, μια ξαφνική φωτιά, ένα τσουνάμι, μια πανδημία, η άμεση αντανακλαστική εντύπωση είναι ότι δεχόμαστε επίθεση από ένα αόρατο εχθρό.


Φυσικά η αντίληψη αυτή του ελέγχου δομήθηκε πάνω σε μια αυθαίρετη συλλογική πεποίθηση ότι αυτός ο κόσμος μας ανήκει. Το παγκόσμιο συλλογικό πνεύμα, αν μπορούμε φυσικά να μιλάμε για κάτι τέτοιο, διακατέχεται σε τέτοιο βαθμό από αυτήν την πεποίθηση, ώστε αισθανόμαστε την εκδήλωση φυσικών φαινομένων, που φυσικά υπήρχαν πολύ πριν την εμφάνιση του ανθρώπου σε αυτόν τον πλανήτη, ως έναν απειλητικό εισβολέα στο ζωτικό μας χώρο τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι αυτός που ουσιαστικά έχει εισβάλει στο φυσικό τοπίο, προσπαθώντας να κατακτήσει, να κυριεύσει, να τιθασεύσει κάθε σπιθαμή του, κάθε στοιχείο του, οτιδήποτε βασικά μέσα σε αυτό. Οι επί αιώνες πανανθρώπινης εμπειρίας συμβίωσης (ή και απλής επιβίωσης) με τα κοσμογονικά φαινόμενα αυτού του πλανήτη, έχει λησμονηθεί και αντικατασταθεί από μια μανία, κυρίευσης, λεηλασίας και μιας αδιάκοπης προσπάθειας επιβολής των δικών μας όρων στο περιβάλλον το οποίο μας φιλοξενεί για κάτι δεκάδες χιλιάδες χρόνια.


Η ανθρωπότητα εδώ και καιρό δε προσπαθεί απλά να επιβιώσει, ή να συμβιώσει, με τις δυνάμεις που διέπουν το περιβάλλον μας. Δεν περιορίζεται καν στο να εξασκήσει την ατομική και συλλογική ευφυΐα του είδους μας ώστε οι συνθήκες ζωής μας να καλυτερεύουν, να γίνονται πιο άνετες, πιο εύκολες, πιο αξιοπρεπείς. Όχι. Η συνύπαρξη μας πλέον με το περιβάλλον κινείται έξω και από το όρια εκείνου του ανταγωνισμού που ισχύει με όλα τα υπόλοιπα είδη χλωρίδας και πανίδας. Κινείται σε όρια που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε πολεμικά. Η βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη, σύμφυτη και αναπόσπαστη με τις διάφορες εξουσίες, και τις ελίτ που τις διαχειρίζονται ενώ ταυτόχρονα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για δύναμη, κυριαρχία και πλούτο, είναι οι κυρίως υπεύθυνες για την κατάσταση στην οποία έχει οδηγηθεί η συνύπαρξη ανθρωπότητας-περιβάλλοντος.


Αυτή η συνθήκη όμως υπακούει πάνω στη σύγχρονη εκδοχή του πολιτισμού, και ταυτόχρονα βασικού πυρήνα των κοινωνικών συμβολαίων της εποχής μας, ειδικά στις πιο ανεπτυγμένες τεχνολογικά και οικονομικά περιφέρειες του κόσμου μας. Κοινωνικά συμβόλαια τα οποία, πέραν όλων των άλλων, είναι εδραιωμένα πλέον σε ένα άτυπο deal: ότι οι εξουσίες -και τα κράτη στα οποία είναι εδραιωμένες- στις οποίες εμπιστευόμαστε τη διαχείριση των ζωών, της ελευθερίας και της ασφάλειας μας, μπορούν να αντεπεξέλθουν σε οποιαδήποτε κατάσταση. Κι αυτό γιατί πλέον παράλληλα με την ανάπτυξη των θετικών επιστημών, έχει αναπτυχθεί αρκετά και το κριτήριο του ορθού λόγου και μέσα στις κοινωνικές βάσεις.

Τουλάχιστον αρκετά , ώστε να εγείρεται ως προοδευτική απαίτηση τα κράτη μέσα από τα οποία εδραιώνονται οι σύγχρονες μορφές εξουσίας, να έχουν και αυτόν τον ρόλο στην κοινωνική ζωή.
Τι συμβαίνει όμως όταν αυτός ο ρόλος διαψεύδεται; Όταν καθίσταται αδύνατη η εκπλήρωση του, από συνθήκες που όσο και να θέλει ο άνθρωπος, είναι μη ελέγξιμες; Κανένα κράτος δε μπορεί να μας προστατεύσει από τα πάντα. Κι αυτό γιατί πολύ απλά υπάρχουν στη Γη δυνάμεις που ξεφεύγουν του ελέγχου και της ανθρώπινης παρέμβασης. Για την ακρίβεια πάντα υπήρχαν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν είτε με τον άνθρωπο είτε χωρίς αυτόν. Δυνάμεις άλογες, που δεν έχουν ούτε θεϊκές ιδιότητες, ούτε εκδικητικές –ή οποιεσδήποτε άλλες- προθέσεις, αλλά που μας υπενθυμίζουν εν τούτοις πόσο πραγματικά μικρός είναι ο άνθρωπος μπροστά στον παράγοντα των τυχαίων ακολουθιών και των φυσικών δυνάμεων που ορίζουν τη δομή του κόσμου γύρω μας (του κόσμου με την πολύ ευρύτερη έννοια). Οι σεισμοί, οι καταποντισμοί, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, τα μικρόβια/βακτήρια/ιοί που προκαλούν τις μεγάλες πανδημίες, δεν είναι εχθροί που μας επιτίθενται. Αποτελούν τμήμα αυτού του κόσμου, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία από εμάς. Φυσικά έχουμε κάθε δικαίωμα να μην αφηνόμαστε στο έλεος τους. Μπορούμε να μάθουμε να προφυλασσόμαστε, να θεραπευόμαστε, να επιβιώνουμε με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, και να οργανώνουμε συλλογικά τις ζωές μας με τρόπους ώστε να είμαστε πιο κατάλληλα προετοιμασμένοι κάθε φορά. Υποθετικά αυτό είναι κρατικό μέλημα στην εποχή μας. Μέλημα των διαφορετικών εκφάνσεων εξουσίας που καταπιέζουν και καταδυναστεύουν εκατομμύρια, δισεκατομμύρια ζωές. Όταν όμως μπροστά σε αυτές τις δυνάμεις τα κράτη αδυνατούν να εκπληρώσουν τον υποτιθέμενο ρόλο τους, είτε λόγω δομικών ανεπαρκειών τους , είτε και λόγω αντικειμενικών συνθηκών, τότε όλα αλλάζουν. Και αλλάζουν δραματικά.


Η κρατική ανεπάρκεια μπροστά σε συνθήκες, όπως το ξέσπασμα της παρούσας πανδημίας που θερίζει χιλιάδες ζωές σε όλον τον πλανήτη, είναι δυνατόν να εντείνει τον σκεπτικισμό των υποτελών πολιτών απέναντι στον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξης του, ή έστω απέναντι στην εκάστοτε εποχική διαχείριση του, κάτι που προκαλεί μια άλλου τύπου εγρήγορση και κινητοποίηση του Κράτους. Ειδικά από τη στιγμή που οι συνέπειες μιας καταστροφής μπορεί να έχουν και παράπλευρες συνέπειες όπως μια μεγάλη οικονομική κρίση, τη φτωχοποίηση ευρύτερων κομματιών του πληθυσμού, το ξέσπασμα πείνας και φυσικά την πιθανότητα κοινωνικών εκρήξεων εδώ και εκεί.


Αυτή η εγρήγορση και η κινητοποίηση έρχεται μέσα από την κήρυξη πολέμου και την ενεργοποίηση μιας κατάστασης εξαίρεσης στην οποία οι κρατικές εξουσίες αποκτούν ολοένα και περισσότερες έκτακτες αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες, και αναλαμβάνουν το ρόλο του προστατευτικού αλλά αυστηρού πατέρα που αναλαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο για να προστατέψει και να γαλουχήσει τα ανήλικα τέκνα του. Ο εχθρός μεταμορφώνεται σε ένα ανελέητο, εξωπραγματικό και αδυσώπητο τέρας, απέναντι στο οποίο δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να εμπιστευτούμε το κράτος- πατέρα να τα βγάλει πέρα, και εμείς να υπακούσουμε σε οτιδήποτε μας λέει, χωρίς αντιρρήσεις, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς αντιδράσεις. Για το καλό μας.


Από τη στιγμή που ο κρατικός μηχανισμός αποδεικνύεται ανεπαρκής στην αποτελεσματική πρόληψη και αντιμετώπιση μιας συντελούμενης καταστροφής, (η ανεπάρκεια αυτή μπορεί φυσικά να είναι και προϊόν των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζει ή έχει εφαρμόσει ένα κράτος), διογκώνει το φόβο των μαζών για το «κακό» που ξέσπασε. Αφού ο φόβος διαχυθεί αρκετά καλά ώστε να επικρατήσει του όποιου σκεπτικισμού, στη συνέχεια επιχειρεί να ελέγξει τον ίδιο το φόβο που διόγκωσε προηγουμένως, ώστε να ανέβουν οι μετοχές εμπιστοσύνης απέναντι του, εμπιστοσύνη που ενδεχομένως μπορεί να είχε κλονιστεί σε προηγούμενο χρόνο. Έτσι η διολίσθηση στον αυταρχισμό, στην καταστρατήγηση δημοκρατικών κεκτημένων, στον τεχνο-ολοκληρωτισμό, στην κυριαρχία ενός νέου τύπου στρατιωτικοαστυνομικού συμπλέγματος εμφανίζονται ως προϊόντα συναίνεσης. Από τη στιγμή που το κλίμα είναι πολεμικό, η όποια ανυπακοή και απειθαρχία χαρακτηρίζονται ως απειλές ενάντια στην κοινωνία και η κριτική σε καιρό πολέμου ισοδυναμεί με προδοσία οπότε έτσι βρίσκουν το νομιμοποιητικό έδαφός τους η χωρίς όρια λογοκρισία και φίμωση.


Συγκεκριμένα στην περίπτωση της πολεμολογίας που παρατηρούμε την εποχή της πανδημίας του Covid-19 υπάρχουν κάποια κοινά μοτίβα στις εξαγγελίες διάφορων ηγετών. Αυτό που ακούγεται συχνά είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια ασύμμετρη απειλή, έναν αόρατο εχθρό, με τον οποίο δε μπορεί δε μπορεί να υπάρξει καμία διαπραγμάτευση συνεπώς απαιτείται μια συλλογική συστράτευση. «Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό» λένε παρόλο που είναι εμφανές πως οι πιο ισχυροί, οι πιο πλούσιοι, οι πιο προνομιούχοι, βρίσκονται σε πολύ ευνοϊκότερη μοίρα από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Όχι γιατί δε μπορούν να νοσήσουν αλλά γιατί δε θα χρειαστεί ούτε να εκτεθούν το ίδιο άσκοπα στον ιό, ούτε υπάρχει περίπτωση να τύχουν κακής ή και καθόλου νοσηλείας.


Το γεγονός ότι τα κράτη χρίζονται «οι υπερασπιστές των τειχών» απέναντι σε αυτό τον αόρατο εχθρό παραγκωνίζει την αξία και την πρακτική της κοινοτικής αλληλεγγύης. Πανδημίες ανέκαθεν ξεσπούσαν. Δεν είχαν πάντοτε οι πληθυσμοί το περιθώριο να μένουν σπίτια τους. Τα σπίτια των ανθρώπων δεν είχαν όλες τις εποχές ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση και θέρμανση επομένως πολλές εξωτερικές εργασίες αφορούσαν την εξασφάλιση βασικών αγαθών όπως το νερό ή τα ξύλα για το τζάκι. Επίσης οι αγορές δεν είχαν τις υποδομές των σουπερ μάρκετ και κανείς δε φρόντιζε για το μη συνωστισμό. Ειδικά στην επαρχία που οι αγροτικοί πληθυσμοί ζούσαν αποκλειστικά από τις δικές τους καλλιέργειες και την κτηνοτροφία, το μένουμε σπίτι ήταν μια πολυτέλεια που δεν υπήρχε καν στη σφαίρα της φαντασίας. Σε συνθήκες όπου οι κεντρικές εξουσίες ούτε είχαν τον ίδιο εποπτικό έλεγχο του συνόλου των επικρατειών τους, ούτε το κράτος πρόνοιας ήταν κάτι αυτονόητο, οι πληθυσμοί αντιμετώπιζαν μόνοι τους τα ξεσπάσματα φονικών επιδημιών, και η αλληλεγγύη ήταν η μόνη αναγκαία συνθήκη στην οποία μπορούσαν να καταφύγουν, εάν το επέλεγαν.
Αυτή η συνθήκη πλέον καταργείται με τις ολικές απαγορεύσεις κυκλοφορίας και εργολάβος της προστασίας μας γίνεται η κεντρική εξουσία ,βρίσκοντας την ευκαιρία να ενδυναμωθεί και ιδεολογικά η αναγκαιότητα ύπαρξης του. Τι θα κάναμε χωρίς το κράτος σε μια κατάσταση σαν και αυτή; Πως θα επιβιώναμε, πως θα αποφεύγαμε το χειρότερο, πως θα βγαίναμε όσον τον δυνατόν λιγότερο αλώβητοι από την πανδημία;


Το κράτος υπερενισχύοντας τον εαυτό του δεν λειτουργεί μόνο προληπτικά ως προς την αντιμετώπιση των πιθανών, και μάλλον αναπόφευκτων, κοινωνικών αντιδράσεων που θα προκαλέσουν οι παρενέργειες της πανδημίας. Δεν αποσκοπεί μονάχα στο να προσπαθήσει να καλύψει τις δομικές αντιφάσεις του (σε συνδυασμό και με αυτές της καπιταλιστικής οργάνωσης της οικονομίας), αλλά ουσιαστικά θέλει να κάνει τους πάντες, (η έστω τις πλειοψηφίες) να αποδεχθούν ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη εναλλακτική εκεί έξω. Ότι χωρίς μια κεντρική διαχείριση ελέγχου των ζωών μας θα αφανιστούμε. Εν τέλει η ίδια η καταστροφή μαζί με το γκρέμισμα της ψευδαίσθησης ότι έχουμε το έλεγχο στα πάντα, μετατρέπεται σε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία προκειμένου η ψευδαίσθηση αυτή να ξαναχτιστεί σε νέα θεμέλια, πιο στιβαρά, πιο σφιχτά, πιο εφιαλτικά και πολύ πιο δυστοπικά για τους πληθυσμούς που υπόκεινται στον έλεγχο των εξουσιών που κυβερνούν και ταυτόχρονα ρημάζουν τον κόσμο γύρω μας.


Πρόκληση λοιπόν της νέας εποχής που έρχεται, στην οποία ο κόσμος που ξέραμε αλλάζει ραγδαία, και αλλάζει προς το χειρότερο, είναι μεταξύ άλλων , περισσότερο από ποτέ, και η ανάδειξη της αλληλεγγύης ως αντίπαλου δέους απέναντι σε αυτήν ακριβώς τη ψευδαίσθηση ότι η κεντρική εξουσία νοιάζεται, και είναι εδώ για εμάς. Είναι εδώ αλλά για να διασφαλίσει την κυριαρχία της, να εντείνει τους όρους εκμετάλλευσης ανθρώπων και άλλων έμβιων όντων και των φυσικών πόρων του πλανήτη και να επιβάλει ασφυκτικότερες μορφές κοινωνικού ελέγχου και πειθαρχίας. Μια αλληλεγγύη από τα κάτω, μια αλληλεγγύη που θα λειτουργεί ως οργανική σχέση μεταξύ των μελών μιας κοινότητας που θα μπορούσε να είναι πρότυπο, μια αλληλεγγύη πολύμορφη, που θα θυμίζει όπου πρέπει ότι κανείς και καμία δεν είναι μόνος/η του στη συντελούμενη και επερχόμενη δυστοπία. Όχι γιατί αυτό είναι μια εγγυημένη συνταγή νίκης. Αλλά για να μην χάσουμε τα πάντα μέσα στην έρημο της κοινωνικής μοναξιάς.

Το σήμερα και το χτες

Δε φτάσαμε από τη μία μέρα στην άλλη στην σημερινή κοινωνική στάση απέναντι στο προσφυγικό δράμα, όπως την παρατηρούμε να αποτυπώνεται σχεδόν ολοένα και πιο μαζικά. Οι αντιδράσεις στις προσφυγικές δομές, που στην ουσία αποτελούν κολαστήρια η βαρβαρότητα των οποίων θα αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής μελέτης των επόμενων δεκαετιών, δεν έπεσαν από τον ουρανό. Έρχονται να πάρουν τη σκυτάλη από την εξίσου μνημειώδης κοινωνική αδιαφορία και απάθεια απέναντι στους εκατοντάδες νεκρούς του Έβρου και του Αιγαίου, των έγκλειστων στα κέντρα κράτησης, των βασανισμένων στα ΑΤ και μαχαιρωμένων από φασίστες τις τρεις δεκαετίες που προηγήθηκαν. Δεκαετίες στις οποίες η άγρια εκμετάλευση του μεταναστευτικού/προσφυγικού δυναμικού κατέστη διάχυτη και ευρέως οικοιοποιήσιμη πρακτική σε πόλεις και χωριά. Εποχές αδιανόητα πολλών ταξικών μετατοπίσεων. Εποχές κοινωνικού στάτους για όποιον πρωην φτωχομπινέ είχε τουλαχιστον έναν “βρωμοαλβανό” στο μαγαζί, η στο χωράφι και άφθονου ανδρισμού και σεξουαλικής εκτόνωσης στα σώματα των “ξέκολων” του ανατολικού μπλοκ. Εποχές που η Αγία Ελληνική οικογένεια μεσουρανούσε αποχαυνωμένη στα κοινωνικά προνόμια της που νόμιζε ότι θα κρατούσαν ακέραια για πάντα. Εποχές όπου ο ρατσισμός κατέστη δομικά κοινωνικός και κυρίαρχο συστατικό του νεο-ελληνικού κοινωνικού συμβολαίου. Η σημερινή εποχή επομένως βγάζει απίστευτο νόημα αν σκεφτούμε αυτές που διαδέχεται.

Τώρα μάλιστα που ο εφιάλτης παίρνει τη μορφή κανονικοποιημένων και νομιμοποιημένων κοινωνικών πογκρόμ ξαφνικά το νέο ριζοσπαστικό σπορ είναι η αναζήτηση εκείνων των ισχνών μειοψηφιών που κόντρα στην επικρατούσα κοινωνική ηθική του μίκρο- ή μάκρο- περιβάλλοντος τους , επιλέγουν την αλληλεγγύη αντί του κανιβαλισμού, τη συμπαράσταση αντί του πανικού, την ενσυναίσθηση αντί του μίσους, της ατομικής συνείδησης αντί του μαζανθρωπισμού, για να γυρίσουν και να μας πούν: να δεν είναι όλοι έτσι.

Ποτέ δεν ήταν όλοι έτσι όμως…

ΣΤΗΝ ΑΡΕΝΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ

Η σημερινή συγκυρία διακρίνεται από μια υψηλή σύγκρουση συμβολισμών και αναπαραστάσεων. Η νέα πολιτική διαχείριση έχει κτίσει το κοινό της, έχει βρει το ακροατήριο της στη συσπείρωση των κοινωνικών μπλοκ της εθνικοφροσύνης και της νομιμοφροσύνης και πλέον επιχειρεί να επιβάλει την αισθητική της παντού ώστε να εκπληρώσει τον επιπλέον διακηρυγμένο στόχο της: την εξάλειψη κάθε ίχνους της αποκαλούμενης και ως μετά-πολιτευτικής πολιτικής ηγεμονίας της αριστεράς. Το αποτέλεσμα; Να οδεύουμε προς ολοταχώς προς μια κοινωνία στα πρότυπα της αισθητικής αρκετά παλιότερων δεκαετιών, δεκαετιών όπου κυριαρχούσε η αισθητική του μικροαστικού καθωσπρεπισμού, δεκατιών οπώς αυτή του ’50 και του Νόμου 4000.

Η αυστηρή αστυνομική επόπτευση των χώρων θεάματος και διασκέδασης, η πολιτική κάλυψη σε όλες τις περιπτώσεις ακραίας αστυνομικής αυθαιρεσίας και κατάχρησης εξουσίας, ακραίας ακόμα και για τα συντηρητικά αντανακλαστικά, οι δηλώσεις πολιτικών προσώπων περί υιοθέτησης αυστηρού νομοθετικού πλαισίου όσον αφορά τον ενδυματολογικό κώδικα στα σχολεία, η διαρκής δημοσιογραφική κάλυψη της καλαισθησίας των κυβερνητικών στελεχών σε αντίθεση με τη μπανάλ αισθητική των προηγούμενων, η μόνιμη επωδός περί επιστροφής στην κανονικότητα, η ανάγκη επιβεβαίωσης του τρίπτυχου Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, επιβεβαιώνουν ότι ζούμε σε μια εποχή οπισθοχώρησης ακόμα και του mainstream προοδευτικού χώρου με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό. Και δυστυχώς αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι η συντήρηση κερδίζει έδαφος, ένα έδαφος που θεωρούσαμε αυτονόητο, εξασφαλισμένο και εκτός κινδύνου έχοντας ξεχάσει ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν αφορά αποκλειστικά ζητήματα ταξικής ατζέντας αλλά και ζητήματα που άπτονται αξιακών και ηθικών συγκρούσεων.

Ο κοινωνικός πόλεμος επομένως είναι και μια διαρκή μάχη ανάμεσα σε σημεία, μια σύγκρουση δηλαδή συμβολισμών μέσα από την οποία αναμετριώνται εικόνες, νοήματα και σημασίες για να κερδίσουν χώρο στο κοινωνικό πεδίο. Σε αυτή τη σύγκρουση κάθε πλευρά αναζητά το δικό της αφήγημα και προσπαθεί να το ισχυροποιήσει μέσα από τη δράση της στο δημόσιο χώρο, την οποία και διαφημίζει ακριβώς ως προϊόν πολιτικής συνέπειας.

Το αφήγημα των κρατούντων σήμερα είναι η με κάθε μέσο τήρηση της τάξης και της νομιμότητας και η επαναφορά της κανονικότητας. Μιας κανονικότητας όπου η εξουσία θα επιβεβαιώνει την παρουσία της παντού ακόμα και αν αυτό προϋποθέτει ότι ο Δήμος της πρωτεύουσας θα χρησιμοποιεί μέρους του Προϋπολογισμού για να στέλνει καθημερινά συνεργεία καθαρισμού συνοδεία ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας να καθαρίζει μάρμαρα στην ίδια πλατεία. Κομμάτι της ίδιας λογικής είναι και η μάχη των εορταστικών στολισμών στην ίδια πλατεία που αναμένεται να καταλήξουν σε μια ακόμα γκροτέσκα αστυνομική επιχείρηση στην οποία θα ξαναδούμε αστυνομικές δυνάμεις να φρουρούν Χριστουγέννιατικα δέντρα. (“Ο φόβος τώρα των Αρχών, όσο απλοϊκό και αν ακούγεται, είναι τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στο κέντρο της πρωτεύουσας και οι χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις.
Χαρακτηριστική είναι η φράση αξιωματικού της ΕΛΑΣ:
«Προσέξτε να μη δούμε φωτογραφίες με χριστουγεννιάτικα δέντρα να φλέγονται ” http://www.bloko.gr/2019/12/blog-post_210.html?m=1)

Οι εκκενώσεις των κατάληψεων υπάγονται και αυτές στο ίδιο αφήγημα περί αναγκαιότητας εξαφάνισης κάθε εστίας ανομίας. Δίοτι και αυτό είναι ζήτημα μεταξύ άλλων αισθητικής και ευπρέπειας όπως πρόσφατα τόνισε ο Δήμαρχος Βόλου Αχιλέας Μπέος ( “Δώσανε 15 εκατ. ευρώ για την ανακατασκευή του κτιρίου στην πίσω πλευρά και δεν άγγιξαν την μπροστινή, επειδή έχουν κάνει κατάληψη οι κοπρίτες. Περνά από μπροστά ο κόσμος και βλέπει βρακιά και κάλτσες να κρέμονται.” https://www.taxydromos.gr/m/m_article.php?id=352833)

Οι δηλώσεις τοπικών αρχόντων και πολιτικών αξιωματούχων δείχνουν πως βασικό κομμάτι της αντίληψης τους για την κανονικότητα κατέχει η αισθητική της Τάξης. Η ύπαρξη Τάξης πρέπει διαρκώς να επιβεβαιώνεται σε κάθε δρόμο, σε κάθε πλατεία, σε κάθε στενό μέσα από την αισθητική ελέγχου, επιτήρησης και αποστείρωσης. Κάμερες, στρατιωτικοποιημένες αστυνομικές δυνάμεις, φωτισμένες πλατειές, πάρκα, δρόμοι και ηχητικά εφέ αστυνομικών σειρήνων, βόμβων ελικοπτέρου, διαβιβάσεων ασυρμάτων.

Όταν η κατάσταση γίνεται τόσο ασφυχτική, τόσο πνιγηρή, τόσο φαινομενικά μη αναστρέψιμη ο εικονοκλαστικός χουλιγκανισμός φαίνεται μονόδρομος. Κάθε πράξη σε αυτά τα πλαίσια, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι, τραυματίζει την αισθητική της κυριαρχίας. Τραυματίζει το αφήγημα ότι η εξουσία είναι -ή ότι δύναται να είναι- παντού, και ανατρέπει την εικόνα της παντοδυναμίας της και της δυνατότητας εξασφάλισης της Τάξης. Ακόμα την καθιστά και αποτυχημένη εξωθώντας την σε ακόμα πιο ακραία μέτρα που θα τη γελοιοποιήσουν αποκαλύπτωντας ότι είναι “γυμνή”, αναγκάζοντας την σε σπασμωδικές κινήσεις που θα προκαλέσουν ευρύτερη κοινωνική πόλωση.

Αν κυρίαρχη στρατηγική τους είναι να χτυπούν σκληρότατα κάθε μικρή εκδήλωση αταξίας για να προλάβουν μην εξελιχθεί σε κύμα (θεωρία σπασμένων τζαμιών), μάλλον απαιτείται από τη δική μας πλευρά το ακριβώς ανάποδο: μια γεωμετρικά ασύμμετρη ανάπτυξη πρακτικών αταξίας ακόμα και της ελάσσονος έντασης, ακόμα και αν είναι εντελώς εικονοκλαστικές, ακόμα και αν στρέφονται ενάντια σε καθαρά μάρμαρα πλατειών, χριστουγεννιάτικα δέντρα, αστικές υποδομές, ΜΜΜ ή οπουδήποτε μπορεί να ραγίσει η βιτρίνα της κανονικότητας.

Γιατί σε ένα τέτοιο πόλεμο φθοράς δεν νικάνε οι δυνατοί. Νικάνε οι τρελοί και οι ευτυχισμένοι. Όπως άλλοτε.

Η Κανονικότητα στο απόσπασμα

Σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, η πολιτική διαχείρηση της κυριαρχίας στη δική μας επικράτεια, φροντίζει να επιβληθεί εκτός των άλλων και μέσα από την ηγεμονία των συμβόλων της. Είναι η ίδια η κυριαρχία που φροντίζει διαρκώς να μας υπενθυμίζει ότι η μακροημέρευση της εξαρτάται από την κανονικότητα. Που εμμένει στην ομαλή λειτουργία των ρυθμών της ζωής που μας εξαναγκάζουν να ζούμε θεωρώντας απειλητικό οτιδήποτε το διαταράσει, σκόπιμα ή μη. Που βασικό της και μόνιμα επαναλαμβανόμενο αφήγημα είναι το η Επιστροφή στην Κανονικότητα. Ταυτόχρονα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, εκεί που οι φλόγες της εξέγερσης φωτίζουν τον Ειρηνικό, ξεπροβάλει το σύνθημα ” Δε θα επιστρέψουμε στη κανονικότητα, επειδή η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα” .

Κάθε εικόνα λοιπόν μέσα από την οποία φαίνεται θρυμματισμένη η “κανονικότητα” της κυριαρχίας, είναι κι ένα πολιτικό μύνημα, είτε αυτό ειπώνεται ξεκάθαρα και με σαφήνεια ως τέτοιο, είτε ειπώνεται άρρητα αφήνοντας το αισθητό αποτύπωμα του στον υλικό κόσμο γύρω μας. Είναι μια απόδειξη ότι η Τάξη μετρά απώλειες, ότι δε δουλεύουν όλα ρολόι,ότι δεν γίνονται τα πράγματα όπως ήταν προγραμματισμένα να γίνουν, ότι δεν ακολουθούν τα παντα την προδιαγεγραμμένη τους πορεία. Είναι μια δήλωση ότι η αταξία θα βρεί το φυσικό της τρόπο να ξεπηδήσει, ότι η διατάραξη της ομαλότητας θα ξεπροβάλει μέσα από κάποια χαραμάδα που έμεινε ασφράγιστη ή από μια ρωγμή που δημιουργήθηκε στο ευ λειτουργείν της κανονικότητας.
Η κανονικότητα στο απόσπασμα λοιπόν μέχρι να γίνουν οι πόλεις μας απέραντα θέατρα βανδαλισμών σε οτιδήποτε μας τη θυμίζει. Τότε ίσως  αρχίσουν οι πιθανότητες να δουλεύουν για μας πραγματικά.

 

 

*Η φωτογραφία  στην οποία απεικονίζεται μια βανδαλισμένη στάση αστικού λεωφορείου αποτελεί στιγμιότυπο από τις ταραχές κατά τη διάρκεια της συγκρουσιακής γενικής απεργίας στη Γαλλία στις 5/6  για το ασφαλιστικό, τη μεγαλύτερη όλων των τελευταίων δεκαετίων.

Είναι ο τεχνοβιομηχανικός πολιτισμός, ηλίθιε

Κάθε φορά που γίνεται γνωστό κάποιο συνταρακτικό γεγονός που έχει να κάνει με ακόμα ένα πλήγμα στη φυσική ισορροπία του πλανήτη, (φωτιές στον Αμαζόνιο, φωτιές στη Σιβηρία κτλ ) αρχίζει ξανά όλη εκείνη η προπαγανδιστική παραφιλολογία που σε ένα ηθικό πανικό σπεύδει να αποδώσει στην καπιταλιστική ανάπτυξη την αποκλειστική ευθύνη για την περιβαλλοντική καταστροφή. Φυσικά πρόκειται περί ανοησιών και ατεκμηρίωτης μπουρδολογίας με στοιχεία από την νέα κουλτούρα μαζικής ηθικής υστερίας του διαδικτύου, επί παντός επιστητού κιόλας.
Όσο κι αν είναι γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη επελαύνει πάνω στα συντρίμμια του φυσικού κόσμου, σίγουρα δεν κατέχει το μοναδικό μερίδιο ευθύνης σε σχέση με τη λεγόμενη περιβαλλοντική καταστροφή.Το οικολογικό ζήτημα προκύπτει εξαιτίας του πολιτισμού του τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος στο οποίο συνέβαλε και ο υπαρκτός σοσιαλισμός, καθότι βιομηχανικός και καθόλου οικολογικός. Καπιταλισμός και Σοσιαλισμός ανταγωνίστηκαν πολύ σκληρά στην εξέλιξη του τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος , ιδιαίτερα την εποχή του Ψυχρού Πολέμου , απλά μόνο στα δυτικά κράτη έγινε δυνατό να εμφανιστούν οικολογικά κινήματα και να κάνουν ορατό το ζήτημα, καθώς οποιαδήποτε οικολογική φωνή σε σοσιαλιστικό κράτος θα θεωρούταν το λιγότερο “ύποπτη’ με ότι σήμαινε αυτό.
Είναι αφέλεια να θεωρούμε ότι στα σοσιαλιστικά κράτη δεν υπήρξαν ορυχεία που κατέστρεψαν αρχέγονα δάση, βιομηχανικές ζώνες που δεν μόλυναν υδροφόρους ορίζοντες, εκμετάλλευση ενεργειακών πηγών που δεν προκάλεσαν ζημιά σε οικοσυστήματα ή που δεν ανάγκασαν ολόκληρους πληθυσμούς σε εσωτερικές μετακινήσεις. Είναι αφέλεια επίσης στην καλύτερη, να θεωρείται ότι ο σοσιαλιστικός πολιτισμός υπήρξε περισσότερο οικολογικός από τον καπιταλιστικό και ότι διαθέτει δήθεν κάποιο ηθικό πλεονέκτημα ως προς αυτό, κάτι που πηγάζει υποτίθεται μάλιστα κιόλας από το ιδεολογικό υπόβαθρο του σοσιαλισμού. Αν με κάτι μάλιστα έχει ταυτιστεί το τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα στο κομμάτι που αφορά τον Υπαρκτό, αυτό είναι η δυστοπία που άφησε πίσω του το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ, ατύχημα που φυσικά αποτελεί παράπλευρη απώλεια του πυρηνικού ανταγωνισμού της ψυχροπολεμικής περιόδου.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που ονομάζεται τεχνοβιομηχανικό σύμπλεγμα στις μέρες μας, αποτελεί το απαύγασμα ενός πολιτισμού διαμορφωμένου να εξυπηρετεί τις ανάγκες μαζικών κοινωνιών που ελέγχονται διοικητικά από κεντρικές εξουσίες διαφορετικών μορφών. Ανεξάρτητα από ποιο ιδεολογικό μανδύα έχουν ενδυθεί οι κεντρικές εξουσίες του τελευταίου αιώνα, όλες τους επένδυσαν στο βαθμό που μπορούσαν στην τεχνολογική ανάπτυξη και πρόοδο και συνεπώς στην οικοδόμηση του παγκόσμιου τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος που μολύνει νερό, γη και αέρα, εξαφανίζει ολόκληρα οικοσυστήματα και επιταχύνει την πορεία της έτσι κι αλλιώς συντελούμενης κλιματικής αλλαγής. Καμία κρατική οντότητα, και συνεπώς καμιά μορφή κεντρικής εξουσίας, δεν είναι δυνατόν να καταστεί ανταγωνιστική αν δεν διεκδικήσει το δικό της μέρισμα στην τεχνοβιομηχανική ανάπτυξη και είναι γεγονός ότι το προβάδισμα σε αυτόν τον ανταγωνισμό δε μπορεί να κερδίσει κάποιος με οικολογικές ευαισθησίες, καθότι αντιπαραγωγικές.
Δεν είναι ο Καπιταλισμός λοιπόν μόνο που οδηγεί τον πλανήτη στον αφανισμό του. Είναι στο σύνολο της η ανθρώπινη δραστηριότητα στο βαθμό που ολοένα και περισσότερο εξαρτάται σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας από τα αγαθά και τις υπηρεσίες της τεχνοβιομηχανικής ανάπτυξης. Αυτό είναι ένα τίμημα που θα κληθεί η ανθρωπότητα να πληρώσει για την πρόσδεση της σε ένα πολιτισμό στον οποίο θεωρείται φυσιολογικό να δημιουργούνται τεράστια μαζικοποιημένα κοινωνικά συστήματα με αστείρευτη καταναλωτικότητα και μηδενική δυνατότητα αυτάρκειας. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι μια αποκλειστικά κρατική διεύθυνση τέτοιων κοινωνικών συστημάτων, η μια αυτό-οργανωμένη, θα είναι σε θέση να είναι περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον ή ότι θα διαθέτει αυξημένα οικολογικά ένστικτα.
Η ανατροπή του καπιταλισμού είναι το ένα ζήτημα. Η αποκαθήλωση της εξάρτησης της κοινωνικής ζωής από έναν ανθρωποκεντρικό πολιτισμό που θεωρεί φυσικό του δικαίωμα την κυριαρχία άνευ όρων σε οποιοδήποτε σημείο του φυσικού κόσμου είναι κάτι εντελώς άλλο. Πιο ριζοσπαστικό και πιο τολμηρό. Κι αυτό γιατί ξεφεύγει πολύ από τις παραδοσιακές διαφωνίες περί διαχείρισης του κράτους, των αγορών, του εμπορίου και της παραγωγής. Αφορά την πολιτισμική ταυτότητα ολόκληρων κοινωνιών πράγμα που σημαίνει ότι ο αγώνας ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή ή θα είναι αγώνας για την καταστροφή του τεχνοβιομηχανικού πολιτισμού ή θα είναι τίποτα. Τα υπόλοιπα όλα είναι κλισέ ατάκες για φτηνή επίδειξη συναισθηματικού λαϊκισμού.

Κείμενο του Νίκου Ρωμανού σχετικά με την δικαστική απόφαση για τον Κορκονέα

“Καμία ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη…”

Ένα σύνθημα η αφετηρία του οποίου βρίσκεται στα μητροπολιτικά κέντρα των Η.Π.Α την δεκαετία του 80′ από τις κοινότητες των αφροαμερικανών οι οποίες μέσω αυτού προσπαθούσαν να αποτυπώσουν την ασυδοσία και την ατιμωρησία των αστυνομικών δυνάμεων και των ρατσιστών στις διαρκείς δολοφονικές επιθέσεις εις βάρος τους.

Για όποιον επιδιώξει να ξεφύγει από τον πολιτικό λαϊκισμό, τις κοντόφθαλμες διαπιστώσεις και τους φτηνούς θεατρινισμούς θα δει ότι τόσο οι αστυνομικές δολοφονίες όσο και η μετέπειτα ευνοϊκή ποινική μεταχείριση των δολοφόνων δεν είναι ένα σημείο εκτροπής από την δημοκρατική ομαλότητα, αλλά αντίθετα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της, σάρκα από την σάρκα της, αποτελεί προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της κρατικής μηχανής.

Ο Κορκονέας δεν θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση σε αυτή την συνθήκη. Mόνο στην σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία δεκάδες αστυνομικές αλλά και παρακρατικές δολοφονίες έχουν συγκαλυφθεί και οι δράστες έχουν απολαύσει την ιδιαίτερα επιλεκτική ευαισθησία της δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο θα δει κανείς και για όποιον μελετήσει την ιστορία της αστυνομικής βίας στις Η.Π.Α και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από τις δεκάδες προκλητικές αποφάσεις υπέρ των μπάτσων – δολοφόνων για τα θύματα της κοινότητας των μαύρων στις Η.Π.Α, στον Μελίστα που δολοφόνησε τον 15χρονο αναρχικό Μιχάλη Καλτεζά και τον δολοφόνο του Κάρλο Τζουλιάνι στην Ιταλία. Μια ματωμένη πραγματικότητα κρατικής βίας, δικαστικής αυθαιρεσίας, δημοσιογραφικής διαστρέβλωσης και πολιτικής αλητείας κρύβεται κάτω από τις στολισμένες βιτρίνες, την οικονομική ανάπτυξη, τους θετικούς δείκτες των οίκων αξιολόγησης και την κατασκευασμένη πεποίθηση ότι “όλα βαίνουν καλώς” που προσφέρει ο καπιταλισμός στους υπηκόους του.

Η προκλητική ποινή των 13 ετών στον Κορκονέα και η αθώωση του Σαραλιώτη που επιφύλαξε το εφετείο της Λαμίας στους μπάτσους – δολοφόνους ήταν μια πολιτική απόφαση με όλη την σημασία της λέξης.

Μια απόφαση που επιβραβεύει την δολοφονική αστυνομική βία ακόμα και αν στρέφεται ενάντια σε νεολαίους.

Μια απόφαση που στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προκλητικής ασυλίας στους κατασταλτικούς μηχανισμούς : “Έχετε το ελεύθερο να δολοφονήσετε όποιον δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις σας χωρίς συνέπειες”.

Μία απόφαση που ουσιαστικά οπλίζει την σφαίρα στην θαλάμη των ένοπλων φρουρών της έννομης τάξης μπροστά στις νέες κατασταλτικές σταυροφορίες που οργανώνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με στόχο το ανατρεπτικό κίνημα.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας και της πολιτικής χυδαιότητας εκ’ μέρους της Νέας Δημοκρατίας και των εκδοτικών ομίλων που την στηρίζουν όταν υποστηρίζουν ότι για την συγκεκριμένη δικαστική απόφαση ευθύνεται ο νέος ποινικός κώδικας, όταν γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις καμία σχέση δεν έχουν με ποινικούς κώδικες αλλά με την ουσία του κράτους.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν εδώ και δεκαετίες η δικαστική εξουσία με παλιούς και νέους ποινικούς κώδικες, δίνει προκλητική ποινική ασυλία στους ένστολους μισθοφόρους για κάθε πράξη αστυνομικής βίας, συγκαλύπτει τους διεφθαρμένους αξιωματούχους της πολιτικής ελίτ για κάθε τυχόν εμπλοκή τους σε οικονομικά σκάνδαλα, κλείνει τα μάτια όταν τα καράβια της επιχειρηματικής ελίτ περνάνε γεμάτα πρέζα από μπροστά της,

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν όλο αυτό το πολιτικό και επιχειρηματικό σκυλολόι ούρλιαζε στα τηλεοπτικά παράθυρα για τις νόμιμες ανάσες ελευθερίας του Δημήτρη Κουφουντίνα ενώ παράλληλα μεθόδευσε ενάντια στους ίδιους τους νόμους τους το νέο καθεστώς εξαίρεσης που βιώνει, να μιλάει για αποφάσεις της δικαιοσύνης που πρέπει να γίνουν σεβαστές.

Είναι τρομακτικό το μέγεθος της υποκρισίας όταν χιλιάδες κρατούμενοι και οι οικογένειες τους βιώνουν καθημερινά την σιδερένια πυγμή της αστικής δικαιοσύνης η οποία επικυρώνει τα διαβιβαστικά της αστυνομίας φορτώνοντας στις κλούβες που γυρνάνε στις φυλακές σώματα γεμάτα με απελπισία και κατεστραμμένη ψυχοσύνθεση.

Στον ψηφιακό κόσμο που διαρκώς κερδίζει έδαφος πάνω στον υλικό, η παραπληροφόρηση, οι τεχνικές μαζικής χειραγώγησης, ο έλεγχος της μαζικής ψυχολογίας μέσα από διαφημίσεις, δελτία ειδήσεων, δημοσιολόγους, κυβερνήσεις, είναι η νέα πραγματικότητα με την οποία πρέπει να αναμετρηθούν οι άνθρωποι που αγωνίζονται για την ελευθερία. Είναι η φωνή του σύγχρονου καπιταλιστικού Matrix μέσα στο κεφάλι του καθενός και της καθεμίας που μέσα από εικονικούς βομβαρδισμούς διατάζει, απειλεί, σαγηνεύει, δελεάζει, αποπροσανατολίζει. Είναι η φωνή που μας θέλει υπάκουους καταναλωτές, αδιάφορους πολίτες, πειθήνιους εκτελεστές των κρατικών διαταγών, υποταγμένους θεατές στα εγκλήματα του κράτους και του κεφαλαίου πάνω στις ζωές μας.

Είναι από την άλλη πλευρά η δική μας φωνή που θέλουμε να γίνει δυνατή. Είναι η φωνή της ανατρεπτικής συνείδησης που θα μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας για τον κόσμο της εξουσίας και τις προθέσεις του. Που θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο της αστικής δικαιοσύνης έναν σκληρό μηχανισμό ταξικής κυριαρχίας για την αναπαραγωγή των συμφερόντων του κράτους και του κεφαλαίου ανεξάρτητα από την πολιτική τους εκπροσώπηση, που θα αναλύσει με τρόπο διεξοδικό τις αντιφάσεις της, την εξόφθαλμη υποκρισία της, την ταξική της μεροληψία, την στρατηγική της στόχευση για την ποινική καταστολή του “εσωτερικού εχθρού”, την συγκάλυψη και την ευνοϊκή αντιμετώπιση όσων βρίσκονται στο δικό της στρατόπεδο.

“Δικαιοσύνη; Θα βρεις δικαιοσύνη στον άλλο κόσμο. Σ’ αυτή τη ζωή έχουμε μόνο νόμους” (William Gaddis)

Παραφράζοντας την φράση του William Gaddis μπορούμε να πούμε ότι δικαιοσύνη δεν θα βρουν σε αυτό τον κόσμο οι οικογένειες των θυμάτων της αστυνομικής βίας, όσοι ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν μέσα στα αστυνομικά τμήματα, όσοι αναζητούν την επιβίωση τους σε κάδους σκουπιδιών και φιλανθρωπικά συσσίτια, όσες οικογένειες είδαν τους ανθρώπους τους να βουτάνε από τις ταράτσες σπρωγμένοι από τα χέρια τραπεζιτών, πολιτικών και κάθε λογής άριστων, όσοι πρόσφυγες θαφτήκαν με ανώνυμες επιγραφές στον βυθό της Μεσογείου, όσοι περιμένουν στριμωγμένοι στις ουρές του ΟΑΕΔ, όσοι έχουν κάνει “σπίτι” τους τις υπόγειες διαβάσεις και τα πεζοδρόμια των εμπορικών δρόμων, όσοι πέθαναν σε κάποιο δολοφονικό “εργατικό ατύχημα” στον βωμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κερδοφορίας ανάμεσα σε σκαλωσιές και τσιμέντο.

Η απόφαση του εφετείου για τον Κορκονέα και τον Σαραλιώτη με όλες τις προκλητικές σημαιολογίες που αυτή κουβαλάει, και τα μηνύματα που εκπέμπει δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα στιγμιότυπο του κοινωνικού πολέμου της εποχής μας. Μια στιγμή νόμιμης αποκατάστασης της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας, μια στιγμή επαναδιατύπωσης των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, μια στιγμή επαναφοράς της συλλογικής ιστορικής μνήμης για το ανατρεπτικό κίνημα.

Στις δύσκολες μέρες που έρχονται για τους ανθρώπους που αγωνίζονται για την ισότητα και την ελευθερία η συγκεκριμένη στιγμή πρέπει και θα λειτουργήσει ως μια ακόμα απόδειξη της δικαιοπραξίας του ανατρεπτικού αγώνα.

Νίκος Ρωμανός

Υ.Γ : Έχει διατυπωθεί από διάφορα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε η άποψη ότι η απόφαση του εφετείου μου ήταν αυτή που οδήγησε στην αποφυλάκιση μου. Προς αποκατάσταση της αλήθειας λοιπόν η αποφυλάκιση μου ήταν προδιαγεγραμμένη για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έχοντας εκτίσει το σύνολο των ποινών μου χωρίς την απόφαση του συγκεκριμένου εφετείου. Ακόμα και με την συγκεκριμένη απόφαση το αποτέλεσμα δεν παύει να είναι προκλητικό αν σκεφτεί κανείς ότι καταδικάστηκα σε 14 χρόνια για τους εμπρησμούς στα προσωπικά οχήματα του Παπαντωνίου. Προφανώς τα καμμένα αμάξια του χρήζουν αυστηρότερης ποινικής αντιμετώπισης από μια κρατική δολοφονία στον μαγικό κόσμο της αστικής δημοκρατίας με τον απεριόριστο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή.

Πηγή: https://athens.indymedia.org/post/1599366/

Η πολιτική είναι και θέμα αισθητικής.

Πολλές φορές η μαζική προτίμηση σε κάποια πολιτική παράταξη μπορεί να έχει να πει πολλά για το επίπεδο, πρώτα από όλα, της συλλογικής αισθητικής, και μετά όλων των άλλων. Αυτό στη Ρωμαϊκή σκέψη κάπως ήταν κεκτημένο όπως προδίδει και το γνωστό ρητό με τη γυναίκα του Καίσαρος.
Ακόμα και σήμερα βέβαια παρατηρούμε ότι ολόκληρες πολιτικές ατζέντες, εκστρατείες, επικοινωνιακές στρατηγικές, εκπονούνται με γνώμονα την παλμογράφηση της κοινωνικής αισθητικής.
Η διακηρυγμένη επιστροφή στην κανονικότητα, κεντρικό μότο μιας συντηρητικής παράταξης που τραμπαλίζεται μεταξύ ακροδεξιάς, κλασικού φιλελευθερισμού, νεοφιλελευθερισμού, χριστιανοδημοκρατίας και ακραίου κέντρου ταυτόχρονα, αφορά περισσότερο από όλα μια σημειολογία. Σημειολογία η οποία έχει χτισμένη την κοινωνική της γείωση, όχι τώρα βεβαίως, αλλά αρκετά πίσω στο χρόνο.
Η σημειολογία αυτή εμπερικλείει όλες τις μορφές κοινωνικής υποκρισίας. Είναι η σημειολογία που επιβάλει να αποδεχόμαστε πχ έναν πολιτικό όχι επειδή είναι ικανός, καλός, αποδοτικός, ανιδιοτελής, και άλλα θετικά θεωρούμενα πράγματα, αλλά από το αν φαίνεται να τηρεί τα κοινωνικά προσχήματα και τύπους.
Φοράει γραβάτα; Δίνει θρησκευτικό όρκο; Φιλάει το χέρι του παπά με ευσέβεια; Εμφανίζεται 24/7 υπερασπιστής των πάτριων αξιών και παραδόσεων; Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για έναν διεφθαρμένο πολιτικό μέχρι τα μπούνια. Και πως να έχει. Η διαφθορά είναι μια κανονικότητα που έχουμε αποδεχθεί όλοι σιγά τα λάχανα. Δεν έχει σημασία αν η ίδια μάζα θυμάται τη χριστιανική ηθική μόνο σε κάτι πανηγύρια, σε κάτι βαφτίσια,γάμους, κηδείες και κάθε πάσχα και χριστούγεννα, και γενικά αν κατά τα άλλα σε επίπεδο καθημερινότητας απέχει έτη φωτός από αυτή. Και γιατί να έχει σημασία κάτι τέτοιο εξάλου;
Δεν έχει σημασία πάλι αν η ίδια μάζα νιώθει να καταπιέζεται από τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας,όταν βέβαια πρόκειται για προοδευτικές νόρμες στις οποίες έχει αλλεργία, ενώ ταυτόχρονα εξεγείρεται με την παραμικρή προσβολή των χρηστών ημών ηθών.
Στην προηγούμενη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο αυτό που συνέβη στο δημόσιο διάλογο ήταν αποκαλυπτικό, ως ένα βαθμό, της συλλογικής αισθητικής ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας, το οποίο λύσσαξε ενάντια στην σοσιαλδημοκρατική διαχείρηση της εξουσίας, (η οποία απεδείχθη μια χαρά ικανή και αποτελεσματική σε ζητήματα που οι προηγούμενες θα ζήλευαν) αν όχι για κάτι άλλο, κυρίως επειδή αυτή του προσέβαλε τα “γούστα”. Η πολιτική αντιπαράθεση διακυμάνθηκε τόσο πολύ γύρω από τι είναι και τι δεν είναι πρέπον να κάνει και να λέει ένας πολιτικός και ένα κόμμα γενικά, που αποκόμιζε κανείς την εντύπωση πως δεν έχουμε εκλογές μπροστά μας αλλά διαγωνισμό κοινωνικής ευπρέπειας.
Αυτό το βλέπει κανείς έντονα και στον καθημερινό σχολιασμό χρηστών μέσων δικτύωσης που αγαλλιάζουν, μετά τις εκλογές, με στιγμιότυπα της πολιτικής ζωής , όπως η ορκωμοσία στη βουλή, όπου η κανονικότητα επιστρέφει μέσα από τον εναγκαλισμό των παραδοσιακών “τύπων” που οι προηγούμενοι άπλυτοι “αριστεροκατσαπλιάδες” σνόμπαραν “προκλητικά”.
Όλη αυτή η τρέχουσα περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί καθωσπρεπισμού, κανονικότητας και προσχημάτων, αν κάτι μας βοηθούν σίγουρα να καταλάβουμε στο σήμερα, είναι ότι πολύ περισσότερο σοκάρει την κοινή γνώμη αν οι κληρονόμοι της πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας ανακαλύπτουν ότι οι προκάτοχοι τους τους παράδωσαν γραφεία που βρωμούσαν τσιγαρίλα, παρά αν ανακαλύπτουν ελείμματα και μαύρες τρύπες σε νευραλγικές δημόσιες υπηρεσίες, στον τομέα της υγείας πχ ή αλλού εξίσου σημαντικά.
Και αν μη τι άλλο αυτό δείχνει και το αντίστοιχο επίπεδο της κοινωνικής αισθητικής του σήμερα. Και όπως η πολιτική είναι και θέμα αισθητικής έτσι και η αισθητική είναι και θέμα πολιτικής.

Το λυκόφως των νομοτελειών

i) Μπαράζ διαψεύσεων
Το τέλος της δεκαετίας μας πλησιάζει και έρχεται συνοδεία μιας πλήρους κατάρρευσης όλων των βεβαιοτήτων, όλων των διακηρυγμένων νομοτελειών που μας πιπίλησαν τα μυαλά, σε σημείο οξύ πόνου, όλα αυτά τα χρόνια. Η ψήφος του περήφανου “Ελληνικού Λαού” στο παραπέντε της αλλαγής της δεκαετίας έδωσε σε μια συντηρητική παράταξη τη δυνατότητα μιας καθαρής και ξάστερης αυτοδυναμίας, ένα εκλογικό αποτέλεσμα πραγματικό ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής μας, μια εποχή που θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να είναι το σημείο μηδέν του ελληνικού καπιταλισμού και η αυγή μιας πιθανής κοινωνικής αλλαγής και επανάστασης. Γιατί αυτό; Επειδή έτσι. Το έγραψαν κάποια βιβλία, το λένε κάποιοι θεωρητικοί και πάνω από όλα βελτιώνουν τη ψυχολογία μας τέτοιες νέο-χιλιαστικές προφητείες, οπότε γιατί όχι.

Αντί να συμβούν όμως όλα αυτά είδαμε απλά την παταγώδη αποτυχία της παραδοσιακής αντιπολιτευτικής στρατηγικής του πεζοδρομίου, πετυχημένης σχετικά ως και το 2010, τη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους της εθνικοφροσύνης που στράφηκε στο πιο προωθήμενο τμήμα της- την νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε μια μίξη ροζ σοσιαλδημοκρατίας και πατριωτικής αριστεράς που επένδυσε πολιτικά στην καλλιέργεια ενός σχεδόν μεταφυσικού μεσσιανισμού, την πολιτική μπλόφα ως βασικό διαπραγματευτικό της ατού για να οδηγηθεί μετά τον εκλογικό της θρίαμβο, στη διενέργεια ενός δημοψηφίσματος του οποίου την έκβαση εν τέλει προσπέρασε περνώντας σε μια γραμμή πολιτικού ρεαλισμού ενός καθώς πρέπει δυτικού σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος ευρωπαϊκού τύπου.

Θα μπορούσε να είχε όμως συμβεί κάτι διαφορετικά; Είναι οι εξελίξεις των χρόνων αυτών αποτυχία του ριζοσπαστικού ανταγωνιστικού κινήματος, αναρχικού/αριστερού ή ξεπερνούν κατά πολύ τους σωστούς ή λάθος κινηματικούς χειρισμούς και επομένως άλλοι είναι οι παράγοντες που θα ήταν ωφέλιμο να αναζητήσουμε τους λόγους της μη εκπλήρωσης των επαναστατικών προφητειών;

ii) Τα σταφύλια της διαφθοράς

Σε αυτό το σημείο θα χρειαστεί να παραδεχτούμε κάτι στους εαυτούς μας. Το ευρύτερο ριζοσπαστικό ανταγωνιστικό κίνημα σε ένα μεγάλο του μερος, ποτέ δεν κατενόησε εις βάθος τους μηχανισμούς της, επί τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, διαφθοράς της κοινωνικής βάσης, μιας διαφθοράς κάθετης, οριζόντιας και διαγώνιας, διαφθοράς που εκτείνεται σε τρομακτικά μεγάλο κοινωνικό εύρος φτάνοντας στο σημείο να αποτελεί σημείο αναφοράς μιας συλλογικής ταυτότητας και ταυτόχρονα στοιχείο της πολιτισμικής παράδοσης και κουλτούρας της νέο-ελληνικής κοινωνίας. Είναι τέτοια η συλλογική συμμετοχή και η παραδοχή αυτής της πλατιάς λαϊκής διαφθοράς που γίνεται- εδώ και δεκαετίες- αντικείμενο ενός συλλογικού αυτοσαρκασμού και σάτυρας. Κάτι του τύπου όλοι ξέρουμε ότι συμβαίνει, όλοι μπορεί να το κάνουμε, λέμε και ένα χωρατό έτσι να περνάει η ώρα . Μιας διαφθοράς στην οποία διαπαιδαγωγήθηκε και γαλουχήθηκε επί μακρώ το σώμα των από τα κάτω από την προσφιλή και λαοφιλή Πασοκική Σοσιαλδημοκρατία. Το γνωστό τοις πάσι παλιό καλό και ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ.

Θα χρειαστεί επίσης να παραδεχτούμε ότι στο διάστημα της πασοκικής και μεταπασοκικής μεταπολιτευτικής περιόδου η πολιτισμική ηγεμονία του καπιταλισμού ισχυροποιήθηκε αλώνοντας ολοένα και περισσότερο τον κοινωνικό χώρο. Με στυλοβάτες τη συλλογική ψυχαγωγία, διασκέδαση και γενικά τον πολιτισμό αλλά και κυρίως μέσω της νέας τεχνολογικής επανάστασης και της καταναλωτικότητας που αυτή (μαζί με άλλους παράγοντες) ενέπνεε, εδραιώθηκε ως μια ισχυρότατη μορφή κοινωνικής συνείδησης, ψευδούς κατά τη μαρξιστική έννοια, αλλά αρκετά αληθούς ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της και το αποτύπωμα της στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

iii) Η αδιαφορία ως κοινωνική αρετή

Σε αυτό το διάστημα της τριακονταετούς απόλυτης επικράτησης της κοινωνικής διαφθοράς, της απόλυτης πολιτισμικής ηγεμονίας του καπιταλισμού, της κατίσχυσης των κοινωνικών αγώνων και της εντεινόμενης γραφικοποίησης αυτών, καθώς και του πλήρως εκφυλισμένου συνδικαλισμού όλων των μετώπων, (όπου τα μόνα casus belli που τίθονταν ήταν όταν επρόκειτο να θιχτούν στενά συντεχνιακά συμφέροντα , και αυτό ακόμα με δυσκολία, εκτός ίσως από μαθητικές/φοιτητικές κινητοποιήσεις που κατά καιρούς συνδέθηκαν και με επιπλέον ζητήματα πχ αντιπολεμικά) ,η κοινωνική βάση διαπαιδαγωγήθηκε στην επίδειξη μιας τρομερής και κυνικής αδιαφορίας και αδράνειας για όλα τα μείζονα ηθικά ζητήματα της εποχής, μιας αδιαφορίας και αδράνειας που έφτανε και ξεπερνούσε τα όρια της συλλογικής ενοχής. Πχ ήταν απολύτως αδιάφορο αν το τίμημα αυτής της κοινωνικής ευμάρειας ήταν η περιφρούρηση θαλάσσιων και χερσαίων συνόρων από τις μεταναστευτικές ροές με αποτέλεσμα εκατοντάδες νεκρούς κατά μήκος των συνόρων. Ήταν απολύτως αδιάφορο αν αυτή η συλλογική ευζωία και η δυνατότητα συμμετοχής στη διαφθορά χτίστηκε πάνω σε βασανισμένα κορμιά σε φυλακές, αστυνομικά τμήματα, ψυχιατρικά κολαστήρια, στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, εξαθλιωμένα μητροπολιτικά γκέτο, ήταν απολύτως αδιάφορο αν οι όροι αυτή της κοινωνικής αφθονίας πληρούνταν με τη στυγνή εκμετάλλευση του πλέον αναλώσιμου και παρανομοποιημένου μεταναστευτικού δυναμικού. Ήταν απολύτως αδιάφορο αν η εκτός νόμου οικιστική ανάπτυξη χιλιάδων εξοχικών συνοικισμών ήταν χτισμένη πάνω σε καμένες εκτάσεις δασικών πνευμόνων ή αν η ενίσχυση του ΑΕΠ από τον τουρισμό συντελούνταν στην πιο ανελέητη μορφή μικρομεσαίας αισχροκέρδειας εις βάρος αλλοδαπών αλλά και εγχώριων τουριστών.

Πως λοιπόν περιμέναμε ότι με όλο αυτό το κοινωνικό υπόβαθρο θα ξεσπάσει μόλις μέσα σε δυο χρόνια οικονομικής ύφεσης μια σαρωτική κοινωνική επαναστατική μεταβολή; Πως γίνεται να ανατραπούν τρεις ολόκληρες δεκαετίες τέτοιας ποιότητας κοινωνικής διαπαιδαγώγησης μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τη στιγμή κιόλας που δεν έχουν υπάρξει οι παραμικρές σχεδόν, ή έστω ισχνές, προσπάθειες ριζοσπαστικής διαπαιδαγώγησης “των μαζών” ;

Η διετία 2010-12 πόρρω απείχε από τη προ-εμφυλιακή κατάσταση στην Ισπανία του 1936, ή της προπολεμικής κατάστασης στην Ελλάδα του 1940 . Καμία ομονσπονδία, κανένα οργανωμένο επαναστατικό κίνημα, κόμμα, μέτωπο ή οτιδήποτε άλλο, ένοπλο ή μη , δε θα μπορούσε να είχε συντελέσει σε μια γενικότερη εκτροπή μέσα σε αυτή τη διετία γιατί καταρχάς δεν υπήρχε εκ των προτέρων κανένα τέτοιο έδαφος για τη δημιουργία τέτοιων υποδομών αλλά και γιατί ακόμα και αν αυτές υπήρχαν απουσίαζε πλήρως το υποκείμενο. Ένα υποκείμενο με συνείδηση του εχθρού που έχει απέναντι του, διατεθειμένο να πολεμήσει αν χρειαστεί με κάθε μέσο, να υποστεί κάθε είδους ταλαιπωρία, φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια, δολοφονίες, εκτελέσεις, απαγωγές, συλλογικά αντίποινα εις βάρος άμαχου πληθυσμού και γενικά να αντιμετωπίσει συνθήκες εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα. Δηλαδή για να είμαστε σοβαροί, ποιοι θα τα έκαναν όλα αυτά; Ένα κοινωνικό corpus μαθημένο στην απραξία, την αδιαφορία, την αρπαχτή, τον κυνισμό και την λαμογιά; Πως χωρίς σαφή συνείδηση της ύπαρξης ενός εχθρού-καταπιεστή και της αναγκαιότητας αγώνα εναντίον του θα υψωθούν τα λάβαρα της οποιαδήποτε εξέγερσης και διάθεσης για επαναστατική αλλαγή; Με τι υπόβαθρο, τι διαπαιδαγώγηση και τι κουλτούρα θα κινηθεί αυτός ο κόσμος να ρισκάρει τα πάντα για μια αμφιβόλου κιόλας επιτυχία κοινωνικής αλλαγής, μιας και κανείς δε μπορεί να εγγυηθεί την νίκη της; Και γιατί πιστεύουμε ότι η δική μας συμβολή ήταν τόσο σημαντική που να πρέπει η αποτυχία μιας τέτοιας προοπτικής να είναι δική μας αποτυχία και ήττα;

iv) Η γενοκτονία-φάντασμα

Ας έχουμε επίσης τη γενναιότητα να παραδεχτούμε το εξής. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια οικονομικής ύφεσης, χρόνια κατά τα οποία σημειώθηκε η κορύφωση των αντιδράσεων απέναντι στα μέτρα λιτότητας, η ελληνική κοινωνία δε γνώρισε μια πραγματική κοινωνική εξαθλίωση που να αντιστοιχούσε στο βερμπαλισμό και τον λαϊκισμό της γενοκτονολογίας που επικράτησε αυτά τα χρόνια . Ασφαλώς υπήρξε αύξηση της φτωχοποίησης, της επαιτείας, των αστέγων, των ανέργων και των ανθρώπων που στοιχίζονταν στα συσσίτια ή έψαχναν φαγητό σε κάδους σκουπιδιών. Σίγουρα υπήρξαν ιδιωτικοποιήσεις του δημοσίου και απολύσεις, σκλήρυνση του εργασιακού καθεστώτος ενώ πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις έκλεισαν και πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία από απελπισία. Οπωσδήποτε πολλά σπίτια και οικογένειες ένιωσαν το βάρος των οφειλών και της αύξησης των τιμών να τους πνίγει. Αλλά ας έχουμε την ειλικρίνεια να παραδεχτούμε ότι δε γέμισαν οι ελληνικές πόλεις φαβέλες βραζιλιάνικου τύπου, δεν είχαμε κρίση λοιμού και χιλιάδες νεκρά παιδιά στους δρόμους όπως στην κατοχή, δεν είχαμε πόλεμο συμμοριών στους δρόμους γύρω από τη διεκδίκηση των στοιχειωδών αναγκών, δεν είχαμε ανήλικα παιδιά να δουλεύουν σε βαριές βιομηχανίες για 14ωρα, δεν άφησαν τα ελληνόπουλα την οικογενειακή θαλπωρή για να θαλασσοπνιγούν στα καράβια ή να στελεχώσουν τις φάμπρικες κάθε πιθανής και απίθανης χώρας του εξωτερικού.

Η Ελλάδα ακόμα και στα χειρότερα της οικονομικής ύφεσης που ξέσπασε το 2009-2010 συνέχισε να παραμένει στο παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος ως μια καπιταλιστική περιφέρεια του Πρώτου Κόσμου, απόλυτα εξαρτημένη φυσικά και με τεράστιο χρέος αλλά σίγουρα δεν μετατράπηκε σε κάποια αφρικανική χώρα της μετά-αποικιακής εποχής. Το μέσο βιωτικό επίπεδο στην Ελλάδα παρέμεινε κατά πολύ πιο πάνω από το μέσο βιωτικό επίπεδο σε πολλές άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, της Ασίας ή της Μέσης Ανατολής. Χώρες στις οποίες δε σημειώνεται και κάποια τρομερή επαναστατική δραστηριότητα εξαιτίας της κατά πολύ μεγαλύτερης κοινωνικής εξαθλίωσης.
v) Ο φόβος της ταξικής «έκπτωσης»

Η ελληνική ύφεση του 2009 όπως αυτή εκδηλώθηκε ήρθε να αναιρέσει μια εποχή γενικής αφθονίας, που μπορεί τώρα να γίνεται παραδεχτή ότι υπήρξε και να θεωρείται επίπλαστη αλλά τότε δεν φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα που θα μπορούσε να την απειλήσει. Η οργή των αγανακτισμένων που πλημμύρισαν τις πλατείες το 2011 και το 2012 ήταν εν πολλοίς μια οργή μικροαστική, παρά την εκρηκτικότητα της και διόλου ριζοσπαστική. Δεν ήταν μια οργή που κυοφορούσε μέσα της το σπόρο της αμφισβήτησης για το καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης, διότι πως, και από πού και ως που θα μπορούσε εν μια νυκτί να γεννηθεί τέτοια διάθεση αμφισβήτησης. Ήταν μια οργή απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που ερχόταν να πάρει αυτά που είχε εκπαιδεύσει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να διατηρούν για πάντα, μια προνομιούχα δηλαδή θέση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Ήταν η αγανακτισμένη μικροαστική οργή του νοικοκυραίου, του Κυρ Παντελή που δεν μπορούσε να καταδεχτεί ότι θα μετατραπόταν σε ένα φεγγάρι σε πληβείο, στον πληβείο που τόσο είχε μάθει να περιφρονεί και ενίοτε να ψευτολυπάται όποτε «αλήτες, προδότες, πολιτικοί».

Μπορεί λοιπόν, να ήταν μια οργή που στράφηκε κατά του πολιτικού κόσμου με δεκάδες προπηλακισμούς πολιτικών κατά μήκος όλης της χώρας, ή να εκφράστηκε και ιδιαίτερα βίαια στις μεγάλες αντί-μνημονιακές συγκεντρώσεις του 2011-2012 , αλλά σε τελική ανάλυση παρέμεινε κατά βάση οργή του μεσαίου χώρου που αντιλαμβανόταν ότι επίκειται μια βίαιη συρρίκνωση του, κάτι που αντανακλαστικά κινητοποίησε πλήθος ανθρώπων που τις προηγούμενες δεκαετίες το “πεζοδρόμιο” το είχαν δει μόνο σε ταινίες. Και ακριβώς επειδή το ιδεολογικό υπόβαθρο των αγανακτισμένων ήταν αυτή η αλαζονική υπερηφάνεια των μεσαίων και μικρομεσαίων που τους φαινόταν αδιανόητη η προοπτική έκπτωσης της κοινωνικής τους θέσης και status, ο βίαιος δηλαδή ταξικός εκτοπισμός τους από το βάθρο της μεσαίας ή μικρομεσαίας τάξης, σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα προσπάθησε μέσα σε αυτή τη δεκαετία να μιλήσει στην αγανακτισμένη τους ψυχή και να τους προσεταιριστεί με διαφορετικό τρόπο ανά περίπτωση, ανάλογα και το ποιος μιλούσε.

Κοινή συνισταμένη ολόκληρου του πολιτικού τόξου, από την πιο συντηρητική πτέρυγα ως την πιο προοδευτική, από τη ριζοσπαστική ακροδεξιά ως και τη ριζοσπαστική ακροαριστερά (αλλά και μέρους της αναρχίας) ήταν το αφήγημα της Ελλάδας ως αποικίας χρέους που εκμεταλλεύονται οι κακοί ξένοι, γερμανοί και άλλοι. Η κεντρικοποίηση αυτού του αφηγήματος προφανώς και ευνοούσε τις πιο δεξιόστροφες και συντηρητικές αντί-μνημονιακές φωνές που έβρισκαν ευκαιρία να προωθήσουν την έτσι κι αλλιώς εθνικιστική τους ατζέντα. Παράλληλα ευνοούσε και κομμάτια της αριστεράς και του αναρχικού- αντί-εξουσιαστικού χώρου, τα οποία κατανοώντας ότι το αντί-καπιταλιστικό-και μάλιστα με ριζοσπαστικούς όρους- δεν κεντρικοποιείται το ίδιο εύκολα, το γύρισαν στον εθνο-πατριωτικό αλυτρωτισμό με μια ρητορική που ήθελε να ανασύρει μνήμες εθνικής αντίστασης και να μιλήσει στο πατριωτικό θυμικό των μαζών με έναν κατάφορο βερμπαλισμό στα όρια της αυτό-αναφορικής γραφικότητας. Λες και η διετία 2010-2012 είχε την παραμικρή σχέση με τα όσα βίωνε ένας- δοκιμασμένος από τρεις πολέμους την προηγούμενη από το 1940 25ετία-πληθυσμός που καλούταν να αντιμετωπίσει ένα από τα πιο σκληρά και τρομοκρατικά καθεστώτα εξουσίας που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει ως τότε, το ναζιστικό.

Η αποτυχία όμως της πάγιας λογικής του πεζοδρομίου, επιτυχής στη μεγαλύτερη διάρκεια της μεταπολίτευσης, να ανακόψει με μαζικότητα και μαχητικότητα τα μνημονιακά νομοθετήματα, μια αποτυχία που εδράζεται κυρίως στην Θατσερικής εμπνεύσεως γραμμή μηδενικής ανοχής του κράτους απέναντι στις πολιτικές διαμαρτυρίες, ανέδειξε ακριβώς αυτήν την έλειψη ριζοσπαστικοποίησης που διέκρινε το σώμα των αγανακτισμένων, μια έλειψη που είχε σχέση με την ποιότητα του ίδιου του μαζικού υποκειμένου.
Τα κινήματα της Αραβικής Άνοιξης, τα οποία φιλοδοξούσαν δήθεν να αντιγράψουν οι ευρωπαίοι- και οι έλληνες προφανώς ανάμεσα τους- όπως αυτά της Τυνησίας ή της Αιγύπτου (βλέπε πλατεία Ταχρίρ) δεν αντιμετωπίστηκαν με λιγότερη καταστολή. Ίσα ίσα η κρατική βία που εκδηλώθηκε μετρούσε πολλές συλλήψεις, βασανισμούς, αθρόες φυλακίσεις , ακόμα και δολοφονίες στους δρόμους, τα αστυνομικά τμήματα ή τις φυλακές. Ωστόσο ο κόσμος δεν εγκατέλειψε τους δρόμους ή τις πλατείες και παρέμεινε μέχρι να δει τους ηγέτες να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Η διαφορά είναι εμφανής, και μπορούμε να την αναζητήσουμε στην επί δεκαετίες σκληρή και στυγνή εκμετάλλευση των τοπικών πληθυσμών από τα εν λόγω καθεστώτα, καθώς και της σκληρής και διαρκούς τρομοκρατίας της εξουσίας πάνω τους επί δεκαετίες, χωρίς μάλιστα την αστικοδημοκρατική πολυτέλεια της εναλλαγής κάποιας πιο δημοκρατικής και ήπιας διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, η οποία θα έδινε μια κάποια ανάσα για όσο κρατούσε. Η διαφορά λοιπόν είναι ότι εκεί ο αντικαθεστωτισμός των πληθυσμών είχε καταφέρει να ριζώσει για δεκαετίες και να ριζοσπαστικοποιηθεί, όσο και αν διατηρούσε προσωπαγή χαρακτήρα, και αυτό αποτέλεσε και την κολώνα που στήριξε την αποφασιστικότητα και την επιμονή των ανθρώπων στον αγώνα τους ενάντια στις τυραννίες που ζούσαν. Βλέπουμε εδώ καμιά ομοιότητα με την ελληνική πραγματικότητα του 2010;

vi) Η ελπίδα έρχεται

Ακριβώς αυτή η αστικοδημοκρατική πολυτέλεια που αναφέραμε προηγουμένως ήταν που έκανε την διαφορά ωστόσο στη δική μας περίπτωση. Η δυνατότητα μιας εναλλαγής της εξουσίας, και της θητείας μιας κυβερνητικής δυναμικής που υποσχόταν αφειδώς ότι θα επαναφέρει όλα τα προηγούμενα κοινωνικά προνόμια που είχαν χαθεί, ή ότι θα φρόντιζε να μην απειληθούν περαιτέρω κι άλλα, ώθησε τις πιο προοδευτικές συνιστώσες του μεσαίου και κατώτερου κοινωνικού χώρου, να στηρίξουν τις ελπίδες τους σε μια σοσιαλδημοκρατική δύναμη που εμφανιζόταν να είναι κάτι σαν την επανάσταση της Κούβας και της κοινωνικής μεταρρύθμισης της Χιλής του Αλιέντε, την ίδια στιγμή που οι αντίστοιχες συντηρητικές υποστήριξαν λαϊκοδεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις του πολιτικού φάσματος, ακόμα και περιθωριακές σαν τη Χρυσή Αυγή.

Η επί τεσσεράμιση χρόνια θητεία της πάλαι ποτέ ανανεωτικής αριστεράς και νυν καραμπινάτης σοσιαλδημοκρατίας δεν εκπλήρωσε επουδενί τις προσδοκίες του μικρομεσαίου χώρου ο οποίος και στο εσωτερικό του άρχισε να πολώνεται έντονα αυτά τα χρόνια ιδίως σε ότι αφορούσε τις προσπάθειες του κυβερνητικού σχήματος να χαράξει τομές στον προοδευτικό τομέα: σύμφωνο συμβίωσης και δυνατότητα υιοθεσίας από ομόφυλα ζεύγη, μετριοπαθής περιορισμό της θρησκευτικής προπαγάνδας στη δημόσια εκπαίδευση και ακόμα πιο μετριοπαθή διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, διατάξεις για την αποσυμφόρηση στις φυλακές και κυρίως την προώθηση μιας πολύ επικερδούς, στα πλαίσια των δεδομένων γεωπολιτικών συσχετισμών, συμφωνίας με τη γείτονα χώρα της Βορείου Μακεδονίας, σε σχέση με το ονοματολογικό.

Ωστόσο η πόλωση αυτή έγειρε σαφέστατα υπέρ της εθνικοφροσύνης η οποία συσπειρώθηκε σε ένα άνευ προηγουμένου (για τα δεδομένα της δεκαετίας μας) μέτωπο με σκοπό να ρίξει μια κυβέρνηση που υποτίθεται ήταν αριστερή, υποτίθεται ήταν επικίνδυνη για τα εθνικά θέματα και που υποτίθεται ήθελε να καταστρέψει τη χώρα εκ των έσω παραδίδοντας την στον έλεος τρομοκρατών και υπερασπιστών της αναρχικής εξεγερτικής δραστηριότητας. Και όλα αυτά για μια κυβέρνηση με πλούσιο έργο στον τομέα της καταστολής του ριζοσπαστικού κινήματος, κάτι το οποίο έκανε με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα και χωρίς να συναντήσει πολλές αντιδράσεις, κι ενώ παράλληλα κατάφερε να σταθεροποιήσει την οικονομία, να ανεβάσει τους δείκτες, να παράξει πλεονάσματα και να προβεί και σε μια περιορισμένη κοινωνική επιδοματική πολιτική.
Το αποτέλεσμα όμως, όπως αυτό αποτιμάται εκλογικά, ευνόησε την παράταξη που ηγήθηκε του εθνικόφρονος μετώπου, το οποίο πέρα από όλες τις υπόλοιπες κορώνες περί παλινόρθωσης της δημοκρατίας και εκδίωξης των μαδουριστών, έπαιξε και το χαρτί του προσεταιρισμού των μικρομεσαίων, οι οποίοι άλλα περίμεναν από την προηγούμενη κυβέρνηση, ένιωσαν προδομένοι που δεν εκπληρώθηκαν οι προσδοκίες τους, και αποφάσισαν να τις ξανά-τοποθετήσουν στον νέο πλειοδότη της μικρομεσαίας ελπίδας, κάνοντας φανερό με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο ποιος είναι ο πραγματικός συντελεστής των εσωτερικών εξελίξεων στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, αυτός που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις δίνοντας εύνοια πότε σε συντηρητικές, πότε σε προοδευτικές, πότε σε νέο-φιλελεύθερες ,πότε σε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, πότε φωνάζοντας για μνημονιακή κατοχή, πότε φωνάζοντας για το ξεπούλημα της μακεδονίας. Και ο οποίος δεν είναι άλλος από την κατά τον Λένιν κοινωνική βάση του οπουρτουνισμού, αυτό το εμποτισμένο με διαφθορά κοινωνικό στρώμα που κοιτάει να υπερασπιστεί πάντοτε τα ταξικά συμφέροντα του, είτε από το πεζοδρόμιο είτε από την κάλπη, γνωστό και ως Μεσαία Τάξη.

Αντί επιλόγου…

Με έναν πολύ πρόχειρο απολογισμό της δεκαετίας που φεύγει, και αναμένεται να αφήσει πίσω της συντρίμμια ( αν υλοποιηθεί τουλάχιστον η προεκλογική ατζέντα του νέου κυβερνητικού σχήματος) βλέπουμε ότι πλέον καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα το νομοτελειακό αφήγημα των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων, που απορρέοντας από τη δομική αντιφατική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής αναπόφευκτα θα σηματοδοτήσουν από μόνες τους και την πτώση του.
Αν υπάρχει επίσης κάτι να καταπιστευθεί σε μεγάλο κομμάτι του ριζοσπαστικού χώρου και κινήματος, αυτό δεν αφορά τόσο το τι έκανε ή τι δεν έκανε τα χρόνια της κρίσης. Με τέτοια συζήτηση υπερτιμάμε κατά πολύ τις περιορισμένες δυνατότητες αποτελεσματικής παρέμβασης του κινήματος και αυτομαστιγωνόμαστε για ανεπάρκειες που κι ακόμα κι αν δεν είχαμε είναι πολύ αμφίβολο πόσο πιο πολύ θα είχαμε επηρεάσει τα γεγονότα. Είναι αυτό που λέμε, μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, οπότε θεωρούμε πως και μας αναλογούν πολύ περισσότερες ευθύνες για την όποια αποτυχία κάποιας κοινωνικής επανάστασης. Πιο καίρια θα ήταν μια συζήτηση για το τι θα μπορούσε ίσως να είχε καταφέρει ο ριζοσπαστικός χώρος την προηγούμενη από την κρίση εποχή. Κατά πόσο θα μπορούσε να θέτει και να εγείρει κεντρικά, ζήτημα μιας μετωπικής πολιτικής σύγκρουσης με την ιδεολογία της μεσαίας τάξης, κατά πόσο μπορούσε να αντισταθεί ή και να επιτεθεί στη μαζική κουλτούρα των χρόνων εκείνων και στα αλλότρια φαινόμενα που αυτή γεννούσε και κατά πόσο εν τέλει ήταν σε θέση επάρκειας να αντιληφθεί το ίδιο το Πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής , να καταφέρει δηλαδή να συλλάβει το zeitgeist της νεοελληνικής κουλτούρας και να υψώσει ηθικά και πολιτισμικά αναχώματα εναντίον του, θέτοντας μια άλλη βάση ζύμωσης συνειδήσεων, οι οποίες ενδεχομένως σε μια αποσταθεροποίηση που θα γεννούσε μια οικονομική κρίση, να είχαν περισσότερες πιθανότητες να αποσαθρώσουν τη βάση του εγχώριου καπιταλιστικού συστήματος.

Αν μη τι άλλο είναι μια συζήτηση που πάντα έχει μια αξία να ξεκινήσει…

Ο φθόνος του συμβιβασμένου

Στις αχανείς εκτάσεις της κοινωνικής ζούγκλας μπορούν να παρατηρηθούν διαφορετικά είδη ανθρωποτύπων που όντας συμβιβασμένοι με τον κόσμο γύρω τους προσπαθούν να βρουν μια φόρμουλα επιβίωσης. Διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι που κατανοούν την αδύναμη θέση που έχουν ως καταπιεσμένοι απέναντι στον κόσμο της εξουσίας και των καταναγκασμών που τους επιβάλλονται και εφευρίσκουν διάφορους τρόπους να αντιμετωπίζουν αυτήν την πραγματικότητα.

Κάποιοι προσπαθούν να κρατήσουν μια ισορροπία στη ζωή τους, να θέτουν κάποιες κόκκινες γραμμές οι οποίες αν προσβληθούν θα ξεσηκωθούν και θα εξεγερθούν, προσπαθώντας λιγότερο ή περισσότερο να αγωνίζονται, έστω και πιο μετριοπαθώς, για παραπάνω χαλάρωση των όρων καταπίεσης και εκμετάλλευσης που τους υποβάλλονται. Κάποιοι άλλοι, κουρασμένοι ενδεχομένως ψυχολογικά από τη συνεχόμενη αναγκαστική αποδοχή των καταπιεστικών συμβάσεων, μπορεί να επιλέξουν μια ζωή πλήρως ρηξιακή, σε πλήρη σύγκρουση με το πλαίσιο κυριαρχίας και να το φτάσουν στα άκρα ακόμα κι αν αυτό είναι πλήρως αυτοκαταστροφικό. Κάποιοι μπορεί να βρίσκονται σε μια γραμμή αποδοχής πολλών συμβάσεων στη ζωή τους αλλά έχοντας επίγνωση αυτής της σύμβασης, αποδέχονται την κατάσταση στην οποία τους φέρνει η αδυναμία τους να αντιδράσουν, αλλά συγκινούνται ή ενθουσιάζονται με μια πράξη αντίδρασης όταν προέρχεται από άλλους. Τέτοιοι άνθρωποι παρόλο που μπορεί να μην τολμούν να προβούν σε ηρωικές υπερβάσεις και να μπουν στη φωτιά της ιστορίας, εν τούτοις πολλές φορές όταν έχει χρειαστεί έχουν σταθεί ψυχικά αλλά και πρακτικά υπέρ όσων το κάνουν. Σε κρίσιμες στιγμές έχουν παράσχει καταφύγιο, έχουν διασώσει, έχουν αρνηθεί να καταδώσουν ακόμα και με κίνδυνο της ελευθερίας ή της ζωής τους. Αλλά αυτό βέβαια δε συμβαίνει τυχαία. Συμβαίνει γιατί μέσα τους γνωρίζουν με ποιο στρατόπεδο τάσσονται. Αναγνωρίζουν την πηγή της καταπίεσης και της καταδυνάστευσης που υφίστανται όπως και τους φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς αυτής. Περιττό να πούμε πως πλέον, στη δική μας εποχή, άνθρωποι σαν κι αυτούς βρίσκονται κυρίως στις σελίδες των βιβλίων.

Υπάρχει όμως και ένα άλλος είδος καταπιεσμένου που αφθονεί γύρω μας. Είναι αυτός που συμβιβάζεται , όχι αναγκαστικά γιατί νιώθει ότι είναι θύμα εκβιαστικών απαιτήσεων από την πλευρά της κυριαρχίας και ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά κυρίως γιατί “ΠΡΕΠΕΙ”. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί διαρκώς φροντίζει να κάνει γνωστό σε όλους γύρω του, ακόμα και αν κανείς δεν τον έχει ρωτήσει, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να υπακούμε τους ανώτερους μας, πρέπει να ακολουθούμε τους κανονισμούς, τους νόμους, τις διατάξεις ,πρέπει να είμαστε τίμιοι και να μη δίνουμε δικαιώματα περί του αντιθέτου, πρέπει να καθόμαστε στα αυγά μας όταν έχει φασαρίες, να μην μπλέκουμε, να μην ασχολιόμαστε με πράγματα πέρα από τα πλαίσια που προβλέπει το άγραφο δίκαιο της οικογενείας ή το επίσημο γραμμένο δίκαιο της πολιτείας.

Τέτοιους ανθρώπους όλοι ξέρουμε, όλες έχουμε γνωρίσει και έχουμε δει. Για την ακρίβεια είναι παντού γύρω μας. Το είδος του καταπιεσμένου για τον οποίο μιλάμε, αυτός ο homo conformer έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να γίνεται αντιληπτός και να δίνει το στίγμα του. Έχει μια αστείρευτη διάθεση για γκρίνια, μια ξινίλα μόνιμα χαραγμένη στα μούτρα του και του φταίνε διαρκώς όλα όσα γίνονται εκτός πλαισίων. Θα τον δούμε ας πούμε σε κάποιο μέσο μεταφοράς να δυσφορεί με όσους δεν κόβουν εισιτήριο στα ΜΜΜ γιατί “αν λειτουργούσαν όλοι έτσι τι νόημα έχουν οι κανονισμοί, μαλάκες είμαστε οι υπόλοιποι που κόβουμε εισιτήριο κανονικά;” Το ίδιο μοτίβο γκρίνιας μπορεί να επαναληφθεί σε άπειρες παραλλαγές καθώς τα πράγματα που ενοχλούν το homo conformer δεν έχουν τελειωμό.

Βασικά είναι το ίδιο άτομο που πάντα θέλει να κάνει μάθημα όταν γίνονται καταλήψεις σε σχολεία και σχολές ( “μαλάκες είμαστε εμείς δηλαδή που έχουμε κάνει τόση προετοιμασία και μελέτη;”) , που πάντα ενοχλείται όταν κάποια κοινωνική κινητοποίηση μπλοκάρει κάτι, είτε είναι κάποια διαδήλωση στο κέντρο της πόλης, είτε κάποια απεργία που βραχυκυκλώνει κοινωφελής υπηρεσίες όπως ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τομέας καθαριότητας, ΜΜΜ, αεροδρόμια, λιμάνια, εθνικές οδοί, τελωνεία, νοσοκομεία, (“δηλαδή εμείς τι φταίμε να ταλαιπωριόμαστε σα μαλάκες”) ή που πάντα θέλει να εργαστεί στη δουλειά του όταν γίνεται κάποια απεργία (“μαλάκας είμαι δηλαδή εγώ να ρισκάρω να με απολύσουν;”)Φυσικά ο homo conformer δεν είναι μαλάκας όπως κάτι άλλα χάπατα να παρασέρνεται σαν πρόβατο από ιδεολογίες, κόμματα και παρατάξεις ωστόσο δηλώνει ενεργός πολίτης και ψηφίζει κάθε τετραετία φροντίζοντας να δείξει σε όλους τους τόνους την δυσφορία του για επιλογές τύπου άκυρα/λευκά (“ εγώ γιατί πάω σα μαλάκας και ψηφίζω”).

Τον homo conformer βέβαια τον ενοχλούν και πολλά άλλα πράγματα. Τον ενοχλούν όσοι άλλοι δεν κάθονται στα αυγά τους όπως αυτός αλλά αντιδρούν με διάφορους τρόπους απέναντι σε εκφάνσεις της καταπίεσης και της εξουσίας ειδικά αν μια τέτοια αντίδραση εμπεριέχει και ένα ποσοστό βίας (“ δηλάδη τι, μαλάκες είμαστε εμείς; δε ξέραμε και εμείς άμα είναι να το κάναμε αυτό, ;”). Μολονότι βέβαια δεν αντιδρά σχεδόν ποτέ για το οτιδήποτε , και παρά το γεγονός ότι πάντα είναι κατά της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, έχχει παρόλα αυτά άποψη και για το επιχειρησιακό κομμάτι δράσεων ή ακόμα και για τη στοχοθεσία (“ σιγά μην ήμουν μαλάκας να παίξω τον κώλο μου για κάτι τέτοιο” ή “ εγώ αν ήταν να κάνω κάτι δε θα πήγαινα σα το μαλάκα σε κάτι τόσο εύκολο θα χτυπούσα κάτι πολύ πιο δυνατό” ). Τον ενοχλούν επίσης, και τον ενοχλούν πολύ τα συνθήματα στους τοίχους, ότι  κι αν γράφουν. Είναι από αυτούς που συχνά αν δουν κάποιον να γράφει στη γειτονιά τους ή κάτω από το σπίτι τους θα αρχίσουν αμέσως τα “γιατί δε τα γράφεις αυτά στο σπίτι σου ρε;”

O homo conformer μπορεί να μην ξεσηκώνεται ποτέ αλλά ξέρει ότι αν θέλει μπορεί (παρόλο που δε θέλει) να τα κάνει όλα όπα. Μόνιμη επωδός του όταν βλέπει στις ειδήσεις μια σπασιματική ή έναν εμπρησμό είναι το “ε καλά αυτή τη μαλακία θα μπορούσε να την κάνει οποιοσδήποτε, γιατί δεν πάνε σε καμιά βουλή να τους παραδεχτώ;”. Φυσικά ακόμα κι αν γίνει αυτό πάλι θα έχουν μια απάντηση , θα γυρίσουν και θα πουν “ μπράβο ρε, καλοί μαλάκες είστε, κάνατε μια τρύπα στο νερό , ρίξατε το κράτος”.
Αυτό το συμβιβασμένο ανθρωπάκι, παρά το γεγονός ότι αρκετά συχνά βλέπει ταινίες ή σειρές με κυριλέ τύπους που κλέβουν με θεαματικούς τρόπους καζίνο, γκαλερί, τράπεζες κτλ. και καραγουστάρει, αν στην πραγματική ζωή μάθει ότι ληστεύθηκε κάποια τράπεζα, ειδικά αν οι δράστες είναι αναρχικοί, θίγεται κατάφορα, η αξιοπρέπεια του και βγαίνει από τα ρούχα του( να τους μπαγλαρώσουν να μάθουν, μαλάκες είμαστε εμείς που δουλεύουμε μια ζωή, δεν ξέραμε να κλέψουμε άμα θέλαμε;)

Όπως θα έχει γίνει μάλλον σαφές μέχρι τώρα, ο συγκεκριμένος τύπος συμβιβασμένου ανθρώπου δεν είναι και πολύ συμπαθητικός. Για την ακρίβεια είναι ακριβώς αυτό που αναρωτιέται διαρκώς: μαλάκας, και μάλιστα τιτανοτεράστιος. Κάθε φορά που μπορεί να μας τύχει μια απρογραμμάτιστη συζήτηση με κάποιον του είδους τους μετά έχουμε τόσα νεύρα που νιώθουμε ότι θα μπορούσαμε να πέσουμε με αμάξι σε μια στάση λεωφορείου γεμάτη κόσμο. Ακόμα και οι πλέον επίμονοι μέσα στο κίνημα που είναι κατά των εύκολων αφορισμών γιατί πιστεύουν ότι οι πάντες θα μπορούσαν να μεταστραφούν, αν κάτσουν να συνομιλήσουν 5 λεπτά με έναν τέτοιο άνθρωπο θα θέλουν να τον πατήσουν με τρακτέρ. Και θα έχουν δίκιο.

Οι ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες δεν διαμορφώνονται μόνο βάση ορθολογικών κριτηρίων και ψυχρών υπολογισμών. Από μια τέτοια άποψη δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμιά απολύτως εξήγηση για το πώς άτομα από την τάξη των καταπιεσμένων και των εκμεταλευόμενων θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια τόσο lawful προσωπικότητα, υποτακτική πέρα ως πέρα και ικανή να προκαλεί μια απαξία και μια αποστροφή όχι μόνο με πολιτικά και ηθικά κριτήρια αλλά ακόμα και με αισθητικά.
Είτε ένα άτομο αντιδρά σε όλες τις περιπτώσεις με τους παραπάνω τρόπους , ή σε ορισμένες από αυτές, το ψυχολογικό του υπόβαθρο παραμένει κάπως ίδιο. Κατά βάση πρόκειται για άτομα, που αν και νομιμόφρονα και υποτακτικά, ενίοτε έχουν κρίσεις συνείδησης και ηθικών αμφιβολιών ως προς τη ζωή και τις επιλογές τους. Αντί όμως να στραφούν σε μια, έστω μερική, ρήξη με όσα τους καταπιέζουν, αναπτύσσουν ένα σύνδρομο τρομερής μικρόψυχης ζήλιας απέναντι σε όσους και όσες τολμούν κάποια υπέρβαση στη ζωή τους. Αυτή η αντιδραστική ζήλια μετατρέπεται σε έναν δηλητηριώδη φθόνο που κατατρώει τον εσωτερικό τους ψυχισμό με την μεθοδικότητα που ένας καρκίνος καταστρέφει το σώμα ενός οργανισμού, οδηγώντας τους στο να μισούν και να εχθρεύονται πλέον όλα εκείνα τα οποία θεωρούν ή νιώθουν ότι δε μπορούν να κάνουν. Έτσι , αντί να μισούν και να εχθρεύονται όσους τους αναγκάζουν να ζουν σε συνθήκες αναξιοπρέπειας, όσους τους καταπιέζουν και τους εκμεταλλεύονται, όσους παίρνουν αποφάσεις για τις δικές τους ζωές, μισούν μέσα από τα βάθη της ψυχής τους, τους εξεγερμένους, τους αρνητές, τις ιερόσυλες και αποίθαρχες αυτού του κόσμου.

Αυτού του τύπου η αντίδραση είναι το τελευταίο ψυχολογικό αποκούμπι, ένα ultimum refugium ή αλλιώς η έσχατη καταφυγή των ανθρώπων που δε μπορούν να υποφέρουν την ίδια τους την αναξιοπρέπεια και δουλοπρέπεια. Διαρκώς πρέπει να φταίνε οι άλλοι, όσοι και όσες κινητοποιούνται, καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους, συμμετέχουν σε διαδηλώσεις, συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής, προβαίνουν σε οργανωμένα σαμποτάζ, λεηλατούν τους ναούς του πλούτου ή βγάζουν από τη μέση καθάρματα που υπηρετούν τον κόσμο της εξουσίας, της βαρβαρότητας και της εκμετάλευσης. Για αυτά τα άτομα εχθρός είναι κάθε άνθρωπος που τολμά να υψώνει το ανάστημα του απέναντι στη μπότα της εξουσίας ενώ εκείνος που κάθεται να τον τσαλαπατούν σαν το σκουλήκι μέσα στη λάσπη, είναι υπόδειγμα ανθρώπου στην κοινωνία, ένας καθώς πρέπει πολίτης με πρόσωπο στον κόσμο.

Τα επιχειρήματα δε με τα οποία στρέφονται ενάντια σε κάθε μικρή ή μεγάλη πράξη ανταρσίας, έχουν την τάση να παραλλάσσονται ανάλογα την περίσταση και τη συγκυρία. Μπορεί να κάνουν επίκληση στον πολιτισμό, τον ανθρωπισμό, τον αντί-φανατισμό ή ακόμα και στο ρίσκο επιδείνωσης των όρων επιβολής και καταστολής μιας εξουσίας. Έτσι διαμορφώνεται διαρκώς ένα πλαίσιο στο οποίο τα υποκείμενα κάποιας ανταρσίας να καθίστανται απολίτιστοι, βάρβαροι, φανατικοί ή στη χειρότερη άτομα ανεύθυνα χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεων τους, τις οποίες θα πληρώσουν όσοι κάθονται στα αυγά τους και δεν προκαλούν. Η ποικιλία αυτών των αιτιάσεων ενάντια σε εκφάνσεις ανταρσίας υποδηλώνουν σε πολλές περιπτώσεις και διαφορά προέλευσης. Μπορεί να προέρχονται από συντηρητικά ή προοδευτικά χείλη, από δεξιά ή αριστερά, μερικές (ελάχιστες είναι η αλήθεια) φορές ακόμα και αναρχικά.

Ωστόσο αυτό το σώμα των νομιμοφρόνων δεν είναι διόλου αμελητέο. Τουναντίον είναι πολύ υπολογίσιμο μέγεθος και δυναμική εντός της κοινωνίας, από τη στιγμή κιόλας ειδικά που καταλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο κοινωνικό χώρο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως το κοινωνικό corpus των ζηλόφθονων συμβιβασμένων αποτελεί την Πέμπτη φάλλαγγα της ψυχολογικής καταστολής των εξεγερμένων. Κι αυτό γιατί η ψυχολογική επίδραση που μπορεί να προκαλούν στα εξεγερμένα υποκείμενα είναι καταλυτική. Είναι δυνατόν έτσι η ίδια η ζωτική θέληση για εξέγερση, αντίσταση και επίθεση στον κόσμο της εξουσίας να στραγγαλίζεται από συνεχόμενες τύψεις, υπαρξιακές κρίσεις για το ποιοι είμαστε, που πάμε, τι θέλουμε, σε ποιους απευθυνόμαστε ως και τύψεις ή ενοχές για ενδεχόμενα αντίποινα της εξουσίας ή κάποια δυσχέρεια των όρων κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Αρχίζουν να παρουσιάζονται διαρκείς προβληματισμοί γύρω από το πώς φανούμε αν κάνουμε το Α ή το Β , ή αν γράψουμε την τάδε αντί της δείνα πρότασης. Μπορεί να μας καταλάβει ένα τεράστιο άγχος για το πώς δε θα φανούμε βάρβαροι, απολίτιστοι , φανατικοί, ανεύθυνοι και χίλια άλλα δύο που μπορεί να μας επισύρουν και σ τη συνέχεια αρχίζει ο αυτό- περιορισμός. Περιορισμός στην κλίμακα της δράσης, περιορισμός στην κλίμακα του ριζοσπαστικού λόγου και προταγμάτων και εν συνεχεία μια πλήρη διολίσθηση στην αποριζοσπαστικοποίηση, το συντηρητισμό , την αυτό- λογοκρισία και την ηττοπάθεια. Πολλές φορές είναι τέτοια η αμυντική θέση που νιώθουν ότι πρέπει να πάρουν άτομα του κόσμου του αγώνα, ώστε συχνά όταν κατά τη διάρκεια δημόσιων παρεμβάσεων τους κράζουν διερχόμενοι περαστικοί , απαντούν ως άλλοι Ιωβ “μα εμείς για εσάς το κάνουμε, για σας αγωνιζόμαστε” .

Ε όχι λοιπόν. Δεν το κάνουμε για αυτούς και δεν αγωνιζόμαστε για λογαριασμό κανενός και καμίας που δε θέλει να αγωνιστεί. Το σύνθημα “ Το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι και όχι οι ρουφιάνοι και οι προσκυνημένοι” δεν έχει βγει τυχαία. Αποτελεί πρώτα και κύρια το πρώτο και σημαντικότερο ψυχολογικό ανάχωμα μας απέναντι σε αυτήν την αυτό-καταστολή των τύψεων, των ενοχών και των υπαρξιακών αγχών που έρχεται να μας υποβάλει το corpus της νομιμοφροσύνης. Δεν είμαστε εμείς, όσοι και όσες πνιγόμαστε από την υπάρχουσα πραγματικότητα και εξεγειρόμαστε, απολογούμενοι για κάτι. Σε ποιον και γιατί θα απολογηθούμε; Δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν. Σε κανέναν δε χρωστάμε κάτι. Πόσο μάλλον σε άτομα που αισθάνονται διαρκώς ανώτερα και πιο έξυπνα από όλους μας ενώ είναι πρωταθλητές στην γονυκλισία και την υποκτακτικότητα.

Όταν αντιληφθούμε πως αυτό το κοινωνικό κομμάτι δεν είναι φίλα προσκείμενο σε μια προοπτική κοινωνικής σύγκρουσης και πως δε μπορούμε, και ούτε θα έπρεπε να θέλαμε εξαρχής, να το κατευνάσουμε ή να το πάρουμε με το μέρος μας , θα νιώσουμε πραγματικά τόσο απελευθερωμένοι/ες που θα αντιληφθούμε ότι η πραγματική μας δυναμική σαν χώρος, σαν κίνημα, σαν κόσμος της εξέγερσης και της ρήξης με το υπάρχον βρίσκεται πολύ πιο πάνω από όσο πιστεύαμε και ότι κατά βάση εμείς οι ίδιοι την περιορίζαμε μην τυχόν και δυσαρεστήσουμε τον συμβιβασμένο που φθονεί…..