Εδώ και αρκετά χρόνια (σχεδόν μία δεκαετία) σφοδρές αντιπαραθέσεις πλήττουν τον αναρχικό ριζοσπαστικό χώρο με αφορμή την πρόσληψη της έννοιας “κοινωνία”. Έχουν γραφτεί πολλά, έχουν ειπωθεί περισσότερα, έχουν διαμορφωθεί θέσεις, έχουν χωριστεί στρατόπεδα και έχουν σημειωθεί ρήξεις, εντάσεις και συγκρούσεις Ωστόσο αυτό που περισσότερο έχει μείνει στη δημόσια σφαίρα είναι ο καπνός από τις εντάσεις και τις προστριβές που εξακολουθεί να θολώνει το πεδίο και έτσι να μεγαλώνει το βαβελικό χάσμα που προκύπτει από την αμοιβαία πολλές φορές αδυναμία κατανόησης των θεωρητικών σχημάτων κάθε πλευράς.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν ωφέλιμο να τεθούν οι βάσεις ενός ώριμου πολιτικού διαλόγου που ακόμα κι αν δεν καταφέρει να εξαφανίσει ως δια μαγείας όλες τις προκαταλήψεις που έχουν δημιουργηθεί, τουλάχιστον θα ξεκαθαρίσει λίγο το πεδίο γύρω από τη μυθολογία η οποία έχει περιβάλει τη λεγόμενη αντικοινωνική τάση της αναρχίας. Για να γίνει κάτι τέτοιο είναι μάλλον απαραίτητη μία σειρά διευκρινίσεων πάνω στην πρόσληψη κάποιων εννοιών όπως η κοινωνία, το αντικοινωνικό κτλ ώστε να μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος διάλογος. Ακόμα κι αν δεν προκύψουν συμφωνίες τουλάχιστον καλό είναι να ξέρουμε εμπεριστατωμένα γιατί διαφωνούμε.
i.Η κοινωνία ως έννοια και ιστορικές απαρχές των μεγάλων διαφωνιών
Θα υπάρχει ίσως σε κάποιους η εντύπωση πως η όλη αντιπαράθεση γύρω από την έννοια της κοινωνίας και τι είναι αυτή τελικά είναι κάπως πρόσφατη και απασχολεί αποκλειστικά τον ελληνικό αναρχικό χώρο. Οπωσδήποτε κάποιος κόσμος με περισσότερη εξοικείωση με την ιστορική παράδοση των ριζοσπαστικών κινημάτων θα είναι σε θέση να γνωρίζει ότι είναι ένα πολύ παλιό πεδίο γέννησης διαφωνιών και αντιπαραθέσεων και σίγουρα αυτός ο κόσμος δεν είναι λίγος. Ωστόσο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί κι εδώ πως το debate αυτό (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) ξεκινάει με το ξεπέρασμα του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα που κράτησε περίπου χίλια χρόνια και την επικράτηση του Αστικού Διαφωτισμού, των φιλελεύθερων ιδεών, την ανατροπή των παλιών συσχετισμών και τη δημιουργία νέων κοινωνικών διεργασιών που έφεραν στο προσκήνιο της ιστορίας τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Αρχικά η φιλελεύθερη σκέψη και διανόηση όπως αρχίζει και διατυπώνεται από τους πρώτους φιλοσόφους και διανοούμενους αυτού του ρεύματος αντιλαμβάνεται πως οι κοινωνίες εμφανίζονται ως το πλαίσιο των όρων συνύπαρξης μεταξύ των μελών μιας κοινότητας. Το λεγόμενο πέρασμά του ανθρώπου στην πολιτική κατάσταση συνοδεύεται ακριβώς από την αναγκαιότητα να τεθούν κάποια πλαίσια συλλογικής συνύπαρξης κι έτσι εμφανίζονται οι πολιτικές κοινωνίες που στην πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτά τα πλαίσια. Που όμως ακριβώς προκύπτει η διαφωνία και με ποιους;
Η “κοινωνία των πολιτών” αποτελεί για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία και ιδεολογία ένα σύνολο ατόμων που πρέπει να είναι ελεύθερα να συνέρχονται και να συνεταιρίζονται μεταξύ τους και καθώς το κάθε άτομο επιδιώκει το μέγιστο προσωπικό του συμφέρον , εν τέλει η συνολική επιδίωξη πολλών ατομικών προσωπικών συμφερόντων μαζί, λειτουργεί προς το συλλογικό συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας κρίνεται αναγκαία η τριπλή διάκριση των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική δηλαδή η πολιτική οργάνωση της κοινωνίας σε κράτος με σαφείς διαχωρισμένες αρμοδιότητες. Εδώ όμως προκύπτει η πρώτη σφοδρή ιδεολογική και φιλοσοφική σύγκρουση καθώς η Σοσιαλιστική σκέψη αντιλαμβάνεται την “κοινωνία των πολιτών” διαφορετικά. Για την ακρίβεια αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως το πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών, των τάξεων, οι οποίες έχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα και την μεταξύ τους σύγκρουση την ονομάζει ταξικό πόλεμο. Η σύγκρουση αυτή διεξάγεται με ευνοϊκούς όρους για μία τάξη, την αστική, η οποία και κατέχει τα μέσα παραγωγής που τροφοδοτούν την οικονομία της κοινωνίας και με δυσμενείς όρους για την άλλη τάξη την εργατική, της οποίας την δύναμη εκμεταλλεύεται η προηγούμενη. Στην σοσιαλιστική σκέψη το Κράτος είναι ο διαιτητής αυτής της σύγκρουσης με τρόπο που να υπερασπίζεται τη συνέχεια των συγκεκριμένων όρων με τους οποίους διεξάγεται η σύγκρουση, δηλαδή τη συνέχιση και μακροημέρευση της Ταξικής κοινωνίας.
Τετριμμένα και χιλιοειπωμένα πράγματα ωστόσο έχει μία σημασία να τα ξαναδούμε έστω και τόσο συνοπτικά για να σταθούμε σε ένα σημείο που ίσως φαντάζει λεπτομέρεια αλλά δεν είναι. Η σοσιαλιστική σκέψη δεν αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ταυτόσημη με την εργατική τάξη, δηλαδή το σώμα των καταπιεσμένων, των εκμεταλλευομένων, των κολασμένων, αλλά αντίθετα ως το ευρύτερο πεδίο μέσα στο οποίο μαίνεται ο ταξικός πόλεμος. Η κοινωνική επανάσταση λοιπόν δεν είναι η επανάσταση που θα κάνει η κοινωνία, αλλά η επανάσταση που θα κάνει η τάξη που είναι σε δυσμενέστερη θέση εντός της ταξικής κοινωνίας, δηλαδή το προλεταριάτο, κι αυτό με σκοπό να καταστρέψει την ταξική κοινωνία και να δημιουργήσει μία νέα, την αταξική κοινωνία. Λέξη κλειδί καταστρέψει. Η προλεταριακή κοινωνική επανάσταση πάνω από όλα είναι καταστροφή μιας κοινωνίας και δημιουργία μιας άλλης. Επομένως η προλεταριακή επανάσταση είναι εκ των πραγμάτων αντι-κοινωνική απέναντι στην ταξική κοινωνία. Δεδομένου ότι ανεξάρτητα από τις διαστάσεις που προέκυψαν εντός του σοσιαλιστικού κινήματος σε αναρχικό και κομμουνιστικό (και οι οποίες έχουν σχέση με το πώς θα διεξαχθεί η κοινωνική επανάσταση και πως θα οργανωθεί η αταξική κοινωνία μετέπειτα) το βασικό σκέλος περί ανατροπής των παλιών κοινωνικών συσχετισμών και της καταστροφής της προηγούμενης ταξικής κοινωνίας είναι κοινό στα περισσότερα σημεία επομένως και το πρόταγμα για την καταστροφη της παλιάς κοινωνιας για τη δημιουργία μιας νέας είναι κοινό και στα δύο ρεύματα. *1
ii. Η κοινωνία ως “μήλον της έριδος”
Στην διεξαγωγή της πολιτικής είναι πολύ σημαντικό να τίθεται πάντα ένα σημείο αναφοράς, ενα σύνολο, ένα σώμα, ένας πληθυσμός στο όνομα και για το συμφέρον του οποίου μιλάει κάθε πλευρά. Και επειδή ακριβώς αυτό είναι το επίδικο της πολιτικής βλέπουμε να σχηματίζονται όσο το δυνατόν πιο θολά και μη προσδιορισμένα σημεία αναφοράς στα οποία όλοι απευθύνονται και όλοι θέλουν το καλό τους και όλοι κατηγορούν τους άλλους για εχθρό των συμφερόντων αυτών των σημείων αναφοράς. Έτσι προκύπτει πως όλες οι πολιτικές προπαγάνδες απευθύνονται στο Λαό ή την Κοινωνία με σκοπό να τους πάρουν με το μέρος τους και να τους πάνε εκεί που υποτίθεται ότι βρίσκεται το συμφέρον τους. Λαός και Κοινωνία εξυπηρετούν σα σημεία αναφοράς την ίδια ακριβώς σκοπιμότητα αλλά επειδή η Κοινωνία φαντάζει κάπως πιο δόκιμη έννοια συνήθως επικρατεί η αναφορά σε αυτήν ενώ οι αναφορές στο Λαό είναι για λιγότερα εκλεπτυσμένα πλαίσια και πιο πλατιά ακροατήρια.
Βλέπουμε λοιπόν στον πολιτικό στίβο όλοι να μιλούν για την κοινωνία, όλοι να τη θέλουν με το μέρος τους και όλες οι πλευρές να επιζητούν το συμφέρον της. Για μεγάλο κομμάτι της αναρχίας και της αριστεράς για παράδειγμα η κοινωνία είναι μία οντότητα που αντιπροσωπεύει τους από τα κάτω και η οποία είναι δέσμια δύο άλλων οντοτήτων του Κράτους και του Κεφαλαίου που είναι αντικοινωνικές οντότητες γιατί καταδυναστεύουν και καταπιέζουν την κοινωνία. Μάλιστα όταν δυσκολεύονται στο έργο αυτό επιστρατεύουν μία ακόμα αντικοινωνική οντότητα το Παρακράτος για να τις συνδράμει στο αντικοινωνικό τους έργο που είναι η καταπίεση και η εκμετάλλευση της κοινωνίας. Αντίστοιχα το παραδοσιακό κομμάτι της Δεξιάς αντιλαμβάνεται ως κοινωνία το σώμα των ευυπόληπτων πολιτών που σέβονται τη νομιμότητα, την τάξη, την ιδιοκτησία και υπερασπίζονται τα εν λόγω κοινωνικά αγαθά ενώ οτιδήποτε και οποιοσδήποτε τα απειλεί τον θεωρούν αντικοινωνικό στοιχείο. Παρομοίως για το χώρο της ακροδεξιάς και του εθνικισμού κοινωνία είναι το σύνολο των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, την τιμούν και την υπερασπίζονται με κάθε τρόπο ενώ οι αναρχοάπλυτοι που καίνε σημαίες, το παρακράτος της αριστεράς και οι “λαθρομετανάστες” που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας είναι αντικοινωνικά στοιχεία. Για την σοσιαλδημοκρατία κοινωνία είναι οι πολίτες που σέβονται τα δημοκρατικά ιδεώδη, αποφεύγουν τον φανατισμό και την πόλωση και υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ενώ όσοι καταφεύγουν σε πολιτικούς φανατισμούς και σε λογικές των άκρων απ’ όπου κι αν προέρχονται είναι εξίσου αντικοινωνικά στοιχεία. Για την εκκλησία από την άλλη, κοινωνία είναι το σύνολο των πιστών, το χριστιανικό ποιμνίο και το σώμα των ευσεβών ενώ οι άθεοι, οι έχοντες και έχουσες αποκλίνουσες σεξουαλικές προτιμήσεις, οι αλλόθρησκοι αποτελούν αντικοινωνικά στοιχεία. Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά;
Το συμπέρασμα το οποίο αναπόφευκτα καταλήγουμε είναι πως η κοινωνία έχει μετατραπεί σε ένα μήλον της Έριδος μεταξύ διαφόρων διαφιλονικούμενων ιδεολογιών και ρητορειών που η κάθε μία επιλέγει ένα, ή και περισσότερα, πληθυσμιακά target group που κάπως ταιριάζουν στις προσλαμβάνουσες τους και τα βαφτίζουν τελείως αυθαίρετα “κοινωνία” και κατόπιν προσαρμόζουν το λόγο, τη δράση και την προπαγάνδα τους έτσι όπως φαντάζονται ότι θα έχει μεγαλύτερη απήχηση. Έτσι λοιπόν κάθε προπαγάνδα χτίζει το δικό της διαφορετικό αφήγημα για το τι είναι εν τέλει κοινωνία και κατά συνέπεια ποια πράγματα έχουν κοινωνικό ή αντικοινωνικό χαρακτήρα. Κοινός παρανομαστής όλων αυτών των ρητορειών είναι αυτό που περιγράφηκε και πριν ως ανάγκη για σημείο αναφοράς, όσο θολό εν τέλει κι αν προκύπτει αυτό, μία ανάγκη που μάλλον καταλήγει να είναι ψυχολογική περισσότερο και να υποκύπτει σε όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του πολιτικού λαϊκισμού, με μπόλικο δάνεια μάλιστα μεταφυσικής.
iii. Η κοινωνία ως ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης συσχετισμών και ισοροπιών
Όσο αυθαίρετες κι αν είναι οι αναλύσεις που επιλέγουν να βαφτίζουν συγκεκριμένα κοινωνικά σύνολα ως κοινωνία και να θεωρούν ότι δρουν υπέρ τους, στηρίζονται ωστόσο σε μία αλήθεια. Όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ένα ξεχωριστά και όλα μαζί ταυτόχρονα αποτελούν κομμάτια της κοινωνίας. Πρώτα από όλα το Κράτος και το Κεφάλαιο δεν είναι δύο ξεχωριστές οντότητες που έπεσαν από το διάστημα για να καταδυναστεύουν την κοινωνία. Το μεν Κράτος αποτελεί την πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας και το δε Κεφάλαιο την οικονομική. Και τα δύο αποτελούν εκφάνσεις μιας καπιταλιστικής κοινωνίας και ιστορικά έχουν προκύψει μάλιστα και τα δύο ως κοινωνικά προϊόντα συγκεκριμένων συσχετισμών, οι οποίοι μάλιστα είχαν το χαρακτήρα κοινωνικών επαναστάσεων στις οποίες οι μάζες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η πρόσληψη τους ως δύο ξεχωριστές οντότητες από την κοινωνία είναι ξεκάθαρα μεταφυσική και δεν πατάει πουθενά. Επιπλέον όλα τα προαναφερόμενα σύνολα, οι καταπιεσμένοι και οι κολασμένοι καθώς και οι ελίτ και οι ισχυροί, οι νομοταγείς και ευυπόληπτοι πολίτες καθώς και οι παραβατικοί και οι παράνομοι, οι ακροδεξιοί και οι εθνικιστές καθώς και οι αναρχικοί και οι αριστεροί, οι ευσεβείς και οι πιστοί χριστιανοί καθώς και οι άθεοι και τα άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, οι μετριοπαθείς και οι προοδευτικοί δημοκράτες καθώς και οι φανατικοί και οι ακραίοι, όλοι αυτοί λοιπόν, όλα αυτά τα σύνολα, το καθένα ξεχωριστά και ολα μαζί, είναι κομμάτια της κοινωνίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Η κοινωνία λοιπόν είναι το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα τα παραπάνω σύνολα μέσα από τα οποία μπορεί να εμφανιζονται άτομα που εναλλάσσονται σε διάφορους κοινωνικούς ρόλους. Ένας καταπιεσμένος μπορεί να είναι τόσο αναρχικός όσο και ακροδεξιός, τόσο αριστερός όσο και εθνικιστής, τόσο νομοταγής όσο και παραβατικός, τόσο χριστιανός όσο και άθεος. Επίσης, ακόμα και οι ισχυροί, οι κρατούντες ή τα μέλη της ελίτ μπορεί να έχουν διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς και συμφέροντα και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι αν όλες αυτές οι δυναμικές ήταν ελεύθερες να δράσουν κατά το δοκούν θα προέκυπτε το απόλυτο χάος και η αυτοδιάλυση της κοινωνίας. Αυτό που εμποδίζει όμως την επικράτηση του χάους είναι η διατήρηση μιας κανονικότητας, κι αυτή με την σειρά της, στηρίζεται στην διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, της κοινωνικής ομαλότητας και της κοινωνικής συνοχής. Αυτά τα τρία αποτελούν τους πυλώνες κάθε οργανωμένης κοινωνίας. Είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από μια διεργασία διαμόρφωσης κυρίαρχων συσχετισμών και ισοροπιών, τους οποίους αποδέχεται η πλειοψηφία (και στο βαθμό που δεν τους αποδέχεται της επιβάλλονται με ειδικό καθεστώς εξαίρεσης και τρομοκρατίας). Συνεπώς όταν εδώ και χρόνια διατυπώνονται φράσεις του τύπου: ” να σπάσουμε την κανονικότητα” , ” να διατάραξουμε την κοινωνική συνοχή” ” να ανατρέψουμε την κοινωνική ομαλότητα” στην ουσία έχουμε προτάγματα τα οποία μιλούν για την διάρηξη των ενοποιητικών παραγόντων μιας κοινωνίας , την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων ώστε να γίνει ορατή η ύπαρξη ενός κοινωνικού πολέμου που μαίνεται έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια, με το Κράτος να αποτελεί τον θεματοφύλακα μιας προσχηματικής,και μόνο στους τύπους, κοινωνικής ειρήνης.Η κοινωνία κατά συνέπεια δεν είναι ένα υποκείμενο ή κάποιο σώμα στο οποίο μπορούμε να μιλήσουμε ή να μην μιλήσουμε, να πάρουμε ή να μην πάρουμε με το μέρος μας , να του κάνουμε ή να μην του κάνουμε απεύθυνση. Τέτοιες προτάσεις έμπεριέχουν εξαρχής μια λάθος οπτική γωνία που γεννάει αρκετές στρεβλώσεις.
Η κοινωνία προκύπτει λοιπόν πως είναι αυτή η διαδικασία, ή το σύνολο των διαδικασιών ,( γνωστό και ως προτσές) που διαμορφώνουν τους όρους της συλλογικής συνύπαρξης των μελών μιας κοινότητας. Όροι οι οποίοι πλάθονται από την επικράτηση συσχετισμών και ισοροπιών, βάσει των οποίων είμαστε σε θέση να μιλάμε για συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού περιβάλλοντος και να το αξιολογούμε. Μιλάμε πχ για κλειστές και ανοιχτές κοινωνίες, για προοδευτικές και συντηρητικές, για κοινωνίες ανοικτές και κοινωνίες ξενοφοβικές. Εν πάση περιπτώσει είμαστε σε θέση να κατανοούμε πως υφίστανται διαφοροποιήσεις στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού περιβάλλοντος και ότι αυτό οφείλεται στο ότι από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή είναι διαφορετικές οι ιστορικές διεργασίες που διαμορφώνουν τους εκάστοτε κοινωνικούς συσχετισμούς και ισορροπίες. Όταν λέμε κλειστές κοινωνίες για παράδειγμα δεν εννοόυμε κάποιες κοινότητες των οποίων τα μελη είναι κλειστοί άνθρωποι και δςν εξωτερικεύουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους ή ότι ζουν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους αλλά κοινότητες μικρού μεγέθους συνήθως με πολύ σφιχτούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ των μελών τους και ελάχιστη ως μηδαμινή αλληλεπίδραση με τον έξω από αυτές κοσμο. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί ίσως να γίνουν πιο κατανοητά προτάγματα που ακούγονται χρόνια τώρα και που λένε ” να σαμποτάρουμε την κοινωνική μηχανή” ή ” ενάντια στην κοινωνία-εργόστασιο”. Προφανώς οι αναφορες σε κοινωνία-μηχανή ή κοινωνία-εργοστάσιο έχουν να κάνουν ακριβώς με την αντίληψη της κοινωνίας ως αυτήν ακριβώς τη διαδικασία που περιγραφηκε πως διαμορφώνει συγκεκριμένους συσχετισμούς και ισοροπίες κάθε φορά. Επίσης είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε την ουσία πολύ παλιών αναρχικών συνθημάτων όπως το ” Όλα τα ιδανικά αυτής της κοινωνίας βρίσκονται στις κλούβες της αστυνομίας” ή αναφορών σε κείμενα και αναλύσεις ακόμα και της πλέον κλασσικής αναρχίας περί ” κοινωνίας ελέγχου και επιτήρησης” ή “κοινωνιας φυλακής”. Προφανώς και στις δυο περιπτώσεις είναι δεδομένο πως γίνεται λόγος για κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία η αστυνομοκρατία η καταστολή , ο αυξημένος έλεγχος με κάθε μέσο ( κάμερες, παρακολουθήσεις, υποκλοπές) , η προστασία της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, όχι μόνο αποτελούν κυριάρχες κοινωνικές αξίες αλλά αποτελούν και κομμάτι μιας αντιλαμβανόμενης ως “φυσιολογικής” κοινωνικής κανονικότας. Κι αυτό λόγω διαμόρφωσης συγκεκριμένων συσχετισμών και ισοροπιών.
Κατά συνέπεια, λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο η έννοια του κοινωνικού, όσο και η έννοια του αντικοινωνικού είναι σχετικά ευέλικτες. Το τι είναι τι την κάθε φορά κρίνεται από το κατά πόσο είναι υπέρ ή κατά των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών, κι αυτό φυσικά αλλάζει από περιβάλλον σε περιβάλλον. Κάτι που σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Χ, θεωρείται αποδεκτή αξία και συμπεριφορά, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον Υ μπορεί να εκλαμβάνεται ως αντικοινωνική αξία και συμπεριφορά. Το ίδιο προφανώς μπορεί να ισχύει με τις ιδέες, τα κινήματα κτλ. Κάθε τι κρίνεται σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία εμφανίζονται ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσο ήταν ή είναι κοινωνικό και αντικοινωνικό και δεν υπάγεται σε μία σταθερή και πάγια αξιολόγηση. Το χριστιανικό κίνημα για παράδειγμα υπήρξε μία εσωτερική αντικοινωνική απειλή για το Ρωμαϊκό κοινωνικό προτσες αλλά αφού κατόρθωσε να επιβάλλει την ιδεολογική του ηγεμονία (χωρίς να αλλάξει η πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας σημειωτέον) και να διαμορφώσει τους δικούς του συσχετισμούς έχτισε το δικό του προτσές με πυρήνα το χριστιανικό φονταμενταλισμό, με την περίοδο επικράτησης του να ονομάζεται ευρωπαϊκός μεσαίωνας. Μέχρι το μετασχηματισμό και αυτής της κοινωνίας με τη σειρά της στις πρόιμες καπιταλιστικές κοινωνίες, οτιδήποτε απειλούσε τα ειδοποιά ποιοτικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης κοινωνικής συνοχής προφανώς ήταν αντικοινωνικό και αντιμετωπιζόταν ως τέτοιο. Πέρα από τις παραστάσεις που έχουμε με τις δημόσιες εκτελέσεις και τα βασανιστήρια που οργάνωνε η πολιτική και θρησκευτική εξουσία έχουμε παραστάσεις εξάρσεων μαζικής υστερίας των απλών μαζών που προχωρούσαν σε λιντσαρίσματα μέχρι θανάτου σε οτιδήποτε ένιωθαν ότι απειλεί το ύψιστο κοινωνικό αγαθό τους : τη χριστιανική πίστη.
Αντίστοιχα μπορούμε να φανταστούμε πως μία σειρά από πράγματα τα οποία κάπως έχουν βρει τη θέση τους μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα κάπου αλλού αδυνατούν να τη βρουν επειδή δεν το επιτρέπουν ακόμα οι κυρίαρχοι συσχετισμοί και ισοροπίες. Ενώ πχ σε συγκεκριμένες δυτικές κοινωνίες σήμερα θεωρείται κάπως αυτονόητο οι γυναίκες να αποφασίζουν για τη συνέχιση ή τη διακοπή της κύησης τους, σε κάποιες άλλες όχι μόνο δεν είναι αυτονόητο αλλά είναι παράνομο και κοινωνικά κατακριτέο. Κι αυτό όχι μόνο σε χώρες και κοινωνίες όπου επικρατεί ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ως πυρήνας της κοινωνικής συνοχής αλλά και σε δυτικές κοινωνίες που μπορεί να θεωρούνται πιο προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές. Μόλις πρόσφατα καθιερώθηκε στην Ιρλανδία η αναγνώριση του δικαιώματος της άμβλωσης κι αυτό μετά από το ιστορικό δημοψήφισμα που διεξήχθη, ενώ στην Αργεντινή παρά το γεγονός ότι έχουν διαμορφωθεί αγώνες από ριζοσπαστικά κινήματα που προωθούν αυτό το αίτημα, δεν κατάφερε να περάσει από τη Βουλή τους ως σχέδιο νόμου. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για κοινωνίες στις οποίες η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία διατηρεί ακόμα σε αρκετά μεγάλο βαθμό την επιρροή της έτσι ώστε η χριστιανική καθολική ηθική να αποτελεί κομμάτι των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών.
Το παράδειγμα των αμβλώσεων δεν επιλέγεται τυχαία γιατί είναι ενδεικτικό για να καταλάβουμε πως δεν είναι μονάχα η πολιτική και η οικονομική εξουσία σε μια κοινωνία που διαμορφώνουν συσχετισμούς και ισορροπίες. Αν και ασφαλώς αποτελούν δύο πολύ βασικούς πυλώνες, δεν είναι παρά μόνο δύο εκφάνσεις σε ένα ευρύτερο σύνολο στοιχείων που συνθέτουν ένα κοινωνικό προτσές και που έχουν σχέση με τη συλλογική κουλτούρα και τις ιδεολογίες που μπορεί να επικρατούν, τις κυρίαρχες αξίες και ηθική που μπορεί να έχουν σχέση και με την επικράτηση κάποιας θρησκείας, τις κοινωνικά διαμορφωμένες συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό, τις τέχνες, τη συλλογική διασκεδαση και ψυχαγωγία. Στοιχεία τα οποία έχουν μια τεράστια δυναμική αλληλεπίδραση μέσα στους πληθυσμούς και που μπορεί να αποτελούν τόσο σφιχτούς συνεκτικούς αρμούς ενός κοινωνικού συνόλου που αν μια εξουσία τολμήσει να τα αμφισβητήσει, να τα καταστείλει και να τα ξεριζώσει από έναν πληθυσμό, ενδεχομένως να συναντήσει από τις πιο ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις που θα μπορούσε να συναντήσει ποτέ. Αντίστοιχα τις ίδιες αντιστάσεις μπορεί να συναντήσει και ένα ανατρεπτικό κίνημα που θα επιχειρήσει να ανατρέψει όλα τα παραπάνω ή έστω να αναμετρηθεί και να επιχειρήσει να υπερκεράσει αυτό που ο κομμουνιστής θεωρητικός Αντόνιο Γκράμσι, αναλύοντας την πνευματική ηγεμονία της κυριαρχίας, αποκαλούσε “προκεχωρημένο χαράκωμα, πίσω από το οποίο βρίσκεται μια ισχυρή αλυσίδα από οχυρά και πολυβολεία”. *2
Σε ένα φιλελεύθερο προοδευτικό καπιταλιστικό σύστημα σαν αυτό της Αργεντινής πχ η νομιμοποίηση των αμβλώσεων θα μπορούσε να ωφελήσει το κεφάλαιο καθώς η αγορά των αμβλώσεων ενδεχομένως να αποτελούσε ένα επικερδές επιχειρηματικό πεδίο. Ωστόσο η πολιτική εξουσία υποκύπτει στις πολιτικές πιέσεις που ασκούν οι κοινωνικές δυνάμεις που είναι ενάντια στις αμβλώσεις γιατί προφανώς αυτές είναι πιο ισχυρές. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αντικοινωνικό είναι το αίτημα για νομιμοποίηση των αμβλώσεων γιατί αυτό εναντιώνεται στους κυρίαρχους κοινωνικούς συσχετισμούς και ισοροπίες.
Αυτό μπορεί να σημαίνει στις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες ότι μια γυναίκα που θα θελήσει να προβεί για οποιονδήποτε λόγο σε μια διακοπή της κύησης της θα έχει να αντιμετωπίσει πέρα από τις όποιες ποινικές συνέπειες που ορίζει ο νόμος και την ενδεχόμενη σκληρότητα του κοινωνικού αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, της περιφρόνησης της από τον κοινωνικό της περίγυρο, ενδεχομένως και από το οικογενειακό της περιβάλλον, θα είναι θύμα ενός παντοδύναμου κοινωνικού ρατσισμού που είναι πιο δύσκολος να αντιμετωπιστεί. Ακόμα και οι ποινικές συνέπειες ίσως να φαντάζουν πιο ανώδυνες σε σχέση με το πόσο συντριπτική μπορεί να φτάσει να γίνει η δύναμη αυτής της κοινωνικής πίεσης.
Αντίστοιχα φυσικά με το θέμα των αμβλώσεων σε μια σειρά από χώρες μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλά ακόμα ζητήματα που ενώ μπορεί να θεωρούνται λυμένα ή μερικώς λυμένα σε κάποιες κοινωνίες, σε κάποιες άλλες αποτελούν σκληρά ταμπού. Η ανεξιθρησκεία, η υπεράσπιση των γυναικείων δικαιωμάτων, η ελευθερία στη σεξουαλική επιλογή δεν είναι σε όλες τις κοινωνίες το ίδιο εξασφαλισμένα. Ορισμένες κοινωνίες, για παράδειγμα στηρίζουν την κοινωνική τους συνοχή στο σκληροπυρηνικό ισλαμικό φονταμενταλισμό και την αδυσώπητη πατριαρχία. Η κοινωνική θέση της γυναίκας μπορεί να είναι στην χαμηλότερη υποστάθμη ενώ οι σεξουαλικές αποκλίσεις από την ετεροκανονικότητα μπορεί να τιμωρούνται ακόμα και με θάνατο. Η κοινωνική πρόοδος φαντάζει τόσο μακρινή όσον αφορά κάποια ζητήματα σε κάποιες κοινωνίες που αυτό που για άλλες κοινωνίες ίσως φαντάζει αυτονόητο, εκεί να εκλαμβάνεται πλήρως αντικοινωνικό.
Δε χρειάζεται να ταξιδέψουμε βέβαια πολύ μακριά για να βάλουμε με το μυαλό μας παρόμοιες καταστάσεις. Δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι συμβαίνει στη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν ή το Ιράν. Αρκεί να φέρουμε στο μυαλό μας μια τυπική κλειστή κοινωνία της ελληνικής υπαίθρου λίγες δεκαετίες πίσω και να συλλογιστούμε το μέγεθος της κοινωνικής πίεσης που θα μπορούσε να τεθεί πάνω σε μια γυναίκα που θα ήθελε να ζήσει σύμφωνα με τις αρχές του ελεύθερου έρωτα. Η προκατάληψη, ο ρατσισμός, η περιφρόνηση, το μίσος εναντίον της θα προερχόταν από όλο το κοινωνικό περιβάλλον της. Ακόμα και από την ίδια την οικογένεια της ενδεχομένως και πολύ πιθανόν θα δεχόταν τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχολογική, και ενδεχομένως και σωματική, βία πρώτα απ’ όλα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Γιατί καταλαβαίνουμε πως από τη στιγμή που σε ένα τέτοιο περιβάλλον η πατριαρχία είναι μια πανίσχυρη κοινωνική δομή, πλήρως αποδεκτή και αφομειώσιμη από όλα σχεδόν τα μέλη της κοινωνίας, οτιδήποτε απέκλινε από τα στάνταρντ της πατριαρχίας, θα προσέκρουε σε ένα τέτοιο κοινωνικό αυτοματισμό. Αλλά δε χρειάζεται να μπούμε καν σε χρονοκαψουλα και να ταξιδέψουμε στο παρελθόν των ελληνικών επαρχιών παλιότερων δεκαετιών , η πατριαρχία αποτελεί μια τόσο ισχυρή κοινωνική δομή ακομα και σήμερα που ο σεξισμός και ο κοινωνικός ρατσισμός ενάντια στο διαφορετικό είναι εξαιρετικά απλωμένος στον κοινωνικό ιστό. Για να μην μπούμε στον κόπο να αναφέρουμε κάποιο από τα απειράριθμα τέτοια κρούσματα αρκεί να σημειώσουμε τις ενστάσεις ενός προοδευτικού κιόλας υποτίθεται κόμματος όπως το ΚΚΕ κάθε φορά που έρχεται προς ψηφιση κάποιο νομοσχέδιο που αφορά τα δικαιώματα καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων με διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα και οι οποίες ξεκινούν πάντα με τη φράση ” Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να δεχτεί…” Τι να εννοεί άραγε το ΚΚΕ ( και άλλα συντηρητικά κομμάτια της αριστεράς) σε τέτοιες περιπτώσεις, και γιατί δεν μπορεί να τοποθετηθεί ξεκάθαρα είτε υπερ είτε κατά τέτοιων αλλαγών, παρά μονάχα κρύβεται πίσω απο το δάχτυλο του παίρνοντας στην ουσία πολεμική θέση ενάντια σε προοδευτικά αιτήματα χαρακτηρίζοντας τα μεταμοντέρνα ή νεοφιλελεύθερη δικαιωματική ατζέντα; Μα γιατί είτε τα θεωρεί είτε τα αντιμετωπίζει ως αντι-κοινωνικά επιδιώκοντας άνοιγμα σε πιο διευρυμένα ακροατήρια κι επειδή γνωρίζει πως μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνιάς ρέπουν ακόμα προς την παραδοσιακή συντήρηση . Τέτοιου τύπου πολιτική συμπεριφορά που συνειδητά επιλέγει την πολιτική οπισθοχώρηση απο προοδευτικές και ριζοσπαστικές θέσεις ώστε να μην προκύψει σύγκρουση με κάποιο συντηρητικό κοινωνικό αυτοματισμό, είναι που σχηματικά έχει ονομαστεί”κοινωνισμός”. Ίσως όχι ο πιο δόκιμος όρος η αλήθεια είναι αλλά εν πάση περιπτώση αυτό το νοήμα αποπειράθηκε να πλαισιώσει άλλο που δεν κατάφερε να το κάνει κατανοητό.
Αυτού του είδους ωστόσο ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι τυπικό δείγμα της κοινωνικής ψυχολογίας και της συλλογικής συμπεριφοράς, αυτό που δηλαδή ονομάζεται και πιο κοινά , ψυχολογία του όχλου. Κάθε κοινωνικό σύνολο με μια ορισμένη συνοχή τείνει να συμπεριφέρεται σαν ένα σώμα, σαν ένας οργανισμός. Κι όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία ή την εισβολή ενός ξένου στοιχείου, κάτι διαφορετικού, αντιδρά όπως αντιδρά το ανοσοποιητικό σύστημα ενός οργανισμού απέναντι στην εισβολή ενός ιού ή ενός παθογόνου μικροοργανισμού: προσπαθεί να το καταστείλει και να εξαλείψει την απειλή της εξάπλωσης του. Κι αυτό το κάτι διαφορετικό, το κάτι ξένο, μπορεί να είναι στην περίπτωση ενός κοινωνικού συνόλου μια ιδέα, μια αξία ή και μια επιστημονική αλήθεια. Κάποτε σε κάποια εποχή θα μπορούσε να είναι απλά η διακήρυξη ότι η γη γυρίζει. Όλα αυτά κάτω υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είναι ή να έχουν υπάρξει αντικοινωνικά, και η προώθηση ή η υπεράσπιση τους να αποτελούν αντικοινωνικές πρακτικές. Από αυτήν την άποψη δε χωρά καμιά αμφιβολία πως φρασεολογίες τύπου ” Ενάντια στις αντικοινωνικές πρακτικές” που συναντάται σε κείμενα ή και σε υπογραφές συνελεύσεων (μετωπικών ή μη) είναι το λιγότερο ατυχείς, αν όχι σκόπιμα πολωτικές προφανώς για λόγους μικροπολιτικής. Επειδή δε μιλάμε για υποκείμενα που τα παραπάνω νοήματα τους διαφεύγουν.
Η διαπίστωση αυτή βοηθάει να γίνει αντιληπτό σε ποια βάση γειώνεται πλέον αυτή η διαμάχη γύρω από την κοινωνία, το τι είναι κοινωνικό και τι αντικοινωνικό, και κυρίως το ότι οι όποιες διαφωνίες, αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις δεν αφορούσαν απλά μια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος κουβέντα, αλλά μια ολόκληρη σειρά στρατηγικών, προταγμάτων και πολιτικών προτάσεων.
Γιατί όλα αυτά είναι ζητήματα που εν τέλει τα συναντάμε μπροστά μας, μέσα σε επιλογές αγώνα που έχουμε να κάνουμε κάθε φορά, μέσα σε διλήμματα, τα οποία προκύπτουν και χρήζουν απαντήσεων, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Το πως ζυγίζονται τα πράγματα κάθε φορά, τι βαραίνει περισσότερο και ποιες επιλογές αγώνα μπαίνουν επιτακτικά ως προτεραιότητα στρατηγικής, η επιλογή της συλλογικής δράσης, η ατομική εξέγερση, όλα αυτά λοιπόν ,έχουν άμεση σχέση με τα παραπάνω. Γιατί η συμπεριφορά του κοινωνικού αυτοματισμού που εχθροποιεί κάθε τι ξένο, διαφορετικό, νεοτερικό που εμφανίζεται μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αφορά ασφαλώς και τα ανατρεπτικά ριζοσπαστικά κινήματα αμφισβήτησης που έχουν πέρα από να αντιμετωπίσουν την θεσμική καταστολή της κυριαρχίας, και να συγκρουστούν και με τις κραταιές κοινωνικές προκαταλήψεις. Κάτι που σήμερα κιόλας με την έξαρση του εθνικισμού με αφορμή το Μακεδονικό αποκτά επικαιρο χαρακτήρα. Ακριβώς λοιπόν πάνω σε όλα αυτά προκύπτουν οι διαφοροποιήσεις και στους όρους και τις συνθήκες της κοινωνικής απεύθυνσης.
Αυτό όμως είναι μια ολόκληρη άλλη συζήτηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*1: Αξίζει να αναφερθεί πως στη σοσιαλιστική Μαρξιστική σκέψη ως κοινωνική επαναστάση δεν λογίζεται μονάχα η ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών συσχετισμών και ισοροπιών ενός κοινωνικού περιβάλλοντος αποκλειστικά από μια προλεταριακή εξέγερση ή έστω από τον ξεσηκωμό ενός καταπιεσμένου πληθυσμού. Η κοινωνική επαναστάση μπορεί να συντελεστεί σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αν οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες στο εσωτερικό του μετασχηματιστούν με την έλευση της κοινωνικής προόδου όπως κι αν αυτή συντελεστεί. Για παράδειγμα περιγράφει ο Καρλ Μαρξ στο άρθρο του ” Η Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία” που γράφτηκε στις 10 Ιουνίου 1853 και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη New York Daily Tribune στις 25 Ιουνίου 1853 για το πως η αγγλική αποικιοκρατία επιτάχυνε την κοινωνική πρόοδο στην Ινδία συμβάλωντας στην κοινωνική επανάσταση του Ινδοσταν. Λέει συγκεκριμένα:
{” Η εγγλέζικη παρέμβαση έβαλε το κλωστήριο στο Λανκασάιαρ και τον αργαλειό στη Βεγγάλη ή σάρωνε τον Ινδό κλωστοϋφαντουργό, διαλύοντας αυτές τις μισοβάρβαρες-μισοπολιτισμένες κοινότητες, ανατινάζοντας την οικονομική τους βάση, και παράγοντας έτσι τη μεγαλύτερη και, για να πούμε την αλήθεια, τη μοναδική κοινωνική επανάσταση που συντελεστηκε ποτέ στην Ασία”.}
Στη συνέχεια κι αφού προχωρήσει σε μια εκτενή περιγραφή των προηγούμενων κοινωνικών συνθηκών που ανατράπηκαν ,όχι χωρίς να προβάλει έντονη την πρωτοκοσμική του αποστροφή απέναντι στην αναχρονιστική κοινωνια του ινδοστάν περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα τις αγροτικές παραδοσιακές κοινότητες (το “στέρεο θέμελιο του ανατολικού δεσποτισμού” που ” περιόριζαν το ανθρώπινο πνεύμα στη στενότερη δυνατη περίμετρο, μετατρέποντας το σε ένα χωρίς αντιστάσεις εργαλείο της πρόληψης, υποδουλώνοντάς το σε παραδοσιακούς κανόνες, στερώντας του κάθε μεγαλείο και ιστορική ενεργητικότητα…. δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτές οι μικρές κοινότητες ήταν μολυσμένες με διακρίσεις κάστας και με δουλεία) και την περιφρόνηση του για το παθητικό πνεύμα του λαού ( “προσηλωμένος μπροστά σε ένα κομματάκι γης, παρέμενε ατάραχος θεατής μπροστά στην ερείπωση ολόκληρων αυτοκρατοριών, μπροστά στην εκτέλεση ανείπωτων βιαιοπραγιών, τη σφαγή του πληθυσμού των μεγάλων πόλεων….. μένοντας ο ίδιος αβοήθητη λεία οποιουδήποτε επιδρομέα τον έβαζε στόχο”) κι αφού εκφραστεί όσο πιο απαξιωτικά μπορεί για το επίπεδο της προηγούμενης κοινωνικής ζωής ( ” αυτή η ανάξια, τελματωμένη και φυτοζοούσα ζωή, αυτό το παθητικό είδος ύπαρξης) θα προχωρήσει στην ριζοσπαστική διαπίστωση του πως επήλθε η μοναδική κοινωνική επανάσταση της Ασίας όπως την ονομάζει και ο ίδιος:
{“Η Αγγλία είναι η αλήθεια, προκαλώντας μια κοινωνική επανάσταση στο Ινδοστάν , έδρασε μονάχα προς όφελος των πιο βρομερών συμφερόντων της, και τα επέβαλε με τον πιο βλακώδη τρόπο. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι άλλο: Μπορεί η ανθρωπότητα να εκπληρώσει το πεπρωμένος της χωρίς μια ριζική επανάσταση στην κοινωνική κατάσταση της Ασίας; Αν όχι, τότε, όποια κι αν είναι τα εγκλήματα της Αγγλίας, αυτή ήταν το ασυνείδητο όργανο της Ιστορίας για να επέλθει η εν λόγω επανάσταση.
Τότε, όποια κι αν είναι η πικρία και τα προσωπικά μας αισθήματα μπροστά στο θέαμα του καταποντισμού ενός αρχαίου κόσμου, έχουμε το δικαίωμα από τη σκοπιά της Ιστορίας, να φωνάξουμε μαζί με τον Γκαίτε:
Sollte diese Qual uns quallen
Da sie unsre Lust vermehrt
Hat nicht myriaden Seelen
Timurs Herrschaft aufgezehrt?
(Γιατί το βάσανο εμάς να βασανίζει
Αφού στη μέγιστη χαρά μας οδηγεί,
Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν
Απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ;)”}
Αναμφίβολα εδώ η σκέψη του Μαρξ όσο ανατριχιαστική κι αν είναι, είναι παράλληλα βαθύτατα αποκαλυπτική της μαρξιστικής νομοτελειακής ντετερμινιστικής αντίληψης για την κοινωνική πρόοδο . Αν πρέπει να παραγνωρίζουμε την προσωπική μας πικρία για τα βάσανα του λαού της ινδίας απο την Αγγλική αποικιοκρατία, αν πρέπει να απαγγέλουμε χαρωπά Γκαίτε δηλώνοντας πως μας διακατέχει ύψιστη χαρά και πως βάσανο δε μας βασανίζει ακόμα κι αν μυριάδες ζωές χάθηκαν, επειδή το πεπρωμένο της ανθρωπότητας βαδίζει το δρόμο της εκπλήρωσης του με την κοινωνικη επανάσταση στην Ασία (η οποία δε θα συνέβαινε αν η Αγγλία δεν λειτουργούσε άθελα της ως ασυνείδητο όργανο της ιστορίας), τότε θα πρέπει να είμαστε πανευτυχείς που συνολικά η Γηραιά Ήπειρος υπήρξε το συλλογικό όργανο της ιστορίας που συνέβαλε στις κοινωνικές επαναστάσεις σε παρόμοια αναχρονιστικές και προ-νεοτερικές κοινωνίες της Ασιατικής, Αμερικανικής και Αφρικανικής Ηπείρου. Θα πρέπει να μαστε ευτυχείς για την μαζική γενοκτονία των εκατομυρίων γηγενών της Αμερικανικής Ηπείρου , για τους αιώνες της δουλοκτητικής αποικιοκρατικής περιόδου στην Αφρική και το δράμα του μαύρου πληθυσμού που υπέμενε τα πάνδεινα. Γιατί άλλωστε αυτά τα βάσανα εμάς να βασανίζουν; Μήπως ψυχές μυριάδες δεν χάθηκαν απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ; Αν εδώ δεν πρόκειται για τον ορισμό του πιο αμείλικτου ελιτισμού τότε απλά έχει υπερσχετικοποιηθεί η έννοια του ελιτισμού.
*2: Στα Τετράδια Φυλακής ο Γκράμσι αναφέρεται επίσης στην κοινωνία ως « πεδίο ελευθερίας, πεδίο δράσης των ιδεολογικών μηχανισμών που έχουν στόχο την άσκηση ηγεμονίας και μέσω αυτής την εξασφάλιση της συναίνεσης..»